ΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ - σελίδες από 228 μέχρι 356


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΞΙ
ΠΙΚΡΟΣ ΦΕΒΡΑΡΗΣ

Η περίοδος της κυοφορίας του κακού είναι πάντοτε χειρότερη και πιο πικρή από την ακμή του. Όσα έγιναν στην Κύπρο, όλα τα κακά που ακολούθησαν, η δυστυχία, η αγωνία κι ο θάνατος, κυοφορήθηκαν εκείνες τις τελευταίες μέρες του Δεκέμβρη του 1963 και τον Γενάρη και τον Φεβράρη του 1964. Ότι ήρθε μετά ήταν γέννα, κακή γέννα εκείνων των ημερών. Οι άνθρωποι έμαθαν να μισούν. Κάποιοι μπορεί να πουν ότι οι άνθρωποι διδάχτηκαν να μισούν. Δεν έχει σημασία αν οι άνθρωποι ήταν από δική τους υπαιτιότητα ή από τον επηρεασμό άλλων φορείς μίσους και μισαλλοδοξίας. Το μίασμα είναι μέσα στην ψυχή του κάθε ανθρώπου. Κι όταν εκδηλωθεί, αυτό γίνεται γιατί σκαρφάλωσε στις αδυναμίες του καθενός μας. Και οι συνθήκες είναι δημιούργημα. Γιατί πολλοί υιοθετούν ότι μόνο οι περιστάσεις κάνουν τον άνθρωπο κακό. Τον άνθρωπο που από τη φύση του είναι καλός καγαθός. Κατά τον αρχαίο φιλόσοφο. Που δεν ήταν βέβαια αμελέτητος, ούτε του έλειπε ο βαθύς στοχασμός. Απλώς δεν ήθελε να στερήσει από την καλή μαρτυρία. Γιατί τότε δεν θα μπορούσε να αναζητήσει και να βρει τον Θεό. Δεν ήταν απλώς παραλογισμός. Ήταν κακία απύθμενη. Αυτό που έλουζε την ψυχή εκείνων των ανθρώπων, εκείνης της γενιάς, ήταν η φρικτή, η πικρή λαγνεία του θανάτου. Οι αγωνιστές που με χαρά θα πρόσφεραν την ίδια τη ζωή τους στην αγνότητα του σκοπού μετατράπηκαν σε ασύδοτους και μικροπετείς εγκληματίες.
Κι αν ακόμα δεν διαβάσετε ολόκληρο αυτό το βιβλίο, τούτο το κεφάλαιο μελετείστε το προσεκτικά και θα βρείτε την ουσία της κυπριακής τραγωδίας, που εξελίχτηκε σε ποταμό αίματος, ανείπωτης δυστυχίας και ατέρμονης όσο και ατελέσφορης μισαλλοδοξίας ενός λαού, στην πιο όμορφη γωνιά της γης. Ενός λαού που, διαφορετικά, θα ευτυχούσε και θα θαυματουργούσε και θα γινόταν γέφυρα συνεργασίας των δυο μητέρων πατρίδων.
Μετά την εκκλησία, ο Χριστάκης πήγε στο καφενείο του παππού του Κώστα. Παραμονή Θεοφανείων. Έγινε ο αγιασμός των υδάτων. Μετά τη λαμπρή λειτουργία, που κράτησε λίγο παραπάνω από το κανονικό, πήγαν οι γυναίκες στο σπίτι να ετοιμάσουν το κυριακάτικο γεύμα, λιτό, ειδικά αυτήν τη μέρα που ήταν μεγάλη νηστεία. Οι άντρες γέμισαν τα καφενεία. Ήρθαν και οι εφημερίδες, όλοι συζητούσαν τα νέα, που δεν ήταν καλά. Μια εφημερίδα αποκάλυπτε ότι τα μαχητικά αεροπλάνα που σπάθισαν τον ουρανό της Λευκωσίας στις 26 του Δεκέμβρη ήταν τουρκικά κι αυτό ήταν προειδοποίηση για άμεση επέμβαση αν δεν σταματούσαν αμέσως οι επιθέσεις εναντίον των τουρκοκυπρίων.
Ο Χριστάκης είχε την ευκαιρία να δει τον παππού και τη γιαγιά, ν’ απολαύσει ένα ρούσικο τσάι και ν’ ακούσει και τις συζητήσεις. Οκτώ χρόνια τώρα άκουγε αυτές τις συζητήσεις, άκουε και τα σχόλια στο ραδιόφωνο, διάβαζε όλες τις ειδήσεις στις εφημερίδες.
Δεν αξίζει πια τον κόπο, του είπε ένα πρωί ο Αγάπιος, ξάδερφος της μητέρας του, που λειτουργούσε την καντίνα του σχολείου. Στεκόταν κι άκουε τα νέα, λίγο πριν μπουν στη τάξη. Περισπούδαστα, ο Αγάπιος και κουνώντας με απογοήτευση το κεφάλι, χρησμοδότησε. Αντί μπροστά, πίσω-πίσω πάμε, είπε.
Οι συζητήσεις τώρα επικεντρώνονταν στην πιθανότητα επέμβασης της Τουρκίας και εισβολής. Όπως ήταν φυσικό, βέβαια κι αναμενόμενο, οι γνώμες ήταν δυο. Ήταν αυτοί που υποστήριζαν ότι η Τουρκία θα έλθει, που ήταν οι λίγοι, κι εκείνοι που έλεγαν ότι δεν υπήρχε τέτοια πιθανότητα. Και οι δυο καταστάσεις φανατίζονταν η μια ενάντια στην άλλη και, κατά κανόνα, οι συζητήσεις κατέληγαν σε φωνασκίες και βαριές κουβέντες. Ακούγονταν ακόμα και χαρακτηρισμοί, πολλές φορές δημιουργούνταν  και παρεξηγήσεις.
Αυτό ήταν το κλίμα και σήμερα. Σηκώθηκε ο Χριστάκης κι έφυγε. Δεν ήθελε άλλο ν’ ακούει καυγάδες για το κυπριακό, δεν το μπορούσε. Έτσι ήταν πάντα, έτσι θα είναι μέχρι το τέλος. Μπήκε στον σύλλογο, στον Ακρίτα. Ίσως θα είχαν κάποιες οδηγίες να του δώσουν. Και πραγματικά, έπεσε πάνω στον Κώστα Πενταρά.
Τι κάνεις το απόγευμα; τον ρώτησε μετά τις τυπικές χαιρετούρες.
Είναι κάτι να κάνουμε; αντιρώτησε. Έχω αρκετές δουλειές, έχω και διάβασμα, μα όλα μπορούν να γίνουν κι απόψε ή αύριο.
Οι Τούρκοι μάς υπερφαλαγγίζουν στου Μαυραλή. Τον τράβηξε σε μια γωνιά και τον ενημέρωσε. Έστησαν πυκνά φυλάκια, κατέβηκαν μέχρι τον ποταμό. Καταφέραμε να στήσουμε ένα φυλάκιο αλλά μένει ακάλυπτο. Χρειαζόμαστε ένα προκεχωρημένο πάνω από το αρκάτζι του Τζινόγρη. Θα είναι ακριβώς μέσα στα ρουθούνια τους. Η θέση είναι επικίνδυνη, βάλλεται εύκολα, μπορεί και να καταληφθεί πολύ γρήγορα. Όμως δυο φυλάκια, να καλύπτει το ένα το άλλο, θα τα κάνουν αρκετά δυνατά να αντισταθούν.
Κατάλαβε τη στρατηγική ο Χριστάκης, δεν κατάλαβε τι ο ίδιος μπορούσε να προσφέρει. Ρώτησε:
Κι από μένα τι περιμένεις να κάνω;
Είπα και σε τέσσερις άλλους νεαρούς, απάντησε ο Κώστας. Θα κάνετε ομάδα, αρχηγός σας θα είναι ο Ρίκος. Του έχω εξηγήσει από πού θα περάσετε, γιατί οι Τούρκοι επιτηρούν το άνοιγμα με ελαφρό πολυβόλο. Μας βάλλουν συνέχεια και χρειάζεται προσοχή. Θα κουβαλήσετε στα χέρια σάκους, φτυάρια και τσάπες. Θα με βρείτε εκεί, μαζί με τον Κυριάκο τον Φανιαστό. Και θα στήσουμε το φυλάκιο. Μετά θα πρέπει να το επανδρώνουμε μέρα νύχτα.
Η κάθε μέρα που περνούσε ήταν και μια νέα δοκιμασία για τον μικρό Ρασιήτ. Δεν τολμούσαν να ξεμυτίσουν. Κελαηδούσαν τα όπλα, τυφέκια, πολυβόλα, κάθε λίγο, μέρα και νύχτα, σφαίρες περνούσαν με το χαρακτηριστικό τους σφύριγμα από πάνω τους. Ένα κλίμα φόβου κι αγωνίας δημιουργείτο, οι μεγάλοι ήταν απελπισμένοι, οι γυναίκες έκλαιγαν, μάζευαν τα παιδιά στην ποδιά τους, αλλά πολύ λίγο μπορούσαν να τα καθησυχάσουν. Πεινούσαν, ούτε ψωμί δεν είχαν πια. Ένιωθε να τον κοιτάζουν όλοι καχύποπτα, ήταν ο ξένος, ο παρείσακτος. Όχι ότι του είπε τίποτα κανένας. Αντίθετα, η θεία του ήταν πολύ προστατευτική, μα το ένιωθε και το αίσθημα γινόταν όλο και χειρότερο. Τα πιο μεγάλα, από δεκαπέντε και πάνω, είχαν ήδη κληθεί να υπηρετήσουν σαν αγωνιστές. Τους εξασκούσαν, ουσιαστικά, χωρίς όπλα, τους ανέβαζαν το ηθικό, τους έλεγαν ότι γρήγορα θα επάνδρωναν και τα φυλάκια.
Αυτό που ενοχλούσε αφάνταστα τον Ρασιήτ ήταν που τοποθέτησαν τους άντρες της Λέμπας στα πιο ακραία φυλάκια, κυρίως στην περιοχή του Μαυραλή. Κι εκεί είχαν, και πάλι, μπροστά τους τη Χλώρακα. Αυτούς που τους σκότωναν αλύπητα, αυτούς που ήταν οι χειρότεροι εχθροί τους. Άκουε τους μεγάλους που παραπονιόνταν γι’ αυτό, κάθε φορά που έπαιρναν το όπλο και ξεκινούσαν για το φυλάκιο. Και τι όπλο. Ένα κυνηγετικό με πέντε φυσίγγια ή ένα τυφέκιο χωρίς σφαίρες.
Τα συζητούσε αυτά, στο λίγο που έβρισκε τους φίλους τους, πιο πολύ τον Οσκάν. Στο πολύ λίγο γιατί οι μανάδες κρατούσαν τα παιδιά εκεί που πίστευαν ότι ήταν πιο ασφαλισμένα, εκεί που δεν κινδύνευαν από αδέσποτες σφαίρες. Οι Έλληνες είχαν αποζουρλαθεί. Τους έριχναν κυρίως από του Λούκα και του Γιανιού. Εκεί είχαν εγκατασταθεί ακροβολιστές και ήταν πολύ καλοί. Έτσι οι δρόμοι ήταν έρημοι, οι αρχηγοί είχαν χαθεί σε συσκέψεις, ο αέρας ήταν βαρύς, τον βαρούσε ο φόβος του θανάτου. Θα έλεγε κανένας ότι κανένας δεν μιλούσε, όλοι ψιθύριζαν, μην τυχόν και δώσουν στόχο ακόμα και με τη φωνή τους.
Ο Οσκάν δεν είχε νέα να του πει για τον Οζτεμίρ. Μόνο ότι ήταν ζωντανός και ότι οι Εγγλέζοι γιατροί έκαναν ότι μπορούσαν για να τον σώσουν. Ο πατέρας του πνιγόταν στην απελπισία.Δεν ήταν κι άνθρωπος της προσευχής, έτσι δεν είχε καμιά διέξοδο στη φοβερή του ψυχική καταπίεση. Ούτε που πήρε μια φορά τηλέφωνο να τους καθησυχάσει, να τους πει δυο λόγια παρηγοριάς, να τους δώσει θάρρος. Όλη η οικογένεια υπόφερε, αλλά κι όλος ο κόσμος προσευχόταν να ξεπεράσει τον τραυματισμό του ο Οζτεμίρ και να επιστρέψει γερός. Να επιστρέψει πού; Μια κόλαση είχε γίνει ο Μούτταλος, όλοι το ένιωθαν, το καταλάβαιναν. Όλοι έβλεπαν αίμα. Μόνο η παρέμβαση της Τουρκίας μπορούσε να τους σώσει. Μα πού ήταν κι αυτή; Γιατί δεν έστελλε τα αεροπλάνα της; Γιατί οι Έλληνες μόνο αυτά φοβούνταν και υπολόγιζαν. Βάραινε η απελπισία και γινόταν απόγνωση. Γινόταν θυμός και πικρία για τη μητέρα πατρίδα, που έμενε στα λόγια.
Το οχυρωματικό χαντάκι, που οδηγούσε στου Μαυραλή, είχε σχεδόν τελειώσει. Το είχαν πια αναλάβει οι γυναίκες και τα παιδιά. Έτσι, τα δυο αγόρια, ο Ρασιήτ και ο Οσκάν, βρέθηκαν εκείνο το απόγευμα να γεμίζουν σακιά με χώμα, που πεντέξι ηλικιωμένοι άντρες τα στοίβαζαν με δυσκολία, υψώνοντας το ανάχωμα, ώστε κάποιος να μπορεί να το διασχίσει, ελαφρά σκυφτός, από τη μια μέχρι την άλλη άκρη, προφυλαγμένος από τις σφαίρες των Ελλήνων ακροβολιστών.
Ο Ρασιήτ σήκωνε με δυσκολία το φτυάρι με το κουτσό χέρι.Μια νεαρή κοπέλα κοντά του προσπαθούσε να σκάψει το χώμα που ήταν πολύ σκληρό, ο Οσκάν άνοιγε τον σάκο, που προσπαθούσε να τον γεμίσει στη διαδικασία που δεν έλεγε να τελειώσει. Πόσο χώμα, τέλος πάντων, χωρούσε αυτό το σακί;
Την ίδια ώρα, στην αντίθετη πλευρά, στον Τζινόγρη, εκεί όπου ένα βαθούλωμα πρόσφερε κάποια κάλυψη, άλλα πέντε παιδιά, δεκαπέντε και δεκάξι χρονών, φορτωμένα με άδεια σακιά, προσπαθούσαν να περάσουν στο απέναντι χαμηλό ύψωμα για να φτιάξουν το δικό τους φυλάκιο.
Επί κεφαλής ήταν ο Ρίκος. Είχε αποφοιτήσει το γυμνάσιο από τον προηγούμενο χρόνο. Περίμενε ότι θα κέρδιζε μια υποτροφία για σπουδές στη Μόσχα. Δεν ήθελε ενεργό συμμετοχή σ’ αυτά που γίνονταν, δεν αρνιόταν όμως βοήθεια σε κάτι που καλά καταλάβαινε ότι συνέβαινε αναπότρεπτα, από ξεροκεφαλιά και κακία, όσο και στείρο πατριωτισμό. Ένιωθε έντονα την ευθύνη του απέναντι στα παιδιά που τον συνόδευαν, πολύ μικρότερά του, πολύ πιο άπειρα.
Πήραν τους άδειους σάκους από το χωράφι του Τρυφωνή, στην άκρη του δρόμου, όπου τους είχε μεταφέρει το ταξί του Χρύσανθου, του Ττάρζα. Πιο κάτω δεν υπήρχε δρόμος, για να πλησιάσει περισσότερο. Αντί να κάνουμε αγροτικούς δρόμους, κάνουμε φυλάκια και σκοτωνόμαστε μεταξύ μας, σκέφτηκε, με πικρία, ο Ρίκος. Έδωσε τις οδηγίες του:
Οι Τούρκοι είναι αφορμολοημένοι, δεν θέλουν να στήσουμε τόσο κοντά τους αυτό το φυλάκιο. Μπορεί να μας ρίξουν. Θα είμαστε εκτεθειμένοι μόνο για είκοσι μέτρα. Αν μας βάλουν, πέφτουμε αμέσως κάτω και κυλιόμαστε προς το ύψωμα, που μας καλύπτει πλήρως. Να προσέξουμε να μη αφήσουμε πίσω τους σάκους. Προπαντός, ακολουθείτε τις οδηγίες μου.
«Είναι γεννημένος αρχηγός», σκέφτηκε ο Χριστάκης που πάντα τον θαύμαζε. Κοντά του βρίσκονταν ο Αντρίκος το Κασίνι, ο αιώνιος φίλος του, και ο Κυριάκος ο Μακάριος. Δέκα μέτρα πιο πίσω ακολουθούσε ο Ρίκος με τον Πανίκο. Έφτασαν στο επικίνδυνο σημείο. Ο Ρίκος τους φώναξε να περιμένουν. Σταμάτησαν.
Θα τρέξετε προς τα δεξιά, τους καθοδήγησε. Θα πάτε γρήγορα και θα καλυφτείτε πίσω από το αγριόκλημα μόλις σφυρίξω. Μη μιλάτε, προπαντός μη φωνάξετε.
Πραγματικά, μπροστά τους, προς τα δεξιά, τριάντα μέτρα ήταν ένα γυμνό από φύλλα, αλλά με πυκνές κληματσίδες, αγριόκλημα. Το γνώριζε καλά ο Χριστάκης. Βρισκόταν στο χωράφι του παππού του Κώστα. Το είχε τώρα δώσει στη θεία τη Στέλλα, που το άφηνε ακαλλιέργητο κι αχρησιμοποίητο, μιας και είχε μετακομίσει οικογενειακώς στη Λεμεσό. Πιο πέρα ήταν το πηγάδι κι αυτό αχρησιμοποίητο τα τελευταία τέσσερα χρόνια και η δεξαμενή, όπου έριχναν το νερό, μέχρι να γεμίσει και να ποτίσουν. Από αυτό το αγριόκλημα είχε πολλές φορές γευτεί το μικρόρογο, μα πολύ γλυκό σταφύλι, όταν επισκεπτόταν τον παππού και τις θειάδες σ’ αυτό το περιβόλι.
Σφύριξε σιγανά ο Ρίκος και οι τρεις έφηβοι έτρεξαν με όλη τους τη δύναμη, κρατώντας σφικτά, μπροστά τους, τους άδειους σάκους. Μέσα σε δευτερόλεπτα, βρέθηκαν πίσω από το αγριόκλημα.
Στο καλό, μου έπεσαν μερικοί σάκοι, είπε ο Κυριάκος.
Και χωρίς καλά-καλά να το σκεφτεί, σηκώθηκε κι έτρεξε να τους μαζέψει. Του έβαλε τις φωνές ο Ρίκος, μα ούτε που πρόλαβε να τις ακούσει. Πρώτα είδαν το χώμα και τις πέτρες, μπροστά τους, να εκτινάσσονται κι αμέσως μετά άκουσαν και το χαρακτηριστικό τερέτισμα του μπρεν. Ο Κυριάκος δεν σταμάτησε. Έφτασε κοντά στο Ρίκο και τον Πανίκο και κυλίστηκε, μαζί τους, χάμω. Ακούστηκε μια δεύτερη ριπή και οι σφαίρες σφύριξαν από πάνω τους. Και μια τρίτη. Οι σφαίρες, αυτή τη φορά έκαναν μια γραμμή, ακριβώς μπροστά τους. Κύλισαν λίγο πιο πίσω. Ακούστηκε ένα τυφέκιο να ρίχνει.
Είναι οι δικοί μας, είπε ο Ρίκος. Μα δεν είμαι σίγουρος ότι μπορούν να μας καλύψουν. Θα επιστρέψουμε για να πάρουμε οδηγίες. Ο Χριστάκης κι ο Αντρίκος να μη κινηθούν μέχρι να επιστρέψουμε.
Πραγματικά, ο Χριστάκης κι ο Αντρίκος έμειναν για λίγο ξαπλωμένοι στο χώμα, φοβισμένοι και ανήσυχοι. Δεν ήξεραν τι να κάνουν. Κάποια στιγμή ο Αντρίκος βλαστήμησε με τον χαρακτηριστικό του τρόπο, που πολύ σπάνια το έκανε, σηκώθηκε κι έτρεξε προς τα πίσω. Ο Χριστάκης δεν πρόλαβε να τον εμποδίσει. Τον είδε να φτάνει εκεί, που οι άλλοι είχαν αφήσει τα άδεια σακιά, να παίρνει ένα μεγάλο δέμα και να επιστρέφει. Τα έφερε και τα απίθωσε κοντά στο αγριόκλημα, πίσω από ένα χαμηλό βράχο.
Αν θα πάμε μπροστά, αυτά θα τα χρειαστούμε, είπε και στράφηκε πίσω και για τα υπόλοιπα.
Χωρίς να το καλοσκεφτεί και ο Χριστάκης, πετάχτηκε πάνω και τον ακολούθησε.
Να τα πάρουμε όλα μονομιάς, να μην πηγαινοέρχεσαι, του είπε σφυριχτά.
Οι Τούρκοι δεν ξανάριξαν κι έτσι σε λίγο οι δυο νέοι είχαν μεταφέρει όλα τα σακιά στο ύψωμα, όπου θα έφτιαχναν το φυλάκιο. Βρήκαν εκεί τον Κώστα Πενταρά, τον Ερωτόκριτο και τον Χαμπή του Μελή. Ο Κώστας στεκόταν όρθιος κι έριχνε με το τυφέκιο εναντίον του Μούτταλου.
Θα τους ρίξω όλους, είπε κάνοντας μια μικρή διακοπή. Θα βάλω μια σφαίρα σε κάθε πόρτα. Για να μάθουν να μην προκαλούν.
Η αλήθεια να λέγεται, αυτοί που προκαλούν είμαστε εμείς, παρατήρησε ο Ερωτόκριτος, ετοιμάζοντας τα εργαλεία για το σκάψιμο.
Ήταν δύσκολη δουλειά, το χώμα ήταν σκληρό σαν σίδερο, ο Χαμπής, που πήγε να το παίξει σκληρός, γρήγορα παραιτήθηκε, με μια μεγάλη φουσκάλα στην παλάμη. Το ίδιο έπαθε κι ο Χριστάκης, που τον ακολούθησε. Ευτυχώς σε λίγο έφτασε ο Κυριάκος ο Φανιαστός, μ’ ένα μπρεν στον ώμο κι ένα κασμά στο άλλο χέρι.
Ακούσαμε που σας έβαλλαν, είπε, κι έφερα το μπρενΜα οι σφαίρες μας είναι λιγοστές. Καμιά σαρανταριά. Μια σφαιροθήκη και λίγες χύμα.
Κτύπησε την τσέπη του κι ακούστηκε, χαρακτηριστικός, ο ήχος του χαλκού. Τοποθέτησε το μπρεν να βλέπει κατά την τουρκική συνοικία κι άρχισε να σκάβει με τον κασμά που είχε φέρει. Σκληραγωγημένος, παλικάρι, με σιδερένια μπράτσα, κτίστης ήταν, οι τέσσερις νέοι δεν τον προλάβαιναν να γεμίζουν τα σακιά με το χώμα που έσκαβε. Το φυλάκιο ήταν στημένο μέχρι τη δύση του ήλιου.
Κυριάκο, θα μείνεις εδώ με τον Ερωτόκριτο. Οι άλλοι θα φύγουμε. Να είστε προσεκτικοί. Για τ’ όνομα του Θεού, όχι τσιγάρο. Θα στείλουμε να σας αλλάξουν, αμέσως. Προσέχετε μήπως σας έρθουν οι Τούρκοι από πίσω. Το σύνθημά σας είναι: Ένωση και το παρασύνθημα: και μόνον ένωση.
Η νύχτα κύλησε ήσυχα. Όπως και η επόμενη μέρα, των Φώτων. Ο Κώστας Πενταράς, όμως, ήταν βέβαιος ότι οι Τούρκοι θα αντιδρούσαν για το νέο φυλάκιο που έστησαν γιατί ήταν κυριολεκτικά μέσα στο ρουθούνι τους. Μόνο που δεν μπορούσε να ξέρει πώς θα εκδηλωνόταν αυτή η αντίδραση, που καθόλου παράξενο να ήταν κι αιματηρή. Οι άντρες του λόχου της Χλώρακας είχαν εξαντληθεί να καλύπτουν δυο μέρες όλα τα πόστα, πήγαν να ξεκουραστούν. Είχαν ανοίξει και τα σχολεία, έχασε και τη βοήθεια από τους μαθητές. Άσε που κι αυτούς έπρεπε να τους καλύψουν στη διαδρομή μέχρι το Κτήμα. Ο δρόμος βαλλόταν, έφτιαξαν ένα άλλο, πρόχειρο, μέσα από τα χωράφια, μέχρι τα Πετρίθκια και το Δασούδι, κατέβαιναν από εκεί μέχρι το κέντρο, που ήταν τα γυμνάσια. Έπρεπε κάποιοι να σταθούν και να καθοδηγούν τα παιδιά να μην πάρουν τον παλιό δρόμο.
Όλα ήταν δύσκολα εκείνην τη μέρα. Υποχρεωτικά εγκατέλειψαν το νέο φυλάκιο και ο Κώστας, μαζί με τον Κυριάκο το Φανιαστό, με το μπρεν κι ένα κυνηγετικό, με ελάχιστες σφαίρες και φυσίγγια, κάλυψαν το φυλάκιο στο Μέλανο, πάνω από τον Καλιά. Ήταν μόνοι, στην πιο επικίνδυνη γραμμή, χωρίς καμιά εφεδρεία να τους καλύψει, χωρίς πλευρική υποστήριξη. Αν έρχονταν οι Τούρκοι, θα μπορούσαν να τους καθαρίσουν μόνο με ξύλα. Δίπλα τους ήταν το φυλάκιο, που έστησαν πριν δυο-τρεις μέρες οι Εγγλέζοι. Πιο πολύ σαν παρατηρητήριο, γιατί ήταν σε θέση να εμποδίσει ή να προλάβει σύγκρουση.
Και οι Τούρκοι ήρθαν. Καμιά πενηνταριά, με ξύλα, σιδερολοστούς και μαχαίρια. Ξεπρόβαλαν μέσα από τους καλαμιώνες και προχωρούσαν με απειλητικές διαθέσεις. Όμως, δεν κρατούσαν πυροβόλα όπλα. Τουλάχιστον έτσι φαινόταν. Μα σίγουρα κάποιοι θα ήταν κρυμμένοι πιο πίσω, μέσα στα πυκνά δέντρα. Κι αυτοί θα είχαν και πιο δυνατά όπλα.
Οι Εγγλέζοι τα έχασαν. Η σύγκρουση ήταν σίγουρη κι αυτοί θα βρίσκονταν στη μέση, χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτα. Θα έμπαινε σε κίνδυνο κι αυτών η ζωή. Ήταν κι άπειροι, νεαροί στρατιώτες, που βαφτίστηκαν ειρηνευτές των Ηνωμένων Εθνών από τη μια μέρα στην άλλη. Δεν πρόλαβαν ούτε τη στολή να αλλάξουν. Με το γουόκι-τόκι προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν με το κέντρο διοίκησής τους, μα το ασύρματο μήνυμά τους έβρισκε εμπόδια φαίνεται, δεν τα κατάφερναν.
Οι Τούρκοι ήταν στα τριάντα μέτρα, κοντοστέκονταν κι αυτοί, είτε γιατί φοβούνταν, όπως πρόβαλλαν τελείως ακάλυπτοι, είτε γιατί ήθελαν απλώς να εκφοβίσουν τους Έλληνες και να σηκώσουν το φυλάκιο. Όμως ανέμιζαν ξύλα και πάλες και φώναζαν και απειλούσαν.
Στο φυλάκιο βρισκόταν ο Κώστας Πενταράς με τον Κυριάκο Φανιαστό. Γονατιστοί, είχαν στήσει το μπρεν με το τρίποδο πάνω από τους σάκους με χώμα, που τους προφύλασσαν.
Ευτυχώς που φέραμε το μπρεν, είπε ο Κυριάκος και η φωνή του έτρεμε.
Ο Κώστας τράβηξε τον μοχλό όπλισης και τον άφησε να φύγει με δύναμη. Ο χαρακτηριστικός, μεταλλικός ήχος ακούστηκε κι έκανε τους Τούρκους να σταματήσουν. Ένας Εγγλέζος σήκωσε ψηλά τα χέρια κι άρχισε να φωνάζει στον Κώστα να μην πυροβολήσει.
Μη τους πυροβολήσεις, ψιθύρισε ο Κυριάκος. Δεν μπορούμε να τους σκοτώσουμε όλους. Αν ρίξουμε θα ορμήσουν και θα μας φάνε. Είναι πολύ φανατισμένοι.
Τον άκουε ο Κώστας, έβλεπε και τον ειρηνευτή να κουνά τα χέρια και να φωνάζει. Είχαν ένα δυνατό όπλο, είχαν και δυο σφαιροθήκες γεμάτες.  Ο Κυριάκος είχε δίκιο. Μα δεν μπορούσαν και να φύγουν. Οι Εγγλέζοι δεν είχαν εμπιστοσύνη, μπορεί και να παρέδιδαν το φυλάκιο στους Τούρκους. Ίσως και να χάραζαν τη γραμμή, που ήδη χώριζε τη Λευκωσία. Που κανένας δεν χάρηκε που χαράχτηκε. Σύνορο μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων δεν υπήρχε στην Πάφο και δεν θα γινόταν αυτός η αιτία για να γίνει τώρα. Ήταν αποφασισμένος να μην υποχωρήσει. Μα πώς θα τα κατάφερνε; Απάντηση δεν μπορούσε να βρει. Όσο κι αν δεν υπολόγιζε τη ζωή του, από πολλά χρόνια την είχε δοσμένη για την πατρίδα, αγωνιστής τότε της ΕΟΚΑ και σήμερα κλήθηκε να πολεμήσει και δεν αρνήθηκε, όπως και τόσοι άλλοι. Δεν θα ήθελε να γίνει και σφαχτάρι, ηττημένος και νεκρός. Θα πολεμούσε. Από την άλλη δεν ήθελε να γραφτεί σαν έκθεση στα Ηνωμένα Έθνη ότι οι Έλληνες έκαναν την αρχή σ’ αυτό το επεισόδιο.
Εκμεταλλεύτηκε το στιγμιαίο δισταγμό των Τούρκων από το κτύπημα του κλείστρου. Κι έριξε. Έριξε μια ριπή κι αμέσως δεύτερη. Ήταν πολύ έμπειρος στη χρήση αυτού του ωραίου όπλου, δεν άφησε να φύγουν πολλές σφαίρες. Τις είδε να πέφτουν μπροστά από τους Τούρκους και να πετούν πέτρες και χώματα παντού.
Είδε τους Τούρκους τρομοκρατημένους, ήταν η ώρα του ενός. Ένας να ορμούσε μπροστά, όλοι θα τον ακολουθούσαν. Ένας να έκανε πίσω όλοι θα το έσκαζαν. Οι Εγγλέζοι είχαν παγώσει. Ο Κυριάκος, που τους παρακολουθούσε, τους έβλεπε αναποφάσιστους, αμίλητους, φοβόταν καμιά απερισκεψία τους. Κι ο ίδιος φοβόταν πάρα πολύ κι ας είχε αρχίσει το δηλητήριο της μάχης να του φέρνει πυρετό. Είχε έτοιμο το κυνηγετικό. Αν οι Εγγλέζοι όπλιζαν τα ελαφρά αυτόματα που κρατούσαν, θα τους έριχνε. Ήταν πολύ κοντά τους, ακριβώς δίπλα τους. Άλλωστε το ένιωθε ότι κι εκείνοι βρίσκονταν μπροστά σε φοβερό δίλημμα. Δεν είχαν συμφωνήσει με το στήσιμο του φυλακίου. Δοκίμασαν να τους αποτρέψουν, δεν τα κατάφεραν. Φοβούνταν τα χειρότερα και να που είχαν δίκιο.
Ο Κώστας χαμήλωσε το κοντάκι του μπρεν. Φάνηκε ότι ήταν έτοιμος πια να ρίξει στο ψαχνό. Οι Τούρκοι κατάλαβαν ότι θα γινόταν μακελειό. Δεν άξιζε τον κόπο. Δεν ήρθαν για μπλόφα. Μα έπεσαν στην αποφασιστικότητα ενός Έλληνα, που σίγουρα τους μισούσε αρκετά για να σκοτώσει όσο πιο πολλούς μπορούσε. Άλλωστε στη δική τους περιοχή βρίσκονταν. Η προσπάθειά τους να ασφαλίσουν, όσο ήταν δυνατό, τη συνοικία Μαυραλή από τα άμεσα πυρά ενός προκεχωρημένου φυλακίου των Ελλήνων απέτυχε. Και υποχώρησαν. Όχι άτακτα, απειλώντας ακόμα, οπισθοχώρησαν, κατέβηκαν τον ποταμό και σκόρπισαν μέσα στη βλάστηση.
Ο Κώστας ανάπνευσε με ανακούφιση. Το ίδιο και ο Κυριάκος. Πιο πολύ, όμως, οι Εγγλέζοι ειρηνευτές που κατάφεραν επί τέλους να επικοινωνήσουν και με τη διοίκησή τους και να αναφέρουν το συμβάν. Χωρίς χρώμα. Αυτοί ήταν, φυσικά, ουδέτεροι. Κι έτσι θα έμεναν μέχρι το τέλος.
Από την άλλη μεριά, άκουσαν τις ριπές του μπρεν. Ανησύχησαν. Ο Ρασιήτ φοβόταν ότι τέτοια πράγματα ήταν συνήθως οι προάγγελοι κακών μαντάτων. Συνέχισαν τη δουλειά τους κι αφουγκράζονταν για συνέχεια. Μέρα και νύκτα τους έριχναν οι Έλληνες. Κι αυτοί δεν τα πήγαιναν πίσω. Κι ας ήταν τα πυρομαχικά ελάχιστα. Βέβαια είχαν βρει και λύσεις για ν’ αναπληρώνουν τις σφαίρες που σπαταλούσαν για εκφοβισμό, για απάντηση ή ρίχνοντας στο ψαχνό. Οι χάλκινοι κάλυκες ήταν πολύτιμοι. Τη γόμωση την είχαν, όπως και τα καψούλια. Έφτιαξαν και μολυβένια βλήματα και τα χρησιμοποιούσαν κι ας έκαναν ζημιά στην κάννη των όπλων.
Φάνηκε τρέχοντας να έρχεται ο Σαλίχης, ο συγχωριανός του Ρασιήτ. Σταμάτησε μια στιγμή, ξαναβρήκε την ανάσα του. Όλοι κρεμάστηκαν πάνω του, να τους πει τι είχε συμβεί.
Μας ρίχνουν από τη Χλώρακα, είπε ο Σαλίχης, φανερά φοβισμένος. Με έστειλαν να ειδοποιήσω, γιατί αν κατεβούν κάτω και περάσουν τον ποταμό, θα μας σκοτώσουν όλους. Αυτοί έχουν πολυβόλα, εμείς έχουμε κυνηγετικά! Πού να τους αντικόψουμε;
Ο Σαλίχης, βέβαια, δεν ήξερε τα πραγματικά γεγονότα, ούτε και οι άλλοι ίσως, που ήταν μαζί του στο σπίτι που ήταν πιο κοντά στον ποταμό. Ούτε και φρόντισαν να τους ενημερώσουν ότι πήγαν να ζητήσουν εξηγήσεις και να απειλήσουν για το προκεχωρημένο φυλάκιο.
Ο δικός μου σε έστειλε; ρώτησε η κοπέλα που έσκαβε.
Ο δικός της, ο αρραβωνιαστικός της, ήταν δασοφύλακας, που εγκατέλειψε τη δουλειά του στην κυβέρνηση λίγες μέρες πριν, όταν άρχισαν οι συγκρούσεις στη Λευκωσία. Ήταν υπεύθυνος για τα φυλάκια στου Μαυραλή. Της έλεγε ότι τους είχαν τοποθετήσει στο πιο επικίνδυνο σημείο, χωρίς κάλυψη, ούτε σάκους με άμμο δεν τους άφησαν να γεμίσουν, για να μην τους πάρουν είδηση, λέει, από απέναντι οι Χλωρακιώτες. Λες και δεν το ήξεραν! Ούτε και κανένα σπουδαίο όπλο δεν τους είχαν δώσει. Της μιλούσε και τώρα έτρεμε μήπως πολύ εύκολα κατέβαιναν από τη Χλώρακα και τους καθάριζαν. Όλοι ήξεραν τι κουμάσια ήταν οι Χλωρακιώτες κι ότι πρωτοστάτησαν στην ΕΟΚΑ κι ότι μισούσαν τους Τούρκους. Αυτά σκεφτόταν η νεαρή Τούρκισσα και φοβόταν μέχρι θανάτου για τον αγαπημένο της. «Θα μου τον σκοτώσουν και θα μείνω χήρα πριν καλά-καλά τον χαρώ», σκεφτόταν.
Ναι, της απάντησε μονολεκτικά ο Σαλίχης κι έφυγε βιαστικά.
Τον έβλεπαν ν’ απομακρύνεται, τρέχοντας σκυφτός μέσα στο αμυντικό όρυγμα. Όλοι φοβούνταν, ανησυχούσαν για τα χειρότερα.
Μη φοβάσαι, κόρη μου, της είπε μια ηλικιωμένη γυναίκα, που κι αυτή έσκαβε λίγα μέτρα πιο πέρα, λύνοντας τη μαντήλα της κι αφήνοντας τα γκρίζα μαλλιά της να φανούν στους ώμους. Ο Θεός θα μας βοηθήσει, αυτός βοηθά τους αδύνατους, τους ταπεινούς και τους πιστούς του.
Την κοίταξε η κοπέλα με συγκατάβαση. Όχι ότι δεν εκτιμούσε τη συμπαράστασή της, μα δεν πίστευε ότι ο Θεός μπορεί να ασχολείται με τις βλακείες των ανθρώπων. Το είχε πει μια βραδιά και στον αρραβωνιαστικό της. Θεέ μου, πόσο ήταν όμορφος, ψηλός, γεροδεμένος, μαύρα μαλλιά, καστανά μάτια, γεμάτα φως και ζωή! Κι εκείνος την αποπήρε. Μην τα πεις αυτά και σε ακούσουν, της έλεγε, μπορεί να σε παρεξηγήσουν ότι δεν υποστηρίζεις τον σκοπό. Στ’ ανάθεμα ο σκοπός, του απαντούσε, τόσα κακά και τόση δυστυχία προς τι; Για να ενωθούμε με την Τουρκία! Τρέλα είναι κι όχι σκοπός. Μας σκοτώνουν, τους σκοτώνουμε. Κι από πάνω λέμε θα μας βοηθήσει κι ο Θεός. Ποιος Θεός ευλογεί τα εγκλήματα; Μόλις που πρωτοπήγε στο γυμνάσιο, δώδεκα χρονών παιδούλα ήταν, όταν άρχισαν όλα αυτά τα κακά. Πήγαν να ησυχάσουν κάπως, όσο ησύχασαν, μα να που άρχισαν και πάλι. Δεκαοχτώ ήταν τώρα. Κι άρχισαν χειρότερα από πριν. Δεν άντεξε να μην απαντήσει στη γυναίκα που τόσο καλοπροαίρετα πήγε να της συμπαρασταθεί.
Εγώ δεν περιμένω τίποτα από τον Θεό, είπε και στη φωνή της φανερωνόταν μεγάλη πικρία. Δηλαδή ο Θεός θα μας βοηθήσει να σκοτώνουμε μόνο εμείς;
Την κοίταξε και η γυναίκα, μα δεν της είπε τίποτα άλλο. Τι να της πει; Μια χήρα αυτή, σκοτώθηκε ο άντρας της στον πόλεμο με τους Γερμανούς, κάπου στη Βόρειο Αφρική. Μόνη την άφησε μ’ ένα παιδάκι στην αγκαλιά. Μια κόρη που την καλοπάντρεψε. Είχε τώρα και δυο εγγονάκια, ακόμα ένα ήταν στον δρόμο κι ερχόταν. Αστυνομικός ήταν ο γαμπρός της. Άφησε κι αυτός τη δουλειά του. Τώρα τα μωρά πεινούσαν, πεινούσαν και οι μεγάλοι, καμιά παρηγοριά από πουθενά, καμιά βοήθεια. Υπομονή τους έλεγαν να κάμουν, η Τουρκία θα τους υπερασπιζόταν! Μα ο Θεός είναι μεγάλος. Για όλους και για μας. Αναστέναξε και συνέχισε το σκάψιμο. Όπως και οι άλλοι. Μέχρι που φάνηκε να επιστρέφει ο Σαλίχης τρέχοντας, μαζί του και δυο άλλοι. Ο ένας κρατούσε ένα μπρεν στην αγκαλιά, ο άλλος ένα ζεμπύλι με σφαιροθήκες. Ακόμα κι εκείνες οι απλοϊκές γυναίκες ήξεραν να ξεχωρίζουν ένα μπρεν. Κι ένα στρατιωτικό τυφέκιο μαρτίνι ή αραβίδα.
Συνεχίστηκε η αντιπαράθεση Τούρκων κι Ελλήνων στον Καλιά. Ερήμωσε η περιοχή κάτω από τον Μούτταλλο, κανένας δεν τολμούσε, ούτε οι βοσκοί, να κυκλοφορήσουν στην περιοχή. Υπήρχε μανία και φόβος μαζί. Μανία εκδίκησης, φόβος αντεκδίκησης. Μα ο καθένας έκανε ό,τι ήθελε. Κι από τις δυο πλευρές. Ξαφνικά άρχιζε μια συγχορδία από πυροβολισμούς, ριπές στο ξεκίνημα, από αυτόματα όπλα, σποραδικοί πυροβολισμοί στο τέλος, χωρίς πραγματικό σκοπό. Μόνο για να χαρεί το δάκτυλο το χάιδεμα της σκανδάλης. Θα έλεγε κανένας ότι το όπλο έγινε μια νέα αγαπημένη, σ’ ένα αφύσικο κι ανήθικο, ασφαλώς, έρωτα.
Οι μαθητές των γυμνασίων από την Χλώρακα, την Έμπα, την Κισσόνεργα και την Πέγεια ταλαιπωρούνταν αφάνταστα κάνοντας ένα μεγάλο γύρο από τα χωράφια για να πάνε στο σχολείο. Των Τούρκων, όμως, το καινούριο και πολύ όμορφο γυμνάσιο, δίπλα στην αστυνομία, έκλεισε. Βέβαια, κανένας από τους Έλληνες δεν νοιάστηκε να μάθει πού προσπαθούσαν τα Τουρκάκια να μάθουν γράμματα.
Στους καφενέδες συζητούσαν το κυπριακό. Με φανατισμό όπως πάντα. Δεν τσακώνονταν τόσο μεταξύ τους γιατί ένιωθαν τώρα τον κοινόν εχθρό, τους Τούρκους. Και κανένας δεν έλεγε το αντίθετο. Μόνο φανατίζονταν αν θα έπρεπε να γίνει η πενταμερής. Όλοι έλεγαν ότι ήταν προδοσία να τη δεχτούν. Κι αυτό γιατί την είχαν ζητήσει οι Τούρκοι κι αν την έκαναν θα αναγνώριζαν δικαιώματα στην Τουρκία. Λες και δεν έπαιρνε από μόνη της όσα δικαιώματα ήθελε ή χρειαζόταν.
Έγινε και η πενταμερής. Στο Λονδίνο. Αποτέλεσμα μηδέν. Για τους Έλληνες έφταιγε η Τουρκία που απότυχε και οι υπερβολικές αξιώσεις της. Οι ηγέτες της Κύπρου φρόντιζαν πιο πολύ να διαδίδεται αυτό παρά οι δικές τους σκέψεις, ο δικός τους σχεδιασμός. Και τα φρικτά γεγονότα συνέχιζαν χωρίς τελειωμό.
Ήταν Πέμπτη, μια Πέμπτη όπως τις άλλες. Τέλειωσε το μάθημα των Ελληνικών, τέλειωσε και το πρώτο, σύντομο διάλειμμα, θα είχαν δυο συνεχείς περιόδους για να γράψουν έκθεση ιδεών. Μπήκε ο Δημήτρης Σμυρλής, πήγε κατ’ ευθείαν πάνω από τον Χριστάκη, πήρε στο χέρι το τετράδιο των εκθέσεων και διάβασε το όνομά του.
Χρίστος, είπε. Πολύ σωστά! Άκουσα στον διάδρομο να σε φωνάζουν Χριστάκη. Το όνομά σου είναι Χρίστος, να μην ξανακούσω το Χριστάκης.
Ναι κύριε, απάντησε δειλά ο Χριστάκης, παραξενεμένος από την κουβέντα του καθηγητή του, που πάντα νόμιζε ότι δεν του έδινε την παραμικρή σημασία.
Τους έδωσε το θέμα της έκθεσης. «Ο φάρος της Κάτω Πάφου». Ωραίο θέμα για τον Χριστάκη, που πάντα του άρεσε, λίγο-πολύ, να φιλοσοφεί στα κείμενά του. Κι έγραψε, αναπτύσσοντας μέσα από τις καθημερινές εμπειρίες στη ζωή ενός εφήβου, χωρίς να παραβλέψει και τη φυσική πραγματικότητα και υπόσταση του φάρου στη βραχώδικη αιχμή πάνω από τη θάλασσα, που όταν ήταν καλμαρισμένη ήταν χάρμα της ψυχή, μα όταν σηκωνόταν, προσήνεμη όπως ήταν, γινόταν φόβητρο κι απειλή για τους ναυτιλωμένους.
Τελείωσε στη μέση της δεύτερης περιόδου, παράδωσε το τετράδιό του και ήταν έτοιμος να επιστρέψει στη θέση του, όταν κτύπησε η πόρτα και μπήκε ο Κόκος, ο παιδονόμος. Κάτι ψιθύρισε στον Σμυρλή, που καθόταν στην έδρα κι έφυγε. Σηκώθηκε ο καθηγητής, είπε στον Χριστάκη να μείνει κοντά του και κάλεσε άλλους τέσσερις, ονομαστικά, να πλησιάσουν.
Το φυλάκιο 22, τους είπε χαμηλόφωνα, είναι ακάλυπτο. Οι Τούρκοι απέναντι συνεχίζουν να φτιάχνουν αναχώματα. Θέλω να πάτε να το καλύψετε.
Πρόσεξε, ο Χριστάκης, ότι διάλεξε πέντε παιδιά που, όπως πίστευε, είχαν εκπαιδευτεί σαν αγωνιστές. Τον Φυλακτή, τον Αντρέα τον Πέτρου, τον Αντρέα τον Παναγιώτου, τον Πέτρο Βρυωνίδη και τον ίδιο.
Πήραν τα βιβλία τους κι έφυγαν. Με τα ποδήλατα. Πήγαν από τα Πάνω Περβόλια και μέσα από τον χωμάτινο δρόμο έφτασαν στα σπίτια, πάνω από τα μνήματα τους Τούρκους, τα τελευταία σπίτια πριν από τον ακάλυπτο χώρο. Σκέφτηκαν ότι αν έφευγαν όλοι μαζί προς το φυλάκιο, που ήταν μπροστά τους καμιά τρακοσαριά μέτρα και τους έπαιρναν είδηση, θα έριχναν στο ψαχνό και κάποιον θα πετύχαιναν. Αποφάσισαν να πάρουν τον κατηφορικό δρόμο, ένας-ένας, και να φτάσουν στο φυλάκιο, με ταχύτητα κι όσο γινόταν πιο σκυφτοί, για να μη δίνουν στόχο.
Αυτό έκαναν. Πρώτος έφυγε ο Φυλακτής, τον ακολούθησαν οι άλλοι, τελευταίος ο Χριστάκης. Συναντήθηκαν μαζί στο φυλάκιο, χωρίς τίποτα να παρουσιαστεί. Το φυλάκιο ήταν άδειο κι εγκαταλελειμμένο, χωρίς κανένα οπλισμό, κάλυψη ή επικοινωνία. Τα πιο κοντινά ελληνικά φυλάκια ήταν του Γιανιού και του Καλιά, ένα χιλιόμετρο απόσταση και χωρίς καμιά δυνατότητα οποιασδήποτε επαφής. Τους δέχτηκαν οι κραυγές και τα φτερουγίσματα των πουλιών που ήταν κλειστά σ’ ένα μεγάλο κοτέτσι της πίσω αυλής. Χήνες, κοτόπουλα, γαλοπούλες. Ειδικά οι χήνες ήταν πολύ εκδηλωτικές. Τα πουλιά είχαν μείνει χωρίς τροφή και η άφιξη των παιδιών ίσως να τους πρόσφερε μια ελπίδα γι’ αυτό γίνονταν τόσο εκδηλωτικά.
Για τον Χριστάκη το φυλάκιο ήταν γνωστό, είχε ξανάρθει, τότε που λίγο έλειψε να σκοτώσει τον Ερωτόκριτο και τον Μακάριο. Ήξερε καλά και την περιοχή γιατί την ταξίδευε καθημερινά με το ποδήλατο, πηγαίνοντας στο σχολείο, για πάνω από τέσσερα, τώρα, χρόνια. Δεν ήταν όμως ο αρχηγός. Ούτε το ήθελε, ούτε κι άλλος το απαίτησε. Αν συνέβαινε, δηλαδή, οτιδήποτε θα ήταν ο σώζων εαυτόν σωθείτο. Δεν θα σωζόταν κανένας. Δεν είχαν κανένα όπλο. Απέναντι φαίνονταν μερικοί Τούρκοι να κινούνται. Δεν ξεχώριζαν τι έκαναν. Κάποια κίνηση φάνηκε κι ανάμεσα στις αμυγδαλιές του Μαυραλή. Ακούστηκε και χλιμίντρισμα αλόγου, που τους ξένισε. Οι τούρκοι δεν είχαν άλογα από ότι ήξεραν.
Έκαναν μια γρήγορη επιθεώρηση. Συμφώνησαν ότι θα ήταν απλοί παρατηρητές κι ότι αν συνέβαινε κάτι, ο μόνος τρόπος διαφυγής θα ήταν τα ποδήλατά τους.
Μόνο τα μαθήματα θα χάσουμε, είπε ο Φυλακτής και το πρόσωπό του φωτίστηκε από το πλατύ όμορφο χαμόγελό του.
Ο Χριστάκης ζήλευε τον Φυλακτή για το πλούσιο του χαμόγελο, αλλά κι εκείνο το κράμα σοβαρότητας και ταυτόχρονης ανεμελιάς του χαραχτήρα του. Χαιρόταν την παρέα του μα δεν τον θεωρούσε φίλο του, αν και πολύ θα το ήθελε. Ο Φυλακτής ήταν ένας λεβέντης, στη συνείδησή του και μπορούσε να τον εμπιστευτεί σε οτιδήποτε.
Οι άλλοι τρεις, οι δυο Αντρέηδες κι ο Πέτρος, ήταν τρεις ήσυχοι και πολύ φιλότιμοι συμμαθητές του, στους οποίους μπορούσε να εμπιστευθεί οτιδήποτε, ακόμα και τη ζωή του. Ήξερε ότι ποτέ δεν θα εγκατέλειπαν τον σύντροφο, τον συναγωνιστή τους. Μα αυτό δεν τον ανακούφιζε και τόσο. Θα προτιμούσε να κρατά κι ένα όπλο, ας ήταν κι ένα κυνηγετικό. Ας ήταν κι ένα πιστογεμή, όπως είπε γελώντας ο Φυλακτής. Στάθηκαν και οι πέντε πίσω από ένα μισοτελειωμένο τοίχο, μιας μελλοντικής κάμαρας. Ο τοίχος ήταν πετρόκτιστος και χοντρός πάνω από δυο πόδια, μα ο Πέτρος ο Βρυωνίδης τους προειδοποίησε ότι μόλις που μπορούσε να σταματήσει σφαίρα τυφεκίου. Αν τους έβαλαν με βαρύ πολυβόλο θα τον τρυπούσε πέρα για πέρα. Και παρατήρησε ότι κανείς δεν μπήκε στον κόπο να τον ενισχύσει με σακιά γεμάτα άμμο.
Λες να έχουν και βαριά πολυβόλα; αναρωτήθηκε ο Αντρέας Παναγιώτου.
Έχουν από όλα, παρατήρησε ο Αντρέας Πέτρου. Προσέξτε, μη δίνετε στόχο στο τζαμί, εκεί έχουν σίγουρα εγκατεστημένο ένα μπρεν κι αυτοί που το καλύπτουν είναι καλοί σκοπευτές.
Πραγματικά, ο ψηλός μιναρές του τζαμιού της Αγίας Σοφίας, της παλιάς εκκλησίας που οι Τούρκοι μετέτρεψαν σε τζαμί μετά την κατάκτηση της Κύπρου, δέσποζε σ’ όλη την περιοχή κι αν το είχαν κάνει πολυβολείο θα είχαν τον έλεγχο κι όποιος περνούσε σε όλη εκείνη την ακτίνα του ενός και πλέον χιλιομέτρου, κινδύνευε. Μια ριπή από ένα καλό σκοπευτή, θα μπορούσε να τον αφήσει στον τόπο.
Οι πέντε νέοι, αν και προβληματίζονταν, δεν είχαν πραγματικό φόβο μέσα τους. Ήταν συννεφιά το πρωί, αλλά κατά το μεσημέρι, δυο ώρες μετά που έφτασαν στο φυλάκιο, ένας πλούσιος, ζεστός ήλιος πλημμύρισε γη κι ουρανό. Ο Αντρέας Πέτρου κάλυπτε, όρθιος πίσω από τον τοίχο, οι άλλοι κάθισαν σε μια γωνιά κι απολάμβαναν τη λιακάδα. Ο Χριστάκης έλεγε ότι τον στενοχωρούσε που θα έχαναν το μάθημα χημείας. Το είχαν μόνο μια φορά τη βδομάδα, του άρεσε πάρα πολύ, έλεγε. Οι βαθμοί του ήταν χάλια, πώς θα τους διόρθωνε αν έχανε το μάθημα;
Μη χολοσκάς, του είπε ο Φυλακτής. Όλοι μας εδώ έχουμε πάρει βαθμό κάτω από τη βάση. Αν καμιά φορά καταλάβουμε τις ερωτήσεις του κυρίου Ορφανίδη, μπορεί να πιάσουμε και κανένα βαθμό της προκοπής. Το ερώτημα είναι, ο καθηγητής μας θέλει να πάρουμε καλό βαθμό;
Συμφώνησαν και οι άλλοι, το ίδιο ανήσυχοι και προβληματισμένοι. Ο Αντρέας Παναγιώτου είπε ότι ο καλύτερος βαθμός ήταν 14 και τον πήρε ο Στέλιος Πυργάς.
Εγώ πήρα 8, είπε γελώντας ο Φυλακτής. Ο πατέρας μου θέλει να πάω αστυνομικός, εκεί δεν χρειάζεται χημεία. Μου φτάνει ένα δέκα, να περάσω και να πάρω το απολυτήριο.
Στη συζήτηση απάνω, έφτασε κάποιος, σταμάτησε το αυτοκίνητό του έξω στο δρόμο, μπροστά από το σπίτι για να μην είναι ορατό από τα φυλάκια τους Τούρκους και μπήκε. Τα παιδιά ούτε που σηκώθηκαν. Κανένας δεν ήξερε τον νεοφερμένο, ούτε και τους συστήθηκε. Ένας νέος άντρας, 27-28 χρονών, ντυμένος μάλλον ελαφρά, στρογγυλοπρόσωπος, με γκριζογάλανα μάτια. Κάθισε στις φτέρνες, κοντά τους και τους ρώτησε αν είχαν προσέξει καμιά παράξενη κίνηση από τους Τούρκους. Ποια κίνηση δηλαδή θα πρόσεχαν; Κι εκείνοι μουλωχτοί κι ανήσυχοι ήταν.
Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη, είπε ο Φυλακτής, χωρίς να γελά αυτήν τη φορά. Μόνο ποιος είναι ο Γιάννης και ποιο είναι το θεριό δεν ξέρουμε!
Κούνησε το κεφάλι ο νιόφερτος, δεν είχε και τίποτα να τους πει άλλο, έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα του. Από τα καλά ήταν, THREE 555. Μόλις είχαν φανεί και ήταν λίγο πιο ακριβά από τα άλλα. Τους άφησε όλο το πακέτο κι έφυγε, λέγοντάς τους ακόμα μια φορά να είναι πολύ προσεκτικοί.
Και πώς να είναι προσεκτικοί δηλαδή; Αυτό δεν τους το είπε. Στο πακέτο υπήρχαν εννέα τσιγάρα. Εκείνη τη μέρα, οι τέσσερις, εκτός από τον Χριστάκη, κάπνισαν και πνίγηκαν στον βήχα. Ο Φυλακτής γελούσε, δάκρυζε, έβηχε και προσπαθούσε να μην παρεξηγηθεί ότι δεν ήξερε να καπνίσει. Το ίδιο και οι άλλοι. Ο Χριστάκης παρακολουθούσε σοβαρός.
Πήγαν και τους αντικατέστησαν το ξημέρωμα της επομένης. Μετά από δεκαοχτώ ώρες. Διψασμένοι, νηστικοί, απογοητευμένοι, πήραν τα ποδήλατα κι έφυγαν. Χωρίς να είναι βέβαιοι ότι οι αντικαταστάτες τους θα έμεναν τελικά να καλύψουν το φυλάκιο. Ή θα το έσκαγαν.
Το ίδιο έγινε και μια βδομάδα ακριβώς αργότερα. Πάλι Πέμπτη, πάλι το μάθημα της χημείας πήγε περίπατο. Ο Χριστάκης κι άλλοι τρεις συμμαθητές του, διαφορετικοί αυτή τη φορά. Κάλυψαν το φυλάκιο που είχε στηθεί στο οδοντιατρείο του Καντή. Δεύτερος όροφος, κοντά στα κυβερνητικά κτίρια, απέναντι, ένας δρόμος ήταν μεταξύ τους, στο τζαμί τ’  Άη Νικόλα. Ο μιναρές μεταβλήθηκε σε πολυβολείο και μια κάννη εξείχε από το ψηλό διάζωμα. Αντί θρησκευτικών μηνυμάτων από τον χότζα, έφευγαν μηνύματα φοβέρας, μίσους και θανάτου.
Τους τόνισαν να είναι προσεκτικοί και να μη δίνουν στόχο γιατί οι Τούρκοι ήταν εξαγριωμένοι μετά την αποτυχία της πενταμερούς στο Λονδίνο. Σίγουρα θα δημιουργούσαν επεισόδια για να υποχρεώσουν την Τουρκία να επέμβει. Τους είπαν να μην κοιτάζουν από τη θυρίδα πάνω στους σάκους από άμμο, που εδώ είχαν τοποθετήσει. Γιατί οι Τούρκοι σημάδευαν κι έριχναν μέσα από τις θυρίδες κι αλίμονο σε όποιο βρισκόταν τη στιγμή εκείνη από πίσω. Κι όταν ο Χριστάκης ρώτησε, με κάποια αφέλεια, από πού θα τους παρακολουθούσαν, τους έδειξαν τη γρίλια από το ξώθυρο ενός παραθύρου. Κανένας δεν γέλασε.
Έμειναν στο φυλάκιο όλο το απόγευμα και το βράδυ. Κοντά στα μεσάνυκτα ήρθαν και τους έφεραν μερικές κονσέρβες. Χταπόδι. Ο Χριστάκης δεν είχε δοκιμάσει ξανά κάτι τέτοιο. Του μύριζε κακοσυντηρημένο ψάρι, ούτε που το έβαλε στο στόμα του. Τουλάχιστον να τους είχαν φέρει λίγο ψωμί…
Τους άλλαξαν μετά τις οκτώ το πρωί. Πήραν τα βιβλία τους και πήγαν κατευθείαν στο σχολείο. Άγρυπνοι, άπλυτοι, με ρούχα τσαλακωμένα, αποκαμωμένοι. Έχασαν τις δυο πρώτες περιόδους, τα αρχαία ελληνικά, μπήκαν στην τάξη για την τρίτη περίοδο. Λατινικά, με την κυρία Βιδάλη. Μια Ελλαδίτισσα καθηγήτρια, που όλοι αγαπούσαν, κανένας δεν ήθελε να την κακοκαρδίσει. Τους έκανε γραπτό.
Ο Χριστάκης ήταν τελείως αδιάβαστος. Θεώρησε περιττό να κάνει έστω και μια μικρή προσπάθεια. Δεν θα κορόιδευε τον εαυτό του. Σίγουρα και να μην έγραφε πάνω από τη βάση, ήταν καλός στο μάθημα, η κυρία Βιδάλη ένα δώδεκα θα του έδινε. Χωρίς καν να του κάνει παρατήρηση. Αντί να ασχοληθεί με το διαγώνισμα και τις ερωτήσεις, που απ’ ότι αργότερα έμαθε ήταν πολύ εύκολες, την ώρα του γραπτού ούτε που τις κοίταξε, έγραψε στη κόλλα: «Είμαι αδιάβαστος, πήγα να υπηρετήσω την πατρίδα και τώρα ο Χρίστος ενθάδε κείται».
Η κυρία Βιδάλη γέλασε με την ψυχή της με τα καμώματα του μαθητή της. Αρκετά για να συγκρατηθεί στο επόμενο μάθημα και με την απόλυτη σοβαρότητα που την χαρακτήριζε, να του πει: δεν έγραψες στα λατινικά μα τα ελληνικά σου είναι πολύ καλά αν και είσαι Λάκωνας. Έμεινε σοβαρή κι όταν όλα τα παιδιά της τάξης γέλασαν με την παρατήρησή της. Κι όταν όλα ησύχασαν του ανάγγειλε ότι του έβαλε 16. Ένας πολύ καλός βαθμός υπό τα δεδομένα, μα όχι αρκετός για να συντηρήσει το καθαρό 20 που πάντοτε πετύχαινε.
Δεν βρέθηκε σε αμηχανία μόνο με το γραπτό των λατινικών, ο Χριστάκης, εκείνην την μέρα, μετά την επάνδρωση του φυλακίου στο οδοντιατρείο του Καντή. Επιστρέφοντας στο σπίτι, μετά το σχολείο, βρήκε τη Στασού σε έξαλλη κατάσταση. Και είχε δίκιο. Σε τέτοιες εποχές, δεν μπορούσε να εξαφανίζεται για δυο σχεδόν μέρες χωρίς να στέλλει ένα μήνυμα, μια ειδοποίηση για να μην ανησυχούν στο σπίτι. Και τι να της πει; Είχε απόλυτο δίκιο. Έτσι ήρθαν, βέβαια, τα πράγματα, δεν είχε κανένα τρόπο να επικοινωνήσει και να τους πει είμαι στον τάδε τόπο, μη με περιμένετε. Ήξερε ότι κι ο πατέρας βυθιζόταν πια στην ίδια κατάσταση και η μητέρα είχε μέσα στα τόσα προβλήματα, που μόνη και τελείως αβοήθητη επωμίστηκε, να σκέφτεται και να τρομάζει τι μπορούσε να συμβεί από τη μια στιγμή στην άλλη στον άντρα της, στον γιο της. Είχε τη συμπαράσταση των άλλων της παιδιών, είχε και τη συμπαράσταση των γονιών της, του Λεωνή και της Δεσποινούς, μα αυτό πολύ λίγο μετρούσε στη φρικτή αγωνία της.
Τον έστησε, η Στασού και του τα έψαλλε για καλά. Αμήχανα αισθήματα τον πλημμύρισαν, αλλά και θυμός. Θυμός γιατί η μητέρα του είχε δίκιο. Τουλάχιστον ας έβρισκε ένα τρόπο να την ειδοποιήσει. Αν κι αυτό από μόνο του δεν ήταν αρκετό για να μαλακώσει την έγνοια και την αγωνία της. Άκουε τον εξάψαλμο χωρίς να μιλά. Κι όσο δεν απαντούσε, όλο και πιο πολύ τσαντιζόταν εκείνη. Μαζεύτηκαν τα παιδιά, ανήσυχα κι αυτά. Ποτέ δεν είχαν δει τη μαμά σε τέτοια έξαλλη κατάσταση. Ούτε και τον Χριστάκη σε τέτοια αμηχανία. Άκουσαν τις φωνές κι ο παππούς και η γιαγιά και φάνηκαν στη γωνιά. Κουνούσαν το κεφάλι, δεν είχαν κι αυτοί τι να πουν. Πράγματα που τα έζησαν, την ίδια αγωνία, τον ίδιο πόνο ψυχής, μήπως δεν πέρασαν κι αυτοί μέσα στον Αγώνα, τότε που τα παιδιά τους βρέθηκαν φευγοί καταζητούμενοι και φυλακισμένοι; Κι εκεί που πίστευαν ότι ήρθε η πολυπόθητη ειρήνη, να και πάλι ένας πόλεμος, ας τον έλεγαν ότι ήθελαν, πόλεμος και μάλιστα άσχημος κι άγριος ήταν και πάλι. Και τώρα δεν ήταν μόνο τα παιδιά τους, ήταν και τα εγγόνια τους. Στην πιο όμορφη ηλικία των δεκάξι, των δεκαεφτά, μπλεγμένοι, μπροστά στη μπούκα του τουφεκιού, μπροστά στην αμφίστομη μάχαιρα, έτοιμοι κι αυτοί να γίνουν φονιάδες. Ποιος Θεός το ήθελε και το κουμάνταρε αυτό;
Η Στασού τα είπε από την καλή, με δυσκολία δεν ξέσπασε σε κλάματα. Αρκετά είχε κλάψει όλο το βράδυ που περίμενε τον γιο της να επιστρέψει, να τον ακούσει να σπρώχνει την πόρτα και να μπαίνει, έστω με τα ένοχα, προσεχτικά του βήματα. Κι εκείνος στεκόταν και την άκουε, χλωμός, γεμάτος θυμό με τον εαυτό του και, το χειρότερο, ξέροντας ότι τα πράγματα έτσι θα πήγαιναν, δεν θα διορθώνονταν, θα γίνονταν όλο και χειρότερα.
Και η μάνα τα είπε από την καλή. Ξαφνικά κατάλαβε ότι είχε ξεπεράσει τα όρια, όχι τα δικά της. Είδε τα μάτια του γεμάτα δάκρυα, που τα συγκρατούσε με μεγάλη δυσκολία. Κατάφερε να σιωπήσει. Αναστέναξε βαθειά.
Ούτε διψάς, ούτε πεινάς; τον γνοιάστηκε. Πήγαινε λοιπόν να φας. Τι αξίζει να σου μιλούμε; Θα μας ακούσεις μήπως;
Δεν πήγε να φάει. Στο νου του ήρθε εκείνη η απαίσια μυρουδιά της κονσέρβας με χταπόδι, που τους έδωσαν στο φυλάκιο του Καντή, διπλώθηκε το στομάχι του, αναγουλιάστηκε. Πέταξε τα βιβλία και το πηλήκιό του στον καναπέ κι έφυγε. Η Στασού ήξερε ότι θα πήγαινε στον χαρουπώνα αγκρισμένος και θα έμενε εκεί μέχρι να του περάσει. Και η ίδια δεν είχε καθόλου ξεθυμάνει. Τόσα λέγονταν, τόσα πολλά ο κόσμος φοβόταν να συμβούν. Κι αυτή, με έξι παιδιά και γέροντες γονιούς, τον άντρα της άνεργο, δυο μήνες σχεδόν έπαιρνε ακόμα και τα τσιγάρα του βερεσέ, πού θα ακουμπούσε; Ούτε τον Θεό δεν παρακαλούσε πια για κάτι καλύτερο. Δεν είχε το κουράγιο. Είχε χάσει βάρος, κολυμπούσε στα φουστάνια της, ήταν κατάχλωμη, δεν έτρωγε, δεν κοιμόταν κανονικά. Καταλάβαιναν τα παιδιά πόσο υπόφερε και στέκονταν κοντά της, τη βοηθούσαν, της συμπαραστέκονταν, ο καθένας με τον τρόπο του κι αυτό ήταν πάρα πολύ, μα όχι αρκετό.
Ο Κωστάκης κι ο Κυριάκος είδαν το μεγάλο τους αδερφό να φεύγει τσαντισμένος κι αποφάσισαν ότι χρειαζόταν κι εκείνος τη συμπαράστασή τους. Άφησαν λίγη ώρα να περάσει και πήγαν και τον βρήκαν στον χαρουπώνα. Καθόταν στον βράχο του, κάτω από τους δυο ψηλούς δρύες κι αγνάντευε κατά τη θάλασσα, που απλωνόταν, απέραντη και λεύτερη ένα χιλιόμετρο μπροστά.
Έδινε σκληρή κι άνιση μάχη με τον θάνατο ο Οζτεμίρ. Το πρόσωπό του είχε εξαϋλωθεί από τον πόνο και την έλλειψη οξυγόνου. Βασίλευε στα όμορφα μάτια του το τέλος της πορείας του, το αντιφέγγισμα με τις αγριοσυκιές στους γκρεμνούς και τ’ αγριοστάφυλα στις ανέβαθες νεροσυρμές δεν ήταν πια εκεί, δεν αντιφέγγιζε στη ματωμένη μνήμη. Το κορμί δεν ανταποκρινόταν πια στα ερεθίσματα της ζωής. Μια κρούστα θανάτου από τον βαριά τραυματισμένο πνεύμονα, απλωνόταν σ’ όλο του το σώμα και το έσερνε προς το έρεβος. Το σκοτάδι της ανυπαρξίας τον τύλιγε, δελεαστικό, γλυκό σαν ύπνος που βάραινε τα βλέφαρα και προσπαθούσε να ξεγελάσει τη δύναμη της ζωής. Να παρασύρει στα βάθη μιας αιώνιας θάλασσας, απλωμένης στα τρίσβαθα του δελεαστικού ορίου.
Έβλεπε ο Μουσταφάς να αλλάζουν, η μια μετά την άλλη, οι κοντόχοντρες φιάλες μια με ορρούς, μια με αίμα, τις νοσοκόμες να μην προσπαθούν πια να τους δώσουν θάρρος κι ελπίδα, τον γιατρό να ρωτά, να εξετάζει και να κουνά το κεφάλι. Δεν περίμενε να γίνει το θαύμα, δεν πίστευε στα θαύματα, ήταν μόνος, τελείως μόνος. Πίστευε και πολεμούσε με όλη την ψυχή του, ήταν έτοιμος ανα πάσα στιγμή να δώσει τη ζωή του αντίδωρο για τη μεγάλη ιδέα, για την αγαπημένη πατρίδα, την Τουρκία των μύχιων πόθων και των πιστεύω του. Μα όχι αυτό. Έσφιγγε τα δόντια. Ας ήταν αυτόν που έβρισκε η εκκένωση του κυνηγετικού. Γιατί τον Οζτεμίρ του, τον αθώο Οζτεμίρ που δεν πρόλαβε καλά-καλά να φορέσει τη στολή του αγωνιστή, που δεν πρόλαβε να χαρεί τη ζωή, να ερωτευτεί, να κτίσει ένα μέλλον γεμάτο με την αγαλλίαση της ελευθερίας; Ακίνητος σαν πέτρα, στο πρόσωπό του είχε παγώσει κάθε αίσθημα. Όλο τον πόνο τον έσπρωχνε στο βάθος της ψυχής του, αρνιόταν να ξεκουραστεί, αρνιόταν να κλάψει, αρνιόταν και να συμπαρασταθεί.
Και η γλυκιά Ικμπάρ. Πόσο βασανισμό της ψυχής και της καρδιάς μπορεί ο Θεός να επιτρέψει; Όχι, μέσα στα κλάματά της δεν παραπονιόταν στον Θεό, δεν παραπονιόταν στον άντρα της, δεν καταριόταν καν εκείνους που της έφεραν τέτοιο κακό. Κάτι της φώναζε πως η προσευχή της ήταν μάταιη, το άραχλο σκοτάδι νικούσε την ελπίδα της. Κι όμως προσευχόταν. Τον ήθελε, είχε κι άλλα παιδιά, μα κανένα δεν ήταν παραπάνω. Ξεσπούσε σε λυγμούς, έτρεχαν να την παρηγορήσουν, μα ποια παρηγοριά μπορούσαν να της δώσουν; Έβλεπε το αγόρι της να σβήνει, την ελπίδα να πετά μακριά, ο ουρανός σκοτείνιαζε. Πού ήταν ο Θεός; Δεν έτρωγε, δεν έπινε, μοιρολογούσε κι ας ήταν ο Οζτεμίρ ακόμα ζωντανός.
Μια βδομάδα, δέκα μέρες, δυο βδομάδες και πήγαινε. Το αγόρι δεν είχε πνεύμονα να πάρει οξυγόνο, ασφυκτιούσε όλο το σώμα. Σαν μικρός Χριστός ήταν, πρόωρα σταυρωμένος, που του στέρησαν την αναπνοή για να πεθάνει τον αργό θάνατο του σταυρού. Και πού να ήταν άραγε εκείνοι που το έκαναν; Το ήξεραν ότι ο Τούρκος έφηβος δεν έμεινε στον τόπο από την έκνομη, τη δολερή τους πράξη; Ή μόνον λυπόνταν, που έδωσαν την αφορμή για την εκτέλεση ενός άλλου αθώου, του Νεόφυτου, σαν πράξη εκδίκησης; Πήγαν να απολογηθούν στον μικρό Αντρέα, τον γιο του Νεόφυτου; Θα τολμούσαν να προβάλουν τα στήθια απέναντι στο όπλο του Μουσταφά, αγωνιστής αυτός, αγωνιστές εκείνοι, ν’ αντροκαλέσουν, να δώσουν και, επί ίσοις όροις, να πάρουν θάνατο; Ή μήπως έμεναν δειλοί κι επαίσχυντοι, απλοί τρομοκράτες;
Ο Οζτεμίρ, μικρός ήρωας της ζωής και του θανάτου, έδωσε την ψυχή του, να ταξιδέψει ελεύθερη, πρώτα πάνω από τον αγαπημένο, μικρό και τόσο πικρό τόπο που τον γέννησε για να φτάσει στην αιωνιότητα, μια αιωνιότητα όπου δεν έλειπε η δικαιοσύνη και η αγάπη για τον κάθε άνθρωπο. Κρατήθηκε στη ζωή, χωρίς πνοή, τόσο, όσο για να δείξει ότι όλοι οι άνθρωποι δικαιούνται μια θέση δίπλα στους ανθρώπους, να αγαπούν και να τους αγαπούν. Να καταξιώνονται και ν’ αποδέχονται τα δικαιώματα των άλλων. Αλλά και να διεκδικούν τα δικά τους δικαιώματα, ισότιμα και ίσα με των άλλων.
Τον έθαψαν εκεί που πέθανε. Μακριά από το μικρό χωριό του. Στην Επισκοπή της Λεμεσού. Το καταπράσινο χωριό, με το πλούσιο χώμα, με το νερό του Κούρρη να το κάνει καρπερό, με τα νερά που κυλούσαν παντού, με τις θαλερές μυρσίνες που γέμιζαν τον αέρα με το πιο αριστοκρατικό άρωμα. Με τη θάλασσα που ροχθίζει ή βρυχιέται, ανάλογα με από πού έρχεται ο αγέρας κι ο άνεμος. Στο απέριττο νεκροταφείο με τους αλάδες, που ανθίζουν τον υπερμήκη μίσχο τους όταν η καλοκαιρινή ζέστη κουνήσει τις γεμάτες ζωή ρίζες τους.
Το έμαθε ο Ρασιήτ, το άκουσε να το λέει η νιόφερτη γειτόνισσα στη θεία του, όταν κατακουρασμένος επέστρεψε από το ανάχωμα που ακόμα προσπαθούσαν να στήσουν. Γέμισε η καρδιά του λύπη και η ψυχή του απελπισία. Τον είδε ξανά μπροστά του, να τον κρατά αγκαλιά εκείνος ο άντρας, το σακάκι ξεσκισμένο από τα σκάγια, το πουκάμισο ματωμένο. Τον είδε άπνοο και πίστεψε τότε ότι είχε πεθάνει. Αναθάρρησε όταν άκουσε ότι τον πήγαν στο νοσοκομείο και ήταν ζωντανός, πίστεψε όταν έμαθαν πως τον μετάφεραν στο νοσοκομείο των αγγλικών βάσεων, οι Εγγλέζοι, πίστευε, μπορούσαν να κάνουν θαύματα. Περίμενε το αγόρι να επιστρέψει, να τους βάλει ξανά τις φωνές όταν έτρεχαν απρόσεκτα στον δρόμο, να τους ξαναδείξει πώς παίζεται πιο σωστά το λιγγρί.
Δεν μίλησε ο Ρασιήτ σαν άκουσε το νέο, δεν έκλαψε. Πήγε σε μια γωνιά της μικρής αυλής, κάθισε, με τα πόδια διπλωμένα στο στήθος και κοίταξε μέσα στην ψυχή του. Είχε πολλά ρωτήματα, μα ποιον να ρωτήσει; Όχι ρωτήματα κι ανησυχίες ύπαρξης. Απλά, ρεαλιστικά ρωτήματα, για τον θάνατο του Οζτεμίρ, για το μέλλον, για το πού πήγαιναν τα πράγματα. Μα το ήξερε, δεν θα έπαιρνε καμιά απάντηση, κανένα αφτί δεν θα τεντωνόταν να τον ακούσει. Κυριαρχούσε μια άλλη γενιά. Αυτός ποιος ήταν; Γιατί να τον ακούσουν; Δεν είχε δικαίωμα. Τον έφεραν στη ζωή και προσπαθούσαν να του δώσουν ένα μήνυμα. Να μεγαλώσει για να γίνει κι εκείνος ο ίδιος. Να σκοτώνει και να βάζει το κεφάλι στο μεγάλο ικρίωμα, το ικρίωμα παρωχημένων ιδεών, ενός αχρείαστου ιδεαλισμού. Και ποια ήταν η πραγματικότητα; Ή μήπως όλα ήταν ένα μεγάλο ψέμα, απότοκο μιας αγάπης δολερής και ψεύτικης;
Έμεινε ώρες εκεί, μέχρι που ο ήλιος, μάρτυρας κι αυτός της ανθρώπινης προπέτειας και ηλιθιότητας, βασίλεψε και ήρθε το σκοτάδι. Κι εκεί αποκοιμήθηκε κι ας ήταν δυνατό το κρύο.Τουλάχιστον η φύση ήταν ντόμπρα και ειλικρινής. 
Οι εξετάσεις του εξαμήνου αναβλήθηκαν για λίγες μέρες λόγω της κατάστασης. Κι όταν άρχισαν, τις αντιμετώπισε με τόλμη. Προετοιμάστηκε σωστά και ήταν ικανοποιημένος από τα αποτελέσματα. Πάντοτε ήξερε πότε έγραφε καλά και πότε λιγότερο καλά. Ακόμα και στη χημεία πίστευε ότι έγραψε πάνω από δεκαπέντε, πολύ καλό, σε σύγκριση με τις προηγούμενες επιδόσεις του.
Στις πέντε του Φεβράρη, διάβαζε για το τελευταίο μάθημα. Λατινικά. Τους έδιναν μια μέρα ελεύθερη για να προετοιμαστούν. Έπρεπε ν’ αποδείξει στην καθηγήτριά του ότι ήταν άριστος, έτσι αφιέρωσε όλο το πρωινό στο διάβασμα. Πήγε στην καμαρούλα της γιαγιάς, έλειπε εκείνη, όπως κι ο παππούς, έκλεισε τις πόρτες και διάβαζε μέχρι που έχασε την αίσθηση του χρόνου. Από πολύ πρωί, μέχρι την επιστροφή του παππού και της γιαγιάς. Άνοιξαν την πόρτα και τον βρήκαν μέσα, με το βιβλίο της γραμματικής στα γόνατα.
Δεν ξαφνιάστηκαν οι γέροντες. Δεν ήταν άλλωστε και η πρώτη φορά. Τον παρότρυναν να ξεκουραστεί για λίγο. Κι αυτό έκανε. Άφησε το βιβλίο, αλλά δεν ζήτησε ούτε φαγητό, ούτε τίποτα άλλο. Πήρε το ποδήλατο και πήγε στον σύλλογο. Ένιωθε ότι είχε μέρες να δηλώσει την παρουσία του, ίσως τον χρειάζονταν. Και είχε δίκιο. Ήταν εκεί κι άλλοι. Πλανιόταν στον αέρα μια παράξενη ανησυχία. Τους είπαν, τέσσερις να ξεκινήσουν για ν’ αλλάξουν εκείνους που κάλυπταν το προκεχωρημένο φυλάκιο στον Τζιηνόγρη. Πήγε κι εκείνος.
Δεν πρόλαβαν καν να δώσουν το παρόν τους κι έμαθαν τα νέα. Είχαν ακουστεί πυροβολισμοί από πιο ψηλά, στον ποταμό, απέναντι από του Μαυραλή. Δεν ήξεραν ακόμα αν οι Τούρκοι ή οι δικοί τους είχαν ρίξει. Από την άλλη μεριά, στον Μούτταλλο, έβλεπαν κίνηση, είδαν και τα τούρκικα, προκεχωρημένα φυλάκια να ενισχύονται. Κι ενώ έπαιρναν όλα τους τα μέτρα και προφυλάξεις κι έλεγχαν τα όπλα τους, βέβαιοι ότι θα δέχονταν πυρά, ίσως να εκδηλωνόταν κι επίθεση, έφτασε τρέχοντας ο Αντρίκος το Κασίνι φωνάζοντας:
Τον σκότωσαν, τον σκότωσαν, οι δικοί μας σκότωσαν ένα Τούρκο.
Πήραν οδηγίες να καλυφτούν, σίγουρα οι Τούρκοι θα τους κτυπούσαν αν ήταν αλήθεια. Μα δεν ακούστηκε κανένας πυροβολισμός. Για λίγο. Και ύστερα φωνές και κλάματα. Αντρικές φωνές και μια γυναίκα που θρηνούσε και σκλήριζε, αυτηνής τον άντρα ή τον γιο θα είχαν σκοτώσει. Και ύστερα όλα ησύχασαν και πάλι. Μια ησυχία που εγκυμονούσε κι έταζε θάνατο.
Ποιος θα πληρώσει και πάλι αυτόν το θάνατο; Αναρωτιόταν ο Χριστάκης, ξαπλωμένος πίσω από τους σάκους με το χώμα. Και ύστερα ντράπηκε. Εκεί κάποιος είχε χάσει τη ζωή του. Χωρίς πρόκληση, σίγουρα ένας αθώος. Η εκδίκηση, απότοκος φόνου ήταν δευτερεύον θέμα. Μα κι αυτηνής θύμα σίγουρα ένας αθώος και πάλι θα ήταν. Όπως ο Νεόφυτος τον περασμένο μήνα.
Ήταν τρεις νέοι. Άνεργοι, δεν είχαν τι να κάνουν, πήραν οδηγίες να επανδρώσουν μια προωθημένη θέση, να μπουν στο σπιτάκι, που υπήρχε στο μικρό περιβόλι του Τζιυρκά. Να μπουν παίρνοντας όλα τα μέτρα να μην γίνουν αντιληπτοί. Πολύ κοντά, μετά τον ποταμό, οι Τούρκοι είχαν στήσει ένα πρόχειρο φυλάκιο κι αυτό, σ΄ ένα χαμηλό, πετρόκτιστο παράπηγμα. Το φυλάκιο ήταν πρόχειρο αλλά επανδρωνόταν πολύ καλά με ενισχυμένη φρουρά, από τέσσερα, τουλάχιστον άτομα. Δεν έπρεπε να τους πάρουν είδηση γιατί υπήρχε ισχυρή πιθανότητα, αν τους αντιλαμβάνονταν, να αντιδράσουν και να τους επιτεθούν χωρίς χρονοτριβή. Και θα ήταν ευάλωτοι γιατί δεν θα είχαν άλλη κάλυψη.
Είχαν ένα ελαφρό πολυβόλο μπρεν και δυο σφαιροθήκες, 27 σφαίρες η κάθε μια. Η πυκνή βλάστηση του ποταμού επέτρεπε στους Τούρκους να πλησιάσουν και να τους ξεπαστρέψουν με χειροβομβίδες. Οι τρεις νέοι, μέλη της ΑΝΕ στον καιρό του Αγώνα, πολύ καλά γνώριζαν τους κινδύνους, ήξεραν επίσης πόσο έπρεπε να πειθαρχούν στις οδηγίες και τις εντολές. Κι όμως έδρασαν, όχι απλά απερίσκεπτα, μα με εγκληματική αφροσύνη. Τι ήθελαν να αποδείξουν, ποιος θα το κρίνει; Ένιωσαν ανωτερότητα, ένιωσαν πιο δυνατοί και κυρίαρχοι; Απλά, δεν υπάρχει κανένα δικαιολογητικό. Ούτε ο πόλεμος και η αντιπαράθεση μπορούν να δώσουν οποιονδήποτε δικαιολογητικό στην πράξη τους. Από μόνοι τους έδρασαν, σκότωσαν, έφεραν τη χειρότερη δυστυχία σε δυο οικογένειες. Σε καιρούς ειρήνης, ο φόνος είναι πράγμα ανήκουστο και ο φονιάς τιμωρείται από τον νόμο με την ύψιστη ποινή που προβλέπεται. Στον πόλεμο υπάρχουν κανόνες κι όλοι είναι υποχρεωμένοι να τους ακολουθούν και να τους τηρούν. Διαφορετικά, τα στρατοδικεία είναι αμείλικτα. Ακόμα και στον ανορθόδοξο πόλεμο ξεχωρίζει από πού ξεκινά η ασυδοσία. Η ιστορία διδάσκει ότι στους εμφυλίους δεν υπάρχουν ούτε κανόνες, ούτε νόμοι. Κυριαρχούν τα πιο ακραία ένστικτα και ο άνθρωπος παύει να ακολουθεί, έστω στοιχειωδώς, μέσα στα πλαίσια της εχέφρονος λογικής. Μετατρέπεται σε κινούμενη κι επικίνδυνη ψυχοπάθεια.
Τέσσερις Τούρκοι έφθασαν, για ν’ αντικαταστήσουν προφανώς, τους άλλους. Έφθασαν παίρνοντας μόνο στοιχειώδη μέτρα προστασίας και κάλυψης, αφού δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι οι Έλληνες είχαν τολμήσει να κατεβούν τόσο χαμηλά στον ποταμό, που ήταν το φυσικό όριο, μα και οι δυο πλευρές άφηναν μια μικρή περιοχή νεκρή και χωρίς οχύρωση.
Φώναξαν κάτι σαν σύνθημα, τους δέχτηκαν και μπήκαν μέσα και οι τέσσερις. Ακούστηκαν ομιλίες, σίγουρα δινόταν αναφορά. Μετά, οι τέσσερις που επάνδρωναν το φυλάκιο μέχρι εκείνην τη στιγμή, βγήκαν και στάθηκαν για λίγο, κουβεντιάζοντας. Τους προφύλασσαν οι κορμοί των δέντρων, αλλά και το καντούνι του μικρού παραπήγματος.
Θα τους ρίξω, είπε εκείνος που χειριζόταν το μπρεν, όπλισε και σημάδεψε.
Οι άλλοι δυο ξαφνιάστηκαν. Ο σύντροφός τους έκανε του νου του κι αυτό ήταν πολύ επικίνδυνο. Άλλωστε βρίσκονταν εκεί για να κατασκοπεύουν κι όχι για να σκοτώνουν Τούρκους.
Εκείνην τη στιγμή, ένας από τους Τούρκους, ξεχώρισε από τους άλλους, προχώρησε, στάθηκε πίσω από ένα κορμό, ίσως να άδειαζε την κύστη του. Έδινε καθαρό στόχο, η απόσταση δεν ήταν πάνω από σαράντα μέτρα.
Μην το κάνεις, φώναξε ένας από τους τρεις Έλληνες. Αν τον σκοτώσουμε, σίγουρα θα μας κάνουν αντίποινα. Έτσι έγινε και με τον Νεόφυτο…
Ούτε που τον άκουσε. Το μπρεν έχει ένα γλυκό τερέτισμα. Το πιο γλυκό από όλα τα όπλα. Σαν μάνα που κλαίει στο μνήμα του μονάκριβου γιου της. Σαν αρχάγγελος του θανάτου. Και η ευθυβολία του άπιαστη. Κάποιοι λένε ότι αυτό το όπλο μπορεί να το χειριστεί ακόμα κι ένα παιδάκι.
Ο νεαρός Τούρκος, ο δεκαπεντάχρονος γιος του Χαμίτ του τσαγκάρη, από τη Λέμπα, δέχτηκε τις σφαίρες στην πλάτη. Λύγισαν τα γόνατα του παιδιού και γλίστρησε στο χώμα. Κι έμεινε ακίνητος σαν άγγελος που ησυχάζει και προσεύχεται.
Ο θρήνος και ο κοπετός σκέπασαν τη γειτονιά. Χάθηκε ο Οζτεμίρ του Μουσταφά στη Λέμπα και τους έφεραν εδώ για μεγαλύτερη ασφάλεια. Και να που δεν υπήρχε έλεος από πουθενά και πουθενά. Τα κλάματα ήταν και για τον Οζτεμίρ, που πέθανε σιγά-σιγά, σαν να μη ήθελε να τον θρηνήσουν, που τον έθαψαν μακριά για να μην κλάψουν πάνω από το μνήμα του.
Ο Ρασιήτ έμαθε το νέο ενώ γέμιζε σάκους με χώμα, στο ανάχωμα του Μαυραλή. Ήταν δεν ήταν διακόσια μέτρα από τη σκηνή του συμβάντος. Πάλι ήταν μαζί με εκείνη την όμορφη κοπέλα, ούτε το όνομά της δεν του το είχε πει. Και το έμαθε το νέο και πάλι από την Σαλίχη, που ήρθε τρέχοντας και μεταφέροντας το. Φριχτό νέο.
Το γιο του Χαμίτ μας σκότωσαν, φώναζε κι έκλαιγε σαν μωρό. Ο κύρης του τον μάζεψε, εμείς φοβηθήκαμε να κοντέψουμε. Είναι νεκρός. Θεέ μου, τι τους έφταιξε το παιδάκι;
Κι έφυγε, κουνώντας τα χέρια του σαν αλλόφρονας κι ακουγόταν η κραυγή και το θρηνολόγημά του, μέχρι που χάθηκε στη στροφή κι ακόμα πιο πέρα. Και η συντρόφισσα του Ρασιήτ, στο ανάχωμα που έφτιαχναν, κατάρρευσε. Κάθισε σ’ ένα μισογεμάτο σάκο κι άρχισε να κλαίει με αναφιλητά, σαν να ήταν το δικό της παιδί που είχε δολοφονηθεί. Σήκωσε το κεφάλι στον ουρανό και είδε τα όμορφα, καστανά της μάτια, ο Ρασιήτ, να χάνουν τη λάμψη τους, μέσα στα πικρά δάκρυα. Και κατάλαβε. Εκεί, στου Μαυραλή ήταν κι ο αρραβωνιαστικός της, μπροστά στο απαίσιο στόμα του θανάτου. Του ανέξοδου κι ατιμώρητου θανάτου. Έκλαιε για τον θάνατο του παιδιού του Χαμίτ, έκλαιγε και για τον θάνατο που ερχόταν, ποιος ξέρει για πόσους ακόμα. Γέμισε πόνο απέραντο το στήθος του μικρού Ρασιήτ. Μα αυτός δεν μπόρεσε να ξεσπάσει. Σκοτάδι πλανιόταν μπροστά του. Έρεβος αγωνίας κι απόγνωσης σκέπασε το μυαλό του.
Σηκώθηκε ο Χριστάκης και κάθισε ανακούρκουδα. Του φώναξαν να μείνει ξαπλωμένος. Μα τι σημασία είχε; Μια νέα γενιά είχε μπει κάτω από το αμόνι, δυνάμωνε η πυροστιά, το σφυρί δούλευε και σφυρηλατούσε τα κατορθώματα της ντροπής, τα κατορθώματα των δειλών ανθρώπων.
Από τον Μούτταλλο ακούστηκαν ριπές, έντονες στην αρχή, αραίωσαν σιγά-σιγά.
Ρίχνουν από τον μιναρέ της Αγιά Σοφιάς, είπε κάποιος.
Ο θρήνος από τα σπίτια του Μαυραλή, έγινε μακρόσυρτος. Και δεν σταμάτησε μέχρι το βράδυ, που τ’ αστέρια φάνηκαν στο στερέωμα κι ένα λειψό φεγγάρι έμοιαζε να περιγελά τα ανθρώπινα καμώματα. Ο Χριστάκης και οι άλλοι ήταν ακόμα εκεί. Με το στομάχι δεμένο σ’ ένα σκληρό κόμπο. Περίμεναν να έρθουν να τους αντικαταστήσουν. Η νύκτα θα γεννούσε κινδύνους κι εκδίκηση. Οι άνθρωποι εκδικούνται τους ανθρώπους. Έτσι εξαντλούν την πατριωτική τους θηριωδία. Κι ο Θεός; Πώς μπορεί να επέτρεψε τον φόνο του άγουρου ακόμα αγοριού; Μα ο Θεός είναι αμέτοχος. Γι’ αυτό έδωσε τόση ελευθερία στον άνθρωπο. Απέραντη, απεριόριστη ελευθερία για να κάνει το κακό. Για να είναι Αυτός χωρίς ενοχές και να μένει ο μόνος τιμωρός. Γιατί, εκτός από την απόλυτη ελευθερία, στο άνθρωπο έδωσε και τη συνείδηση. Τις ερινύες.
Όλο κοίταζε τον δρόμο η Ευανθία, μα εκείνος δεν φαινόταν. Της υποσχέθηκε το πρωί, φεύγοντας, ότι θα ήταν προσεκτικός, ότι δεν θα πλησίαζε στα μνήματα τους Τούρκους, ότι θα έπαιρνε τον νέο δρόμο από τα Πετρίθκια κι ας ήταν κακοδιάβατος, ότι δεν θα έδινε στόχο στους Τούρκους ακροβολιστές. Τον ήξερε ότι ήταν τολμηρός, δεν εμπιστευόταν ότι θα κρατούσε τον λόγο του, ανησυχούσε. Είχε και τη μικρή Ελευθερία να τρέχει εδώ κι εκεί, ν’ ανακατεύεται στα πόδια της κι όλο να τη ρωτά γιατί άργησε ο μπαμπάς. Περίμενε και το μεγάλο της γιο και τη νύφη της, τα παιδιά είχαν μαζευτεί, θα δειπνούσαν όλοι μαζί.
Ο Λαμπρής Σιέπης ήταν πετρολαδάς. Υπάλληλος της ΦΙΝΑ, έκανε διανομή πετρελαίου στα νοικοκυριά, στα χωριά, στη Χλώρακα, στην Έμπα, στα Πάνω Περβόλια. Μ’ ένα βυτίο που το έσερνε άλογο, πήγαινε από σπίτι σε σπίτι και πουλούσε με το γαλόνι ή με τη μπουκάλα της μισής οκάς. Είχαν ήδη φτάσει οι γκαζιέρες, που χρησιμοποιούσαν γκάζι βουτανίου. Η δουλειά του έφθινε, καταλάβαινε ότι σύντομα θ’ αναζητούσε κάτι διαφορετικό για να βιοπορίζεται. Η ζωή του, αν και αρκετά πολύπλοκη, ήταν ευτυχισμένη. Είχε μια καλή οικογένεια, ο κόσμος τον εκτιμούσε, δεν ήταν κι απαιτητικός. Μόνο τα πράγματα να έρχονταν βολικά, η υγεία να ήταν καλή, να είχε, αυτός και η οικογένειά του την εκτίμηση του κόσμου. Στα σπίτια που πουλούσε πετρέλαιο τον αγαπούσαν και τον περίμεναν πάντα με χαρά. Κι αυτός, βέβαια, ήταν πάντα με χαμόγελο κι ένα καλό λόγο. Και τυπικός, προσεκτικός να μην παρεξηγηθεί. Αγαπούσε και τιμούσε τη δουλειά του κι ας ένιωθε ότι θα ήταν ο τελευταίος πετρολαδάς της Πάφου. Δεν φοβόταν τίποτα και κανένα. Άλλωστε ποτέ δεν έδωσε αφορμή για να τον εχθρεύεται κανένας. Αν και πολεμιστής του μεγάλου πολέμου, στη Βόρειο Αφρική και στην Ιταλία, ποτέ δεν αποζήτησε το δικό του τρόπαιο, ποτέ δεν περηφανεύτηκε για πολεμικά κατορθώματα, έμενε μειλίχιος κι ανοιχτόκαρδος. Δεν ανακατεύτηκε σε εχθροπραξίες, έμενε μακριά από μυστικές οργανώσεις. Δεν μισούσε τους Τούρκους, αντίθετα εμπιστευόταν τη μπέσα τους.
Έρχεται ο μπαμπάς, φώναξε η μικρή Ελευθερία κι έτρεξε στον δρόμο.
Πραγματικά, ακούστηκε σιγανό, παραπονιάρικο το χρεμέτισμα του αλόγου. Μπήκε μέσα στο σπίτι, η Ευανθία, μ’ ένα χαμόγελο ανακούφισης στα χείλια. Θα ήταν το τελευταίο χαμόγελο στο πρόσωπο μια δέσποινας, που μέχρι εκείνο το θλιβερό απόγευμα είχε μια ευτυχισμένη ζωή.
Οι φωνές των παιδιών την έκαναν να τρέξει πίσω στην αυλή. Το άλογο, ζεμένο στο άδειο βυτίο, στεκόταν στην είσοδο. Μόνο. Ο Λάμπρος δεν καθόταν στη ψηλή σέλλα, τα χάμουρα ήταν περασμένα πάνω από τα στηρίγματα, κανένας δεν τα κρατούσε, το ζώο στεκόταν κι έξυνε το χώμα με την οπλή του, μαραζωμένο, άφηνε κάθε λίγο ένα ελαφρό, υπόκωφο, λυπημένο  φρούμασμα.
Στη μαύρη τους ανησυχία δεν τολμούσαν να πιστέψουν ότι το χειρότερο είχε συμβεί. Η φριχτή απελπισία δεν είχε φέρει ακόμα το κλάμα το ασίγαστο. Η Ευανθία το πρώτο που σκέφτηκε ήταν να βρει το καπνιστήρι για να καπνίσει και να προσευχηθεί. Μα κι αυτό δεν το έβρισκε, δεν μπορούσε να θυμηθεί πού το είχε αφήσει. Οι άλλοι είχαν παγώσει. Γύρω από το άλογο, ούτε που σκέφτηκαν να το ξεζέψουν, να το πάνε στον στάβλο, να του βάλουν να φάει, να το ποτίσουν. Κάποιοι γείτονες, που άρχισαν να μαζεύονται, έμεναν κι αυτοί σιωπηλοί. Μόνο μια γριούλα τόλμησε να πλησιάσει την Ευανθία.
Κουράγιο, κόρη μου, της είπε μαλακά. Όπου νάναι θα φανεί. Μπορεί και να σταμάτησε στο καφενείο να πιει ένα καφέ, το ζώο λύθηκε και ήρθε μόνο του.
Μα της Ευανθίας η καρδιά μαύριζε κιόλας από τη διαίσθηση της συμφοράς. Άρχισε ν’ ανακαλιέται, σιγανά να μην την ακούσουν, ακόμα ο πόνος δεν είχε γίνει δάκρυα, ακόμα ήθελε να ελπίζει. Να ελπίζει τι; Τέτοιοι καιροί μπορούσαν να αφήσουν χώρο στην ελπίδα; Μπήκε μέσα, έτρεξε πίσω της η μικρή Ελευθερία, τη ρώτησε πού ήταν ο μπαμπάς. Τι να της απαντήσει; Ότι βρισκόταν ακόμα στον δρόμο για το μεροκάματο; Τα φίδια την έζωναν, δεν μπορούσε να λέει ψέματα, δεν ήθελε να βάλει και τα κλάματα, κακός οιωνός θα ήταν.
Το βυτίο ήταν άδειο. Όλο το πετρέλαιο είχε πουληθεί. Σκεφτόταν ο μεγάλος γιός και κοίταζε τα άλλα του αδέρφια, πιο ψύχραιμος αυτός, προσπαθούσε να βάλει τις σκέψεις του σε μια σειρά. Η γυναίκα του στεκόταν λίγο πιο πέρα, παγωμένη κι αυτή, τον κοιτούσε μα δεν μπορούσε να του δώσει θάρρος, δεν μπορούσε να του συμπαρασταθεί. Το χέρι ακουμπούσε στην κοιλιά, εκεί μια νέα ζωή μεγάλωνε, ένας νέος Λάμπρος ίσως.
Κανένας δεν έμεινε που να μην έκλαψε τον Λάμπρο τον πετρολαδά. Η Δεσποινού είπε στη Στασού, την άκουσε ο Χριστάκης να το λέει, πλήρωσε κι αυτός, όπως κι ο Νεόφυτος, την αφροσύνη κάποιων που τίποτα δεν είχαν να χάσουν σκορπώντας τη συμφορά. Ακόμα μια οικογένεια μαύρισε και ποιος να την παρηγορήσει; Και, συμπλήρωσε η Στασού, τόσους πολλούς ήρωες τι να τους κάνουμε για εμείς για εκείνοι; Ακόμα και τα παιδιά έχασαν το κέφι και τη χαρά τους, στάθηκαν μια στιγμή να σκεφτούν τον πετρολαδά που δεν θα ξαναρχόταν, δεν θα έτρεχαν ξανά με το τενεκεδένιο δοχείο του ενός ή των δυο γαλονιών, να τους το γεμίσει με το χαμόγελο πάντα στα χείλη, λιγομίλητος μα πάντα καλός μαζί τους.
Ακούστηκαν πολλά. Κάποιοι έλεγαν ότι η ριπή ήρθε από τα μνήματα τους Τούρκους, άλλοι ότι ξεπετάχτηκαν μπροστά του και τον πυροβόλησαν κι ότι του έκλεψαν και την είσπραξη της ημέρας, κι άλλοι ότι του έριξε ελεύθερος σκοπευτής από το αμυντικό ανάχωμα του Μαυραλή. Η αλήθεια, η σφαίρα ήρθε από τον μιναρέ της Αγίας Σοφίας. Έβαλαν με μπρεν, τον βρήκε μόνο μια σφαίρα, στο πλευρό, πέρασε την καρδιά, ο θάνατος ήταν ανώδυνος κι ακαριαίος. Στο πρόσωπό του δεν πρόλαβε καν να σχηματιστεί η έκπληξη. Γλυκός θάνατος είπαν κάποιοι.
Γλίστρησε απαλά κι αγκάλιασε το χώμα ο Λάμπρος Σιέπης. Εκεί ήταν όπου ανήκε κι αίμα αθώο πότισε τη φρικτή χοάνη της καταστροφής. Όπως ακριβώς και ο γιος του Χαμίτ λίγες ώρες πιο μπροστά.
Ο Μουσταφάς κοίταζε από το μικρό παράθυρο του μπάνιου το φυλάκιο πέρα κοντά στα μνήματα τους Τούρκους, που είχαν στήσει οι Έλληνες. Τους έκαναν κεφαλοκλείδωμα. Η περιοχή τους γινόταν όλο και πιο επικίνδυνη. Ειδικά τώρα, με τον φόνο του πετρολαδά, σίγουρα οι Έλληνες θ’ αποζητούσαν κι άλλο αίμα. Θα έπρεπε να είναι πολύ προσεχτικοί. Αυτό το παράθυρο έπρεπε να καλυφτεί, από εκεί μπορούσε να μπει η σφαίρα και να σκοτώσει. Κάλυπτε αυτό το φυλάκιο, σ’ ένα από τα ακρινά σπίτια της συνοικίας. Τον είχαν στείλει γιατί τον θεωρούσαν πιο έμπειρο και τον όρισαν και υπεύθυνο. Βέβαια ο θάνατος του μικρού του γιου τον είχε συνθλίψει, παρακαλούσε πια κι αυτός να πεθάνει. Δεν τον ένοιαζε πώς. Δεν μισούσε κανένα, είχε πληρώσει το μερτικό του. Ας ερχόταν κι ο χάρος να τον πάρει, ευπρόσδεκτος θα ήταν. Οι συναγωνιστές του τον σέβονταν και τον εκτιμούσαν και του το έδειχναν με κάθε τρόπο. Μα δεν ήξεραν, όσο κι αν το φαντάζονταν, δεν μπορούσαν να νιώσουν τον βαθύ του πόνο, την απελπισία της ψυχής του.
Αναστέναξε και φώναξε ένα από τους συντρόφους του.
Αύριο, πρωί-πρωί, του είπε, να γεμίσετε σάκους με άμμο και να καλύψετε το μικρό παράθυρο του μπάνιου. Θα είναι αμαρτία να μας φάνε κανένα οι Έλληνες ελεύθεροι σκοπευτές, την ώρα που θα ξαλαφρώνει.
Όμως, ούτε την επομένη, ούτε τις μέρες που ακολούθησαν, δεν φρόντισε κανένας να κάνει πράξη τις οδηγίες του.
Έγραψε πολύ καλά στα λατινικά, ο Χριστάκης. Κι όμως δεν ήταν ευχαριστημένος. Είχε κάνει ένα λαθάκι που θα του στοίχιζε το εικοσάρι. Ήταν μαζεμένοι εφτά-οκτώ συμμαθητές, μετά το γραπτό κι έκαναν ανασκόπηση. Ακουμπούσαν στη ψηλή πιπεριά κι άλλος έλεγε ότι η κυρία Βιδάλη τους είχε δώσει εύκολο γραπτό, άλλοι παραπονούνταν ότι ήταν δύσκολο. Όπως γινόταν πάντα δηλαδή.
Ένα ντίκερ είχε έλθει κι ο χειριστής του, μαζί με ένα επιστάτη και κάποιον άλλο, που φαινόταν μεγαλόσχημος, μετρούσαν με μια κορδέλα δίπλα από τη δεντροστοιχία των ευκαλύπτων στα ανατολικά και νότια του γυμναστηρίου του ΓΣΚ. Μπήκε απορία στα παιδιά τι έκαναν. Ο Δήμος, που του άρεσε πάντα να παίρνει πρωτοβουλίες, πήγε και τους ρώτησε.
Τίποτα, δεν είναι από τη δουλειά σας, του απάντησε απότομα ο επιστάτης.
Κάνουν ορύγματα για αεροπορικούς βομβαρδισμούς, είπε περισπούδαστα ο Δήμος, επιστρέφοντας.
Αυτό κάνουν σίγουρα, παρατήρησε και ο Μιχαλάκης Σαββίδης. Αν η Τουρκία μας βομβαρδίσει, θα χρειαστούν.
Δεν νομίζω ότι το σχολείο θα είναι ανοιχτό, αν η Τουρκία επέμβει, δήλωσε κι ο Αντρέα Πετρίδης. Αλλά ούτε και πρόκειται να κτυπήσουν ένα σχολείο. Αυτό είναι ενάντια στον Διεθνή νόμο.
Τον Διεθνή νόμο! αντέτεινε ο Σαββίδης μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο. Ξέρετε πού γράφουν οι Τούρκοι τον Διεθνή νόμο;
Όπου τον γράφουμε κι εμείς! σκέφτηκε ο Χριστάκης, αλλά δεν το είπε. Κι επιστρέφοντας στο σπίτι πάνω στο ποδήλατο, μέσα σε σοβαρές σκέψεις κι ανησυχίες, χωρίς καλά-καλά να το καταλάβει, πήρε τον δρόμο που την προηγούμενη μέρα η σφαίρα βρήκε και σκότωσε τον Λαμπρή Σιέπη. Ο χωματένιος δρόμος ήταν κατηφορικός, τον έφερε γρήγορα στον κύριο δρόμο, που ήταν ασφαλτοστρωμένος. Στον δρόμο προς τα μνήματα τους Τούρκους. Απέναντί του ήταν το φυλάκιο 22, στο καφενείο του Λούκα. Κάποιος στεκόταν εκεί και του έβαλε τις φωνές, κουνώντας πολύ εκφραστικά τα χέρια.
Τρελός είσαι; του φώναζε. Το κεφάλι σου σε τρώει; Εκεί σκότωσαν χτες τον πετρολαδά, θέλεις να είσαι ο επόμενος;
Δεν του απάντησε. Τι να του πει; Τέτοιες μέρες της τρέλας και της φρίκης, πουθενά δεν υπήρχε ασφάλεια. Αυτή η γενιά των καταραμένων δεν θα ησύχαζε ούτε και μέχρι την ώρα του τάφου!


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΦΤΑ

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ

Ο φόνος του δεκαπεντάχρονου Τούρκου στου Μαυραλή, η εκδίκηση με το φόνο του Λαμπρή του Σιέπη, δεν κόρεσε το πάθος για αίμα. Ο Φεβράρης μόλις που μπήκε. Ένας καταραμένος Φεβράρης. Οι δυο φόνοι δεν ήταν παρά το πρελούδιο για όσα ακόμα θα έρχονταν πριν ο μήνας φτάσει στη μέση του. Το δράμα, με τους ίδιους πρωταγωνιστές, δεν είχε ακόμα κορυφωθεί. Ο γιος του Μουσταφά του Παπλωματά, τόσο άγριος και τόσο άδικος, η εκδίκηση με το φόνο του Νεόφυτου, ενός ανθρώπου ήσυχου και τελείως αθώου, αίμα θυσίας στον ίδιο άδικο βωμό του ανεξάντλητου πάθους, άρχισαν το κακό με τους ίδιους πρωταγωνιστές. Ήταν το πρώτο συμβάν στη σειρά που ακολούθησε. Η Χλώρακα δεν είχε ευθύνη, ήταν σχεδόν αμέτοχη στην πλοκή. Τρεις νέοι, όμως, δευτεραγωνιστές στο δράμα, έφεραν τη Χλώρακα στο επίκεντρο του μίσους, με μια φρικτή κι ακατονόμαστη πράξη. Κέντρο, βέβαια των εξελίξεων στην τραγωδία, είναι η Λέμπα. Η αντεκδίκηση της πράξης των τριών νέων από τη Χλώρακα, οδήγησε στο χάος του τρόμου, μια οικογένεια στην Κάτω Πάφο. Την οικογένεια του Λάμπρου Σιέπη. Του πετρολαδά, που όλοι τον αγαπούσαν και που ήταν κι αυτός τόσο αθώος, όσο ήταν και ο Νεόφυτος.
Μα δεν υπήρχαν τρεις εχέφρονες, ένθεν κι ένθεν; θα ρωτούσε κάποιος, με το δίκιο του. Να παρέμβουν, να φέρουν τους ανθρώπους στα συγκαλά τους; Η νεώτερη θεώρηση, υπεραπλουστευμένη, είναι πως οι διαταγές δίνονταν από την ΕΟΚΑ από τη μια και από την ΤΜΤ από την άλλη. Κι ότι ήταν ρητές και δεν σήκωναν ούτε αμφισβήτηση, ούτε παρακοή. Καλά! Και τρεις εχέφρονες, ένθεν κι ένθεν, υπήρχαν ή όχι; Κάποιοι θα πουν μα εμείς το λέγαμε, μα ποιος μας άκουε; Άσε που κινδυνεύαμε κιόλας, αν επιμέναμε. Βλακείες! Τρεις εχέφρονες, ένθεν κι ένθεν δεν υπήρχαν. Όλους τους είχε συνεπάρει η μυρουδιά του αίματος. Αυτό που μπορεί να υπήρχε ήταν ένα είδος λύπης κι αποστροφής για τα εγκλήματα. Που εκφραζόταν ψιθυριστά, μέσα από τα δόντια, σκόπιμα να μην ακουστούν και παρεξηγηθούν ή, αν θέλεις, για να τηρηθούν κάποια προσχήματα για αργότερα, όταν αυτοί και πάλι ψιθυρίζοντας, θα διατείνονταν εμείς το λέγαμε!
Ο Χριστάκης ήταν ενθουσιασμένος με τις επιδόσεις του στα μαθήματα. Για πρώτη φορά ξεπέρασε το όριο του 18. Έμπαινε πια στην περιοχή του άριστος. Εκπλάγηκε κι ας μην έπρεπε. Δεν ήταν βαθμοθήρας, μα το αίσθημα ήταν όμορφο. Ελπίζω φέτος να είσαι ο σημαιοφόρος μας στη παρέλαση, του είπε ο Μιχαλάκης ο Σαββίδης. Δεν το έλπιζε. Ο ανήφορος για πιο πάνω ήταν πολύ απότομος. Στο κουτσό εξάμηνο, που πέρασε, μια εκπαίδευση στα όπλα, αν κανείς μπορούσε να πει εκπαίδευση εκείνη την αταξία, μια στα φυλάκια, μια ξενύχτι στις περιπολίες, πολλές φορές φοβήθηκε. Μια φορά, τουλάχιστον, πήρε βαθμό κάτω από τη βάση, στη χημεία. Αυτό που τον έσωσε ήταν οι εξετάσεις του εξαμήνου. Κι αυτές κουτσές, λόγω της κατάστασης. Κι όμως τα κατάφερε. Αυτήν τη χρονιά εξελέγη και στην επιτροπή της τάξης. Τον έβαλαν ταμία και πολύ δυσκολευόταν. Ο κανονισμός έλεγε ότι ο κάθε μαθητής έπρεπε να δίνει μισό σελίνι τον μήνα για το ταμείο της τάξης. Πού να τα βρουν; Οι πιο πολλοί δεν είχαν ούτε για ένα κουλούρι από την καντίνα, για το ταμείο της τάξης θα έδιναν; Τους πίεζε, ένιωθε σαν κακός φοροεισπράκτορας. Μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων, του ζήτησε μια λίρα από το ταμείο, ο υπεύθυνος καθηγητής τους, ο Γλαύκος Αντωνιάδης. Υπήρχαν μόνο δέκα εννέα σελίνια. Γέλασε ο καθηγητής. Φαίνεται ότι δεν τα καταφέρνεις στις εισπράξεις, του είπε. Και πολύ του κακοφάνηκε. Έβαλε τα δυνατά του, γρήγορα κάλυψε τη λίρα κι ακόμα μια λίρα. Μα ένιωθε εξουθενωμένος. Πιο πολύ του κακοφάνηκε που ο Αντώνης Πογιατζής του έβαλε τις φωνές, όταν για τρίτη φορά τον υπενθύμισε. Στο τέλος, βέβαια, εκπλήρωσε την υποχρέωσή του, μα αυτό δεν διόρθωσε τα αρνητικά του αισθήματα. Ήξερε ότι ο Αντώνης κάπνιζε. Αυτό το κάκιζε, ήξερε, όμως από την άλλη, ότι το κάπνισμα έρχεται πάντα πρώτο σε προτεραιότητα κι ότι είναι μια πολύ συνηθισμένη αιτία απενταρίας. Πολλοί συμμαθητές του κάπνιζαν, μερικοί μάλιστα και μέσα στην τάξη, την ώρα του μαθήματος. Πολύ κακή συνήθεια, σκλαβιά την έλεγε, μα τι να πεις που και οι καθηγητές τους ήταν φουγάρα κι έδιναν το πιο κακό παράδειγμα.
Εκείνες τις μέρες τους είπαν ότι θα άρχιζαν και μαθήματα γαλλικών. Ενθουσιάστηκε. Τα κορίτσια έκανα γαλλικά από την πρώτη τάξη. Άκουε τη Στέλλα, την αδερφή του, που διάβαζε κι ενθουσιαζόταν. Του άρεσε πολύ αυτή η γλώσσα. Το άκουσμα του θύμιζε τραγούδι, η προφορά έρωτα νεανικό. Είχε ζητήσει από τη Στέλλα να τον διδάσκει λίγο, όσα κι εκείνη μάθαινε, τουλάχιστον. Κι από την αρχή της χρονιάς έγινε μαθητής της. Και οι δυο ήταν ενθουσιασμένοι. Τώρα τα γαλλικά έμπαιναν επίσημα και στο πρόγραμμά τους. Δυο περίοδοι τη βδομάδα, Δευτέρα και Παρασκευή, τους πρόσθεσαν τον χρόνο στο τέλος της περιόδου σαν έβδομη ώρα, την ονόμασαν. Αυτό τον δυσκόλευε λιγάκι, γιατί κουβαλούσε ακόμα τον μικρό του αδερφό, τον Κωστάκη, με το ποδήλατο. Αυτός θα τελείωνε δυο περιόδους πιο μπροστά και θα έπρεπε να περιμένει στην αυλή του σχολείου. Κι αυτό ακόμα ήταν δύσκολο γιατί απαγορευόταν στους μαθητές να τριγυρνούν στην αυλή την ώρα που άλλοι έκαναν μάθημα, ή μετά που σχολνούσαν. Ο κανονισμός ήταν αυστηρός και ο Παντελής και ο Λεωνίδας, οι δυο «σκληροί», φρόντιζαν να τον επιβάλλουν, καμιά φορά και με αυστηρές τιμωρίες. Έτσι το πρόβλημα έπρεπε να βρει διαφορετική λύση. Ο Κωστάκης πρότεινε τότε να διορθώσουν το ποδήλατο, που ο Κυριάκος, ο πιο μικρός αδερφός, πήρε λάφυρο από τη Λέμπα. Αντέδρασε, θύμωσε, φώναξε. Το ποδήλατο-λάφυρο έπρεπε να είχε επιστραφεί από εκεί που ήρθε, μα ο Κυριάκος παράκουσε. Δεν θα επέτρεπε τώρα να διορθωθεί κιόλας και πολύ περισσότερο να το χρησιμοποιούν. Έπεσαν απάνω του όλα του τα αδέρφια, τον πίεσαν μέχρι παρεξήγησης. Δεν δέχτηκε, μα σιώπησε. Το ποδήλατο πήγε στον Νικόλα τον Μαραγκό κι έγινε σαν καινούριο. Του πρόσθεσε τις ακτίνες που έλειπαν από τους τροχούς, του έβαλε καινούρια ελαστικά, μια μεταχειρισμένη, αλλά σε καλή κατάσταση, σέλλα, λαστιχάκια στα στόπερς. Καινούργιο έγινε μετά κι από ένα καλό καθάρισμα με πετρέλαιο. Μα δεν μπορούσαν να το πάρουν. Το κόστος της επιδιόρθωσης ήταν εφτά λίρες. Πού να τις βρουν; Η ιδέα ήρθε από τον Αλέξαντρο, τον ξάδερφο.
Γιατί δεν μαζεύετε καραόλους; εισηγήθηκε. Τη νύκτα, βγαίνουν με τη δροσιά και η τιμή τους είναι πολύ καλή. Ένα σελίνι την οκά. Χρειάζεστε εκατόν σαράντα σελίνια. Είκοσι οκάδες μπορείτε να μαζέψετε σε μια νύκτα.
Κι αυτό έκαναν. Ζήτησαν από τον Νικόλα τον Μαραγκό παλιά ελαστικά ποδηλάτου, τους τα έκοψε ανάλογα και τα άναβαν και τα χρησιμοποιούσαν σαν πυρσούς. Τα σαλιγκάρια έβγαιναν τη νύκτα με τη νοτιά. Όπου υπήρχε και το ελάχιστο γρασίδι, σε κάθε μονοπάτι, δίπλα από τις ξερολιθιές. Έβγαιναν όλοι μαζί, ακόμα και η πιο μικρή αδερφή, η Δέσποινα. Έκαναν τρεις ομάδες και γέμιζαν από μια σίκλα η κάθε μια. Είκοσι οκάδες κάθε βράδυ. Τις παράδιναν στον Χρίστο, τον γείτονά τους κι αυτός τους μετρούσε μια λίρα κάθε πρωί. Σε δυο βδομάδες το ποσόν συμπληρώθηκε. Πήγαν χαρούμενοι, ο Κυριάκος, πρώτος ιδιοκτήτης και ο Κωστάκης και το πήραν. Και μάλωσαν με την πρώτη ποιος θα το χρησιμοποιούσε. Ο Χριστάκης, που καθόλου δεν ήταν ευτυχισμένος για τις εξελίξεις γύρω από ένα λάφυρο, υποχρεώθηκε να επέμβει και να δώσει λύση. Το ποδήλατο θα το χρησιμοποιούσε ο Κωστάκης για να πηγαίνει στο γυμνάσιο. Το απόγευμα, όμως, θα ανήκε στον Κυριάκο. Τα δυο αγόρια δεν είχαν παρά να συμφωνήσουν.
Ήταν και η αλληλογραφία που ο Χριστάκης είχε αρχίσει με τον Χρήστο Νάντζιο από τον Αλμυρό Βόλου. Είχε νιώσει τότε, την ανάγκη να εξωτερικεύει και να εκμυστηρεύεται τα αισθήματά του. Που έπνιγαν την εφηβεία του. Είχε σκεφτεί να γράψει σ’ ένα από τα κορίτσια που ζητούσαν μέσα από τις σελίδες περιοδικών, αλληλογραφία με σκοπό την γνωριμία. Τότε, όμως, άρχιζε ο δεύτερος του έρωτας με την Αναστασία. Ο πρώτος, με την Αντρούλα, που κράτησε δυο ολόκληρα χρόνια, έληξε άδοξα, αφού εκείνη διάλεξε άντρα από τα δεκαπέντε της και μάλιστα δέκα χρόνια μεγαλύτερό της. Δεν της είχε μιλήσει ποτέ, βέβαια. Μα το ένιωθε ότι κι εκείνη τον πρόσεχε, όπως τον κοίταζε με τα μεγάλα, όμορφα μάτια της, κάθε πρωί που συναντιόνταν πάνω στα ποδήλατά τους και οι δυο, πήγαινε αυτός στο σχολείο, εκείνη στη δουλειά. Το ένιωθε ότι περίμενε να την καλημερίσει, μα η φωνή του πνιγόταν μέσα στη γλυκιά ταραχή, ούτε μια φορά δεν της είπε καλημέρα. Ένα χρόνο δεν είχε αγαπητικιά, η καρδιά του ήταν πληγωμένη. Την έπνιγε στα καουμπόϊκα του Γκάρυ Κούπερ και τα πολεμικά του Τζών Γουέην, κυρίως εκείνα μέσα στη θάλασσα. Και μετά, ε, καρδιά ήταν, πόσο να μένει μόνη; Είδε την Αναστασία. Μελαχρινή, όμορφη. Τα μάτια της μελισσιά, γεμάτα φως. Και αγάπη. Για εκείνον. Ήταν βέβαιος, με τον τρόπο που τον κοίταζε. Κι ας χαμήλωνε το βλέμμα, ναζιάρικα, όταν κι αυτός την κοιτούσε. Ένα χρόνο πιο μεγάλη του, αυτός πέμπτη κι εκείνη έκτη γυμνασίου. Μα τι σημασία είχε; Κι ακόμα πιο μεγάλη να ήταν και πάλι θα την αγαπούσε. Κι ας μη το ομολόγησε στον ξάδερφο Χριστόδουλο, όταν τον πίεσε να του κάνει την αποκάλυψη. Μόνο ο παππούς ο Λεωνής υποψιαζόταν ποια ήταν η αγαπημένη.
Έτσι, όταν αποφάσισε ν’ αλληλογραφήσει, προτίμησε εκείνο το αγόρι, από μια πόλη που πρώτη φορά την άκουγε, ίσως κι αυτό ένα χωριατόπαιδο, με τα ίδια όνειρα και σκέψεις για το μέλλον. Μετά τα Χριστούγεννα και τις απειλές της Τουρκίας να εισβάλει στην Κύπρο, ο νέος του φίλος, δι’ αλληλογραφίας, τον καλούσε να πάει στην Ελλάδα, με την οικογένειά του και ότι μπορούσαν να τους φιλοξενήσουν μέχρι να φτιάξουν τα πράγματα. Τον ευχαρίστησε και του τόνισε ότι τέτοιες λύσεις δεν ήταν δυνατόν να γίνουν γιατί αυτό θα ισοδυναμούσε με εγκατάλειψη της πατρίδας. Εκείνος θεώρησε ότι έπρεπε να του γράφει πιο τακτικά, για να τον ενθαρρύνει. Κι όπως τα ελληνικά και τα κυπριακά ταχυδρομεία ήταν πολύ γρήγορα, έπαιρνε ένα γράμμα τη βδομάδα. Στο οποίο έπρεπε, βέβαια να απαντήσει. Κι αυτό ήταν πολύ αγχώδες, ήθελε και το χρόνο του. Ακόμα και σ’ αυτή τη μικρολεπτομέρεια της ζωής του ένιωθε να σκλαβώνεται.
Εκείνη τη μέρα δεν πήγε πουθενά. Είχε πάρει ένα βιβλίο από τη δανειστική βιβλιοθήκη του γυμνασίου κι έπρεπε να το επιστρέψει σε δυο μέρες. «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», του Νίκου Καζαντζάκη. Ένα βιβλίο με τέτοια φοβερή κραυγή και μηνύματα που αιχμαλώτισαν την ψυχή του. Όλο το απόγευμα το πέρασε ξαπλωμένος μπρούμυτα στο σιδερένιο κρεβάτι, που μοιραζόταν με τον Κωστάκη και διάβαζε. Σαν να διαβάζει το ευαγγέλιο! Μουρμούρισε κάποια στιγμή η Στασού και δεν τον ενόχλησε ξανά. Μπαινόβγαιναν οι άλλοι, μα ούτε στιγμή δεν ενοχλήθηκε. Επέστρεψε και ο πατέρας του, μα δεν ταράχτηκε, σαν να μην τον άκουσε.
Συνέχιζε το διάβασμα σαν να είχε διαλυθεί οτιδήποτε άλλο γύρω του, μέχρι που ήρθε το σκοτάδι της νύκτας, άναψε η ηλεκτρική λάμπα και θα έλεγε κανένας ότι ούτε που πήρε είδηση την αλλαγή του χρόνου. Μέχρι που του έμπηξε τη φωνή η Στέλλα και την είδε να στέκεται από πάνω του.
Σήκω, αρκετά διάβασες, του φώναζε. Ήρθε ο Κόκος.
Ο Κόκος; Ο ξάδερφος ο Κόκος, ο αστυνομικός; Είχε δυο μήνες να τον δουν. Πρώτη φορά πέρασε τόσος καιρός. Σχεδόν ενάμιση χρόνο ήταν στην αστυνομία. Διορίστηκε και τοποθετήθηκε, στην αρχή, στον μικρό αστυνομικό σταθμό στην Τίμη. Για λίγο. Πήγε μετά στην Αστυνομική Σχολή. Ερχόταν τα Σαβατοκυρίακα και του έφερνε να του αντιγράψει και τις σημειώσεις του από τις διαλέξεις. Του έδινε και κανένα δεκασέλινο για τον κόπο του. Που το χρειαζόταν πάρα πολύ. Τον έστειλαν μετά στη σχολή στη Λεμεσό και ο αστυνόμος, ο Μιχαηλίδης, τον έστειλε στη χωροφυλακή και τον μετάθεσε στον σταθμό Επισκοπής Λεμεσού. Όταν ήρθε, τότε, με άδεια, του εξιστόρησε πόσο τα πράγματα ήταν δύσκολα. Μόνος Έλληνας στο σταθμό, ο αξιωματικός Τούρκος, Τούρκος κι ο λοχίας, Τούρκος ακόμα και ο όμπασιης. Και μια και ήταν ο μόνος Έλληνας αστυνομικός, τον ήθελαν να κατασκοπεύει τους Τούρκους και να αναφέρει ό,τι κατά τη γνώμη του ήταν ανάρμοστο προς τους κανονισμούς και, προπαντός αν υποψιαζόταν την οποιανδήποτε συμμετοχή σε παράνομες ενέργειες. Τον φώναξε ο ίδιος ο Χρίστος Βενιαμίν, ο έπαρχος Λεμεσού και μαζί με τον αστυνόμο, του ανάθεσαν αυτό το καθήκον. Λίγο πιο ύστερα τον ενέταξαν και σε μια ανεξάρτητη ομάδα από Έλληνες αστυνομικούς, στη Λεμεσό, που ενεργούσε κάτω από τις άμεσες οδηγίες και διαταγές του αστυνόμου. Είχαν για κάλυψη τη δίωξη ναρκωτικών, μα στην πράξη επιτηρούσαν τους Τούρκους που είχαν ήδη αρχίσει τις προετοιμασίες τους για τη σύγκρουση. Όπως βέβαια και οι Έλληνες.
Μπήκε ένα βράδυ, τυχαία τάχατες, στο τζαμί, παλιά εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, που οι Τούρκοι μετέτρεψαν σε τζαμί κατά την τουρκοκρατία. Βρήκε τον αξιωματικό του σταθμού να εκπαιδεύει μια ομάδα Τούρκων στη χρήση όπλων. Αυτό, ασφαλώς, δεν του έκανε καλό. Οι Τούρκοι συνάδελφοί του, όχι μόνο τον υποψιάζονταν αλλά ήταν και βέβαιοι ότι είχαν μεταξύ τους ένα εχθρό. Του έκαναν τη ζωή δύσκολη, τον παρακολουθούσαν στενά, όπου και να πήγαινε, τον κατάγγελλαν στους ανωτέρους, του έστελλαν υπηρεσιακές αναφορές που τον ζημίωναν. Μέχρι που μια μέρα κατέφθασε και ο αρχηγός της χωροφυλακής από τη Λευκωσία και τον έστησε στον τοίχο. «Αντί να είσαι το υπόδειγμα», του είπε σε έντονο ύφος, «ο μόνος Έλληνας μέσα στους Τούρκους συναδέλφους σου και να προωθείς την ενότητα, κατάντησες διασπαστής και κακόβουλος διαδοσίας. Το καλό που σου θέλω μάζεψε το νου σου, διαφορετικά θα φροντίσω για την παύση σου». Ψυχρά και υπολογιστικά του μίλησε μα στη φωνή του υπήρχε κι απειλή.
Οι πιο δυνατοί και αποφασιστικοί Τούρκοι της περιοχής ήταν εκείνοι του γειτονικού με την Επισκοπή χωριού, του Καντού. Βέβαια και στο Παραμάλι και στο Κολόσσι, ήξεραν ότι προετοιμάζονταν εντατικά. Και δεν μπορούσαν να κάνουν και τίποτα. Υπήρχε αναφορά ότι τους είδαν να κουβαλούν και να κρύβουν όπλα, να εκπαιδεύονται και να κάνουν ασκήσεις μάχης, πολλές φορές χωρίς καν να κρύβονται στοιχειωδώς. Και η απάντηση ήταν «παρακολουθείτε κι αναφέρετε».
Μέχρι που δεν άντεξαν κι ένα πρωί, χάραμα, η ειδική ομάδα κινήθηκε, χωρίς διαταγή, ανέβηκε από τον Κούρρη μέχρι τα κράσπεδα του Καντού κι άρχισε να ψάχνει μέσα στις πορτοκαλιές για τα όπλα, που ήξεραν ότι έκρυβαν εκεί. Μα δεν πρόλαβαν να βρουν τίποτα. Οι Τούρκοι, λες και τους περίμεναν, τους όρμησαν με ξύλα και σιδερένιους λοστούς. Τους κυνήγησαν στα χωράφια και είδαν κι έπαθαν να διαφύγουν.
Τον Νοέμβρη ήρθε η ώρα του Κόκου. Το ένιωθε ότι οι Τούρκοι τον είχαν επικηρύξει κι ότι θα τον καθάριζαν με την πρώτη ευκαιρία. Η οργανωμένη ομάδα των Ελλήνων της Επισκοπής προσπαθούσε να τον προστατεύσει, μα ήξερε ότι αυτό δεν ήταν αρκετό. Ούτε η παράνομη οπλοφορία που του είχε επιτρέψει ο Βενιαμίν θα του πρόσφερε σπουδαία πράγματα. Οι Τούρκοι δεν ήταν μόνο πλειοψηφία στο χωριό, με απόλυτο έλεγχο της οικονομίας, όριζαν το πιο μεγάλο μέρος της γης και του νερού, ήταν και καλά εκπαιδευμένοι και προετοιμασμένοι. Αν του έστηναν χωσιά, θα τον ξέκαναν και θα τον εξαφάνιζαν και καμιά πιθανότητα δεν υπήρχε να τον ξαναβρούν νεκρό ή ζωντανό. Μα ο αστυνόμος, με οδηγίες του έπαρχου, ασφαλώς, τον πίεζαν να μείνει ακόμα λίγο.
Μέχρι εκείνο το βράδυ, που ήρθε και τον βρήκε το δεκάχρονο κορίτσι του ταβερνιάρη. Και του είπε ότι άκουσε κάποιους Τούρκους να μιλούν μεταξύ τους «πού να περιμένουν το Γιώργο». Στην ταβέρνα, στον δρόμο ή στον σταθμό. Μιλούσαν, χωρίς να ξέρουν ότι το κορίτσι μιλούσε και καταλάβαινε πολύ καλά τα τουρκικά. Το είπε στον πατέρα της κι εκείνος την έστειλε να τον ειδοποιήσει να μην πάει στην ταβέρνα να δειπνήσει εκείνο το βράδυ και να προφυλαχτεί όσο μπορούσε. Την επομένη δέχτηκε κι επίθεση από δυο Τούρκους. Με ξύλα τον όρμησαν και θα τον κτυπούσαν άγρια αν δεν επενέβαινε αμέσως ο σταθμάρχης και να τους απειλήσει με σύλληψη. Η επίθεση ήταν τελείως αναίτια, μπορεί να ήταν και σκηνοθετημένη. Δεν μπορούσε να ήταν σίγουρος.
Τότε απαίτησε τη μετάθεσή του. Κινδύνευε πια η ζωή του. Και τον έστειλαν στον Αγρό. Ο Χριστάκης ήξερε μέχρις εκεί. Από τότε είχε να έρθει ο Κόκος. Άφησε το βιβλίο και φάνηκε στην πόρτα προς το μεγάλο δωμάτιο. Ο Κόκος καθόταν σε μια καρέκλα, ο πατέρας καθόταν στο μεταλλικό γραφείο, μόλις είχε τελειώσει το δείπνο του, η Στασού μάζευε το πιάτο του.
Τα πράματα δεν είναι καλά, θείε Χαμπή, έλεγε ο Κόκος. Οι Τούρκοι μάς πρόλαβαν, είναι πιο καλά εξοπλισμένοι, είναι και πιο καλά οργανωμένοι και ξέρουν και τι θέλουν.
Θέλουν να επέμβει η Τουρκία, αυτό θέλουν, είπε κι ο Χαμπής κι ακουγόταν πολύ απογοητευμένος. Στην Πάφο μάς έκλεισαν, απόκοψαν το κέντρο. Πήγα προχτές στον Κυριάκο τον Μαύρο να πάρω ένα σκούφο και φοβήθηκα. Όλοι οι δικοί μας έφυγαν από την περιοχή, μόνο το μαγαζί του Μαύρου μένει ανοικτό κι αυτός όσο παλληκάρι και να είναι, δεν μπορεί να τα βάλει μόνος του με τους Τούρκους. Ούτε η αστυνομία, ούτε καμιά άλλη υπηρεσία υπάρχει στην περιοχή του κέντρου της πόλης.
Αντιλήφτηκε τον Χριστάκη, ο Κόκος και σηκώθηκε να τον χαιρετίσει. Έκαναν χειραψία και μετά ο Κόκος ξανακάθισε συνέχισε:
Με παρακολουθούσαν πίσω από τους τοίχους. Το ανάφερα, μα δεν υπήρχε τρόπος να με βοηθήσουν. Με σήκωσαν, με έστειλαν στον Αγρό, μαζί με κάποιους άλλους, πήραμε οδηγίες να ετοιμάσουμε ομάδες και να τις εκπαιδεύσουμε. Κι αυτό κάναμε. Φαντάσου, στην πρώτη συνάντηση με την ομάδα βρήκα και τον Βάσο τον Λιασίδη. Είναι διορισμένος καθηγητής στο γυμνάσιο Αγρού, ήρθε κι αυτός να εκπαιδευτεί. Τώρα βρίσκομαι στο σταθμό Μονής. Να δεις εκεί τι γίνεται. Οι Τούρκοι μάς παίζουν στα δάκτυλά τους. Κάθε λίγο και λιγάκι βαρούν μια ριπή από τα υψώματα πάνω από το Μαρί, που δεσπόζουν και του αυτοκινητόδρομου Λεμεσού. Ρίχνουν στους διερχόμενους για εκφοβισμό, ο δρόμος κόβεται, κανένας δεν τολμά να τον διασχίσει, σαν να πρόκειται για κανένα στενοσόκακο. Αλλά και στη Μαλλιά κάνουν ό,τι θέλουν, τα ελληνικά χωριά της περιοχής έχουν τρομοκρατηθεί, στην τούρκικη συνοικία της Λεμεσού χειρότερα. Ο Βενιαμίν, ο έπαρχος Λεμεσού, είναι ισχυρός, είμαι βέβαιος ότι θα τους ορμήσει.
Άφησε ένα αναστεναγμό να του ξεφύγει ο Χαμπής.
Έχουν πίσω τους την Τουρκία, που απειλεί να επέμβει, είπε και πάλι. Εμείς δεν έχουμε στήριγμα. Στην Ελλάδα δεν στεριώνει κυβέρνηση, πώς να βασιστούμε πάνω τους; Ο ένας τραβά πετσί κι ο άλλος τομάρι. Πώς θα τα βρουν με το κυπριακό; Εγώ λέω ότι ούτε που τους ενδιαφέρει. Αλλά και οι δικοί μας, εδώ στην Κύπρο, δεν έχουν πειθαρχία, δεν ακούνε κανενός, κάνουν ό,τι θέλουν, η κυβέρνηση είναι αδύναμη. Αυτή είναι η χειρότερη συνταγή για την καταστροφή μας.
Κούνησε το κεφάλι με απελπισία και σιώπησε. Όλοι σιωπούσαν.
14 Φεβρουαρίου. Μια μέρα που ξεκίνησε δύσκολα. Στη βεράντα του Ακρίτα στεκόταν ο Θεωρής του Σοφόκλη, φανερά ανήσυχος. Όσα παιδιά του γυμνασίου περνούσαν με τα ποδήλατά τους στο δρόμο για το σχολείο, τους έλεγε να είναι πολύ προσεκτικοί, να μη δίνουν στόχο γιατί οι Τούρκοι προωθούσαν κι άλλο τα φυλάκιά τους, είχαν κακό σκοπό. Όταν είδε τον Χριστάκη, τον σταμάτησε.
Μου είπαν ότι είσαι απρόσεκτος, τον παρατήρησε. Εδώ δεν σηκώνει παλληκαριές. Ρώτα κι εμένα που πολέμησα τους Γερμανούς. Η σφαίρα βρίσκει στόχο και σκοτώνει από πολύ μακριά. Προχτές, άκουσα, κατέβηκες από το δρόμο του Λούκα. Να μην το ξανακάνεις.
Χαμογέλασε ο Χριστάκης. Πολύ τον κολάκευε το ενδιαφέρον του Θεωρή, που ήταν και ο πιο στενός φίλος του πατέρα του και μυρωδικός του κουμπάρος. Του είχε βαφτίσει τη μικρή Ασπασία. Ένευσε καταφατικά ενώ, λίγο καθυστερημένα, τον καλημέρισε. Κι έφυγε για να προλάβει τη Στέλλα και τον Κωστάκη που είχαν προχωρήσει. Η προειδοποίηση του δημιούργησε αίσθημα ανασφάλειας, ήταν κι όλα εκείνα που συζήτησαν ο Κόκος με τον πατέρα του, ήταν και τα ταξί που στάθμευαν άπραγα στην πλατεία, πολύ λίγοι τολμούσαν να πάνε στο Κτήμα. Γενικά στον αέρα πλανιόταν ανησυχία κι αμηχανία. Τα καφενεία ήταν γεμάτα, τα ραδιόφωνα, στη διαπασών, έλεγαν τις ειδήσεις. Που επέτειναν κι αυτές, με τις συνεχείς αναφορές στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, το γενικότερο αίσθημα ανασφάλειας και, χωρίς υπερβολή, απόγνωσης. Ο κόσμος φοβόταν.
Και στο σχολείο, όπου έφτασαν σε δεκαπέντε λεπτά, πλανιόταν έντονα η ανησυχία. Τα παιδιά δεν συζητούσαν για τα μαθήματά τους, όπως έκαναν συνήθως. Υπήρχε μια πληροφορία για κινήσεις των Τούρκων κοντά στη κλινική του Αντωνάκη και για ελληνικά καταστήματα που δεν άνοιξαν εκείνη τη μέρα από τον φόβο νέων συγκρούσεων. Άκουε, ο Χριστάκης, χωρίς να σχολιάζει. Παρά την προτροπή του Θεωρή, πέρασε από τους σταθμούς βενζίνης, για να κατέβει στο κέντρο και να συνεχίσει προς το σχολείο. Κι εκεί, στον δρόμο προς την Λοζάν, απέναντι από το σινεμά Γεσίλοβα, του φάνηκε ότι οι Τούρκοι είχαν στήσει οδόφραγμα. Αυτό λεγόταν θράσος και σίγουρα οι Έλληνες θα αντιδρούσαν. Και η κάθε αντίδραση σήμαινε σύγκρουση, ανταλλαγή πυρών και θάνατο.
Τη Στέλλα και τον Κωστάκη τους υποχρέωσε να στρίψουν αριστερά, πριν από τις βενζίνες, να πάρουν τον δρόμο που ήταν πιο ασφαλισμένος. Εντύπωση του είχε κάνει η νέκρα που επικρατούσε στην πλατεία του Τιτάνια, που πάντα έσφυζε από ζωή. Είδε και τον Καρπή να κατεβαίνει προς τη λεωφόρο Ελλάδος, ζωσμένος την πιστόλα του, δίκην στρατηγού. Κάτι μέσα του, του σφύριζε ότι εκείνη η μέρα θα εξελισσόταν άσχημα.
Κι αυτό έγινε, πραγματικά. Είχαν τελειώσει και την έβδομη περίοδο, Παρασκευή μέρα είχαν γαλλικά, μαζί με άλλους συμμαθητές του, βγήκαν στα προπύλαια του γυμνασίου, ακολουθώντας τη Μόνικα, την καθηγήτρια των γαλλικών. Τους μιλούσε και τους εξηγούσε μερικά πράγματα που δεν είχαν καταλάβει μέσα στην τάξη. Η εντυπωσιακή Μόνικα, γαλλίδα, παντρεμένη με Έλληνα από την Πάφο, ντυνόταν εντυπωσιακά και πολύ προκλητικά. Έλκυε την προσοχή των μαθητών της, που πολύ κολακεύονταν να κουβεντιάζουν μαζί της στο διάλειμμα. Ήταν πολύ όμορφη γυναίκα, κατάξανθη και νέα. Η παρέα με τους μαθητές της ικανοποιούσε κι αυτής τον ματαιόδοξο ναρκισσισμό.
Εκεί στα προπύλαια, με τον περισπούδαστο αλλά συνάμα κι απέριττο, δωρικό ρυθμό των κολώνων και των περιστυλίων, κουβέντιαζαν όταν ήρθε το νέο από ένα περαστικό στον δρόμο.
Σκότωσαν τον Αντρέα Τσιέλεπο!
Τίποτα άλλο. Μια δυνατή φωνή, σαν κραυγή από άλλο κόσμο. Και μια είδηση που αφορούσε τον καθένα. Ο Αντρέας Τσιέλεπος ήταν σε όλους γνωστός. Υπάλληλος της ηλεκτρικής, γιος του Χριστόδουλου Τσιέλεπου με τους δεκαοκτώ γιους και τη μια κόρη. Κι όλοι έλεγαν ότι ο Αντρέας ήταν ο καλύτερος του γιος.
Πάγωσαν. Η Μόνικα τους είπε να φύγουν αμέσως και να πάνε στα σπίτια τους. Σίγουρα θ’ ακολουθούσαν τα χειρότερα. Εκδίκηση κι αντεκδίκηση και δικαιωμένος μόνο ο φαύλος κύκλος του θανάτου.
Ο Χριστάκης έφυγε αμέσως. Κατεβαίνοντας τον χωματόδρομο των Πετριθκιών, άκουσε τους πυροβολισμούς. Άρχισαν, σκέφτηκε. Δεν μπόρεσε να προσδιορίσει από πού ακούστηκαν οι πυροβολισμοί, ίσως από τον Μέλανο. Ανησυχούσε αν η Στέλλα κι ο Κωστάκης είχαν φτάσει στο σπίτι και ήταν ασφαλείς.
Πήρε τον δρόμο του χωριού. Βρισκόταν στο ύψος του χωραφιού του Τρυφωνή, όταν άκουσε ακόμα ένα πυροβολισμό και μια σφαίρα να σφυρά από πάνω του. Ενστιχτώδικα έσκυψε πάνω στο ποδήλατό του για να προφυλαχτεί. Η σφαίρα ήρθε από του Μαυραλή, σκέφτηκε. Αυτή η γειτονιά του Μούτταλλου, πολύ μπαίνει στα ρουθούνια της Χλώρακας και να δεις που θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα.
Η Στέλλα κι ο Κωστάκης είχαν επιστρέψει ασφαλείς. Στο σπίτι ήταν κι ο πατέρας, μια από τις σπάνιες φορές που βρισκόταν μαζί τους τέτοια ώρα. Το νέο είχε μαθευτεί, ο Χαμπής ήταν πολύ στενοχωρημένος γιατί είχε προσωπική φιλία με τον Αντρέα Τσιέλεπο, που τον ήξερε σοφό και πολύ προσεκτικό, σε ό,τι έκανε. Πώς την έπαθε τώρα; Δεν υπήρχαν ακόμα καθαρές ειδήσεις για το περιστατικό, θα μάθαιναν. Αλλά τι σημασία είχε; Ο Αντρέας ήταν νεκρός και το δικό του αίμα προστέθηκε κι έτρεξε στην αχόρταγη χοάνη του μίσους.
Το βράδυ, ο Χριστάκης συναντήθηκε στον σύλλογο με τον Ερωτόκριτο. Μαζί τους ήταν κι ο Αντρέας του Νικόλα του Χουβαρντά. Ένα χρόνο πιο μεγάλος τους, μα εκτιμούσαν πολύ την παρέα του και είχαν πολλές κουβέντες να κάνουν. Δυο χρόνια πριν, στις διακοπές του καλοκαιριού, ο Χριστάκης εργάστηκε στις οικοδομές, με επιστάτη τον πατέρα του Αντρέα, τα πράγματα ήρθαν έτσι, συνδέθηκε πολύ με όλη την οικογένεια. Ήταν όλες εκείνες οι λεπτομέρειες που δένουν τους ανθρώπους, που φτιάχνουν δυνατούς δεσμούς, που όλοι γίνονται μια οικογένεια. Στην ίδια οικοδομή εργαζόταν κι ο Κωνσταντής του Μωυσή, αρραβωνιασμένος με την αδερφή του Αντρέα. Παντρεύτηκαν, μάλιστα, εκείνες τις μέρες. Αλλά και η μεγάλη αδερφή ήταν παντρεμένη με τον Μιρτή, μακρινό ξάδερφο, που ήταν και γείτονας και πολύ αγαπητός από τον Χριστάκη. Ο Μιρτής και η Γιωργούλα έκαναν ένα επεισοδιακό γάμο, στη μέση ενός κέρφιου, την εποχή του Αγώνα. Έγινε κι αυτό αιτία να του έχει ακόμα πιο μεγάλη συμπάθεια.
Τα μάθατε; έλεγε ο Ερωτόκριτος. Τον θάνατο του Αντρέα Τσιέλεπου τον εκδικήθηκαν οι δικοί μας. Έριξαν από το φυλάκιό μας, στο Μέλανο, σκότωσαν ένα Τούρκο. Άδικα πήγαν! Κι ο δικός μας κι ο Τούρκος.
Τα νέα μαθεύτηκαν γρήγορα. Μια μικρή ομάδα Τούρκων έφτασε κι άλλαξε αυτούς που επάνδρωναν ένα φυλάκιο μόλις πάνω από τον ποταμό, στην άκρη της περιοχής του Μαυραλή. Ξεκίνησαν να φύγουν εκείνοι που βρίσκονταν στο φυλάκιο προηγουμένως. Αυτοί που επάνδρωναν το φυλάκιο στο Μέλανο τους έριξαν μια μόνο σφαίρα. Με το μπρεν ρυθμισμένο στο κατά μόνας. Σφαίρα εκδίκησης για τον Αντρέα Τσιέλεπο. Να ζητούσε εκδίκηση, άραγε, το αίμα του Αντρέα; Και γιατί; Η ψυχή του είχε ήδη δικαιωθεί στη γαλήνη της αιωνιότητας. Γιατί ν’ αποζητά εκδίκηση; Με ένα νέο θύμα που, ίσως, η μοναδική του έγνοια να ήταν να εξασφαλίσει ένα ποτήρι γάλα για τα πεινασμένα του παιδιά; Ή ν’ αγκαλιάσει την ταλαιπωρημένη του γυναίκα, αποζητώντας λίγη σιγουριά, λίγη αγάπη μέσα στο χάος και τη μισαλλόδοξη αντιπαράθεση των ανθρώπων;
Μια μόνο σφαίρα ξέφυγε από την κάννη του μπρεν. Αυτός που την έριξε, ίσως και να μην ήθελε να σκοτώσει. Μπορεί το μυαλό του να είχε σκοτεινιάσει από τον θάνατο του συναγωνιστή του. Πάτησε τη σκανδάλη και πυροβόλησε. Και τον είδε να πέφτει και να μένει ακίνητος. Τον σκότωσε. Έτσι δα. Τον σκότωσε, ουσιαστικά, εν ψυχρώ και πισώπλατα.
Δεν πήγε μόνο ένας με τον Αντρέα Τσιέλεπο. Διάσχισε τον δρόμο η μικρή ομάδα, με πολλή προσοχή. Είχε στηθεί ένα στοιχειώδες οχύρωμα στο δρόμο που ερχόταν κάθετα, μα δεν πρόσφερε και σπουδαία κάλυψη. Σκυφτοί πέρασαν απέναντι και μπήκαν στην αυλή με τις αμυγδαλιές και στο σπίτι, που είχαν μετατρέψει σε φυλάκιο. Ένα προκεχωρημένο φυλάκιο, σαν σφήνα ανάμεσα στα φυλάκια των Ελλήνων. Ήξεραν ότι αν γινόταν επίθεση δεν θα υπήρχε τρόπος να σωθούν. Απλώς θα πουλούσαν ακριβά το τομάρι τους.
Επικεφαλής της ομάδας ήταν ο Μουσταφάς. Σκιά του εαυτού του, αλλά πιστός στο καθήκον. Μπήκε και πρώτη του δουλειά ήταν να κοιτάξει αν είχαν θωρακίσει το παράθυρο του μπάνιου. Τίποτα δεν είχε γίνει.
Μόλις που πρόλαβε να στρίψει το κεφάλι για να βγει και να βάλει τις φωνές στην ομάδα που έφευγε, να το φροντίσουν την επομένη, πριν οι καταραμένοι οι Έλληνες τους κάνουν το κακό.
Η σφαίρα τον βρήκε στον λαιμό. Από το πλάι, όπως έστριβε το κεφάλι. Γλίστρησε μαλακά κι έπεσε καθιστός, ακουμπώντας στο μπάνιο. Δεν βόγκηξε, δεν άφησε κανένα ήχο, ακόμα και το όπλο του δεν ξέφυγε από το χέρι του. Κι έτσι τον βρήκαν οι σύντροφοί του μετά από μερικά λεπτά.
Η γλυκιά Ικπάλ, με τη ψυχή γεμάτη πόνο, την καρδιά ματωμένη από το θάνατο του Οζτεμίρ, νόμιζε ότι καμιά άλλη δυστυχία δεν θα ήταν χειρότερη από αυτή που ήδη την είχε συναντήσει. Άκουσε τις φωνές κι ανέφανε στην πόρτα, δίπλα της και τα παιδιά της. Νόμιζε ότι κάθε δυστυχία είχε εξαντλήσει την οργή της, μα είχε λάθος. Στη αρχή δεν ήταν σίγουρη ότι καταλάβαινε τι ήταν το μήνυμα που της έφερναν. Άπλωσαν τα χέρια στα παιδιά της και την άρπαξαν στην αγκαλιά τους.
Ποιας μέρας γλυκό φως και ποιας νύκτας σκοτάδι παρήγορο θα μπορούσαν πια να μαλακώσουν τον φρικτό πόνο της δόλιας καρδιάς; Έβγαλε το μαύρο τσεμπέρι, που φορούσε για τον Οζτεμίρ κι έμεινε να το κοιτάζει. Σαν να το ρωτούσε τι πιο μαύρο να φορέσει; Δεν λύγισαν τα πόδια, μα λύγισε η ψυχή. Σθένος και πείσμα για ζωή! Και πούν’ το;
Μαζεύτηκαν πολλοί. Κανένας δεν μιλούσε. Κανένας δεν έκλαιγε. Λες και το νέο ήταν αναμενόμενο. Ήρθε κι ο βουλευτής. Όλοι σκυφτοί, κανένας δεν σήκωσε το κεφάλι να τον κοιτάξει. Και ο Ρασιήτ ήταν εκεί κι όλοι οι συγγενείς. Άκουε ο Ρασιήτ τον ανασασμό, ρηχό και γρήγορο σαν τον παλμό απόγνωσης, που σκεπάζει κάθε ελπίδα. Όλοι κοντανάσαιναν σαν να προσπαθούσαν έτσι, να κρατήσουν τον λυγμό και το κλάμα.
Στεκόταν στην πόρτα η Ικπάλ και τον περίμενε. Και της τον έφεραν. Το πρόσωπό του ήταν καθαρό, τα μάτια κλειστά, σαν να κοιμόταν. Στάθηκαν μπροστά της, εκείνοι που τον σήκωναν. Τον κοίταξε, κρατούσε ακόμα στο χέρι το μαύρο τσεμπέρι, τα μαλλιά της λυτά, χύθηκαν και του σκέπασαν το κεφάλι, όπως έσκυψε και τον φίλησε. Κι άφησε την καρδιά της να εκδηλωθεί σ’ ένα σιγανό κλάμα, γεμάτο αξιοπρέπεια. Ήταν η μάνα που έμενε ορφανή, ήταν η γυναίκα που την άφηνε χήρα.
Άπλωσαν την τουρκική σημαία στο τραπέζι κι εκεί τον απίθωσαν. Στάθηκαν γύρω του τα παιδιά του, ζήτησε η Ικπάλ τα σχετικά για τις τελευταίες υπηρεσίες στον ήρωα. Για να μην παρουσιαστεί στον έβδομο ουρανό και τον υποδεχτούν και να είναι ιδρωμένος και σκονισμένος. Σίγουρα οι άγγελοι τον περίμεναν, ντυμένο στα άσπρα, στα επίσημά του ρούχα.
Ο Ρασιήτ δεν ήταν τόσο ρομαντικός. Μετρούσε τις πραγματικότητες και αφόρητα πονούσε η καρδιά του μπροστά στη μάταιη προσφορά σ’ ένα Μολώχ που δεν χωρούσε στη λογική του. Γιατί σκοτώνονταν οι άνθρωποι; Καλά η φύση, οι μηχανές, τα απρόσμενα. Ο άνθρωπος θνητός ήταν έτσι κι αλλιώς. Μα άνθρωπος να σκοτώνει άνθρωπο! Χωρίς αιτία πραγματική, τι είχαν στο κάτω-κάτω να χωρίσουν, εκτός από τη φτώχεια τους; Ήταν πολύ μικρός ο Ρασιήτ για να καταλάβει από εθνικιστικές εξάρσεις κι ακατανόητους κι αχρείαστους ηρωισμούς. Αλήθεια ποιος εφεύρε τον πόλεμο και τους σκοτωμούς; Ήταν στη φύση του ανθρώπου να σκοτώνει; Μα αν ήταν έτσι τότε και δεν υπήρχε σωτηρία, γιατί κάποιοι να επιμένουν να κοιτάζουν στα ψηλά, στα πέραν του ανθρώπου και να θέλουν να τα κατακτήσουν;
Να τον καθαρίσουμε, να τον πλύνουμε από κάθε αμαρτία, μουρμούριζε πικρά η Ικπάλ, μήπως οι άγγελοι δεν τον αναγνωρίσουν. Πού είναι το σαπούνι; Πού είναι τα μυρωδικά; Δεν πρόλαβα στη Μέκκα να του παραγγείλω σάβανο! Είναι τόσο νέος. Και τον θέλω να είναι κοντά μου. Τον θέλω τόσο πολύ κοντά σε μένα και στα παιδιά του! Και τι θα καταλάβω τώρα; Και ποια είναι η ζωή μου; Αχ, Οζτεμίρ, γλυκιέ μου Οζτεμίρ, μικρό μου παιδί, γιατί μου τον σημάδεψες κι αυτόν και μου τον παίρνεις; Μου τον παίρνεις για να τον έχεις κοντά σου; Να σε γνοιάζεται και να σε προσέχει;
Και οι γυναίκες, που σιγά-σιγά μαζεύονταν γύρω της και δεν μπορούσαν να κρατήσουν τα δάκρυά τους, κι ας το απαγόρευε αυτό το κοράνι, καμιά λέξη παρηγοριάς δεν είχαν να της προφέρουν, μόνο σκυφτές μοιρολογήτρες στις τελευταίες στιγμές της παρουσίας εκείνου του ανθρώπου πάνω από το χώμα. Εκεί, σ’ ένα τραπέζι απιθωμένος, στις τελευταίες φροντίδες μιας ζωής που την έζησε με πάθος, αδιάφορος πια για το τι γινόταν γύρω του, σαν να περιγελούσε τον ίδιο τον θάνατο που τον κρατούσε πια στην αγκαλιά του, αφέθηκε, ο Μουσταφάς, στις ύστατες φροντίδες των γυναικών, στην τελική ιεροτελεστία του ανίκητου θανάτου, του κυριάρχου της ζωής και της ύπαρξης.
Το φυλάκιο ήταν στο ανώγι. Απομακρύνθηκαν τα έπιπλα, οι μπαλκονόπορτες και τα παράθυρα καλύφτηκαν με σάκους άμμο, το ξύλινο πάτωμα, φθαρμένο και καμπυλωμένο από το χρόνο, έτριζε παράξενα σε κάθε βήμα, άμμος ήταν χυμένη χάμω, άφηνε κι αυτή το χαρακτηριστικό θρόισμα σε κάθε πατημασιά.
Ο Χριστάκης και οι άλλοι τρεις συμμαθητές του, παρέλαβαν τα τρία τυφέκια κι ένα κακορίζικο στεν, με όσες σφαίρες είχαν στις σφαιροθήκες τους. Τους εξήγησαν να προσέχουν τη σκάλα, μήπως τους αιφνιδιάσουν οι Τούρκοι και να προσέχουν οποιεσδήποτε ύποπτες κινήσεις. Τους τόνισαν να μην πλησιάζουν το άνοιγμα ανάμεσα στους σάκους με την άμμο. Από εκεί μπήκε η σφαίρα, που κτύπησε στο μάτι τον Αντρέα Τσιέλεπο και τον άφησε στον τόπο.
Κι από πού θα κοιτάζουμε; ρώτησε ένας. Κι αν έρθουν από τις σκάλες, με μια σφαιροθήκη στο στεν, πώς θα τους κρατήσουμε;
Δεν πήραν απάντηση. Κι όταν έμειναν μόνοι προσπάθησαν να οργανωθούν όπως καλύτερα μπορούσαν. Ούτε μια καρέκλα να καθίσουν δεν υπήρχε. Κάθονταν στο πάτωμα. Έξω δεν μπορούσαν να κοιτάξουν, μέσα ήταν μισοσκόταδο, τέντωναν τ’ αφτιά να προλάβουν να ακούσουν τουλάχιστον αν κάτι πήγαινε να εξελιχτεί. Ήταν παράξενο που άκουγαν τον ελληνικό φούρνο να λειτουργεί, λίγο πιο κάτω.
Σκέφτομαι ποιοι είναι οι εγκλωβισμένοι, ψιθύρισε κάποιος. Εμείς ή εκείνοι. Έχουν κάνει μια σφήνα και ουσιαστικά δεν έχουν τόπο για υποχώρηση.
Ούτε κι εμείς έχουμε τόπο να υποχωρήσουμε, του απάντησε ένας άλλος. Ούτε μπρος να πάμε. Μόνο αν σκοτώσουμε ο ένας τον άλλο.
Στο αχνό φως, που μόλις έσπαζε τις σκιές δεν διάκριναν πολλά πράγματα μέσα κι από τις χαραμάδες, όσες δεν έφραζαν τα σακιά με άμμο, πιο λίγα μπορούσαν να δουν έξω. Ήταν πραγματικά σαν παγιδευμένα ποντίκια.
Εγώ φεύγω, είπε ένα από τα παιδιά. Εδώ δεν ξέρουμε τι μας γίνεται. Μόνο να σκοτώνουμε με μπαμπεσιά ξέρουμε. Οι μεγάλοι παίζουν χαρτιά στη λέσχη κι έβαλαν εμάς για εύκολο στόχο. Και ύστερα μπορεί να μας κάνουν και μια μεγαλόπρεπη κηδεία, μπορεί να μας στήσουν και μια προτομή.
Κι έφυγε. Άκουσε την πόρτα της σκάλας να σέρνεται στους μεντεσέδες καθώς άνοιξε κι έκλεισε. Δεν θύμωσε. Κανένας δεν θύμωσε γιατί έφυγε ο συμμαθητής τους. Ούτε και κανένας το σχολίασε.
Ούτε μια σταγόνα αίμα στο πάτωμα, είπε ο ένας συμμαθητής. Εννοούσε τον Τσιέλεπο. Τι στο καλό όπλο ήταν; Δεν άφησε κανένα ίχνος της ζημιάς του.
Στο μισοσκόταδο, βέβαια, δεν μπορούσε τίποτα να φανεί στο πάτωμα, ούτε κι αλλού. Μα η ατμόσφαιρα ήταν παγωμένη, τα τρία παιδιά ένιωθαν κρύο τον φόβο και την αμηχανία. Κι αν έρχονταν να τους πιάσουν; Το φυλάκιό τους βρισκόταν πραγματικά μέσα στη δική τους φωλιά. Κι αν υποψιάζονταν ότι το κάλυπταν τρία άπειρα παιδιά, γιατί να μη δοκιμάσουν να το καταλάβουν;
Κι εκεί μη νομίσετε ότι βρίσκονται πιο μεγάλοι από εμάς, είπε κάποιος σαν να διάβασε τη σκέψη ολονών. Και τον Τσιέλεπο κατά λάθος τον έφαγαν. Τι νομίζετε δηλαδή; Έριξαν μια σφαίρα στη θυρίδα. Άσκηση στο σημάδι έκαναν. Κι ο δικός μας έτυχε να βρίσκεται εκεί πίσω και δέχτηκε τη σφαίρα που τον άφησε στον τόπο.
Το ήξερε κι ο ίδιος ότι γινόταν κυνικός, μα πολύ λίγο τον ένοιαζε. Βρισκόταν στη σκηνή ενός θανάτου, τόσο αχρείαστου, που αν έβαζε τα κλάματα θα ήταν γιατί δεν καταλάβαινε πού χρειάζονταν τόσοι σκοτωμοί.
Είμαστε εμείς για εκείνοι, του απάντησε ο άλλος, μαντεύοντας τον προβληματισμό και τις ανησυχίες του.
Ο Χριστάκης δεν μίλησε. Τι να πει; Τον στενοχωρούσε αφάνταστα ο χαμός του Τσιέλεπου. Δεν τον ήξερε, μα ένιωθε ότι τον γνώριζε από πάντα. Τα όσα άκουσε μετά τον θάνατό του έκαναν κύκλους στη σκέψη του. Ο φόνος του Λαμπρή του πετρολαδά και των δυο Τούρκων στον Καλιά και οι δυο φόνοι στη Λέμπα, κολυμπούσαν σ’ ένα μάγμα εκρηκτικής αγωνίας, που ξεσηκωνόταν μέσα του. Που τον έπνιγε μα δεν είχε καμιά οδό να εκδηλωθεί, να κατασιγάσει. Να εκραγεί, να φανερώσει τη δύναμή του, να μείνει πίσω του λίγος χώρος, να στάξει λίγο βάλσαμο, να παρέμβει η λογική, να δώσει εξηγήσεις.
Πήγε και στάθηκε μπροστά στη θυρίδα του φυλακίου. Είδε κάποιους να κινούνται μπροστά από τα λεωφορεία της ΛΟΖΑΝ, μάλλον Τούρκοι θα ήταν. Τι σημασία είχε; Όλοι, Τούρκοι κι Έλληνες, ετοιμάζονταν, φοβούνταν, μα δεν έκαναν πίσω. Κανένας δεν έκανε πίσω κι ας ήθελαν όλοι το καλύτερο.
Του έβαλαν τις φωνές οι άλλοι, να φύγει από το άνοιγμα. Τους είπε ότι έβλεπε κινήσεις, μάλλον Τούρκοι θα ήταν. Ήρθαν κοντά του και κοίταζαν κι αυτοί. Στο κάτω-κάτω, αν μια σφαίρα γράφει τ’ όνομά σου, θα έρθει να σε βρει. Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να την αποφύγεις. Κανένας δεν είπε κάτι να τον αντικρούσει, μα αποτραβήχτηκαν από τη θυρίδα. Γιατί ήξεραν ότι εκτός από τη σφαίρα που είχε προορισμό, υπήρχε και η σφαίρα η αδέσποτη.
Οι μέρες που ακολούθησαν έφεραν φόβο και μελαγχολία στον Χριστάκη. Παρακολουθούσε τα νέα και τις εξελίξεις, πιο πολύ από το ραδιόφωνο. Οι εφημερίδες μια έρχονταν, από τη Λευκωσία, μια οι δρόμοι ήταν κλειστοί και δεν περνούσαν. Άλλωστε είχε φτωχύνει τόσο, που ούτε εφημερίδα δεν μπορούσε πια να αγοράσει. Πολλά νέα τα μάθαινε από τις συζητήσεις με τους συμμαθητές του και στον σύλλογο. Η Λεμεσός καιγόταν. Μάχες και σκοτωμοί ακατάπαυστα. Καμιά πόλη δεν είχε ηρεμία. Στον Πενταδάκτυλο γίνονταν επιθέσεις, στον Άγιο Ιλαρίωνα κι αλλού. Η Λάρνακα, η Αμμόχωστος, παντού. Υπήρχαν θύματα, νεκροί, τραυματίες, απαγωγές κι αγνοούμενοι. Τόσα πράγματα που να μην τα χωρά ο νους του ανθρώπου.
Σημείωσε στο νου του τον φόνο του Δημοσθένη Περικλέους από τα Χολέτρια. Όλοι έλεγαν ότι ο θύλακας των Τούρκων στη Σταυροκόννου ήταν πολύ ισχυρός και ότι οι προκλήσεις τους ήταν αφόρητες. Όμως γιατί να σκοτώσουν έναν αθώο άνθρωπο που τίποτα δεν έφταιξε; Ειρηνικός, πήγε στο χωράφι του, επέστρεφε με το γαϊδούρι του, του έστησαν καρτέρι, τον καθάρισαν. Για να πετύχουν τι; Για εκδίκηση; Ή μήπως για να προκαλέσουν μέτρα αντεκδίκησης; Γιατί αυτό εξυπηρετούσε τους σκοπούς τους;
Τον σκότωσαν κι αυτόν, έλεγε ο παππούς ο Κώστας, διαβάζοντας τον Φιλελεύθερο. Κι ακόμα πιέζουν κι εμάς να επιστρέψουμε στο παλιό παντοπωλείο. Με ποια ασφάλεια θα επιστρέψουμε; Η αστυνομία δεν μπορεί να μας εγγυηθεί! Στρατό δεν έχουμε. Θα μας σφάξουν, θα γίνουμε και ήρωες. Οι Τούρκοι θέλουν να φέρουν την Τουρκία, είναι φανερό. Γι’ αυτό μας προκαλούν. Κι εμείς, σαν τους ηλίθιους, πέφτουμε στην παγίδα τους.
Ο Χριστάκης καθόταν απέναντί του και παρακολουθούσε την έκφραση στο πρόσωπό του, καθώς τα έλεγε αυτά. Ο παππούς ήταν θυμωμένος. Και φοβόταν. Πρόβλεπε και φοβόταν!
Όλοι μας το παίζουμε σπουδαίοι, μονολογούσε ο παππούς. Και κανένας μας δεν ξέρει τι του γίνεται. Αυτό είναι που αξιοποιούν οι Τούρκοι. Εμείς είμαστε οι πολλοί, εμείς είμαστε οι δυνατοί, μα εκείνοι κάνουν κουμάντο. Όλα σχεδιασμένα τα έχουν.
Σηκώθηκε και πέταξε την εφημερίδα στην καρέκλα. Οι λίγοι θαμώνες που τον άκουαν, κουνούσαν το κεφάλι. Όλοι συμφωνούσαν. Κι όλοι φοβούνταν από τις εξελίξεις. Κανένας δεν μίλησε, έσβησε το τσιγάρο κι έκαψε τα δάκτυλα στην τελευταία του αναλαμπή. Το πέταξε στο πάτωμα κι άναψε άλλο. Και οι άλλοι το ίδιο. Αυτή ήταν η μόνη καταφυγή στην αγωνία και στην απόγνωση.
Κοντά να τελειώσει ο μήνας. Ταμπλάς έπιασε τους Έλληνες. Φοβούνταν. Οι νέοι το έριχναν στο ηρωικό. Να πεθάνουν για την πατρίδα. Θεέ μου, ποια τρέλα κυριαρχεί στο μυαλό των ανθρώπων; Και τους το θολώνει; Να θέλουν να πεθάνουν! Ο Όμηρος ήταν που δίδασκε τους ανθρώπους να πεθαίνουν χωρίς λόγο; Ή μάλλον να πληρώνουν τη βλακεία μιας ξεμωραμένης ηγεσίας που ήταν καλά προφυλαγμένη στα προεδρικά και τις αρχιεπισκοπές;
Ο Κυριάκος Μαύρος ήταν παλληκάρι, είχε ψυχή. Όταν όλοι εγκατέλειψαν τα μαγαζιά τους στη δικαιοδοσία των Τούρκων, αυτός έμεινε εκεί, πιστός κι ανυποχώρητος. Δεν μισούσε τους Τούρκους, μα και δεν τους συγχωρούσε. Ήταν ασύδοτοι και ήταν σίγουρος για τους σκοπούς τους. Θα μας διώξουν όλους, έλεγε στους φίλους του, που τολμούσαν να έρθουν μέχρι το μαγαζί του. Για να κάνουν καθαρές, δικές τους περιοχές. Και ύστερα θα έρθει η Τουρκία και θα κάμει τη διχοτόμηση. Κι έστηνε μπόι, κρατούσε το μαγαζί του ανοικτό, πουλούσε στρατιωτικά είδη, κι ας μην τολμούσαν πελάτες να κατέβουν και να ψωνίσουν. Οι Τούρκοι τον απειλούσαν με εκείνη την πολύ εύγλωττη χειρονομία «θα σε κανονίσουμε», με τα πέντε δάκτυλα κλειστά, μα τους αγνοούσε. Κι εκείνοι έφτιαχναν μύθους ότι οπλοφορούσε, ότι θα σκότωνε όποιον Τούρκο θα του έδινε ευκαιρία και γέμιζαν τ’ αφτιά των δικών τους με φανταστικές εκτελέσεις και την καρδιά τους με μίσος κι εκδικητικότητα.
Πλησίαζε μεσημέρι, νέκρα το παζάρι. Έφτιαχνε τους πάγκους με το εμπόρευμα, ο Κυριάκος, σιγοψιθύριζε ένα τραγουδάκι, περίμενε το χειρότερο. Είχε τ’ αφτί τεντωμένο, ήταν σαν φρουρός σε ακριτική περιοχή. Χρειαζόταν μερικά πράγματα να συμπληρώσει τους πάγκους του μαγαζιού, χειμώνας ήταν, έπρεπε να φέρει κάλτσες μάλλινες, στρατιωτικές, αυτές αγόραζαν έτσι εποχή οι κυνηγοί και οι ρεσπέρηδες, αν και οι βροχές, που έπεσαν, ήταν λίγες κι αυτό επηρέαζε την αγορά, πιο πολύ κι από τις συγκρούσεις με τους Τούρκους.
Ακούστηκε δυνατό το κτύπημα από τη σύγκρουση. Αυτοκινητικό δυστύχημα. Πετάχτηκε έξω. Η σύγκρουση έγινε μερικά μέτρα από το μαγαζί του, δεν χρειάστηκε πολύ για να διαπιστώσει ότι δεν υπήρχαν θύματα. Μόνο ζημιές στις λαμαρίνες, σπασμένα φανάρια και δυο άνθρωποι να φωνάζουν κι ο ένας να ρίχνει το φταίξιμο στον άλλο. Συνηθισμένη σκηνή στους δρόμους της πόλης, όσο μικρή και νάναι. Μόνο που εδώ υπήρχε και πολιτική χροιά.
Είδε τον Τούρκο που απομακρυνόταν γρήγορα. Σίγουρα έτρεχε να ειδοποιήσει τους δικούς τους αστυνομικούς. Ευκαιρία ήταν ν’ αποδείξουν τη δική τους εξουσία στην περιοχή. Πήγε στο τηλέφωνο και κάλεσε τον αστυνομικό σταθμό. Ένα ψευτο- δυστύχημα, τους είπε, μα αν αργήσετε θα σας προλάβουν οι Τούρκοι.
Τους πρόλαβαν. Σε δυο λεπτά έφτασαν οι αστυνομικοί της τροχαίας μ’ ένα λάντροβερ κι άρχισαν να μετρούν και να γράφουν. Έτσι τους βρήκαν και οι Τούρκοι αστυνομικοί, που πριν δυο μήνες εργάζονταν μαζί, μα τώρα είχαν αποσχιστεί και λειτουργούσαν, εξυπηρετώντας την πολιτική και τις οδηγίες των αρχηγών τους. Μαζί τους ήταν και πεντέξι Τούρκοι αγωνιστές που λύσσαξαν που οι κανονικοί αστυνομικοί της Δημοκρατίας τους πρόλαβαν. Είδαν τον Κυριάκο που στεκόταν στην πόρτα του μαγαζιού του και χαμογελούσε ειρωνικά και κατάλαβαν ότι εκείνος πρόλαβε να ειδοποιήσει.
Ήταν η τελευταία παράγραφος της ετυμηγορίας. Κυριάκο Μαύρε θα πεθάνεις. Με τον χειρότερο τρόπο!
Τα μεγάλα κι εκτεταμένα χαρακώματα στο πλευρό του Ιακώβειου σταδίου, είχαν συμπληρωθεί, μα ο γυμνασιάρχης, ο Παύλος Παυλίδης δεν αποφάσιζε να επιτρέψει να γίνει άσκηση με τους μαθητές. Όλο το ανάβαλλε. Έβαζε στις προφάσεις του να περιμένουν να δουν τι αποφάσεις θα έπαιρναν και στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, όπου η Κυπριακή Δημοκρατία είχε προσφύγει καταγγέλλοντας τις απειλές της Τουρκίας για επέμβαση. Το συζητούσε με τους καθηγητές μα δεν έλεγε να ορίσει ημερομηνία. Συζητούσαν και για τα αρχαιολογικά ευρήματα, που βρέθηκαν κατά το σκάψιμο της τάφρου. Όπου σκάψεις βρίσκεις αρχαία, τους έλεγε και δεν παράλειπε να τονίσει την ελληνικότητα της Κύπρου και πιο ειδικά της Πάφου, της Νέας Πάφου, κτίσμα του Αρκάδα Αγαπήνορα.
Τέλειωσαν και οι εξετάσεις του πρώτου εξαμήνου, που κάποια στιγμή είχαν σκεφτεί να τις αναβάλουν λόγω της έκρυθμης κατάστασης. Δόθηκαν και οι βαθμοί. Είχαν τώρα κάποιες δυσκολίες να εισπράξουν τα δίδακτρα, τη δεύτερη δόση, ο κόσμος δεν είχε λεφτά. O γυμνασιάρχης φοβόταν να πάρει δραστικά μέτρα για να πιέσει τους γονείς, μήπως τους έσπρωχνε να βγάλουν τα παιδιά από το σχολείο. Στην εποχή που είχαν φτάσει, με τη μικρή πατρίδα να κινδυνεύει να εξαφανιστεί από τον χάρτη, τα γράμματα ήταν ο πιο πολύτιμος στυλοβάτης του αγώνα. Αυτό έλεγε στην σχολική εφορία που τον πίεζε, μα κι εκείνοι ήξεραν ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να καλύψουν τις ανάγκες του σχολείου.
Σαν ταμπλάς του ήρθε του Χριστάκη η ανακοίνωση ότι έπρεπε να καταβληθεί η δεύτερη δόση των διδάκτρων. Εκεί που περίμεναν την κατάργησή τους, ήρθε η ειδοποίηση να πάνε να πληρώσουν. Χρήματα δεν υπήρχαν. Δυο χρόνια τον είχαν βγάλει έξω από την τάξη γιατί καθυστέρησε να πληρώσει. Τη μια φορά τον βοήθησε η γιαγιά η Δεσποινού, τη δεύτερη ο θείος Κυριάκος, ο αδερφός της μητέρας του, που είχε εκλεγεί γραμματέας της Συνεργατικής. Τώρα πού να πάει;
Όταν το ανάφερε, ο πατέρας του σηκώθηκε κι έφυγε. Αν στεναχωρήθηκε ή όχι δεν ήταν σίγουρος. Μα του κακοφάνηκε πάρα πολύ που ούτε του μίλησε καν. Aς του έλεγε χρήματα δεν έχουμε, να δούμε τι να κάνουμε. Η μητέρα τον κοίταξε λυπημένα και συνέχισε τη δουλειά της. Δεν ήταν μόνο το δικό του εισιτήριο. Ήταν και της Στέλλας και του Κωστάκη. Κάπου τριάντα λίρες χρειάζονταν όλοι μαζί. Πού να βρεθούν. Εδώ χρωστούσαν στο συνεργατικό τόσα πολλά που ο Στάθιος τους προειδοποιούσε ότι ήταν υποχρεωμένος να τους κόψει την πίστωση.
Πρέπει να πας και πάλι στον θείο σου τον Κυριάκο, του είπε κάποια στιγμή η Στασού. Μου είπε ότι του έστειλαν τη δόση για τα σιτηρά, έχει χρήματα. Και θα του τα επιστρέψουμε όταν μπορέσουμε.
Στεναχωριόταν πάρα πολύ, ένιωθε σαν διακονητάρης, μα πήγε. Ήταν κι εκείνος σε δύσκολη θέση.
Δεν είναι δικά μου τα λεφτά, του είπε, κι ο δικός μου μισθός είναι τόσο λίγος, που δεν μένουν για να βοηθήσω κανένα.
Ετοίμασε ένα γραμμάτιο. 45 λίρες. Εκείνα της προηγούμενης χρονιάς και τα εισιτήρια και των τριών. Τον είδε τον θείο έτοιμο να βάλει τα κλάματα που τα πράγματα έρχονταν έτσι. Τον ανιψιό που δεν ήταν ακόμα δεκαεφτά, να υπογράφει γραμμάτια. Βραχυπρόθεσμα, μάλιστα και με τόκο 9%. Τη στιγμή που η παιδεία έπρεπε να προσφέρεται δωρεάν. Και την ώρα που μια τέτοια ευθύνη έπρεπε να την αναλάβει ο πατέρας του. Του μέτρησε τα λεφτά, τριάντα λίρες, μα δεν τον άφησε να φύγει. Του είπε να καθίσει απέναντί του, στον καναπέ και τον ρώτησε για τους βαθμούς του. Και τους βαθμούς του Κωστάκη και της Στέλλας. Ήταν και των τριών πολύ καλοί και του το είπε.
Βρήκε τρεις κόλλες αλληλογραφίας, ο θείος Κυριάκος, έσκυψε πάνω από το γραφείο του κι ετοίμασε τρεις αιτήσεις προς τη σχολική εφορία για υποτροφία λόγω της καλής τους επίδοσης. Δεν ήθελε να γράψει ότι ήταν πολύ φτωχοί γιατί ποιος θα τον πίστευε. Όταν ο πατέρας τους νυκτοξημερωνόταν στο κουμάρι. Κι ένας από τους καλούς του συμπαίκτες ήταν ο λογιστής του γυμνασίου; Τις τελείωσε, τις ξανακοίταξε, σχολαστικός όπως πάντα σε τέτοια θέματα, και του τις έδωσε.
Να τις υπογράψετε εσείς, του είπε. Μην περιμένετε από τον πατέρα σου. Ούτε να του το αναφέρεις καν. Μήπως η υπερηφάνεια του τον βάλει να σας απαγορέψει να τις υποβάλετε. Διαφορετικά θα έχεις και πάλι τα ίδια, όταν θα χρειαστείς την τρίτη δόση, μετά το Πάσχα.
Τις πήρε ο Χριστάκης, με τρεμάμενα χέρια. Τρεις αιτήσεις να τους χαριστούν τα δίδακτρα. Ήθελε να ευχαριστήσει τον θείο του, μα ένας κόμπος είχε δεθεί και του έφραζε τον λαιμό. Έφυγε χωρίς να πει τίποτα. Δεν ήταν σίγουρος αν έπρεπε να ντρέπεται. Γιατί αυτό που ένιωθε ήταν εγκατάλειψη. Από τους γονιούς του. Πήγε να σκεφτεί εκείνο το αιώνιο γιατί μας έκαμαν, μα το θεωρούσε αμαρτία. Οι γονιοί είναι γεννήτορες σε ό,τι πιο όμορφο το χάος και η αιωνιότητα προσφέρουν. Σ’ όλα τα ζώα, στα φυτά και στον άνθρωπο φυσικά. Μια αναλαμπή στην απεραντοσύνη, μια στιγμή στην τελείωση που λέγεται ύπαρξη. Αυτό σκεφτόταν και φοβόταν κιόλας μην γινόταν αιρετικός. Οι ανησυχίες του για τη δημιουργία είχαν ξεκινήσει από πολύ νωρίς, από τότε που έγραψε τον πρώτο του αριθμό στο τσιμεντένιο πάτωμα της καμαρούλας, μιας όλης κι όλης, που ήταν το σπίτι τους. Με μια γαλάζια κιμωλία που του έδωσε ο ξάδερφος Χριστόδουλος. Ένα απολειφάδι κιμωλίας, που ήταν όμως αρκετή για να γράψει είκοσι, τριάντα, ίσως και περισσότερους αριθμούς στο πάτωμα. Εκείνο το γλυκό απόγευμα που ένα σπασμένο νύχι του ποδιού τον πονούσε αφόρητα.
Πήγε τις αιτήσεις στον Παρασκευά, τον αρχιλογιστή του σχολείου, την επομένη. Ήταν εκεί κι ο Βάσος, ο δεύτερος λογιστής. Αυτός έκανε γι’ ακόμα μια φορά την παρατήρηση. Να που βρήκες τα λεφτά! Να τι κάνει μια απειλή. Δεν είπε τίποτα. Τι να πει; Είδε τον Παρασκευά να κοιτάζει τις αιτήσεις με προσοχή. Μα ο Βάσος δεν έμεινε εκεί.
Οι αιτήσεις σας είναι εκπρόθεσμες, παρατήρησε. Έπρεπε να γίνουν στην αρχή του χρόνου.
Έσκυψε στα βιβλία του κι έβγαλε τις αποδείξεις για την είσπραξη της δεύτερης δόσης. Ο Παρασκευάς, όμως, δεν συμμερίστηκε τη σκέψη του. Τον κοίταξε αυστηρά και ύστερα στράφηκε στον Χριστάκη.
Θα τις δώσω, του είπε. Ξέρω ότι είσαι πολύ καλός μαθητής. Κι αν είναι για φέτος αργά, ας τις δουν του χρόνου. Και τότε θα χρειάζεστε βοήθεια.
Δεν ήταν προφητεία. Ήξερε ο Παρασκευάς τι έλεγε.
Έλεγαν οι ειδήσεις ότι ο Παύλος, ο βασιλιάς ήταν σοβαρά άρρωστος. Είχε, λέει, έλκος στομάχου κι αιμορραγούσε. Το πρωί το ράδιο είπε ότι πέθανε. Δημόσιο πένθος εξάγγειλε και η κυπριακή κυβέρνηση. Από εκείνη τη στιγμή μέχρι την κηδεία του. Σάββατο πρωί, πήγαν οι μαθητές στο σχολείο, έγινε κοινή προσευχή και τους είπαν να σχολάσουν λόγω του πένθους.
Ο Χριστάκης κατέβηκε στην αγορά, που άνοιξε μετά από καιρό στο κέντρο της πόλης. Όχι στην καλυμμένη, παλιά αγορά που την κρατούσαν οι Τούρκοι και δεν επέτρεπαν τη λειτουργία της. Ήταν δική τους, έλεγαν, την έλεγχαν. Οι Έλληνες φοβούνταν να την πλησιάσουν. Εφαπτόταν κυριολεκτικά στα τούρκικα φυλάκια, που ήταν επανδρωμένα με οπλισμένους Τούρκους αγωνιστές. Κι εκεί, όμως, που λειτούργησε η αγορά, υπήρχαν γύρω τουρκικά φυλάκια και οι Τούρκοι δεν έκρυβαν τη δυσφορία τους που οι Έλληνες επέστρεψαν.
Είχαν επανειλημμένως παραπονεθεί οι Παφίτες στην κυβέρνηση γιατί έψαχναν κάθε μέρα και για διαφορετικό χώρο να πουλήσουν τα αγροτικά τους προϊόντα. Ενώ υπήρχε μια θαυμάσια, σκεπασμένη αγορά που κτίστηκε και με τη δική τους φορολόγηση, αν όχι μόνο με τη δική τους. Ήρθε την προηγούμενη ο Πολύκαρπος Γιωρκάτζης, ο υπουργός εσωτερικών. Κατέβηκε μ’ ένα μικρό ελικόπτερο στο γήπεδο του ΓΣΚ. Τον υποδέχτηκαν οι αρχές. Ζήτησε και είδε και τον Χριστόδουλο Τσιέλεπο και τον συλλυπήθηκε. Ο Αντρέας, ο γιος του, που σκοτώθηκε τον περασμένο μήνα, ήταν κουμπάρος του.
Στη σύσκεψη που ακολούθησε, ο υπουργός έπεισε τους φθαρτέμπορους να επιστρέψουν στο κέντρο και τους διαβεβαίωσε ότι θα ήταν ασφαλείς. Η αστυνομία τούς εγγυόταν ότι θα υπήρχε τάξη κι ότι οι Τούρκοι δεν θα τολμούσαν να τους πειράξουν. Πώς μπορεί να πείστηκαν οι αιώνια καχύποπτοι παφίτες, μόνο ο Θεός ξέρει. Το πιο πιθανόν είναι ότι τους έπιασε το φιλότιμο κι ο πατριωτισμός τους. Παραμέρισαν τους φόβους τους κι έστησαν την πραμάτεια τους στο πεζοδρόμιο. Αλλά και κόσμος πολύς κατέβηκε να ψωνίσει. Η επιστροφή της αγοράς στο κέντρο ήταν γεγονός, όλοι ήταν χαρούμενοι. Το θεώρησαν, ίσως, και μια ένδειξη για ομαλοποίηση της κατάστασης. Όνειρο κι ευσεβοποθισμός.
Ο Χριστάκης ακούμπησε το ποδήλατό του έξω από το κατάστημα στρατιωτικών ειδών του Κυριάκου Μαύρου και μπήκε. Χρειαζόταν ένα ζευγάρι γκέτες για τα άρβυλά του. Τις βρήκε και του τις έδωσε δωρεάν.
Αν είναι για την εθνοφρουρά και τους εθελοντές, του είπε, σου τις χαρίζω.
Τον ευχαρίστησε κι έφυγε. Είδε τον παππού τον Κώστα, που έστησε το μανάβικό του στο πεζοδρόμιο, μπροστά από το ραφτάδικο του Χαμπή του Ράφτη και κοντοστάθηκε. Αν και το κρύο δεν ήταν δυνατό, ο παππούς φορούσε ένα χοντρό, γκρίζο παλτό, κουμπωμένο από πάνω μέχρι κάτω. Πολύ φυσικό, σκέφτηκε, αφού ήταν εκεί πριν το χάραμα της μέρας. Είπαν δυο κουβέντες κι έφυγε.
Είδε πολλούς μαθητές και μαθήτριες του γυμνασίου να κυκλοφορούν. Σάββατο, έρχονταν τα λεωφορεία από τα χωριά. Άλλοι θα έπαιρναν το καλάθι με τα τρόφιμα, όσα οι ταλαίπωροι γονείς μπορούσαν να τους στείλουν, άλλοι θα έπαιρναν το λεωφορείο να πάνε στο χωριό. Αυτοί που έρχονταν από πιο μεγάλα χωριά που είχαν πιο συχνές γραμμές θα επέστρεφαν τη Δευτέρα πρωί- πρωί.
Το παζάρι θύμιζε παλιές, καλές εποχές. Πολύβουο και πάλι, μήνες είχαν τόσοι πολλοί να κυκλοφορούν εκεί. Όλοι φαίνονταν αμέριμνοι, λες και η κατάσταση είχε ξαφνικά κι ανέλπιστα ομαλοποιηθεί. Δεν είδε αστυνομία και το σημείωσε γιατί περίμενε να δει να κυκλοφορούν πιο πολλοί αστυνομικοί για την ασφάλεια του κόσμου και για να προειδοποιούν με την παρουσία τους και ν’ αποτρέπουν οποιεσδήποτε σκέψεις για επίθεση ή επεισόδια από τους Τούρκους.
Έκανε όλο εκείνο το γύρο, για να επιστρέψει στο χωριό. Κάθισε και λίγο με τη γιαγιά την Τζιυρκακού, που του έψησε καφέ. Μίλησαν. Ήταν πολύ ανήσυχη για την επιστροφή της αγοράς στο κέντρο της πόλης. Της είπε ότι είδε τον παππού και μίλησαν για λίγο και ότι πολύς κόσμος είχε κατέβει και από τα χωριά, ότι άνοιξαν όλα τα μαγαζιά, ότι όλα ήταν ήσυχα.
Έφυγε, μα δεν πρόλαβε να φτάσει στο σπίτι κι ακούστηκαν ριπές από αυτόματα όπλα και πυκνοί πυροβολισμοί. Έρχονταν από το Κτήμα. Δεν είχε καν προλάβει ν’ ακουμπήσει το ποδήλατό του. Στάθηκε στο έμπα της αυλής κι άκουε τους πυροβολισμούς να πυκνώνουν όλο και πιο πολύ.
Βγήκαν έξω, η μητέρα, η γιαγιά η Δεσποινού, ο παππούς ο Λεωνής και σταυροκοπιούνταν κι έκαναν επίκληση στην Παναγία. Σίγουρα κάτι πολύ σοβαρό γινόταν. Ο Χριστάκης μέτρησε τ’ αδέρφια του. Ήταν όλοι εκεί. Μόλις είχαν επιστρέψει κι ο Κωστάκης με τη Στέλλα. Έλειπε ο πατέρας που πήγε στο Κτήμα μήπως έβρισκε κανένα κουτσοδούλι να βγάλει καμιά λίρα.
Είναι από του Μαυραλή, είπε κι ανησυχούσε πολύ για τον πατέρα. Μας κάνουν επίθεση στον Καλιά και στον Μέλανο.
Ήρθε και η Μαρία, η γειτόνισσά τους, μαζί με τα παιδιά της, σταυροκοπιόταν κι αυτή. Ο Στάθιος, ο άντρας της, είχε κι αυτός πάει στο Κτήμα για να παραλάβει το τρακτέρ του, που το πήγε από μέρες για επισκευές και συντήρηση. Στο Κτήμα είχαν πάει και οι γονιοί της, ο Αντωνής και η Ελένη, με το γαϊδούρι φορτωμένο λαχανικά να τα πουλήσουν. Οι πυροβολισμοί δεν σταματούσαν. Αντίθετα πύκνωναν όλο και πιο πολύ. Η ανησυχία άρχισε να εκδηλώνεται πιο έντονα, όπως και οι επικλήσεις στην Παναγία.
Απέναντι, στέκονταν άλλοι, ο Γιώρκος ο Οξείας με τη Δεσποινού, τη γυναίκα του, τη νύφη του τη Μαρία και τους γιους του τον Κωστή και τον Νικόλα και τα παιδιά του Κωστή. Είχαν κι αυτοί βγει στην αυλή αναστατωμένοι κι ανήσυχοι. Το ίδιο είχαν μαζευτεί και πιο πάνω ο Χρίστος και η γυναίκα του, η Μυριάνθη. Ήταν εκεί κι ο γιος τους ο Στεφανής, ο πυροσβέστης, ο Κλεάνθης, ο Τουρκόπουλος κι άλλοι. Άλλη ομάδα συγκεντρώθηκε στον δρόμο, μπροστά στο σπίτι της Δομνίκης και πιο ψηλά στα σπίτια του Ρωτόκλιτου και των παιδιών του. Όλοι ανήσυχοι και τρομαγμένοι, βέβαιοι ότι κάτι πολύ σοβαρό συνέβαινε.
Κι όταν έφτασαν και οι πρώτες πληροφορίες ήταν συγκεχυμένες κι απίστευτες. Οι Τούρκοι έκαναν επίθεση να καταλάβουν το Κτήμα. Ο Χριστάκης σκέφτηκε να πάει στο κέντρο να μάθει, μα η Στασού του έβαλε τις φωνές. Δεν είχε ξαναδεί τέτοια άγρια λάμψη στα μάτια της μητέρας του. Ο πανικός την νικούσε. Της έκανε το χατίρι, έμεινε εκεί. Της ήταν αρκετή η ανησυχία για τον πατέρα και τους άλλους, δεν χρειαζόταν ν’ ανησυχεί και γι’ αυτόν. Μόνο προχώρησε, παρά τις φωνές της, μέχρι το χαμηλό ύψωμα, μπροστά από το σπίτι τους. Όχι ότι φαινόταν τίποτα, μα άκουε καλύτερα. Ακούστηκαν εκρήξεις. Δυναμίτες και χειροβομβίδες. Αυτά τα ξεχώριζε. Σίγουρα γινόταν χαλασμός.
Σιγά-σιγά μαζεύτηκαν κι άλλοι. Στέκονταν κι άκουαν. Αμίλητοι, βλοσυροί, θυμωμένοι. Και οι πληροφορίες άρχισαν να ξεκαθαρίζουν, όσο η ώρα περνούσε. Οι Τούρκοι επιτέθηκαν στην αγορά. Σκότωναν και προχωρούσαν. Τα λεπτά έγιναν αιώνες. Οι πυροβολισμοί δεν αραίωναν, οι εκρήξεις γίνονταν όλο και πιο συχνές. Μα τι έκαναν; Χαλούσαν το Κτήμα; Άραγε κατάφεραν να φύγουν οι δικοί μας; Σκεφτόταν ο Χριστάκης τον τόσο κόσμο που είδε στην αγορά. Οι Τούρκοι θα ήταν σίγουρα αμείλικτοι. Μα γιατί το έκαναν αυτό; Τι προσπαθούσαν να πετύχουν; Ήταν δυνατό να νικήσουν τους Έλληνες; Ένας προς πέντε; Τι τρέλα τους έπιασε; Να τους προκάλεσαν; Και ποιος θα τολμούσε κάτι τέτοιο με τόσο κόσμο να κυκλοφορεί ειρηνικά και χαρούμενα στην περιοχή;
Έβλεπε πρόσωπα συννεφιασμένα γύρω του, όλοι αμίλητοι και θυμωμένοι, απέφευγαν να εκφράσουν οποιανδήποτε σκέψη. Ποτέ δεν τους είχε δει έτσι. Τους ήξερε εκδηλωτικούς, απόλυτα εξωστρεφείς, ποτέ δεν έκρυβαν αυτό που σκέφτονταν. Τώρα κανένας δεν μιλούσε. Κανένας δεν φωνασκούσε, κανένας δεν καταριόταν. Θα έλεγε κανένας ότι γίνονταν μάρτυρες σε κάτι που το περίμεναν να συμβεί. Που ωρίμασε και ήρθε η ώρα του να εκδηλωθεί.
Οι Τούρκοι έκαναν το δικό τους. Είπαν και το πίστεψαν ότι την αρχή την έκανε ο Κυριάκος Μαύρος, που πυροβόλησε με πιστόλι και τραυμάτισε στο πόδι ένα ταχυδρομικό διανομέα. Έτρεξε αυτός, έλεγαν, προς το τζαμί του Άη Νικόλα, στον μιναρέ του οποίου είχε στηθεί πολυβολείο, και φώναζε ότι οι Έλληνες τον πυροβόλησαν. Από τον μιναρέ έριξαν μια ριπή με το μπρεν για να τον προστατεύσουν. Άκουσαν κι από τον μιναρέ της Αγιά Σοφιάς, άρχισαν κι αυτοί να βάλλουν. Δεν χρειαζόταν και πολύ να γενικευτεί το κακό, να γίνει μάχη και να εξελιχτεί σε επίθεση. Και η επίθεση πέτυχε γιατί οι Έλληνες ήταν τελείως απροετοίμαστοι. Εφτά Έλληνες σκοτώθηκαν, ένας από αυτούς ο Κυριάκος Μαύρος. Του έστησαν λαϊκό δικαστήριο, τον καταδίκασαν και τον λυντσάρισαν με τον χειρότερο τρόπο. Και τον παράδωσαν νεκρό στους Εγγλέζους στρατιώτες των Ηνωμένων Εθνών. Που οι Έλληνες κατηγόρησαν ότι δεν έκαναν τίποτα για ν’ αποτρέψουν τους Τούρκους να δημιουργήσουν την κόλαση. Που ξεχείλησε, πιο πολύ με τα δικά τους θύματα. Αθώα θύματα οι πιο πολλοί για να χορτάσουν την εκδίκηση. Θάνατος για θάνατο. Κι όποιος βρεθεί μπροστά στη μπούκα του τουφεκιού, αθώος ή ένοχος, αγωνιστής και στρατιώτης ή απλώς άμαχος, ίσως και ειρηνιστής, την πληρώνει. Πληρώνει τη μανία για αίμα. Αυτή τη μανία που ποτέ δεν θα διευκρινιστεί αν είναι γραμμένη στο βαθύ κληρονομικό ένστικτο ή είναι δημιούργημα της εξέλιξης και της λογικής του ανθρώπου.
Οι Έλληνες είχαν κι αυτοί δολοφονικά βέλη στη φαρέτρα τους. Οι Τούρκοι επικράτησαν στο κέντρο της πόλης και πανηγύρισαν. Στενοκέφαλα και στενόκαρδα. Δεν σκότωσαν μόνο ανθρώπους που δεν είχαν κανένα τρόπο ν’ αμυνθούν, όπως η έφηβη μαθήτρια, η δεκαεξάχρονη Γαλάτεια Ζήνωνος Χριστοφίδου. Μάζεψαν και κάμποσους αιχμαλώτους. Κάποιοι είπαν διακόσιους πενήντα, άλλοι τριακόσιους πενήντα. Απλούς πολίτες, που το μόνο τους φταίξιμο γιατί ήταν Έλληνες. Γιατί το έκαναν αυτό; Μια βλακεία και τίποτα άλλο. Δεν υπήρχε τρόπος ούτε να τους σκοτώσουν, ούτε να τους κρατήσουν καν. Αντίθετα θα γίνονταν το πρόσχημα γι’ άλλες ακρότητες, το ίδιο ηλίθιες και αχρείαστες. Μετά το πρώτο, οδυνηρό σοκ, οργανώθηκαν οι Έλληνες. Ένας στρατιωτικός τους καθοδήγησε, πήγαν σε τρία-τέσσερα τουρκοκυπριακά χωριουδάκια, μάζεψαν όλους τους κατοίκους και τους μάντρωσαν. Διάλεξαν εφτά και τους εκτέλεσαν με τον ίδιο τρόπο που σκοτώθηκαν οι δικοί τους. Κι επιφυλασσόμαστε, είπαν. Κι έστειλαν ύστερα το μήνυμα στο Μούτταλλο, αφήστε τους αιχμαλώτους για ν’ αφήσουμε τους δικούς σας.
Και η κυβέρνηση; Πού ήταν η κυβέρνηση; Αυτή η κυβέρνηση που απόδειξε ότι επιβίωνε πάνω στην κρίση, ήταν απλός θεατής. Ο Βενιαμίν, έπαρχος Λεμεσού, επέβαλλε το νόμο με τους ένοπλους αγωνιστές. Πρώην μέλη της ΕΟΚΑ. Για να μένει και να καλλιεργείται για πάντα ο ισχυρισμός κι από τις δυο πλευρές ότι αυτοί οι άνθρωποι ευθύνονταν για ότι έγινε. Όπως και τα μέλη της ΤΜΤ, βέβαια, που χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι πολιτικοί. Το ίδιο γινόταν παντού. Και στην Πάφο. Ήρθε ο υπουργός εσωτερικών, έδωσε τις οδηγίες του και χάθηκε. Και το χειρότερο, θα έλεγαν μετά ότι προσπαθούσαν να τους συγκρατήσουν. Πώς συγκρατείσαι όταν μαζεύεις τα κομμάτια της αδικοχαμένης Γαλάτειας από τη μέση του δρόμου; Οι νεκροί του πολέμου δεν απαιτούν καμιά εκδίκηση. Η μόνη δικαίωσή τους είναι να σταματήσει ο πόλεμος. Το ότι δεν έγινε το δικό της μιας ή της άλλης πλευράς δεν τους νοιάζει. Το αίμα που χύνεται άδικα πρέπει να διδάσκει ότι μόνο στην ειρήνη η ζωή του ανθρώπου έχει αξία. Η μάχη στο Κτήμα δεν τέλειωσε ακόμα. Θα έπρεπε να ικανοποιηθεί ακόμα πιο πολύ η μανία του θανάτου. Άλλοι εφτά Έλληνες και σαράντα Τούρκοι! Δεν είχαν επιλεγεί ακόμα. Μέσα στον ορυμαγδό, μέσα στο μίσος, μέσα στη βλακεία, το κιτάπι του χάρου έκανε γύρο και οι άνθρωποι το δέχονταν χασκογελώντας, μα χωρίς να νοιάζονται ποιανών τα ονόματα θα καταγράφονταν.
Ο Χαμπής επέστρεψε αργά το απόγευμα. Βρέθηκε στην Αναρίτα όταν ξεσπούσε το κακό στο Κτήμα. Βρήκε πρωί-πρωί τον φίλο του τον Χρύσανθο, φορτηγατζής κι εκείνος και τον παρακάλεσε να του μεταφέρει δυο τροχούς του φορτηγού του στο χωριό. Δυο ελαστικά είχαν σκάσει ταυτόχρονα, τα έφερε κι επιδιορθώθηκαν. Ασφαλώς δεν θα του αρνιόταν. Φόρτωσαν τους τροχούς κι έφυγαν, μερικά λεπτά πριν ξεσπάσει το κακό. Ούτε που το πήραν είδηση. Πήραν τους τροχούς και τους τοποθέτησαν στο φορτηγό του Χρύσανθου, το δοκίμασαν, κάθισαν στο καφενείο και ήπιαν καφέ, τίποτα δεν άκουσαν, το νέο δεν είχε ακόμα φτάσει στο χωριό. Τον πήγε μετά στο σπίτι του και του έκανε τραπέζι, επέμενε τόσο που στο τέλος υποχώρησε. Η γυναίκα του Χρύσανθου είχε βραστή κότα και μακαρονάδα. Την τίμησαν. Τους έφτιαξε και καφέ. Και σαν τέλειωσαν, ο Χρύσανθος πρότεινε να κατέβουν στον ποταμό της Αχέλιας να δουν αν είχε κατεβάσει κροκάλες. Είχε πάρει μια προσφορά για το δρόμο στα Κούκλια, αρκετά μεγάλη δουλειά, πρότεινε στον Χαμπή, μάλιστα, να βάλει κι εκείνος το φορτηγό του και να μοιραστούν τα λεφτά. Ήταν δουλειά για πάνω από τρεις μήνες. Ένα μεροκάματο θα έβγαζαν, μα κάτω από τις περιστάσεις ήταν κάτι παραπάνω από πολύτιμο. Πήγαν και στο ποτάμι. Δεν είχε βρέξει και πολύ, μα πάντα είχε νερό να κυλά στη κοίτη του. Επισήμαναν ένα σημείο όπου άφθονες, μεγάλες κροκάλες ήταν σκορπισμένες. Θα έβγαζαν τα διακόσια φορτία που χρειάζονταν. Θα μετάφεραν από δυο φορτία την ημέρα, μόλις που θα τους προλάβαιναν οι εργάτες. Τις κροκάλες τις χρησιμοποιούσαν για τη θεμελίωση του δρόμου, κι από πάνω έκαναν επίστρωση με χαβάρα και τελευταία με ψιλό χαλίκι κι άσφαλτο.
Έμαθαν για τα γεγονότα όταν επέστρεψαν και πάλι στην Αναρίτα. Ο κόσμος ήταν μαζεμένος στα καφενεία, ανήσυχος, αναστατωμένος, οι φήμες οργίαζαν. Ο Χαμπής βιάστηκε να φύγει, σίγουρα στο σπίτι θα ανησυχούσαν, αφού περίμεναν ότι θα βρισκόταν στο Κτήμα κι όλα ήταν πιθανόν να συμβούν. Βρέθηκε σε μπλόκο μπαίνοντας στην πόλη και του έδωσαν οδηγίες να είναι πολύ προσεκτικός. Έμαθε εκεί ότι γίνονταν προσπάθειες απεγκλωβισμού πολλών πολιτών που κλείστηκαν σε σπίτια και μαγαζιά και δεν μπορούσαν να βγουν χωρίς να εκτεθούν στα τουρκικά πυρά, που δεν χαρίζονταν σε κανένα. Μπαίνοντας στη Χλώρακα είδε κόσμο μαζεμένο στην αυλή του πατέρα του και σταμάτησε. Όλοι ήταν μουλωχτοί κι ανήσυχοι. Ο πατέρας του δεν είχε επιστρέψει, δεν ήξεραν τι είχε συμβεί. Μήπως τραυματίστηκε; Κανένας δεν τόλμησε να πει κάτι άλλο. Η αδερφή του η Ρεβεκκού είπε πως ακούστηκε ότι οι Τούρκοι έπιασαν πολλούς αιχμαλώτους, από αυτούς που βρίσκονταν στην αγορά. Μπορεί ο πατέρας να ήταν μέσα σ’ αυτούς.
Ένιωσε μεγάλη ανακούφιση η Στασού μόλις άκουσε το αυτοκίνητο από μακριά. Κι όταν έφτασε δεν του είπε τίποτα, εκείνος όμως ένιωσε την ανησυχία και την αγωνία της. Είχε κόσμο στην αυλή του και σίγουρα ανησύχησαν και για εκείνον. Κατέβηκε από το αυτοκίνητο και στάθηκε να κρατά την πόρτα, αμήχανος και σκεφτικός.
Ο πατέρας μου δεν επέστρεψε από το Κτήμα, είπε χωρίς να χαιρετήσει κανένα.
Τον κοίταξαν όλοι, κανένας δεν τόλμησε να μιλήσει. Δεν ήξερε να τους πει άλλα, μα ο καθένας σκέφτηκε τον δικό του, που κατέβηκε στην πόλη από το πρωί και κανένας δεν ήξερε αν επέστρεψε η αν κι αυτόν τον έψαχναν.
Αναστέναξε η Στασού, είδε τα παιδιά και τους γονιούς της να μαζεύονται γύρω από τον Χαμπή, με την ίδια ανακούφιση που ένιωθε και η ίδια, είδε τους γείτονες να σπεύδουν να φύγουν, ο καθένας πήγαινε να ψάξει τους δικούς του. Η καρδιά της κτυπούσε σε ρυθμό συναγερμού, τώρα που συνειδητοποιούσε ότι κι ο Χαμπής είχε διατρέξει μεγάλο κίνδυνο να τον πιάσουν. Αυτό είναι που γίνεται πάντα μπροστά στη γενικότερη καταστροφή. Κοιτάζουμε πόσο εμάς έχει επηρεάσει ή αν απλώς πέρασε από δίπλα μας χωρίς να μας αγγίξει. Και είναι αλήθεια ότι όσο μεγάλη κι αν είναι η καταιγίδα, αυτοί που επηρεάζονται είναι οι λιγότεροι. Και οι άλλοι μένουν να συμπαθούν και να είναι ευχαριστημένοι που εκείνοι δεν κτυπήθηκαν.
Ο Χριστάκης όμως τρόμαξε για τον παππού. Τον είχε δει το πρωί. Ήξερε ότι πάντοτε φοβόταν ότι οι Τούρκοι μπορούσε να προκαλέσουν σοβαρά επεισόδια στην αγορά. Όχι μόνο τώρα, μα από πάντα έκφραζε τους φόβους και τις ανησυχίες του. Από τότε, από το 1958, τον θυμόταν πολύ καλά να μουρμουρά. Θυμόταν καθαρά εκείνο το βράδυ, στο τραπέζι για τη βάφτιση της Έλλης, που έλεγε ότι τους απείλησαν, ότι μπήκαν οι νταήδες και τους έδειχναν καθαρά τις κακές τους προθέσεις. Από τότε έδειχναν οι Τούρκοι τις κακές τους προθέσεις. Τότε, μετά από πολλές πιέσεις, η αγορά μετακινήθηκε λίγο πιο πάνω, μέσα στον δρόμο. Μα να που τώρα οι φόβοι επαληθεύτηκαν. Κι ο παππούς έλειπε.
Άρπαξε το ποδήλατο και πήγε να βρει τη γιαγιά στο καφενείο. Το βρήκε κλειστό. Συνέχισε μέχρι το σπίτι τους. Ήταν όλες οι θειάδες μαζεμένες στην κουζίνα, ένα μικρό σπιτάκι στην άκρη της αυλής, ξέχωρα από το άλλο σπίτι. Εκεί ήταν και η γιαγιά. Στεκόταν ακίνητη στη μέση της καμαρούλας. Τον είδε.
Χριστάκη, του μίλησε. Ο παππούς σου δεν ήρθε. Ήταν στην αγορά, θα τον έπιασαν οι Τούρκοι. Να δούμε πόσους έπιασαν. Δεν ξέρουμε και πόσους σκότωσαν.
Πήγε κοντά της και της έπιασε το χέρι. Να της δώσει κουράγιο ή να πάρει από εκείνη. Είδε τα μάτια της δακρυσμένα. Δεν την είχε ξαναδεί να δακρύζει.
Το βράδυ εκείνου του Σαββάτου ήταν ανήσυχο. Κανένας δεν κοιμήθηκε, όλοι ήταν ανήσυχοι και περίμεναν το χειρότερο. Οι φήμες οργίαζαν, τα νέα ήταν φοβερά. Πολλοί νεκροί, οι Τούρκοι είχαν κάνει φρικτά εγκλήματα. Φυσικό ήταν τα πράγματα να μεγαλοποιούνται, να δημιουργούνται μύθοι. Κλασικό το σενάριο και σίγουρη η συνέχεια. Ποιος μπορεί να την εμποδίσει; Και η ένταση έφτασε στο αποκορύφωμα όταν ψιθυρίστηκε ότι στο χωρίο έφτασαν βαρέα όπλα κι όλοι πια υπέθεταν ότι η αντεπίθεση θα ξεκινούσε από τη Χλώρακα.
Την Κυριακή ένιωθες την κρίση που κρεμόταν στον αέρα. Οι άνθρωποι δεν μιλιόνταν. Έμαθαν και για τους αιχμαλώτους, έμαθαν και για την επιχείρηση που αιχμαλωτίστηκαν οι Τούρκοι ολόκληρων χωριών. Μιλούσαν ήδη και για τους νεκρούς, λέγονταν ονόματα, κυριαρχούσε ο φόνος τους Κυριάκου Μαύρου. Οι περιγραφές είχαν πολλή φαντασία και υπερβολή, όπως ήταν φυσικό, μα όχι σκόπιμα. Κυλούσε η ιστορία κι ο καθένας πρόσθετε και κάτι τις. Οι καρδιές φανατίζονταν, όχι με συμπόνια για εκείνον που χάθηκε, μα από μίσος κι αποφασιστικότητα για την πιο σκληρή ρεβάνς.
Έμαθαν ότι τους αιχμαλώτους τους είχαν κλείσει στις αποθήκες σταφίδας, αυτής που για χρόνια σάπιζε χωρίς να πουλιέται. Κι ότι είχε σταλεί τελεσίγραφο στους Τούρκους ότι αν δεν τους ελευθέρωναν θα σκότωναν τους δικούς τους, που είχαν συλλάβει και κρατούσαν.
Στο μεταξύ κυκλοφορούσε και το μυθιστόρημα του Τραλαλά. Ο Δημητράκης Κωνσταντινίδης, άλλως αποκαλούμενος Τραλαλάς, αγωνιστής της ΕΟΚΑ, αξιωματικός της αστυνομίας τώρα, μόνος, σαν καβαλάρης μοναχικός στο πεδίον της μάχης, απεγκλώβισε κι έσωσε πάρα πολλούς, την ώρα που όλοι οι άλλοι τα είχαν χάσει και δεν ήξεραν τι να κάνουν. Έβαλε την καμπαρτίνα του, έκρυψε από κάτω το υπηρεσιακό στέρλιγκαν και βγήκε στους δρόμους. Από γωνιά σε γωνιά, από καντούνι σε καντούνι, έβρισκε πού είχαν κρυφτεί Έλληνες άμαχοι και τους καθοδηγούσε να διαφύγουν, έξω από το πεδίον της μάχης. Με κίνδυνο της ζωής του, με απαράμιλλη τόλμη και παλικαριά, έσωσε πολλούς την ώρα που γύρω του οι σφαίρες έπεφταν βροχή και οι εκρήξεις δονούσαν τον αέρα. Κι όταν ακόμα η μάχη είχε τελειώσει, αυτός συνέχιζε το έργο κι έκτιζε τον θρύλο του. Μέχρι που μπήκε μέσα σε θωρακισμένο εκσκαφέα κι έβγαλε αγωνιστές από τα φυλάκιά τους που είχαν εγκλωβιστεί και σίγουρα θα τους έπιαναν οι Τούρκοι μαχητές. Τρομοκράτες τους έλεγαν βέβαια, οι Έλληνες. Ακριβώς όπως κι εκείνοι έλεγαν τους Έλληνες. Ακόμα και το όνομα των αγωνιστών έγινε παιδιάρισμα και κουτοπονηριά. Μα ο θάνατος ήταν φρικτή πραγματικότητα και καμιά σημασία δεν είχε τι όνομα έδινε ο καθένας στους αντιπάλους του.
Προτού επιστρέψει στο σπίτι, ο Χριστάκης πέρασε από τον σύλλογο. Πολλοί ήταν εκεί μαζεμένοι, ντουμάνι ο καπνός, μουρμουρίσματα θυμού κι απογοήτευσης, κάποιος μιλούσε χαμηλόφωνα, μα η φωνή του ήταν γεμάτη ένταση. Στο φυλάκιο 22, στου Λούκα, είχε ξεχαστεί η ομάδα που το κάλυπτε από το πρωί.
Τέσσερα παιδιά του γυμνασίου, έλεγε, τελείως άπειρα, αν τους επιτεθούν οι Τούρκοι μέσα στο σκοτάδι, θα τους σφάξουν πριν καν τους αντιληφθούν.
Βέβαια εξέφραζε πιο πολύ προσωπικές του ανησυχίες, όσοι τον άκουαν απόφευγαν να του απαντήσουν ή να κάνουν κάποια εισήγηση. Σιώπησε για λίγο μα επανήλθε πιο πιεστικός ότι έπρεπε να στείλουν άλλη ομάδα, από πιο έμπειρους να τους αντικαταστήσει.
Τον άκουγε, ο Χριστάκης, να επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδια, άρχισε να θυμώνει. Προσπάθησε να συγκρατηθεί, μα στο τέλος ξέσπασε.
Μιλάς για άλλους, ρε Αλέκο, του φώναξε, μα βγάζεις έξω τον εαυτό σου. Εσύ είσαι πιο έμπειρος να πούμε; Και θα πήγαινες να τους αλλάξεις και να βάλεις το δικό σου κεφάλι στο μαχαίρι;
Το είπε και τα μετάνιωσε την ίδια στιγμή. Ξενοχωρίτης ήταν ο Αλέκος, παντρεμένος στη Χλώρακα, είχε καλά δέσει, εργατικός όποτε έβρισκε δουλειά. Του άρεσε και λίγο το κονιάκ Αγγλίας, καλόγνωμος συνήθως κι αν τώρα εξέφραζε την ανησυχία του δεν το έκανε για να επικρίνει κανένα. Πήγε κοντά του, κατάλαβε ότι έγινε η αιτία ν’ αρχίσει συζήτηση για όσα ο Αλέκος έλεγε. Γρήγορα η συζήτηση έγινε σούσουρο, κάποιος φώναξε τον Κώστα Πενταρά και του ζητούσε εξηγήσεις. Ήρθε εκείνος κοντά, προσπάθησε να τους καθησυχάσει.
Τα παιδιά είναι μια χαρά, προσπάθησε να τους πει. Τους έχουμε δώσει κι ένα μπρεν, με αρκετά πυρομαχικά, επανδρώσαμε καλύτερα και τα φυλάκια μας στον Μέλανο και τον Τζιηνόγρη. Μην υποτιμάτε τους νεαρούς μας αγωνιστές. Εγώ σας λέω ότι πιο πολύ εμπιστεύομαι αυτούς παρά άλλους, πιο μεγάλους.
Ο Χριστάκης, όπως και οι άλλοι, κατάλαβε ότι προσπαθούσε να μπαλώσει πράγματα. Ήταν απαράδεκτο να μην αλλάξουν για τη νύκτα, εκείνους που φύλαγαν όλη μέρα και ήταν σίγουρα πολύ κουρασμένοι. Μα δεν είπε τίποτα. Αρκετός αναβρασμός υπήρχε, δεν θα ήθελε κι αυτός να προσθέσει περισσότερα.
Επέστρεψε στο σπίτι κι άκουσε τις ειδήσεις των 7:30 από το ραδιόφωνο. Δεν έλεγαν και τίποτα το σπουδαίο. Λες και η Πάφος, με το δράμα τριακόσιων, άλλοι έλεγαν περισσότερους, δεν υπήρχε. Ο πατέρας έλειπε, το φορτηγό ήταν όμως στην αυλή, σημάδι ότι πήγε στο καφενείο. Και πού αλλού να πήγαινε άλλωστε; Θυμός και φόβος γέμιζε τους ανθρώπους. Βρήκε τον παππού τον Λεωνή και τη γιαγιά τη Δεσποινού, να κάθονται σκυφτοί κι αμίλητοι, το ίδιο και τη μητέρα του, ακόμα και τα παιδιά ήταν αμίλητα και τρομαγμένα. Τους είπε για τον παππού τον Κώστα, όλοι τον κοίταξαν, το ήξεραν ήδη, όλα τα νεότερα τα ήξεραν και τους τρόμαζαν.
Ξάπλωσε να κοιμηθεί. Ήταν κουρασμένος, μα ο ύπνος ερχόταν κι έφευγε, ανάκατος με όνειρα, που δεν ήταν πολύ μακριά από εφιάλτες. Άκουε την ήσυχη αναπνοή των άλλων αγοριών που κοιμούνταν και ζήλευε την αθωότητά τους. Στο στομάχι του ένα παράξενο βάρος τον παίδευε κι ας είχε φάει πολύ λίγο. Προσπαθούσε να μη σκέφτεται τι θ’ ακολουθούσε, χωρίς να το καταφέρνει. Μόλις πήγαινε να κοιμηθεί, στ’ αφτιά του έφτανε το άνοστο τερέτισμα της τουρτούρας και τον ξυπνούσε. Σηκώθηκε και βγήκε στην αυλή. Ξυπόλητος, μόνο με τα εσώρουχα, ποτέ δεν είχε φορέσει πιτζάμες, πού να βρεθούν κι αυτές, ένιωσε το κρύο να του περονιάζει τα κόκκαλα. Βροχές δεν εννοούσε να ρίξει, το κρύο, όμως, δεν έλειπε. Παράξενος καιρός! Μήπως κι αυτόν τον τρέλαναν οι άνθρωποι;
Δεν άντεξε το κρύο, επέστρεψε στο κρεβάτι του και κατάφερε να κοιμηθεί, βαθειά αυτήν τη φορά. Τον ξύπνησε το κοκόρι και πετάχτηκε από τα ρούχα. Κυριακή ήταν, μια Κυριακή που χρειαζόταν, όσο ποτέ, την πιο δυνατή του προσευχή. Κι αυτό έκανε όταν βρέθηκε σε λίγο στην εκκλησία, αν και ήξερε ότι ο Θεός δεν ανακατεύεται στις βλακείες των ανθρώπων.




ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΚΤΩ

ΟΙ ΚΟΛΑΣΜΕΝΟΙ

Ίσως διαφορετικά θα έπρεπε αυτό το κεφάλαιο να εξιστορηθεί. Ίσως τα κλάματα, ο ανείπωτος πόνος, το βάρος της ματαιότητας στην ψυχή των ανθρώπων να ήταν καλύτερα εδώ να κατατεθούν. Μα θα χρειαζόταν ένας νέος Όμηρος για να το πετύχει. Εγώ δεν μπορώ να ανακαλύψω μια σύγχρονη Ανδρομάχη, ούτε μια Εκάβη με τη μικρή της Πολυξένη στην αγκαλιά μπροστά στ’ αστραφτερό μέταλλο του θανάτου, με την ύπαρξη ξέχειλη από την κλαγγή του χαλκού. Θα ήθελα να ήξερα τι ένιωθαν ο μικρός Ρασιήτ και ο Οσκάν και ο Μεχμέτ, οι τρεις φίλοι που μετρούσαν τις βαριές πατημασιές του χάρου που πλησίαζε. Οι άλλοι, οι Έλληνες, θα άκουαν κι αυτοί τις ίδιες πατημασιές, μα αργότερα, με το κλάμα της Ευανθίας, της κάθε Ευανθίας, μάνας, συζύγου, αδερφής ή τρυφερής αγαπητικιάς και συμμαθήτριας, πάνω από το νιόσκαφτο μνήμα.
Είδε την Αναστασία να στέκεται στη συνηθισμένη της θέση. Στ’ αριστερά, κοντά στα σκαλοπάτια του νάρθηκα. Του φάνηκε ότι του χαμογέλασε και η καρδιά του κτύπησε δυνατά. Το θαμπό πρωινό φωτίστηκε, άλλαξε η διάθεσή του. Ήθελε να σταθεί να την κοιτάζει, να μη στρέψει το βλέμμα πουθενά αλλού. Μα ντρεπόταν. Νόμιζε ότι όλος ο κόσμος εκείνον κοίταζε. Έριξε μια κλεφτή ματιά. Το χρειαζόταν να το κάνει. Συνάντησε τα μάτια της κι έγινε ο πιο ευτυχισμένος από όλους τους ανθρώπους. Ο Χριστάκης. Και ντράπηκε. Μια τέτοια μέρα, με τόσους νεκρούς κι εκατοντάδες αιχμαλώτους, κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα τους έκαναν οι Τούρκοι. Κι αυτός τα ερωτικά του!
Λάβετε, φάγετε τούτο εστί το σώμα μου, το υπερ υμών κλώμενον εις άφεσιν αμαρτιών, πίετε εξ αυτού πάντες τούτο εστί το αίμα μου το της καινής διαθήκης, το υπερ υμών και πολλών εκχυνόμενον, έλεγε ο Παπάκωστας με τη βροντερή φωνή του και τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα κι έσκυψε και προσευχήθηκε με την καρδιά του και παρακάλεσε τον Θεό να συγχωρέσει όσους έσφαλλαν και να ελευθερώσει τους αιχμαλώτους και να δώσει δύναμη και παρηγοριά σε εκείνους που έχασαν ένα δικό τους. Τους Έλληνες φυσικά. Ούτε που του πέρασε από το μυαλό ότι και οι Τούρκοι ήταν το ίδιο άνθρωποι, που κι εκείνοι υπέφεραν, δικοί τους ήταν αιχμάλωτοι και πολλοί έχασαν πρόσωπα αγαπημένα. Χρειαζόταν ένα πιο δυνατό σοκ για να συνειδητοποιήσει ότι και οι Τούρκοι ήταν άνθρωποι. Που πονούσαν το ίδιο με τους Έλληνες, το ίδιο έκλαιαν, το ίδιο φοβούνταν.
Στον πόλεμο αποδεικνύεται η τόλμη και η αντρεία. Μα είναι η ειρήνη που χρειάζεται όλες τις αρετές μαζεμένες για να καταξιωθεί. Και ο Χριστάκης θα είχε την ευκαιρία να το δει, να το νιώσει να το κάνει συνείδηση αυτό. Μόνο ο θάνατος και ο τρόπος θανάτωσης θα του έδιναν εκείνο το σοκ που χρειαζόταν για να εκτιμήσει τις πραγματικότητες και τα αγαθά του πολέμου και της ειρήνης. Αχ, ειρήνη, μόνη εσύ πολυπόθητη, γιατί να αφήνεις τον Άρη να σε νικά και να σε διαφεντεύει;
Μετά την εκκλησία, πήγε στο καφενείο του παππού του Κώστα. Η γιαγιά η Τζιυρκακού είχε ανοίξει. Συννεφιασμένη, απόμακρη, γεμάτη ανησυχία, του είπε ότι δεν είχαν νέα, δεν είχαν μάθει τίποτα σίγουρο για την τύχη του παππού.
Την Κυριακή ο ουρανός είχε γίνει, θα έλεγες, πιο βαρύς, φοβέρα κι αβεβαιότητα πλανιόνταν στον αιθέρα. Ήταν φανερό πια πως γίνονταν ετοιμασίες για τη ρεβάνς. Τα αισθήματα στο πρόσωπο των ανθρώπων, ήταν δύσκολο να διαβαστούν, μάτια σκοτεινιασμένα και χείλη κλειστά και αναμονή. Η ώρα της εκδίκησης πλησίαζε κι όλοι την περίμεναν. Μπορεί και να την πρόσμεναν.
Στ’ ακραία φυλάκια ακούγονταν σποραδικοί πυροβολισμοί, πάνω από τα σπίτια του χωριού σφύριζαν αραιά και πού μερικές σφαίρες. Μια έπεσε κι εξοστρακίστηκε στο καμπαναριό της παλιάς εκκλησίας και τη μάζεψαν στο δρόμο, μπροστά από το καφενείο του Φουκιδή.
Η απελευθέρωση των αιχμαλώτων ερχόταν πρώτη, φυσικά, μα σίγουρα οι Τούρκοι δεν θα προχωρούσαν σε μια τέτοια κίνηση, ξέροντας ότι αμέσως μετά και χωρίς καμιά καθυστέρηση, θα δέχονταν την επίθεση. Και πολύ καλά καταλάβαιναν πόσο τρωτοί ήταν. Οι Έλληνες θα εκδικούνταν για τη ντροπή που τους έκαναν την προηγουμένη. Ένιωσαν για μια στιγμή δυνατοί κι έκαναν πράγματα απερίσκεπτα. Τα σκέφτονταν τώρα κι όσο κι αν ήταν αποφασισμένοι ν’ αντισταθούν μέχρι τέλους, δεν μπορεί να μη ένιωθαν ότι ήταν η αδύναμη πλευρά. Και ποιος τώρα θα τους λυπόταν; Είναι αλήθεια ότι ο κόσμος ακολουθούσε την ηγεσία, όσο κι αν πολλοί αμφισβητούσαν τις ακρότητες. Μα αυτό δεν θα ήταν αρκετό για να τους σώσει. Κι εκείνοι όπως κι αυτοί, διψούσαν για αίμα, ξέχασαν ότι ήταν και άνθρωποι κι ότι όφειλαν να συμπεριφέρονται ανάλογα.
Μιλούν για κόλαση και Μεφιστοτελήδες κι Εωσφόρους και τη φοβερή βάσανο των αμαρτωλών μετά τη ζωή. Σίγουρα η κόλαση της αναμονής να ξεσπάσει η άνιση μάχη είναι ασύγκριτα χειρότερη. Πού να κρύψει η μητέρα τα μικρά της παιδιά και τις παρθένες θυγατέρες; Αυτά τα μεγάλα και πιο αθώα θύματα, με τα μάτια γεμάτα τρόμο, την κοιτάζουν ολόισα στην ψυχή και περιμένουν να δουν λίγο θάρρος να εκπορεύεται και να μεταγγίζεται στη δική τους ψυχή. Όμως η ψυχή είναι άδεια, η καρδιά πικρή, μόνο σκοτάδι και φρικτή προσμονή ξεχειλούν και σκεπάζουν και την τελευταία σταγόνα κουράγιου κι απαντοχής.
Αμήχανα, μάζεψε ο Χριστάκης όλα του τ’ αδέρφια να τον βοηθήσουν στα τελευταία καλαφατίσματα του ορύγματος που είχε φτιάξει. Ήταν πια βέβαιος ότι τα τούρκικα αεροπλάνα θα έρχονταν, θα πολυβολούσαν και θα βομβάρδιζαν. Δεν τους έμενε άλλη επιλογή για να σώσουν τους Τούρκους που θα δέχονταν την επίθεση στο Κτήμα. Κι αν έρχονταν, σίγουρα το όρυγμα θα χρειαζόταν. Ο πατέρας έλεγε ότι από όλα τα σύγχρονα όπλα, το πιο φοβερό, το πιο αποτελεσματικό, ήταν η αεροπορία. Εκείνος είχε γνωρίσει τις δυνατότητές της στη μεγάλη υποχώρηση του Τομπρούκ, σχεδόν εικοσιπέντε χρόνια πριν. Και συμπλήρωνε, φυσικά, ότι από τότε το αεροπλάνο είχε τόσο πολύ τελειοποιηθεί που ήταν ο χάρος ο ίδιος. Κανένας δεν σωζόταν αν τον έβαζε στο στόχαστρο.
Ήρθε κι ο Νίκος, επιθεώρησε το χαντάκι και είπε ότι φαίνεται από μακριά κι ότι ήταν ανάγκη να το καμουφλάρουν λίγο. Έτσι έκοψαν σκίνα και το κάλυψαν όσο μπορούσαν καλύτερα. Μα πολύ λίγα πέτυχαν. Θες ο φόβος, θες αυτά που ο Νίκος τους είχε πει, το κοίταζαν κι όλο και πιο αβέβαιοι ένιωθαν ότι κατάφεραν να το καμουφλάρουν αποτελεσματικά για να μη ξεχωρίζει από ψηλά και να γίνεται στόχος.
Μετά το μεσημέρι έκαναν και άσκηση ετοιμότητας. Απότυχε κι αυτή. Τα πιο μικρά κορίτσια, η Έλλη και η Δέσποινα, τρόμαξαν τόσο πολύ που άρχισαν να κλαίνε, να φωνάζουν κι, αντί να τρέξουν στο όρυγμα, όρμησαν στην αγκαλιά της μαμάς. Κι αυτή, όπως ήταν φυσικό, έβαλε τις φωνές στον Χριστάκη που τις τρόμαξε.
Αν έρθουν οι Τούρκοι, γιε μου, έλεγε και η γιαγιά η Δεσποινού, τίποτα δεν μας σώζει. Μόνο ο Θεός και η Παναγία.
Κι ο παππούς ο Λεωνής κούνησε το κεφάλι κι αυτός φοβισμένος κι ανήσυχος. Τώρα, στα γεράματα, μετά τα χρόνια της φτώχιας και την πικρή δοκιμασία του Αγώνα, διαφορετικά περίμενε τα πράγματα να έρθουν. Πέντε χρόνια είδε τα παιδιά του να φυλακίζονται και να κινδυνεύουν. Και ήρθε η ευλογημένη ώρα της ειρήνης. Μα κράτησε τόσο λίγο! Και να και πάλι τώρα, από την αρχή, τα εγγόνια στα όπλα, το θάνατο να κρέμεται πάνω από τα κεφάλια τους. Αναστέναξε και μπήκε μέσα στο σπίτι. Τη μοναδική τους καμαρούλα, το καταφύγιο στις μέρες τις καλές και στις μέρες τις δύσκολες. Τέσσερις τοίχοι γυμνοί, καμιά άνεση, πολλή φτώχεια, μα που γέμιζε ευτυχία με τα τόσα εγγόνια, που πάντα κάποια θα διάβαιναν την πόρτα τους. Που ήταν πάντα ανοικτή, ποτέ δεν μπήκε σύρτης, ποτέ δεν γύρισε κλειδί στην κλειδωνιά. Η καμαρούλα όλης της οικογένειας. Αυτή θα έβρισκαν οι Τούρκοι να βομβαρδίσουν και να καταστρέψουν. Και τέτοιες καμαρούλες, φτωχικές μα απέριττες, όπου οι άνθρωποι, χωρίς να κρύβουν τα βάσανά τους, χαίρονταν εγγόνια κι όμορφες νύμφες και καλόγνωμους γαμπρούς, θα έβρισκαν και θα κατάστρεφαν και οι Έλληνες όταν θα κτυπούσαν τους Τούρκους.
Ο Χριστάκης περίμενε να τον φωνάξουν να ετοιμαστεί, μαζί με τους άλλους για την επίθεση. Αυτό που δεν ήξερε ήταν ότι ο πατέρας του υποσχέθηκε στη μητέρα, ότι δεν θα τον άφηνε να πάρει μέρος. Η Στασού ήταν σίγουρη ότι ο άντρας της ήταν ήδη έτοιμος, ότι ήταν στο σχέδιο και μόνη της έκλαψε πικρά και παρακάλεσε την Παναγία να σταματήσει το κακό. Τι θα έκαναν δηλαδή; Θα πήγαιναν να σκοτώσουν τους Τούρκους; Αυτή ήταν η σωστή λύση; Και οι Τούρκοι δεν θα πρόβαλλαν αντίσταση; Πόσους κι εκείνοι θα σκότωναν; Πόσα σπίτια θα μαύριζαν; Δεν ήταν καιρός να σταματήσει το κακό; Παρακαλούσε μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής της, μα ήξερε ότι κανένας άγιος, ούτε ο ίδιος ο Θεός δεν θα τα έβαζαν με τη βλακεία των ανθρώπων. Ένιωσε ανακούφιση από τη διαβεβαίωση του Χαμπή ότι θα εμπόδιζε τη συμμετοχή του παιδιού της, κι ας πληγώνονταν τα αισθήματα και ο πατριωτισμός του. Τι έπαθαν, Θεέ μου, αναρωτιόνταν, χωρίς να βρίσκει απάντηση. Τι έπαθαν και θέλουν να πολεμούν πριν ακόμα να μπορούν να σηκώσουν το όπλο;
Το απόγευμα, ανήσυχος πια ότι μπορούσε και να μην τον καλέσουν, ξεκίνησε και πήγε στον σύλλογο. Κανένας της ηγεσίας δεν ήταν εκεί. Ήπιε μια σουμάδα, έμαθε και τα νέα, άρχισαν λέει να ελευθερώνουν τους αιχμαλώτους. Είδε απέναντι κλειστό, το καφενείο του παππού, του Κώστα, και σκέφτηκε ότι για να το κλείσει η γιαγιά, τόσο νωρίς, μπορεί  να άφησαν κι εκείνον  ελεύθερο. Έτσι πήρε τον δρόμο για να πάει στο σπίτι τους.
Πραγματικά ο παππούς είχε επιστρέψει και ήταν εκεί. Καθόταν στην κουζίνα, σε μια καρέκλα, το πρόσωπό του ήταν σκοτεινό και στα μάτια του έλαμπε ο θυμός. Είδε τον εγγονό του και διαμιάς χαλάρωσε το πρόσωπό του, ένα αδιόρατο χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλια του. Του έγνεψε να πάει κοντά του.
Μας άφησαν, του είπε αχνά, η φωνή μόλις έβγαινε από το στόμα του. Δεν μας πείραξαν, δεν μας ενόχλησαν, μα όλοι μας φοβηθήκαμε!
Έτσι απλά περιέγραψε όλα όσα υπόφεραν οι εκατόν και περισσότεροι άνθρωποι, μαζί κι εκείνος, που έκλεισαν για δυο μέρες μέσα στην αποθήκη της σταφίδας, που έλιωνε και σηπόταν αζήτητη στο εμπόριο. Έτσι ήταν πάντα ο παππούς ο Κώστας. Μιλούσε λίγο, εννοούσε πολλά. Δεν μας πείραξαν, δεν μας ενόχλησαν! Πολλά ήταν σ’ αυτές τις λίγες λέξεις. Αγωνία, ίσως κι αποδοκιμασία γι’ αυτά που έρχονταν. Ένιωσε το μήνυμα, ο Χριστάκης. Δεν συμφωνούσε. Οι Τούρκοι έκαναν ένα αχρείαστο σάλτο μορτάλε. Σήκωσαν κεφάλι αλαζονείας. Έπρεπε να πληρώσουν γι’ αυτό. Άλλωστε θυμόταν τους παλιούς φόβους του παππού, όταν οι Τούρκοι προσπαθούσαν να διώξουν τους έλληνες από την αγορά. Έλεγε τότε ο παππούς ότι υπήρχε κίνδυνος να τους ρίξουν βόμβες για να τους σκοτώσουν και να τους υποχρεώσουν να φύγουν. Γιατί θεωρούσαν την αγορά δική τους περιοχή. Και ο εκφοβισμός τους και η τρομοκρατία που άσκησαν έπιασαν τόπο. Μήνες έψαχναν να στήσουν, οι μανάβηδες, τους πάγκους τους μια εδώ, μια εκεί, έξω από την στεγασμένη αγορά, όπου όλοι μπορούσαν ειρηνικά να συνυπάρχουν.
Έσπρωξαν κι άνοιξαν και τα δυο φύλλα της πόρτας, το μαλακό φως του δειλινού, χύθηκε στο μακρινάρι, έσπασε το μισοσκόταδο. Πάνω από πενήντα άνθρωποι, σε άθλια κατάσταση, δυο μέρες και δυο νύκτες κλειστοί εκεί μέσα. Ο αέρας μύριζε βαριά, ούρα κι αφοδεύματα, μύριζε πιο πολύ φόβο, τρόμο κυριολεκτικά τι μπορούσε να φέρει το κάθε άνοιγμα της πόρτας. Άκουσαν πιο πολύ παρά μπόρεσαν να δουν, τον Τούρκο που μιλούσε με τον χαρακτηριστικό τρόπο τα ελληνικά.
Φύγετε. Βγείτε όλοι έξω, πηγαίνετε στο καλό!
Κι επειδή κανένας δεν κινήθηκε, εκείνοι που στέκονταν μπροστά κοίταζαν τους Τούρκους με καχυποψία, επανάλαβε προσπαθώντας να μη διακρίνεται κάποια τραχύτητα στη φωνή του:
Φύγετε, είσαστε ελεύθεροι, κανένας δεν θα σας πειράξει.
Και πάλι κανένας δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Κάπου, μέσα σ’ εκείνους τους πενήντα αιχμαλώτους, στεκόταν και ο Γιώργος, ο δεκαεξάχρονος γιος του Κυριάκου Μαύρου. Βέβαια δεν ήξερε τίποτα για το μαρτύριο και το θάνατο του πατέρα του, μα ήταν φοβερά εξουθενωμένος. Δυο φορές τον είχαν αναζητήσει οι Τούρκοι την προηγούμενη, ήταν σίγουρος ότι ήθελαν να τον σκοτώσουν. Μπήκαν μόλις τους μάντρωσαν και τον φώναξαν με το όνομά του. Δεν αποκρίθηκε. Εκείνοι που τον ήξεραν δεν τον μαρτύρησαν, έφυγαν. Κι επέστρεψαν ξανά μ’ ένα Τούρκο που τον γνώριζε, τον Ταχίρ. Ο Ταχίρ ήταν μέλος του κακόφημου επικουρικού σώματος της αστυνομίας, που έστησαν οι Εγγλέζοι για ν’ αντιμετωπίσουν την ΕΟΚΑ τον καιρό του Αγώνα. Δεν ακούστηκε να είχε κάνει κακό σε κανένα, έφυγε από την αστυνομία κι άνοιξε ένα μαγαζάκι για να επιδιορθώνει μοτοσυκλέτες, κοντά στο τζαμί της Αγιά-Σοφιάς. Ερχόταν και ψώνιζε από το μαγαζί του πατέρα του και τον ήξερε.
Τον υπέδειξε ο Ταχίρ, ήταν άλλοι τέσσερεις Τούρκοι μαζί του, τον άρπαξαν και τον τραβούσαν να τον βγάλουν έξω. Κάποιος φώναξε τον πάνε να τον εκτελέσουν, ξεσηκώθηκαν φωνές, τα έχασαν προς στιγμή οι Τούρκοι. Ένας από αυτούς τον ρώτησε πόσων χρονών ήταν, του είπε δώδεκα. Ο Θεός τον φώτισε να κρύψει την πραγματική του ηλικία. Επέμβηκε κι ο Ταχίρ κι επιβεβαίωσε ότι ήταν τόσο πραγματικά, ήταν και ψιλοκουρεμένος και λεπτοκαμωμένος, τους μπήκε αμφιβολία και τελικά τον άφησαν.
Εκείνο το απόγευμα, κλεισμένοι, στριμωγμένοι, ανήσυχοι και τρομαγμένοι, άκουαν από την μικρή πλατεία της Αγιά-Σοφιάς τα βογγητά του υπέρτατου πόνου και την επίκληση της Παναγίας από κάποιους, που προφανώς βασάνιζαν οι Τούρκοι. Δεν μπορούσαν να ξέρουν ποιοι ήταν. Δεν ήξεραν γενικά τι γινόταν έξω, ακούγονταν πυροβολισμοί και κάποιες εκρήξεις από χειροβομβίδες. Νύχτωσε, μέσα στο πηκτό σκοτάδι, ο καθένας μέτρησε τους κτύπους της καρδιάς του μέσα στη φρικτή αναμονή του θανάτου. Ξημέρωσε, χύθηκε λίγο φως της αυγής από τις χαραμάδες της μοναδικής πόρτας, ακούστηκε και η καμπάνα του Αγίου Κενδέα. Κυριακή ήταν, θα πήγαινε ο κόσμος στις εκκλησιές να προσευχηθεί, να παρακαλέσει και για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων.
Τώρα τους έλεγαν να φύγουν, βράδυ πια της Κυριακής, δεν τους πίστευαν. Απλώς! Είχαν τολμήσει το ανήκουστο. Τους έπιασαν αιχμαλώτους, τους κράτησαν, τους απείλησαν, τους εκφόβισαν, γιατί τώρα θα τους άφηναν;
Ας βγούμε, φώναξε κάποιος. Στο κάτω-κάτω δεν μπορούμε και να μείνουμε άλλο εδώ μέσα. Κι ό,τι γίνει ας γίνει!
Σπρώχνοντας, προχώρησε μπροστά και στάθηκε μπροστά στους Τούρκους.
Μπέσα, ρε; είπε και στη φωνή του υπήρχε μια παράξενη ένταση.
Μπέσα! του απάντησε ένας από τους Τούρκους και χαμήλωσε το όπλο του. Να φύγετε δεξιά, προς τα δικαστήρια, ο δρόμος είναι ελεύθερος, κανένας δεν θα σας πειράξει.
Κι έφυγαν. Βγήκαν από την πόρτα, ένα μπουλούκι από φοβισμένους ανθρώπους, που περίμεναν το τερέτισμα του πολυβόλου που θα τους θέριζε. Μα τίποτα δεν συνέβηκε. Οι δικοί τους, τους περίμεναν. Ήταν οι τελευταίοι αιχμάλωτοι που ελευθέρωσαν οι Τούρκοι και πια περίμεναν τη τύχη τους, σίγουροι ότι οι Έλληνες θα ήταν αμείλιχτοι, σίγουροι ότι από πουθενά δεν είχαν να περιμένουν βοήθεια.
Το ανήσυχο βράδυ της Κυριακής, οι Έλληνες τους είχαν κόψει το ηλεκτρικό, ακούγονταν τα μουγκρητά των θωρακισμένων εκσκαφέων και αραιοί πυροβολισμοί και ο αέρας μύριζε μπαρούτι κι αποκαΐδια από τη μάχη της προηγουμένης. Μαζεύτηκαν πολλές γυναίκες στο σπίτι της θείας του Ρασιήτ. Κι αυτός, καθόταν σε μια πέτρα πίσω από τη μαραμένη μαντζουράνα της αυλής κι άκουε κάθε τι που έλεγαν οι γυναίκες. Ξεχώριζε ακόμα και τους ψιθύρους και τους καταλάβαινε. Οι άντρες έλειπαν, πήγαν στα φυλάκια. Τα παιδιά χάθηκαν, ψάχνοντας για λίγη αίσθηση ασφάλειας στην αγκαλιά της ταλαιπωρημένης και κατατρομαγμένης μάνας. Τα πιο μεγάλα παιδιά… μα ποια πιο μεγάλα παιδιά; Κι αυτά συγκρατούσαν την ανάσα τους μ’ ένα παλιό κυνηγετικό στο χέρι, πίσω από μερικούς σάκους με άμμο. Ποια προστασία μπορούσαν να τους προσφέρουν αυτοί οι σάκοι με άμμο; Οι Έλληνες θα έρχονταν με όλη τη δύναμή τους, ήταν πολλοί, ήταν αήττητοι, θα έφερναν το θάνατο, την προσβολή, τη φρίκη.
Ο Ρασιήτ είδε τη θεία του να κρατά ένα καρβέλι ψωμί κι ένα μαχαίρι και να κόβει λεπτές φέτες  και να τις μοιράζει στις γυναίκες. Πεινούσαν, τίποτα άλλο δεν υπήρχε, μόνο αυτό το ψωμί, να τους δώσει και λίγο έστω κουράγιο. Την είδε να σταματά μπροστά σε μια κοπέλα, παιδί ήταν σχεδόν, και να της κάνει παρατήρηση για το φόρεμά της και μετά να στρέφεται προς τις άλλες.
Εσείς οι μικρές, ντυθείτε πιο σεμνά, είπε και στη φωνή της ξεχειλούσε ο φόβος, να μην τους προκαλέσετεΚαι οι μανάδες κρατάτε τα παιδιά σας στην αγκαλιά. Σφιχτά! Αυτά είναι αθώα, μακάρι να υπάρχει ακόμα λίγος Θεός.
Άκουε ο Ρασιήτ, ένιωθε τη ψυχή του να αδειάζει. Υπήρχε τόσος φόβος στον αέρα. Μια απειλή χειρότερη από την κόλαση. Κι όμως αυτός δεν φοβόταν! Παράξενο, το μυαλό του δούλευε, μέσα του υπήρχε και μια άλλη φωνή, αντίρροπη, που του έλεγε ότι το κακό δεν ήταν μόνο. Υπήρχε και κάτι άλλο, σαν σοφία οικουμενική. Ήταν ένας ψίθυρος αμυδρός, μα είχε μέσα του ελπίδα και λίγο φως.
Ελευθερώθηκαν και οι τελευταίοι αιχμάλωτοι από τους Τούρκους και οι Έλληνες άρχισαν τις τελικές ετοιμασίες για τη δική τους επίθεση. Υπήρχε σ’ ολονών τις σκέψεις αποφασιστικότητα, εκδικητικότητα και ρεβανσισμός. Χείλια κλειστά, ματιές σκοτεινές, άνθρωποι που ήξεραν τη δύναμη και τις δυνατότητές τους. Καμιά χάρη, μόνο ικανοποίηση ενός μίσους, που ο παραλογισμός των Τούρκων έκανε να φουντώσει ακόμα και στην καρδιά των μικρών παιδιών.
Ήρθαν ενισχύσεις κι από αλλού, από τη Λευκωσία κυρίως, μαζί και ο Ιερός Λόχος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας. Όχι μόνο δυνάμεις νόμιμες του κράτους, μα και μαχητές που ήταν εν πολλοίς ανεξάρτητοι και πέραν από τον έλεγχο της κυβέρνησης, ομάδες με στοιχειώδη στρατιωτική εκπαίδευση, ιδεολόγοι και ιδεαλιστές αγωνιστές της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Γιατί αν δεν υπήρχε το όραμα της ένωσης και η υπόσχεση ότι ο Αγώνας για την πραγμάτωσή της ξανάρχιζε, κανένας από αυτούς δεν θα εντασσόταν και να πολεμήσει εθελοντικά. Ουσιαστικά, το όραμα και το όνειρο της ένωσης, έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από την κυπριακή κυβέρνηση για να σπρώξει ξανά στο αίμα και τη θυσία την ελληνική νεολαία της Κύπρου. Και να σκεπαστούν έτσι και τα σοβαρά κι ανεπίτρεπτα λάθη που είχαν γίνει και συνέχιζαν, δυστυχώς κι επαναλαμβάνονταν.
Αναδιπλώθηκαν οι άντρες από παντού, οι Τούρκοι ήταν κυκλωμένοι, δεν είχαν καμιά ελπίδα. Στον άνισο αγώνα τους έλπιζαν σ’ ένα θαύμα. Και στην ισχύ της Τουρκίας. Που όλοι πίστευαν ότι αυτήν τη φορά θα έστελλε τ’ αεροπλάνα να κάνουν ζάφτι τους Έλληνες και να τους σώσουν.
Στη Χλώρακα συγκροτήθηκε μια ισχυρή και καλά εξοπλισμένη διμοιρία, μοιράστηκαν τα όπλα κι εξηγήθηκε ο σχεδιασμός. Δεν θα ήταν μόνοι, αλλά θα συμπλήρωναν άλλες ομάδες από την Έμπα και τη Λευκωσία. Θα είχαν καθοδήγηση από αξιωματικούς του κυπριακού στρατού κι ενίσχυση με όλμους και μπαζούκας.
Λίγο πριν αναχωρήσουν για να καταλάβουν τις θέσεις για την επίθεση, ήρθε ο παπά Κώστας και τους ευχήθηκε γρήγορη κι ολιγοαίματη επιτυχία. Μα ήξερε, το ένιωθε κι ο ίδιος, ότι τη μέρα που ερχόταν, πολύ αίμα θα χυνόταν. Ελληνικό και τούρκικο. Κι ότι πολλοί αθώοι, τελείως αθώοι και φιλήσυχοι άνθρωποι, θα πλήρωναν με τη ζωή τους τα τερτίπια των αμφίβολων ηγεσιών κι από τις δυο μεριές. Απόφυγε να ευλογήσει τα όπλα. Τι χρειαζόταν άλλωστε; Οι αναλογίες ήταν τέσσερις στις μια. Κι όπλα ανώτερα κι ανίκητα. Δεν χρειάζονταν καμιά ευλογία. Εδώ δεν ήταν ο Αγώνας του ’55, εναντίον των Άγγλων, που τον έκαναν με δυναμίτες και όπλα που έκλεβαν από τους εχθρούς τους. Αγώνας, όπου ο ίδιος πρωτοστάτησε κι έδωσε τέσσερα πολύτιμα χρόνια από την προσωπική του ελευθερία. Εδώ ήταν οι Τούρκοι, συμπολίτες, φίλοι και συναγωνιστές στη φτώχεια μέχρι πριν λίγο. Ναι, φοβόταν κι αυτός επέμβαση της Τουρκίας, μα μέχρι εκείνοι να έρθουν, οι Τούρκοι του Μούτταλλου θα είχαν εξουδετερωθεί και παραδοθεί.
Μέσα στη διμοιρία της Χλώρακας, που ετοιμαζόταν για την επιχείρηση, ήταν και δυο γιοι του παπά Κώστα, ο Αντρέας και ο Νίκος. Ήταν πολύ φυσικό να ανησυχεί, να φοβάται, μα αυτό δεν έπρεπε να το δείχνει. Στάθηκε μπροστά στα παιδιά του και τους είπε δυνατά και με στόμφο, για να τον ακούσουν όλοι:
Να πολεμήσετε σαν πραγματικοί πολεμιστές και να με τιμήσετε. Να μην δειλιάσετε και, προπαντός, να μην προσβάλετε την αντρεία σας. Να μην φανείτε κατώτεροι της αποστολής σας και να μην επιτρέψετε στον εαυτό σας να λαφυραγωγήσει, αν θα είσαστε οι νικητές.
Κι έφυγαν. Ο Κώστας Πενταράς με μια μικρή ομάδα και μια τουρτούρα, προωθήθηκαν στο προκεχωρημένο φυλάκιο στο Τζιηνόγρη για να καλύψουν από πιθανόν πλαγιοκόπημα αντιπερισπασμού από τους Τούρκους. Ακουγόταν αστείο. Οι Τούρκοι χρειάζονταν δύναμη πυρός στο κεντρικό μέτωπο και δεν είχαν την πολυτέλεια να ξοδεύουν δυνάμεις για κινήσεις αντιπερισπασμού.
Οι υπόλοιποι πήραν θέσεις στον χαρουπώνα, απέναντι από του Μαυραλή. Προς τα εκεί θα κατευθυνόταν η επίθεσή τους με το πρώτο φως της ημέρας. Πίστευαν ότι οι Τούρκοι είχαν οχυρώσει πολύ δυνατά την περιοχή και ότι η εκπόρθησή της δεν θα ήταν εύκολη. Ούτε χωρίς θύματα.
Η νύκτα εγκυμονούσε αίμα και θάνατο. Η Στασού δεν κοιμόταν. Πώς μπορούσε να κοιμηθεί; Ο Χαμπής δεν ήρθε να τους πει ένα γεια. Θα ήταν μέσα στην επίθεση. Αυτή το ήξερε, όπως το ήξερε κι ο Χριστάκης, που πια δεν περίμενε πως θα τον καλούσαν κι εκείνο. Μα τα άλλα  παιδιά ήταν μικρότερα κι αθώα. Ίσως γι’ αυτό ο πατέρας τους δεν επέστρεψε στο σπίτι, για λίγο έστω, πριν από τη μάχη. Για να μην τα στεναχωρήσει, να μην τα τρομοκρατήσει.
Στο μισοσκόταδο, η Στασού μετρούσε τον ουρανό του κρεβατιού της, μα τα μάτια της ήταν στεγνά, το θεωρούσε κακό να κλάψει. Όμως την καρδιά της δεν μπορούσε να την ελέγξει, που βροντούσε στο στήθος της σαν κανόνι. Σηκώθηκε μερικές φορές για να σκεπάσει τα παιδιά, μα αυτό δεν ήταν τίποτε άλλο παρά αμηχανία κι απόγνωση. Δεν όριζε η ίδια τα πράγματα και το ήξερε. Δεν πίστευε στο τυχαίο. Πεποίθησή της ήταν ότι ο ίδιος ο άνθρωπος έφτιαχνε την πορεία του και όλα τα άλλα ήταν φληναφήματα και δικαιολογίες για τις αποτυχίες του.
Ούτε ο Χριστάκης μπορούσε να κοιμηθεί. Ένιωθε μεγάλη την προσβολή που τους έκαναν οι Τούρκοι, η ψυχή του ήταν μαύρη κι εκδικητική. Οι εικόνες του Οσμάνη, του Λωλλού, της Χαλιτές, του Τζιαφέρη, της Ραχμελής, εικόνες αγαθές στη συνείδησή του, μέχρι πριν λίγο καιρό, τώρα είχαν σβήσει. Και τη θέση τους πήραν εικόνες άγριων Τούρκων, που σκότωναν αδιάκριτα κι αιχμαλώτιζαν γέροντες, χωρίς λόγο. Περίμενε ν’ ακούσει την κλαγγή της μάχης και ήταν σίγουρος ότι η νίκη θα ήταν εύκολη. Από το μυαλό του δεν περνούσε, δεν είχε θέση καμιά εικόνα φρίκης, θανάτου και δυστυχίας του αντιπάλου. Ήταν πόλεμος γοήτρου κι εκδίκησης.
Ήξερε ότι τα πιο μικρά του αδέρφια ήταν τρομοκρατημένα κι ας κοιμόνταν τον ύπνο του δικαίου. Το έδειξαν το απόγευμα όταν προσπάθησε να κάνει μια άσκηση πολιτικής άμυνας. Με το που τους κάλεσε να μπουν στο ανάχωμα-καταφύγιο, τρόμαξαν τόσο πολύ που τα κορίτσια άρχισαν να τσιρίζουν και να κλαίνε. Κι όχι μόνο τα κορίτσια, οι αδερφές τους, μα και τα πιο μικρά παιδιά της Μαρίας, της γειτόνισσάς τους, τόσο που ο πατέρας τους, ο Στάθιος, ήρθε και τον παρακάλεσε να είναι πιο προσεκτικός, να μην προκαλεί αχρείαστο πανικό. Κι όμως, σκέφτηκε, λίγος πανικός δεν δικαιολογεί να μην είμαστε έτοιμοι όταν έρθει η τουρκική αεροπορία. Το πίστευε ότι πολύ σύντομα η Τουρκία θα έκανε επίδειξη της δύναμής της. Κι ότι θα χυνόταν πολύ αίμα. Κι ας γελούσαν άλλοι στο καφενείο κι ας έλεγαν ότι αυτό δεν ήταν παρά υπερβολές. Πολλοί μάλιστα έλεγαν ότι η μεγάλη Σοβιετική Ένωση θα στεκόταν δίπλα στην Κύπρο και θα την προστάτευε.
Κάπου τον ξεγέλασε ο ύπνος και του έκλεισε τα βλέφαρα. Τον ξύπνησε ο κόκορας της αυλής, αυτός ο μεγάλος κακούργος που καθόλου δεν εκτιμούσε την ανθρώπινη ανάγκη για ξεκούραση. Πολύ λίγο είχε κοιμηθεί, μα νόμιζε ότι κοιμόταν μια ολόκληρη νύκτα. Πετάχτηκε από το κρεβάτι κι όρμησε έξω. Όχι, η νύκτα κρατούσε ακόμα, μουλωχτή, γεμάτη φοβέρα, χίλια μηνύματα, χίλιοι κίνδυνοι κρύβονταν στα σκοτάδια της.
Δεν επέστρεψε στο κρεβάτι του. Ούτε κι ένιωθε το κρύο, που ήταν αρκετά δυνατό. Το κοκόρι είχε σταματήσει να λαλεί, χρειαζόταν κι αυτό να κοιμηθεί ακόμα λίγο. Η σιωπηλή νύκτα δεν ήταν και τόσο σιωπηλή. Χιλιάδες θόρυβοι, αδιόρατοι κι απροσδιόριστοι, καβαλούσαν τα κύματα και γέμιζαν τον αέρα σ’ όλα τα μήκη και πλάτη. Δεν δοκίμασε να τα διαβάσει.
Περπάτησε λίγο στο δρόμο, ανέβηκε στην ελαφρά έξαρση της γης που εκτεινόταν δίπλα στον δρόμο και κάθισε σε μια πέτρα στο πιο ψηλό σημείο. Λίγο πιο πέρα ήταν ο χαρουπώνας του παππού του Λεωνή, σκοτεινός κι αυτός. Από μακριά ερχόταν ο αχός της θάλασσας, ρυθμικός, υπνωτιστικός. Η γη ήταν στεγνή, χωρίς βροχή, ούτε το χθαμαλό χορταράκι δεν φάνηκε αυτή τη χρονιά. Οι θρούμπες, στις χαραμάδες της πέτρας, δεν είχαν ξεπετάξει πράσινα κλαδάκια, το θυμάρι δεν άφηνε την ευωδιά του ν’ απλωθεί στον αέρα.
Ο Χριστάκης δεν πρόσεχε τίποτα από ολ’ αυτά που άλλες φορές τον πλημμύριζαν ρομαντισμό κι έρωτα. Ούτε και στο κρύο έδινε σημασία, ούτε γύρισε το κεφάλι στον ουρανό, όπως έκανε πάντα όταν βρισκόταν τη νύκτα έξω, για να μετρήσει και να προσδιορίσει τους αστερισμούς, τον Σείριο και την Αφροδίτη και την κόκκινη κουκκίδα του Άρη. Τώρα περίμενε τον χαλκό να ηχήσει. Κούφιος, κλαγγή τρομακτική, υποχθόνιος ήχος από τα έγκατα του πικρού Άδη. Αυτό περίμενε κι αδημονούσε και θύμωνε που αργούσε.
Άρχισε με το τερέτισμα της τουρτούρας. Κακόηχο και παράταιρο. Η τουρτούρα ήταν το χειρότερο όπλο. Κλωτσούσε σαν γάιδαρος, η στόχευσή της ήταν δύσκολη, πάθαινε πολύ συχνά εμπλοκές. Κι έτρωγε τις σφαίρες με το φτυάρι.
Την άκουσε και η Σοφία κι ανασήκωσε το ανάστημά της. Στα χέρια κρατούσε τους δυο νεοσσούς περιστεριών που μόλις είχε αποκεφαλίσει. Το αίμα τους είχε τιναχτεί και της λέρωσε την καινούρια της ποδιά. Σκοτείνιασε το πρόσωπό της. Άρχισε λοιπόν. Αυτό που δεν πίστευε ότι ποτέ θα συνέβαινε. Είχε έρθει από βραδύς ο Νικολής ο Τσαγγαρίδης, μίλησε με τον άντρα της, τον Θεωρή του Σοφόκλη, του είπε να μην πάει στη δουλειά του στη Λεμεσό την άλλη μέρα. Ο Θεωρής, πολεμιστής του ’40, εργαζόταν στα Δημόσια Έργα, κατάλαβε. Δεν συνήθιζε να δίνει πολλές εξηγήσεις στη γυναίκα του. Νόμισε εκείνη ότι θα έμενε γιατί θα είχε άδεια. Ήθελε να του φτιάξει ένα καλό μεζέ. Ανέβηκε στον τοίχο και μάζεψε τους νεοσσούς των περιστεριών από τις τενεκεδένιες φωλιές, ήξερε πόσο του άρεσαν, με κονιάκ Αγγλίας Χατζηπαύλου.
Τρόμαξε, γράφτηκε στο πρόσωπό της η αγωνία κι ο πανικός. Γι’ αυτό ήρθε ο Νικολής, αυτό είχε πει στον άντρα της. Να μην φύγει, να μην πάει πουθενά, με πόλεμο θα ξημέρωνε η νέα μέρα. Κι αυτή νόμισε ότι θα έμενε για λίγο μαζί της και τα παιδιά είχαν τόσο χαρεί. Μα να που η αλήθεια ήταν άλλη, άλλη και η πραγματικότητα. Κρατούσε στα χέρια τους σφαγμένους νεοσσούς, της ερχόταν να βάλει τα κλάματα κι ας μην ήταν τόσο μαλακή η καρδιά της. Μια ζωή στη φτώχεια και τη βιοπάλη, επιστάτης ο Θεωρής κι εκείνη με τη τσάπα και το δρεπάνι, μέσα στον ήλιο και το παγωμένο ανεμοβρόχι.
Δυο υπόκωφες εκρήξεις έκαναν τον αέρα να πάλλει. Το Κτήμα δεν ήταν μακριά. Πουθενά δεν ήταν μακριά. Στην Κύπρο, όπου και να πήγαινες, οι αποστάσεις δεν ήταν μακρινές, πάντα ήσουν κοντά. Όλα όσα γίνονταν, σε μια αυλή γίνονταν, μια αυλή ήταν όλη η Κύπρος.
Τον Μεχιμέτη είναι που σκέφτομαι πιο πολύ. Ο Θεωρής στεκόταν στην πόρτα. Ανακατωμένα ήταν τα μαλλιά του, ανέμιζαν στο ελαφρό αεράκι από το νότο. Τον ξύπνησε ο ήχος της μάχης, του έφερε παλιές αναμνήσεις, που ήθελε να ξεχάσει, μα πού να ξεχαστούν που στην κάθε μέρα έβαζε στίγμα η επιθετικότητα των ανθρώπων. Ο Μεχιμέτης και η οικογένειά του, έχουν κι αυτοί κλειστεί εκεί μέσα και ποιος θα τους σεβαστεί, ποιος θα τους προστατέψει;
Αναστέναξε βαθειά. Δεν είχε εξηγήσεις για όσα γίνονταν. Στο μυαλό του δεν χωρούσε που Έλληνες και Τούρκοι, τόσα χρόνια μαζί, στα ίδια χωράφια, στην ίδια αγωνία για το καθημερινό ψωμί των παιδιών τους, τρώγονταν τώρα μεταξύ τους, έγιναν άγριοι σαν θηρία, ήθελαν να πιουν αίμα, ο ένας του αλλουνού. Ένιωθε ήσυχος μόνο για ένα πράγμα. Ο ίδιος δεν ανακατεύτηκε, όπως όλοι οι άλλοι. Ούτε κανένας του ζήτησε να το κάνει. Είχε εκτιμήσει τον Αγώνα της ΕΟΚΑ, ήταν για την ελευθερία, εναντίον ενός δυνάστη που είχε καταντήσει ασύδοτος. Και τον υποστήριξε θαρρετά και δημόσια. Μα τώρα χαιρόταν πραγματικά που δεν ήταν συνένοχος σ’ αυτή την τρέλα, που δεν είχε καμιά δικαιολογία.
Έλα μέσα, καλύτερα, είπε στη Σοφία.
Πραγματικά, σαν να το είχε προβλέψει, ακούστηκε το σφύριγμα μιας σφαίρας να περνά από πάνω τους και μετά ένα δεύτερο και τρίτο.
Δεν είμαστε και τόσο μακριά, ψιθύρισε τρομαγμένη η Σοφία και μπήκε μέσα.
Άφησε τα νεκρά περιστέρια στον πέτρινο πάγκο και κάθισε σε μια καρέκλα, φοβισμένη και στενοχωρημένη. Εκεί ήρθαν και τα παιδιά, αγουροξυπνημένα και τρομαγμένα κι αυτά.
Η τουρτούρα συνέχιζε το παράταιρο γαύγισμα και μαζί πυκνοί πυροβολισμοί από ατομικά όπλα. Μια δυνατή έκρηξη ακούστηκε σαν να ερχόταν από πολύ κοντά. Αυτός είναι όλμος, σκέφτηκε ο Χριστάκης. Χαιρόταν. Ένιωθε την αρρωστημένη ικανοποίηση της εκδίκησης. Τα ήθελαν και τα έπαθαν, έλεγε μέσα του. Μη τους λυπηθείτε. Ότι παθαίνουν είναι από το κεφάλι τους. Να δούμε τώρα πόσο παλληκάρια είναι! Δεν ήταν ο ίδιος Χριστάκης που την προηγούμενη μέρα ένιωθε την ζεστασιά του έρωτα στην καρδιά του, που ονειρευόταν τη φλόγα και τη γλύκα δυο ματιών. Τώρα επιθυμούσε και ήθελε θάνατο. Άγουρος πολεμιστής ήταν στ’ αλήθεια. Στεναχωριόταν που και ο ίδιος δεν έπαιρνε μέρος. Για λίγο είδε τον εαυτό του με άρβυλα και γκέτες και στρατιωτικό πουκάμισο να ορμά μπροστά, πυροβολώντας, ένιωθε το δικό του δάκτυλο στη σκανδάλη, ήταν το δικό του όπλο που έριχνε. Τον κάλυπταν οι συναγωνιστές του κι αυτός τους κάλυπτε, πυρ και κίνηση, μπροστά ήταν τα οχυρωμένα σπίτια, από όπου πυκνά έρχονταν τα πυρά των Τούρκων. Τους έριχναν χειροβομβίδες, έριχναν κι αυτοί κι όλο πλησίαζαν. Δεν είχαν πια ψυχή για ζωή, μόνο ψυχή ματωμένη από θάνατο και μυαλό μεθυσμένο από οργή και καταστροφική μανία.
Δεν έφυγε από το εξόγκωμα της γης, άφησε το σάλαγο της μάχης να τον συνεπαίρνει για ώρες. Μέχρι που η Στασού τον αναζήτησε. Φοβισμένη, αλλά και θυμωμένη μαζί του, του έβαλε τις φωνές. Χρειαζόταν βοήθεια, μεσημέρι σχεδόν, τα ζώα ήταν νηστικά, δεν ήξεραν αυτά από πολέμους και βλακείες των ανθρώπων.
Είχε δίκιο η μαμά, όλα τα παιδιά μαζεύτηκαν, μαζί έτρεξαν να προλάβουν τις δουλειές, μα ήταν αμίλητα και τρομαγμένα. Άνοιγαν το ράδιο ν’ ακούσουν κανένα νέο, μα τίποτα δεν έλεγε. Λες και τα γεγονότα της Πάφου με τόσους νεκρούς, με τόσες καταστροφές δεν έφταναν μέχρι τα αφτιά της Λευκωσίας. Πιο πολύ ανησυχούσαν για τον μπαμπά, που ήξεραν ότι έπαιρνε μέρος στις μάχες. Αλλά και για τους άλλους, τον Νίκο, τον Αντρέα.
Ο Χριστάκης δεν έφυγε από το σπίτι. Ένιωθε την υποχρέωση να μείνει κι ας ήταν μεγάλη η περιέργειά του να πάει στο καφενείο και στον σύλλογο να μάθει νέα. Έστηνε, όμως, αφτί κάθε λίγο, πυροβολισμοί, ριπές, εκρήξεις έδειχναν ότι η μάχη εξελισσόταν. Πέρασε και το μεσημέρι και οι κρότοι της μάχης συνεχίζονταν. Κανένας δεν πείνασε, κανένας δεν σκέφτηκε το στομάχι του. Μάταια η Στασού τους φώναξε, το μαγειρεμένο φαγητό έμεινε ανέγγιχτο στην κατσαρόλα.
Και η Σοφία κοίταζε ακόμα τους σφαγμένους νεοσσούς, ριγμένους στην πεζούλα. Έμπαινε κι έβγαινε κι αφουγκραζόταν, ήθελε να κλάψει μα δεν μπορούσε. Ο Θεωρής καθόταν στον καναπέ με το πρόσωπο ανέκφραστο, δεν έλεγε τίποτα, ήταν απόμακρος και θυμωμένος. Τα παιδιά δεν βγήκαν στη γειτονιά, ο κόσμος κλείστηκε στα σπίτια.
Ξαφνικά όλα σίγησαν. Απόγευμα πια. Όλοι πίστεψαν ότι οι Τούρκοι παραδόθηκαν. Στην πραγματικότητα, ο στρατηγός Γκιάνι, ο διοικητής της νεότευκτης δύναμης των Ηνωμένων Εθνών για την Κύπρο, μαζί με τον προεδρεύοντα της Δημοκρατίας Γλαύκο Κληρίδη, που αντικαθιστούσε τον Πρόεδρο Μακάριο που πήγε στη Αθήνα για την κηδεία του βασιλιά Παύλου, πέτυχαν να συμφωνηθεί εκεχειρία και κατάπαυση του πυρός. Μια μεγάλη επιτυχία που αναγνωρίστηκε στον διοικητή της ειρηνευτικής δύναμης. Και σώθηκαν πολλές ζωές. Κι από τις δυο πλευρές. Όσοι σκοτώθηκαν μέχρι εκείνη τη στιγμή, Έλληνες και Τούρκοι, θα γίνονταν, κατ’ ευφημισμό, ήρωες, θα στήνονταν προτομές και μνημεία και θα τους γίνονταν πάνδημα μνημόσυνα. Και ο κόσμος θα νόμιζε, θα ήθελε να νομίζει, ότι όλες εκείνες οι πικραμένες οικογένειες, οι χαροκαμένοι γονείς, τα ορφανά παιδιά, οι χήρες γυναίκες, έπρεπε να είναι κι ευχαριστημένοι και περήφανοι που ο δικός τους έγινε ήρωας. Ήρωας ποιανού σκοπού άραγε;
Ο Χριστάκης άφησε μοναξιά και φόβο να πλανηθούν στο είναι του. Πέφτοντας το δείλι, του έφερνε μελαγχολία. Η πρωινή, ηρωική έξαρση έφυγε κι άφησε στη θέση της ένα παράξενο αίσθημα ενοχής. Δεν είχαν νέα, ο πατέρας δεν επέστρεψε ακόμα. Κολλημένος στο ράδιο προσπαθούσε να εξηγήσει τις ειδήσεις. Όλο για προσφυγές στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών έλεγε, για συσκέψεις στην Αθήνα, ο Μακάριος πρώτος παντού, δέσποζε, φάνταζε μεγάλος. Τίποτα άλλο. Α, ναι και για τις ακρότητες και τις υπερβολές των Τούρκων!
Με θυμό, έστριψε το κουμπί και το έκλεισε. Αυτοί στο ραδιόφωνο έπρεπε να σκύβουν και πάνω από τη δυστυχία των ανθρώπων, όπου ήταν και η πραγματική τραγωδία, το φοβερό δράμα. Ποιοι άραγε, αυτή την ώρα πήραν κακό μαντάτο κι οδύρονταν κι αποζητούσαν με το κλάμα και το μοιρολόγι να μαλακώσουν τον ανυπόφορο πόνο;
Η Στασού πίεσε το κουμπί κι άναψε την ηλεκτρική λάμπα, που κρεμόταν από το ταβάνι. Γέμισε η μεγάλη κάμαρα με κίτρινο, παράξενα θλιβερό, φως. Ακούστηκε η μηχανή του φορτηγού, που έστριψε, μπήκε στην αυλή τους, σταμάτησε μπροστά στην πόρτα τους. Δυο άντρες κατέβηκαν. Δεν ήταν συγχωριανοί, δεν τους ήξεραν.
Είναι το σπίτι του Χαμπή του Ταπακούδη αυτό; ρώτησε ο ένας. Μην ανησυχείτε, βιάστηκε να προσθέσει. Μια χαρά είναι ο Χαμπής και νικητής. Εδώ είναι οι απόδειξη της νίκης.
Η Στασού, που στεκόταν στο κεφαλόσκαλο, λίγο ήταν να καταρρεύσει με που την ρώτησαν. Ένιωσε τώρα μεγάλη απορία, καθώς τους έβλεπε να κατεβάζουν από την κάσα του φορτηγού κάποια πράγματα κι αποτραβήχτηκε λίγο στην άκρη για να μπουν μέσα και να τ’ απιθώσουν στο τσιμεντένιο πάτωμα.
Έκαναν τη δουλειά τους, μπήκαν στο αυτοκίνητο, έβαλαν μπρος κι έφυγαν.
Όλοι, και τα παιδιά και οι γέροι γονείς της Στασούς, ο Λεωνής και η Δεσποινού, στάθηκαν πάνω από τα πράγματα που τους έφεραν και τα εξέταζαν με προσοχή. Ένα παλιό ραδιόφωνο, πολύ παλιό, με το χαρακτηριστικό μεγάλο μέγεθος, που λειτουργούσε με ηλεκτρισμό. Το δικό τους λειτουργούσε με μπαταρία, που δεν την έβρισκαν εύκολα πια. Το ολοκαίνουριο κεφάλι μιας ραπτομηχανής, γνωστής μάρκας, μαζί με όλα τα συνοδευτικά εξαρτήματα, πατίδι, ιμάντα, τροχαλία. Γνωστή μάρκα, μα η Στασού δεν την χρειαζόταν, είχε μια γιαπωνέζικη, φτηνή μηχανή, που την πήρε δεκαπέντε λίρες, τη δουλειά της την έκανε. Και δυο τόπια ρούχο. Ένα βαμβακερό καφέ, το άγγιξε και το ένιωσε. Ήταν σκνιφό, δεν θα έκανε ούτε για σώβρακα των αγοριών της. Και το άλλο λινό, όχι σπουδαίας ποιότητας, πολύ σκούρο, μαβί, τι να το κάνει; Ίσως πουκάμισα για τα παιδιά, έτσι μελαχρινά που ήταν θα έδειχναν ακόμα πιο μαύρα, σαν αραπάδες.
Ο Χριστάκης ούτε που καταδέχτηκε να τα κοιτάξει. Λάφυρα είναι, σκέφτηκε κι ένιωσε πολύ άσχημα. Γι’ αυτά πολεμούμε! Καμιά αμφιβολία. Δεν είναι για την ένωση με την Ελλάδα, που πολεμούμε τους Τούρκους. Για να τους κλέψουμε είναι που τους πολεμούμε. Να τους μειώσουμε, να τους λαφυραγωγήσουμε. Γι’ αυτό είναι που τους πολεμούμε!
Δεν παράβλεπε ο έφηβος ότι και οι Τούρκοι δεν ήταν άγιοι κι ότι εκείνοι είχαν κάνει την κακή αρχή, ότι κι εκείνοι λαφυραγώγησαν από τα σπίτια και τα καταστήματα των Ελλήνων, που κατάλαβαν νικητές, πριν δυο μέρες. Κατά κάποιο παράξενο λόγο, όμως, δεν ήθελε κι εκείνους να κρίνει αυστηρά. Το θεωρούσε πολύ φυσικό ένας Τούρκος να είναι κλέφτης και λαφυραγωγός. Οι Έλληνες όμως, όφειλαν να είναι ανώτεροι. Λίγο ρατσιστικό ήταν αυτό, μα δεν το ένιωθε έτσι. Απλά, χωρίς να υποτιμά τους Τούρκους, υπερεκτιμούσε τους Έλληνες.
Δεν κοιμήθηκε καλά εκείνο το βράδυ. Ο πατέρας επέστρεψε αργά, κρατούσε ένα παλιό τουφέκι, ένα μαρτίνι με φθαρμένο υποκόπανο, ποιος ξέρει πόσοι το έπιασαν στα χέρια τους πριν από εκείνον και σε πόσες μάχες κι αψιμαχίες έριξε. Τον υποδέχτηκαν απλά, δεν έτρεξαν κοντά του. Στεναχωρήθηκε η Στασού που δεν του φύλαξε ένα πιάτο φαΐ. Μα ήταν τόσο κουρασμένος που δεν γύρεψε τίποτα. Ούτε ένα ποτήρι νερό. Το πρόσωπό του ήταν σκονισμένο, τα μαλλιά του ανακατεμένα, σαν να είχε περάσει δυνατός άνεμος από πάνω του. Έβγαλε μια χούφτα σφαίρες από την τσέπη του και τις έριξε πάνω στο μεταλλικό γραφείο. Και ξάπλωσε όπως ήταν, ακόμα και τα άρβυλα πήγε και του τα έβγαλε η Στασού ενώ εκείνος βυθιζόταν στον ύπνο.
Πεσμένος ανάσκελα στο στενό, σιδερένιο κρεβάτι του, ο Χριστάκης, άφησε τη σκέψη του να αδειάσει, τίποτα δεν άφησε να μπει και να κυβερνήσει το μυαλό του. Λίγος ύπνος που πήγαινε να τον λυγίσει, έφευγε κι αυτός τρομαγμένος. Λίγο πιο πέρα, πιο λίγο από πέντε χιλιόμετρα, ήταν άλλα παιδιά που δεν κοιμούνταν, κι αυτά τρομαγμένα, μετρούσαν, σίγουρα τις απώλειες, αδύναμα ακόμα και να κλάψουν. Ο ύπνος πολύ λίγα βλέφαρα μπόρεσε να κλείσει εκείνο το βράδυ, σ’ ένα ουρανό μπαρουτοκαπνισμένο, που μύριζε αποκαΐδια και θάνατο. Αυτός ήταν μια περιττή πολυτέλεια.
Σηκώθηκε πολύ νωρίς. Άκουσε τον πατέρα του να κουβεντιάζει με τη μητέρα. Είχαν κι αυτοί σηκωθεί πολύ πρωί. Κουβέντιαζαν πολύ σοβαρά. Ήταν για τα λάφυρα. Ο πατέρας έλεγε ότι είχαν αδειάσει όλα τα τούρκικα μαγαζιά κι ότι όσα τους έστειλαν δεν τα είχε ζητήσει, ούτε που τον ρώτησαν. Τον είδαν που πρόβαλε από την πόρτα και σιώπησε. Στάθηκε κι αυτός σιωπηλός να τους κοιτάζει. Η κουβέντα δεν συνεχίστηκε. Ο Χαμπής είπε όμως για τη μάχη. Οι Τούρκοι πιάστηκαν στον ύπνο, πολύ μικρή αντίσταση πρόβαλαν. Τουλάχιστον στη συνοικία του Μαυραλή, όπου η διμοιρία της Χλώρακας επιτέθηκε. Τους έριξαν μερικούς πυροβολισμούς. Τους έριξαν και χειροβομβίδες. Στις πιο πολλές δεν τράβηξαν την περόνη και δεν εξερράγησαν. Παρ’ όλο που η αντίσταση ήταν μικρή είχαν νεκρούς. Και μετά σκότωσαν κι αυτοί. Υπήρχαν κι αχρείαστοι νεκροί. Αυτό δεν το διευκρίνισε και ο Χριστάκης δεν του έδωσε ιδιαίτερη σημασία.
Έφυγε από το σπίτι, ο Χριστάκης, στο σύλλογο συναντήθηκε με τον Αντρίκο το Κασίνι και τον Γιαννάκη Αρέστη. Τους δυο φίλους του στο δημοτικό, που το γυμνάσιο χώρισε για λίγο τους δρόμους του. Μίλησαν για λίγο, είδαν κάποιους άλλους συνομήλικούς τους να φεύγουν για να επισκεφτούν το πεδίον της μάχης στου Μαυραλή, αποφάσισαν να τους ακολουθήσουν.
Πήγαν με τα ποδήλατα. Τα άφησαν στα Διπλαρκάτζια, έξω από το σπίτι του Χρίστου του κουτσοχέρα και προχώρησαν μέσα από τον χαρουπώνα. Μέχρι το περιτοίχισμα, που εκτεινόταν μέχρι τον Μούτταλλο, δεν είδαν τίποτα που να μαρτυρούσε το πέρασμα της σκληρής μάχης, που δόθηκε την προηγουμένη.
Σαν έφτασαν στο περιτοίχισμα, όμως, η εικόνα άλλαξε. Το πρώτο σπίτι μαρτυρούσε ότι δέχτηκε την πρώτη ορμή της επίθεσης. Τα παράθυρα ήταν κλειστά, η πόρτα μόλις ακράνοικτη, έδειχναν την πλαστή ηρεμία. Γιατί οι τοίχοι ήταν ραντισμένοι με σφαίρες, μικρά σημαδάκια παντού, που τους έκαναν να μοιάζουν με κόσκινο.
Κοιτάξετε, είπε ο Αντρίκος δείχνοντας ψηλά στο μικρό αέτωμα, κάτω από τα κεραμίδια. Εκεί τους κτύπησαν με τη μπαζούκα.
Ήταν μια τρύπα, ο σοβάς είχε σκάσει γύρω για να δείχνει ότι από εκεί μπήκε το βλήμα. Τίποτα άλλο δεν μαρτυρούσε από έξω τι συνέβηκε με την έκρηξη που ακολούθησε μέσα στο σπίτι. Τα παράθυρα έδειχναν, κλειστά όπως ήταν, μια παράξενη ηρεμία, σαν να μη συνέβηκε τίποτα.
Ο Γιαννάκης είδε πρώτος τη φοράδα, που τη μισοέκρυβαν οι αμυγδαλιές με την πλούσια, νέα τους βλάστηση.
Σκοτώθηκε κι αυτή, είπε απλά και στη φωνή του ήταν μεγάλη λύπη.
Ο Γιαννάκης ήταν πραγματικά φιλόζωος, το ήξεραν οι άλλοι. Κι όχι μόνο αγαπούσε τα ζώα μα τα καταλάβαινε κιόλας.
Διάβηκαν το περιτοίχισμα και μπήκαν στην αυλή του σπιτιού. Ήταν κι άλλα σπίτια γύρω, η αυλή ήταν κοινή, σαν χωράφι, φυτεμένη με όμορφες αμυγδαλιές, που ήταν φορτωμένες καρπό και μερικές χαρουπιές, που πέταξαν κι αυτές, παρά την ανομβρία, νέους, θαλερούς βλαστούς.
Ήταν μια όμορφη φοράδα. Αν κι άρχισε να τουμπανιάζει και να φουσκώνει, ήταν φανερό ότι υπήρξε ένα περήφανο άτι, που περιφερόταν ελεύθερο. Κανένας δεν θα είχε καν σκεφτεί να το σχοινίσει στη μεγάλη αυλή. Ήταν πεσμένο και τα πόδια του εκτείνονταν στον ουρανό, σαν να προσπαθούσε εκεί να ταξιδέψει. Νικώντας το θάνατο. Κανένα τραύμα δεν φαινόταν, μα ο λαιμός ήταν καμπυλωμένος, δείχνοντας μια ύστατη προσπάθεια να σταθεί στα πόδια του και τα μάτια ήταν ανοικτά, για να βλέπει, λες, κατάματα εκείνον που το σκότωσε.
Στάθηκαν για λίγο οι τρεις νέοι και κοίταζαν το νεκρό ζώο. Αναποφάσιστοι, να συνεχίσουν ή να στραφούν να φύγουν. Κάποιος, που δεν τον έβλεπαν, τους φώναξε να είναι πολύ προσεκτικοί γιατί υπήρχαν βλήματα που δεν εξερράγησαν. Η φωνή ήρθε από ένα δίπατο σπίτι, που έβλεπε προς τον Μούτταλλο, όπου είχαν ανεβάσει σάκους με άμμο κι έστησαν φυλάκιο.
Γιατί στήσαμε φυλάκιο; αναρωτήθηκε φωνακτά ο Χριστάκης. Δεν παραδόθηκαν οι Τούρκοι; Δεν μπήκε η αστυνομία στην περιοχή τους; Δεν μάζεψαν τα όπλα τους;
Ποιος σου είπε ότι παραδόθηκαν; Σαν να του έκανε επίπληξη ο Αντρίκος. Ούτε τον μισό Μούτταλλο δεν πιάσαμε.
Σιγά που θα μας άφηναν να τους πιάσουμε! παρατήρησε κι ο Γιαννάκης. Δεν το έμαθες ότι η Τουρκία απείλησε να κτυπήσει με τα αεροπλάνα και φοβηθήκαμε και σταματήσαμε; Ο ίδιος ο Κληρίδης ήρθε στην Πάφο και μας υποχρέωσε να διακόψουμε την επίθεση.
Ναι, συμπλήρωσε κι ο Αντρίκος. Τους βοηθούσαν και οι Εγγλέζοι. Αυτοί είναι πάντοτε εναντίον μας. Κάποιοι είπαν ότι στάθηκαν από πάνω μας, με το ελικόπτερο και καθοδηγούσαν τα πυρά των Τούρκων.
Αν είναι έτσι, μουρμούρισε ο Χριστάκης, γιατί δεν τους ρίξαμε το ελικόπτερο;
Βέβαια η επίθεση δεν είχε αποτύχει, οι Τούρκοι περιορίστηκαν να ελέγχουν μια πολύ μικρή περιοχή, οι δρόμοι ελευθερώθηκαν για τους Έλληνες. Ο κόσμος άφηνε απλώς το ένστικτό του να κατατάσσει φίλους κι εχθρούς, σύμμαχους κι ενάντιους. Και οι Εγγλέζοι είχαν από πολύ καιρό πάρει την πιο σημαίνουσα θέση ανάμεσα στους ενάντιους.
Οι σκοτωμένοι είναι από την άλλη μεριά, στο βαθούλωμα!
Ήταν ο Χαμπής, που είχε φύγει πιο μπροστά από εκείνους. Ξεπρόβαλε από το καντούνι και με το χέρι έδειχνε πού βρίσκονταν οι νεκροί. Έμοιαζε να τους παροτρύνει να πάνε κι εκείνοι να δουν. Η φωνή του ήταν αγριεμένη, τα μάτια του έλαμπαν, δεν ήταν εύκολο να καταλάβεις τι ακριβώς εξέφραζαν. Το πρόσωπό του, όμως, δεν ήταν χαρούμενο όπως πάντα. Ήταν αντίθετα, γεροντικά σοβαρό και στα χείλη ένα ελαφρό τρέμουλο έδειχνε την ταραχή του. Στάθηκε για ένα λεπτό μπροστά τους, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι κατάλαβαν τι τους είχε πει. Ήταν λίγο πιο μικρός, μα ήταν πάντα μαζί, στο παιγνίδι όσο ήταν παιδιά, στον σύλλογο και στο γήπεδο τώρα που μεγάλωσαν. Γύρισε μετά και χάθηκε πίσω από το ίδιο καντούνι από όπου είχε προβάλει.
Πάμε κι εμείς να δούμε, είπε ο Αντρίκος.
Μα ο Γιαννάκης διάβαινε ήδη τη μισάνοιχτη πόρτα του εγκαταλειμμένου σπιτιού. Έτσι τον ακολούθησαν και μπήκαν μέσα και οι τρεις μαζί. Έσπρωξαν ελαφρά τη βαριά, ξύλινη πόρτα που υποχώρησε αθόρυβα στους καλολαδωμένους και ρυθμισμένους μεντεσέδες, σημάδι ότι βρίσκονταν σ’ ένα σπίτι που το κατοικούσαν, μέχρι πριν λίγο, άνθρωποι που το φρόντιζαν καλά. Μια οικογένεια, ίσως, με ένα πατέρα που δεν αμελούσε να συντηρεί το σπίτι της οικογένειάς του. Άλλωστε και η στιλάτη πόρτα, με τα διπλά γυαλιά και τη μεταλλική σχάρα, με πολύ καλαίσθητο σχέδιο δυο παγωνιών, το ένα απέναντι από το άλλο, αλλά και τα μεγάλα, φρεσκοβαμμένα παράθυρα, διπλά με τζάμι και περσιάνες, γλυκό, ανοικτό πράσινο από έξω, μπεζ από μέσα, οι κουρτίνες, τα έπιπλα, όλα έδειχναν ότι το σπίτι ανήκε σε κάποιον που δεν ήταν, σίγουρα, φτωχός.
Μπήκαν στον ηλιακό. Απέναντι ήταν μια πόρτα, που πρέπει να οδηγούσε στην τραπεζαρία και την κουζίνα. Στο πλάι άνοιγαν άλλες πόρτες από όπου φαίνονταν κρεβάτια. Εκεί ήταν τα υπνοδωμάτια. Τα κρεβάτια ήταν ξέστρωτα, σημάδι ότι εκεί κοιμήθηκαν άνθρωποι το βράδυ. Ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά, ο Χριστάκης, να φανταστεί εκείνους τους ανθρώπους, άντρας, γυναίκα, μικρά παιδιά, ίσως γέροντες γονείς, σαν το δικό του παππού και γιαγιά, τον Λεωνή και τη Δεσποινού, να φεύγουν τρομαγμένοι να σωθούν. Σίγουρα τους ξύπνησε η έκρηξη από το βλήμα της μπαζούκας, που είχαν δει τα σημάδια από έξω. Μέσα, όμως, δεν είχε γίνει έκρηξη. Πού να πήγε άραγε το βλήμα;
Μπήκαν και οι τρείς στο υπνοδωμάτιο που ήταν στα δεξιά τους. Δυο σιδερένια κρεβάτια ήταν εκεί μπροστά τους, το ένα στρωμένο με όμορφο, πολύχρωμο πάπλωμα, στο άλλο δυο χοντρές, γκρίζες κουβέρτες, ήταν γυρισμένες προς τα πίσω. Τα σεντόνια δεν ήταν πολύ τσαλακωμένα, κάποιος έγειρε για λίγο εκεί, κάποιος φρουρός, ίσως, μα δεν πρόλαβε καν να κοιμηθεί.
Δυο μαξιλάρια, με κεντητό στο χέρι μαξιλαρόντυμα, τράβηξαν την προσοχή του Χριστάκη. Το ένα, το από μέσα, δεν είχε χρησιμοποιηθεί, αυτό που ήταν προς το μέρος του ήταν ελαφρά βαθουλωμένο. Κάποιος απίθωσε εκεί το κεφάλι, ποιος ξέρει μετά από πόσες ώρες αγρύπνιας, να ξεκουράσει λίγο τα μάτια και το ταλαιπωρημένο μυαλό του.
Ασυναίσθητα, ανασήκωσε εκείνο το μαξιλάρι. Από κάτω ήταν ένα μάτσο χαρτονομίσματα. Είδε απ’ έξω ένα πεντόλιρο, θα ήταν πολλά λεφτά. Άπλωσε το χέρι και τα πήρε. Ούτε που δίστασε, ούτε που έκανε δεύτερη σκέψη.
Βρήκα λεφτά, φώναξε και οι άλλοι έτρεξαν δίπλα του.
Τα άνοιξε. Δεν ήταν πολλά, τελικά. Γιατί κάτω από το μοναδικό πεντόλιρο, ήταν μόνο λίρες. Τα μέτρησε. Δεκατέσσερις λίρες. Όσα χρωστούσε για τα δίδακτρα του σχολείου.
Δεν ένιωσε καμιά αναστολή, τίποτα δεν του φώναξε ότι ήταν άδικα λεφτά, που δεν έπρεπε να τα αγγίξει. Έδωσε τρεις λίρες στον Γιαννάκη, δυο στον Αντρίκο και τα άλλα τα έβαλε στην τσέπη του. Και μετά βάλθηκε να ψάχνει να βρει κι άλλα. Δεν βρήκε. Πήρε όμως κάτι μικροσκοπικά, παράξενα κέρματα, δεν κατάλαβε ποιας χώρας ήταν, για τη συλλογή του κι ένα αστυνομικό ρόπαλο που κρεμόταν πίσω από την πόρτα της εισόδου.
Εδώ είναι το βλήμα της μπαζούκας, άκουσε τον Γιαννάκη να φωνάζει. Δεν εξερράγη, κάθεται πάνω στο κρεβάτι. Γρήγορα έξω!
Κι αυτό έκαναν. Ένα βλήμα που δεν εξερράγη, δεν είναι παίξε γέλασε. Βγήκαν τρέχοντας έξω. Στάθηκαν για λίγο στην αυλή, κάτω από την αμυγδαλιά, λίγο πιο πέρα από τη νεκρή φοράδα. Ακούστηκε ένας μακρινός πυροβολισμός. Τον ακολούθησε σε ένα λεπτό μια ριπή.
Ο πυροβολισμός ήταν από τους Τούρκους, είπε ο Γιαννάκης. Η ριπή από τους δικούς μας. Πάμε να φύγουμε, εδώ είναι επικίνδυνα.
Ο Αντρίκος, όμως, ήθελε να δει τους νεκρούς Τούρκους που τους είχε πει ο Χαμπής. Ο ήλιος ανέβαινε, άνοιξη ήταν, μα η αύρα της έλειπε. Ίσως γιατί η φύση χρειάζεται τους θαυμαστές της για ν’ αποδείξει την ύπαρξή της. Χωρίς θαυμαστές είναι σαν να μην υπάρχει.
Έχετε προσέξει που δεν πετούν πουλιά; παρατήρησε ο Γιαννάκης.
Σήκωσαν το κεφάλι να δουν στον αέρα, αφουγκράστηκαν ν’ ακούσουν μέσα στα φυλλώματα των δέντρων. Πραγματικά δεν φαίνονταν πουλιά, ούτε ακούονταν. Ανάμεσα στους ανθισμένους ασφοδέλους δεν φτεροκοπούσαν αλάγια από σγαρτίλια και σπίνους, όπως κάθε άνοιξη. Ακόμα και στρουθιά δεν κουτσοπετούσαν για να δώσουν τη δική τους άτσαλη, μα χαρούμενη παρουσία.
Ούτε κοράκι, ούτε καρακάξα, είπε ξανά ο Γιαννάκης. Ακόμα και στα νεκροταφεία θα βρεις πουλιά. Από εδώ έχουν φύγει.
Σκυθρωποί και οι τρεις, περπάτησαν για λίγο. Πέρασαν από μια βεράντα, μπροστά από μια ανοικτή πόρτα. Μια λίμνη από αίμα, μισοξεραμένο, ήταν απλωμένη στη βεράντα, ένα μικρό ρυάκι είχε δημιουργηθεί και χανόταν μέσα από την ανοικτή πόρτα. Αριστερά ήταν ψηλές φραγκοσυκιές και λίγο δεξιά μια κορομηλιά, που έβγαζε τους πρώτους της ανθούς. Μοσχομυρισμένους.
Εδώ σκοτώθηκε κάποιος, μουρμούρισε ο Αντρίκος και σκυθρώπιασε.
Το μισοξεραμένο αίμα, ήταν η μοναδική απόδειξη ότι από εκεί πέρασε η μάχη. Κάποιος αντιστάθηκε κι έπεσε πολεμώντας. Νέος ή λιγότερο νέος τι σημασία μπορεί να έχει; αναρωτήθηκε ο Χριστάκης κι έμενε εκεί ακίνητος, ενώ οι φίλοι του είχαν ξεκινήσει και χάνονταν πίσω από το σπίτι.
Τον φώναξαν και τους ακολούθησε, κοιτάζοντας χάμω, χωρίς να καταλαβαίνει αν στο χώμα έψαχνε για απαντήσεις. Από εδώ πέρασε η μάχη. Κι ο θάνατος. Ο θάνατος του παλληκαριού; Ή μήπως ακόμα ένα θύμα του παραλογισμού. Όσο τα σημάδια πύκνωναν, τόσο πιο άσχημα ένιωθε. Αν δεν ντρεπόταν να τον πουν δειλό, θα έφευγε. Θα έστρεφε τα βήματά του προς τα πίσω και θα τα έσερνε όσο πιο μακριά μπορούσε από αυτό το πεδίον του θανάτου. Και τώρα πού πήγαιναν; Πήγαιναν να δουν τους σκοτωμένους Τούρκους, για να καταλάβουν τι; Αν ήταν διαφορετικοί στο θάνατο; Να υπάρχει άραγε δυο λογιών θάνατος; Ένας για τους δικούς μας κι άλλος για τους εχθρούς; Σκέφτηκε άλλες, μακρινές εποχές. Είναι παράξενο πόσο λίγο χρόνο χρειάζεται ο λογισμός για να ταξιδέψει σε χίλιους τόπους. Είδε με τη φαντασία του τη μάχη γύρω από τον νεκρό Πάτροκλο. Που ο Έκτορας του είχε πάρει την πανοπλία, μετά που τον σκότωσε. Την πανοπλία του Αχιλλέα, που ο ήρωας δανείστηκε. Είδε τους Τρώες να τον διεκδικούν για να κόψουν το κεφάλι του και να το καρφώσουν στα ψηλά τείχη. Άλλες εποχές, άγριοι άνθρωποι, που γεύονταν με ευχαρίστηση το αίμα και τον θάνατο του αντιπάλου τους. Που τον σκύλευαν και τον χλεύαζαν γιατί νικήθηκε. Τώρα τα πράγματα δεν ήταν έτσι. Ή μήπως ήταν;
Νάτους, εκεί είναι, φώναξε ο Αντρίκος που πήγαινε μπροστά. Βλέπω έξι.
Στάθηκαν ακίνητοι οι τρεις νέοι. Ξαφνιασμένοι αν και βρήκαν αυτό που αναζητούσαν. Ο Χριστάκης είχε πολλές φορές μετρήσει τον θάνατο. Σε γέροντες, που εγκατέλειψαν τη ζωή πλήρεις ημερών, εκεί που ο θάνατος μπορεί να έγινε δεκτός, να ήταν αναμενόμενος. Σε λιγότερο γέρους που έφυγαν απρόσμενα από την αδυναμία της φύσης τους κι άφησαν πίσω τους παιδιά και γυναίκα να τους κλαίνε και να τους αποζητούν. Σε νέους που κακιά ώρα κι αρρώστια τους κλάδεψαν. Δεν ήταν άπειρος μπροστά στον θάνατο. Τον είχε βέβαια, συγκλονίσει ο θάνατος του Φύτου και του Πολεμίτη, τον καιρό του Αγώνα και του Κλεόπα, λίγο αργότερα. Θάνατος που είχε έλθει βίαια και στέρησε τη ζωή σε νέους ανθρώπους. Τους είχε δει την ώρα που τους κατέβαζαν στον τάφο. Ντυμένους στα καλά τους, σαν να κρατούσαν ακόμα μια νότα που τους συνέδεε με τη ζωή που εγκατέλειπαν.
Μα τώρα ένιωσε διαφορετικά. Τα αισθήματά του ήταν σαν να αποκοιμήθηκαν, δεν ένιωσε τίποτα να του σφίγγει την καρδιά, το στομάχι του ήταν ήσυχο, τα χέρια του δεν έτρεμαν. Δεν λυπόταν καν. Ένα συναίσθημα ουδετερότητας σκέπασε την σκέψη του. Τους σκότωσαν! Κι αυτός και οι φίλοι του παρακολουθούσαν αυτή τη στιγμή σαν να ήταν μπροστά σε κινηματογραφική οθόνη.
Μα μόνο για λίγο. Τόσο λίγο όσο η διαφορά της αιωνιότητας από μια στιγμή στο χρόνο. Τα αισθήματα επέστρεψαν αργά. Τον πλημμύρισαν με τον ήρεμο ρυθμό του νερού που κυλά σε αυλάκι που δεν είναι κατηφορικό. Λύπη στην αρχή. Με λίγη καθυστέρηση. Για να συνηθίσει μήπως; Για να βεβαιωθεί; Ότι εκείνοι οι έξι, έτσι είπε ο Αντρίκος, ο ίδιος δεν τους μέτρησε, ήταν πραγματικά νεκροί; Ποτέ, στη μετέπειτα ζωή του, αν και η εικόνα ήταν πάντα σε πρώτη θέση στη μνήμη του, δεν μπόρεσε να εξηγήσει το αρχικό κενό και ύστερα την ήρεμη, συναισθηματική έξαρση που ακολούθησε μπροστά στο θέαμα.
Η πέτρα, επίπεδη σε μεγάλη έκταση, με λίγα, μικρά συσσωρεύματα από χώμα, όπου βλάσταιναν ασφόδελοι και χαμηλό χορτάρι, είχε εκεί, σ’ εκείνη την άκρη, κοπεί από αρχαίους πετροκόπους. Για να κτιστούν τα σπίτια της περιοχής, το πιο πιθανόν. Είχε δημιουργηθεί, έτσι, ένα βαθούλωμα, αρκετά εκτεταμένο, τα χαλίκια, απομεινάρια από το κόψιμο της σκληρής πέτρας, σκεπάστηκαν στο πέρασμα του χρόνου από χώμα που ο άνεμος μετάφερε σαν σκόνη, περιφερικά βλάστησαν αναθρήκες, το φυτό από όπου ο Προμηθέας πήρε τον στήμονα για να κρύψει τη φωτιά, που έκλεψε από τον Ήφαιστο, για να τη μεταφέρει μυστικά στους ανθρώπους. Αυτές οι αναθρήκες δεν είχαν ακόμα πετάξει μίσχο κι άνθος κι έμεναν χθαμαλές και κιτρινισμένες από την ανομβρία. Όμως συνέθεταν το σκηνικό μιας φύσης που δεχόταν στο φτωχικό χώμα, ανθρώπινο αίμα. Το αίμα ανθρώπων που δεν έμοιαζαν ικανοί να κάνουν κακό σε κανένα.
Το σκηνικό ήταν θλιβερό, έφερε στο νου του Χριστάκη συναισθήματα που γίνονταν όλο και πιο ορμητικά κι ας κατάφερνε να τα κρατά, ακόμα, σε ήρεμη έξαρση.
Πισώπλατα τους σκότωσαν, είπε ο Γιαννάκης και η φωνή του μόλις ακουόταν, σαν να προσπαθούσε να μην ακουστεί. Κοιτάξετε τις σφαίρες, τις τρύπες από τις σφαίρες στα σακάκια τους. Εκεί είναι η είσοδος. Από εκεί που βγαίνει η σφαίρα φαίνεται πολύ πιο μεγάλη τρύπα.
Ούτε ο Αντρίκος, ούτε ο Χριστάκης, σχολίασαν την παρατήρηση του Γιαννάκη. Προς τι άλλωστε; Δεν είχαν καμιά αμφιβολία ότι στέκονταν μπροστά σε μια εκτέλεση εν ψυχρώ. Ένιωθαν ενοχή. Σαν να συμμετείχαν και οι ίδιοι σ’ αυτό που έγινε.
Πάμε να φύγουμε, είπε ο Αντρίκος.
Πήρε τον δρόμο, μαζί με τον Γιαννάκη, προς το σπίτι που είχαν πριν λίγο παρακάμψει. Είδαν κάποιους να κινούνται εκεί. Σίγουρα ήρθαν για ν’ αντικαταστήσουν τους νυκτερινούς στο φυλάκιο. Το βίαιο σφύριγμα μιας σφαίρας, που πέρασε από πάνω τους, τους έκανε ασυναίσθητα να σκύψουν. Ακολούθησε ο κρότος του πυροβολισμού. Ένα μοναχικό όπλο, στα χέρια ενός Τούρκου, από κοντινή απόσταση, σκέφτηκε ο Χριστάκης. Πρέπει να προσέχουμε, να έχουμε κάλυψη. Και ύστερα, σε μερικά μόνο λεπτά είδε τη σκηνή που μαρτυρούσε την τραγικότητα ενός κόσμου, που στο πέρασμα των αιώνων, το μόνο που έμαθε ήταν πώς να σκοτώνει το ίδιο του το είδος, με τρόπους πιο αποτελεσματικούς.
Ήταν έξι Τούρκοι. Όλοι μεσήλικες, πάνω από πενήντα. Ντυμένοι κανονικά, σημάδι ότι δεν ξύπνησαν με την επίθεση των Ελλήνων. Σίγουρα αντιστάθηκαν λίγο. Δεν ήξεραν από όπλα, απόδειξη ότι έριχναν χειροβομβίδες χωρίς να αφαιρέσουν την περόνη ασφαλείας. Στη βιασύνη και τον πανικό, ίσως, το πιο πιθανόν γιατί ποτέ δεν έριξαν μια χειροβομβίδα, ούτε ένιωσαν την έκρηξή της σε μια άσκηση. Πλήρωσαν για την αντίσταση που προέβαλαν. Με την ίδια τους τη ζωή. Είχαν άραγε, ποτέ, φανταστεί τον εαυτό τους μπροστά στο ψυχρό, εκτελεστικό απόσπασμα; Ανίκανοι κι αδύναμοι πια ν’ αντισταθούν; Να δέχονται τον θάνατο του ηττημένου; Είχαν άραγε ποτέ φανταστεί τη ζωή τους στα μανιασμένα ακροδάχτυλα του βίαιου θανάτου; Αυτά, σε λίγες μόνο χρονικές στιγμές, γέμισαν τη σκέψη του Χριστάκη. Είχε διαβάσει το ΟΥΔΕΝ ΝΕΩΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΟ ΔΥΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ και για ένα δευτερόλεπτο ένιωσε ότι ζούσε μια από εκείνες τις στιγμές που ο Γερμανός συγγραφέας, τόσο γλαφυρά αλλά και σκληρά περιέγραφε.
Οι Τούρκοι ήταν πεσμένοι στο πλευρό, το πρόσωπό τους έβλεπε προς την αντίθετη πλευρά, δεν μπορούσε να το δει. Εκτός από ένα. Ο μόνος ξαπλωμένος ανάσκελα, μετρούσε ένα καθάριο, ανοιξιάτικο ουρανό, που γινόταν όλο και πιο λαμπρός όσο η μέρα ανέβαινε. Και ήταν εκείνο το πρόσωπο ήσυχο, τα μάτια κλειστά. Καλά είχαν πει ότι ο θάνατος είναι αδερφός του ύπνου. Του θεϊκού ύπνου, ενός Παντοκράτορα που αναπαύεται στη μακαριότητά του. Κι ας μην το χρειάζεται.
Οι Τούρκοι έγειραν κι έπεσαν προς την ίδια κατεύθυνση. Προς τον νότο. Με ένα αίσθημα τραγικής ειρωνείας, άφησε ένα πικρό χαμόγελο να σχηματιστεί στο πρόσωπό του. Τουλάχιστον πέθαναν κοιτάζοντας εκεί που ο Θεός τους, τους ήθελε.
Έγειραν κι έπεσαν στη σειρά, ένας-ένας, στη σειρά, προφανώς όπως τους είχαν στήσει εκείνοι που τους εκτέλεσαν. Ένιωσε συμπόνια. Για λίγο ή για πιο πολύ από το λίγο, τους άφησαν να καταλάβουν τι τους περίμενε, αναπόφευκτα. Ένιωσε τον τρομαγμένο κτύπο της καρδιάς τους. Άνθρωποι σαν κι εκείνον ήταν. Δεν μπορεί να μην φοβούνταν. Κι όμως ένιωθε την ίδια ώρα και τη γαλήνη που ερχόταν από τη σκηνή του θανάτου. Εκείνοι είχαν πια φύγει. Δεν θα είχαν να προσμένουν πια τον θάνατο. Ήρεμοι, γερμένοι στο πλευρό ήταν σαν να περιγελούσαν εκείνους που έμεναν πίσω, περιμένοντας τη σειρά τους.
Ένας από τους νεκρούς είχε ψηλώσει το χέρι, σε μια ατέλειωτη στο διηνεκές, λες, κίνηση. Ήταν συμβολισμός; Η παλάμη ήταν ανοικτή, σαν να είχε μόλις αφήσει κάτι να της ξεφύγει και να πέσει στο χώμα. Ήταν άραγε κίνηση ικεσίας; Όχι βέβαια προς τους εκτελεστές. Προς μια δύναμη άλλη, ίσως, αυτή που κυβερνά τα πάντα κι ας νομίζουν οι άνθρωποι, σε κάποιες στιγμές έξαρσης, ότι αυτοί είναι οι παντοδύναμοι. Και το κεφάλι ακουμπούσε στον βραχίονα, σίγουρα το πηγούνι θ’ ανασηκωνόταν ελαφρά σε μια κίνηση περιφρόνησης, προς όλα όσα, μάταια και χωρίς δόξα έμεναν πίσω.
Τα είδε όλα. Σ’ εκείνα τα δυο λεπτά που έμεινε μόνος. Στο συναπάντημα με τον θάνατο. Τον θάνατο τους άλλους. Αυτός θεατής, αιώνιος θεατής, της ανθρώπινης πραγματικότητας, μέρος, το ήθελε ή όχι, αυτής της πραγματικότητας. Ήταν εκείνοι οι νεκροί ήρωες; Ήταν εκείνοι οι άνθρωποι θύματα; Κοινωνικό ερώτημα ή πατριωτικό; Εθνικιστικό ή μια υπερβολή της δεδομένης στιγμής; Ήταν ο θάνατος, που εκείνοι οι απλοί άνθρωποι ονειρεύτηκαν; Για να αφήσουν το όνομά τους πίσω, χαραγμένο σ’ ένα μάρμαρο; Ή ήταν η απόδειξη της υπερβολής, της βίας, της κακίας του ανθρώπου που σκοτώνει το είδος του, σ’ όλους τους διάδρομους της ιστορίας και ύστερα αναρωτιέται στην αιωνιότητα και ψάχνει να βρει γιατί το κάνει;
Κι επειδή ο άνθρωπος μέσα από μηχανισμούς δυσκολονόητους, βρίσκει τρόπους για να παροχετεύει προς τα έξω τη λύπη και την αποστροφή του, πιέζοντας, συνήθως σε κάποια σημεία της συναισθηματικότητάς του, έτσι κι Χριστάκης αποτύπωσε ένα μέρος της σκηνής και το παροχέτεψε στη δική του, παράλληλη πραγματικότητα. Και το κράτησε για πάντα για να το πιέζει, κάθε φορά που στην ανάμνησή του θα ερχόταν εκείνη η αχρείαστη, εν ψυχρώ εκτέλεση, να το πιέζει και κάνοντας πιο έντονο τον πόνο, χορταίνοντας τον πόνο, να τον υποχρεώνει να γίνεται μετά, πιο υποφερτός. Τον πόνο και την ντροπή!
Ο τελευταίος στη σειρά, νεκρός Τούρκος, στα δεξιά του, φορούσε ένα σακάκι, σίγουρα πολυφορεμένο, τριμμένο, λιγάκι λιγδιασμένο, ίσως από τα λάδια ενός όπλου, που αδέξια ο Τούρκος προσπάθησε να συντηρήσει. Τρεις με τέσσερις τρύπες, ποτέ δεν θα ήταν σίγουρος πόσες ακριβώς ήταν, και ξεφτίδια γύρω από την κάθε τρύπα, σημάδια της βίαιης εισόδου της σφαίρας, διακρίνονταν καθαρά στην πλάτη. Κι αυτό το σακάκι ήταν φτιαγμένο από κυπριακό κασμίρι. Πολύ χαρακτηριστικό, μπορούσε ο καθένας να το ξεχωρίσει. Ο καθένας που έζησε την παθητική αντίσταση εναντίον τους Εγγλέζους τον καιρό του Αγώνα. Τότε που το σύνθημα που δόθηκε από την ΕΟΚΑ ήταν μην αγοράζετε τίποτα το εγγλέζικο. Παίρνετε κυπριακά και μόνο προϊόντα. Και ρούχα της κυπριακής κλωστοϋφαντουργίας. Μην αγοράζετε ποπλίνες και τσίτια και κασμίρια αγγλικής κατασκευής. Να προτιμάτε κυπριακές αλατζάδες και κασμίρια.
Ο πατέρας του Χριστάκη, όπως και χιλιάδες άλλοι Κύπριοι, Έλληνες και Τούρκοι, έραψαν και φορούσαν αυτό το πολύ χαρακτηριστικό σακάκι. Κι όπως κοίταζε τον νεκρό Τούρκο, φαντάστηκε τον πατέρα του, ήταν και στην ίδια ηλικία και πολλά άλλα ήταν μοιαστά. Και γιατί όχι; Πόσο απίθανο ήταν εκεί, στην πόζα θανάτου, να ήταν ο δικός του πατέρας;
Με σκυφτό κεφάλι, κίνησε να βρει τους φίλους του. Δυο σφαίρες, που άφησαν τον χαρακτηριστικό συριγμό τους στον αέρα, δεν του έκαναν καμιά εντύπωση, ούτε έσκυψε ενστιχτώδικα, να προφυλαχτεί. Στη μνήμη του είχε καταχωρηθεί εκείνο, που ανεξίτηλο θα τον προβλημάτιζε για όλη του τη ζωή.
Πέρασε από τη βεράντα του σπιτιού όπου είχε σκοτωθεί ο Τούρκος. Κοντοστάθηκε για λίγο και κοίταξε το αίμα που το στέγνωνε ο ήλιος κι ο αέρας.
Ήταν παλληκάρι, έπεσε πραγματικά μαχόμενος.
Σήκωσε το κεφάλι. Ήταν ο Αντωνής, ο ξάδερφός του. Στεκόταν απέναντί του, στο άνοιγμα δυο σπιτιών. Δεν τον είχε ακούσει να έρχεται, ούτε κι αναρωτήθηκε τι έκανε εκεί πέρα. Του απάντησε όμως:
Ήρθα να αλλάξω τους άλλους στο φυλάκιο από πάνω. Έδειξε το σπίτι στα αριστερά του. Εδώ είχαν οι Τούρκοι φυλάκιο, συνέχισε, τώρα το πήραμε εμείς. Οι υπόλοιποι πήγαν μπροστά, πάω να τους φτάσω. Εκεί που στέκεσαι, σκοτώθηκε χτες ο δασοφύλακας. Ένας Τούρκος νέος, ψηλός, όμορφος. Φορούσε τη στολή του δασοφύλακα και οι δικοί μας τον πήραν για αξιωματικό της ΤΟΥΡΔΥΚ. Μας λένε τόσα πολλά, παντού βλέπουμε αξιωματικούς της ΤΟΥΡΔΥΚ. Οι άλλοι έφυγαν τρέχοντας, αυτός τους κάλυπτε, βγήκε τελευταίος. Κρατούσε ένα πολυβόλο μπρεν και μας έριχνε. Υποχωρούσε κι έριχνε. Παλικάρι σωστό. Όταν η σφαιροθήκη άδειασε, πάνω στην αλλαγή, τον σκότωσαν οι δικοί μας με μια χειροβομβίδα.
Τον κοίταζε έντονα ο Χριστάκης, κατάλαβε την ερώτηση.
Όχι, δεν έριξα εγώ τη χειροβομβίδα, είπε κουνώντας το κεφάλι. Δεν ήμουν καν εδώ. Άλλοι μου τα είπαν. Ήρθαν σήμερα οι Εγγλέζοι της ειρηνευτικής δύναμης και τον πήραν. Πήραν και τους άλλους τρεις που σκοτώθηκαν την ώρα της μάχης, πάνω στο ανάχωμα. Είδες τους άλλους Τούρκους που σκοτώσαμε;
Ο Αντωνής μιλούσε σαν να ήταν ο ίδιος συμμέτοχος σε όλα τα γεγονότα. Μα ο Χριστάκης καταλάβαινε ότι αυτός ήταν ο τρόπος του να επικρίνει και ν’ αποδοκιμάζει, θεωρώντας ότι όλοι κι ο καθένας ξεχωριστά, ήταν υπεύθυνοι και υπόλογοι για ό,τι είχε γίνει. Στην αντρειοσύνη και στη ντροπή. Τον πλησίασε και τον κοίταξε έντονα στα μάτια.
Οι άλλοι, που σκοτώσαμε, είναι ακόμα εκεί. Τους είδαν οι Εγγλέζοι, μα δεν τους σήκωσαν. Ξέρεις γιατί;
Κούνησε το κεφάλι. Δεν ήξερε, ούτε μπορούσε να φανταστεί σκοπιμότητα να μαζευτούν οι νεκροί της μάχης ή να μείνουν εκεί να τουμπανιάσουν, κάτω από τον ανελέητο ήλιο. Ο Αντωνής κόμπιαζε, ήταν φανερά στεναχωρημένος.
Ανάμεσά τους είναι κι ο Σαλίχης, είπε τελικά. Τον είδες;
Δεν ξέρω αν τον είδα, δεν πήγα πολύ κοντά. Ποιος είναι ο Σαλίχης;
Ο Σαλίχης από τη Λέμπα. Αυτός ήταν παραπάνω Έλληνας από εμάς. Τον ξέρεις, σίγουρα. Περνούσε κάθε μέρα από τη Χλώρακα, με το γαϊδούρι του φορτωμένο ζαρζαβατικά. Τα πήγαινε στην αγορά, στο Κτήμα.
Έσκυψε το κεφάλι, φανερά λυπημένος. Θυμήθηκε τον Σαλίχη ο Χριστάκης. Τον είχε πολλές φορές συναντήσει, αυτός με το ποδήλατο πήγαινε στο σχολείο, εκείνος πότε καθισμένος στο γαϊδούρι του, πότε τραβώντας το από το σχοινί, φορτωμένο αγγούρια, ντομάτες, πατάτες, λάχανα, μαρούλια, ανάλογα με την εποχή. Πάντοτε καλοπροαίρετος και γελαστός, πάντοτε εκείνος έλεγε καλημέρα. Και του απαντούσε σαν να ήταν δικός του άνθρωπος, άλλωστε όλοι έτσι ένιωθαν. Και τώρα τον σκότωσαν. Εν ψυχρώ και πισώπλατα, τον εκτέλεσαν!
Γιατί τον σκότωσαν; ρώτησε με τρεμάμενη φωνή.
Δεν ήταν σωστό αυτό που κάναμε, απάντησε περίλυπος ο Αντωνής. Αυτοί οι Τούρκοι παραδόθηκαν, έπρεπε να τους σεβαστούμε.
Μιλούσε και πάλι σαν να ήταν εκεί, παρών κι ο ίδιος. Θεώρησε ότι όφειλε να το διευκρινίσει.
Όσο κι αν δεν ήμουν κι εγώ εκεί, είπε κατηγορηματικά, ευθύνομαι το ίδιο με εκείνους του το έκαναν. Κι όταν έρθει η ώρα της εξαργύρωσης, κανένας δεν θα ψάξει να βρει ποιοι το έκαναν. Γιατί θα ξέρει τους ηθικούς αυτουργούς. Και είμαστε όλοι μας ηθικοί αυτουργοί.
Τόλμησε ο Χριστάκης να ρωτήσει ποιοι το έκαναν. Μα δεν του απάντησε. Γύρισε και προχώρησε προς την είσοδο του φυλακίου, που βρισκόταν από την άλλη μεριά του δίπατου σπιτιού. Ο Χριστάκης τον ακολούθησε. Μια ξύλινη σκάλα ήταν στερεωμένη στο μπαλκόνι, όπου είχαν τοποθετηθεί σακιά από άμμο και πάνω από τα σακιά ήταν ένα μπρεν που σκόπευε κατά της τουρκικής συνοικίας. Όση απόμεινε στα χέρια των Τούρκων. Το ελαφρό πολυβόλο χειριζόταν ο Αντρέας ο Καύκαρος, τους είδε και τους κάλεσε να ανέβουν.
Πρώτος άρχισε να ανεβαίνει ο Αντωνής, ο Χριστάκης τον ακολούθησε. Ξαφνικά ακούστηκε το πλάφ της σφαίρας κι ακολούθησε ο κρότος του πυροβολισμού. Από ένα σημείο του πλευρινού ξύλου της σκάλας ξεσηκώθηκε σκόνη. Κάπου, μεταξύ του κεφαλιού του Χριστάκη και των ποδιών του Αντωνή.
Μας βάλλουν, φώναξε ο Αντρέας ο Καύκαρος, προφυλακτείτε!
Ο Αντωνής, μ’ ένα σάλτο βρέθηκε στο μπαλκόνι και καλύφτηκε πίσω από τους σάκους με τον άμμο. Ο Χριστάκης κατρακύλησε κάτω και καλύφτηκε πίσω από ένα χαμηλό τοιχαράκι. Άκουσε τη ριπή του πολυβόλου από πάνω, μερικοί άδειοι κάλυκες από τις σφαίρες που έφυγαν, έπεσαν γύρω του. Και μετά σιγή κι από τις δυο πλευρές. Άπλωσε το χέρι και πήρε ένα από τους αδειανούς κάλυκες, που είχε πέσει πολύ κοντά του. Ήταν ακόμα καυτός. Θα τον κρατήσω, είπε για να θυμάμαι ότι πέρασα κάποτε από εδώ. Δεν πήρα μέρος στη μάχη, μα μια σφαίρα καρφώθηκε μόλις ένα πόδι πάνω από το κεφάλι μου.
Εκείνη τη στιγμή έφτασαν τρέχοντας και ο Γιαννάκης με τον Αντρικο και ρωτούσαν τι έγινε. Τους είπε.
Σκοτώσαμε κι άλλους Tούρκους εν ψυχρώ, είπε ο Αντρίκος και στη φωνή του ήταν αποδοκιμασία και φρίκη. Να, εδώ πιο κάτω τους είδαμε.
Τρεις σε ένα τόπο, άλλοι τρεις σε διαφορετικό τόπο, συμπλήρωσε ο Γιαννάκης. Όλοι ηλικιωμένοι. Οι νέοι έφυγαν ή υπηρετούσαν αλλού. Φαίνεται ότι αυτοί παραδόθηκαν, τους έβαλαν μπροστά για να παραδοθούν και οι άλλοι, μα τα σπίτια ήταν ήδη άδεια. Κι αυτούς τους σκότωσαν. Πισώπλατα, όπως και τους άλλους που είδαμε στην αρχή.
Ήρθαν και οι Eγγλέζοι, είπε ο Χριστάκης. Tους είδαν μα δεν τους πήραν. Ενώ μάζεψαν άλλους τέσσερις, που σκοτώθηκαν στη μάχη.
Οι Eγγλέζοι είναι πούστηδες, παρατήρησε έντονα ο Αντρίκος. Είναι σίγουρο ότι υποστηρίζουν τους Tούρκους.
Και γιατί να υποστηρίζουν εμάς; αναρωτήθηκε ο Γιαννάκης. Δεν τους πήραν γιατί τους σκοτώσαμε εν ψυχρώ. Έτσι γίνεται. Αυτό είναι έγκλημα πολέμου. Το ξέρεις πόσο εύκολα σκοτώνεις γέροντες και βιάζεις γυναίκες; Που δεν μπορούν να σου αντισταθούν;
Μα έτσι είναι ο πόλεμος, πήγε να εναντιωθεί ο Χριστάκης.
Μα ο Γιαννάκης έγινε έξω φρενών. Δεν μπορούσε να συγκρατηθεί.
Σκότωσαν δώδεκα γέροντες! φώναξε. Το καταλαβαίνεις; Δώδεκα άοπλους άντρες. Πισώπλατα, εν ψυχρώ. Και μετά είναι πούστηδες οι Εγγλέζοι! Ένα σας λέω. Εμείς είμαστε τα πουστόπαιδα και θα κάνουμε κι από πάνω τους ήρωες και θα περηφανευόμαστε κιόλας.
Κάθισε στο χαμηλό περιτοίχισμα, έσκυψε και κοίταζε το χώμα. Και οι τρεις τους ένιωθαν ντροπή κι αποτροπιασμό. Δεν είχαν τίποτα άλλο να κάνουν εκεί. Δεν είχαν τίποτα άλλο να μάθουν. Τα αισθήματά τους είχαν κορεστεί. Έφυγαν αμίλητοι, χωρίς έκφραση στο νεανικό τους πρόσωπο.
Μετά από λίγο, οι τρεις νέοι βρέθηκαν να κάθονται στα σκαλοπάτια της εκκλησιάς και να προσπαθούν να ανασυντάξουν τα αισθήματά τους.
Εγώ δεν είδα τους έξι νεκρούς, που λέτε ότι εσείς είδατε, έλεγε ο Χριστάκης. Δεν είμαι σίγουρος, ποτέ δεν θα είμαι, ότι οι δικοί μας σκότωσαν τόσους ανθρώπους, τους άξιζε ή όχι.
Κάγχασε ο Αντρίκος.
Κι αυτοί που δεν είδαν κι αυτοί που δεν άκουσαν από αυτόπτες μάρτυρες κι αυτοί, εννοώ όλοι οι άλλοι που δεν πήγαν εκεί, δεν θα πιστέψουν ποτέ.
Έλαμπαν τα μάτια του Αντρίκου και μιλούσε σαν να αγόρευε, σαν να ήθελε απλώς να πείσει, σαν να μην τον ένοιαζε ο καθένας τι θα έλεγε. Αυτός είχε δει και δεν χρειαζόταν άλλους να του πουν, δεν ήθελε από άλλους να ακούσει. Κι όμως ήξερε πολύ καλά ότι η υπερβολή ήταν πάντα η σίγουρη συνοδός σε όσα λέγονταν από τους ανθρώπους. Γιατί, λοιπόν, να μην θεωρούν, όσοι τον άκουαν, ότι κι εκείνος κατάφευγε στην υπερβολή, για να εντυπωσιάσει, έστω κι άθελά του;
Κι όμως, συνέχισε, λιγότερο έντονα τώρα, ακούσαμε κι άλλα, που ίσως δεν θα θέλαμε να πιστέψουμε. Ένας από τους νεκρούς Τούρκους, που κτυπήθηκε άσχημα από χειροβομβίδα, ήταν ακόμα ζωντανός όταν τον πλησίασαν οι δικοί μας. Είδε τον…. σταμάτησε πριν πει το όνομα, ποτέ δεν το είπε, που τον ήξερε και τον φώναξε με το όνομά του. Του ζήτησε λίγο νερό κι αυτός, τον κατούρησε στο κεφάλι και του φώναξε: να τι σου αξίζει, που θα σου δώσω νερό!
Τον κοίταξε με φρίκη, ο Χριστάκης. Αυτό κι αν ήταν υπερβολή, σκεφτόταν. Μα ο Αντρίκος ήταν ανελέητος. Αφού σιώπησε για λίγο, με την ίδια πάντα λάμψη αποδοκιμασίας να τρεμοπαίζει στα γκριζογάλανα μάτια του, έσκυψε και κοίταξε το μαρμάρινο σκαλοπάτι και συνέχισε με τρεμουλιαστή φωνή.
Εκεί στου Μαυραλή, ο…. πάλι έκοψε το όνομα, βίασε μια γυναίκα!
Ο Χριστάκης αναπήδησε και στάθηκε όρθιος, δεν πίστευε στ’ αφτιά του. Ο Γιαννάκης τον τράβηξε από το μανίκι και τον υποχρέωσε να ξανακαθίσει. Πήρε τον λόγο από τον Αντρίκο και συνέχισε.
Ήρθε κι έψαχνε τον αρραβωνιαστικό της. Εκείνο τον δασοφύλακα, που είδαμε το αίμα του στη βεράντα. Ούτε που την άφησαν να τον δει. Την άρπαξε αυτός, την έσπρωξε μέσα στο σπίτι και μετά περηφανεύτηκε ότι την βίασε.
Μαζί με όλα τα άλλα καταιγιστικά αισθήματα, ήταν τώρα κι ο αποτροπιασμός και η ντροπή για την ατιμία. Οι τρεις νέοι δεν ήταν οι απολογητές κανενός. Κι όμως ένιωθαν ενοχή για κάτι που εκείνοι δεν είχαν κάνει. Που πίστευαν ότι ποτέ δεν ήταν δυνατό να κάνουν.
Πόλεμος πατήρ πάντων, κατά τον Ηρόδοτο, μουρμούρισε ο Αντρίκος.
Φαίνεται ότι ο Ηρόδοτος άκουσε μόνο, είπε ο Χριστάκης. Κάθε κακία και φρίκη και προστυχιά, θριαμβεύει στον πόλεμο. Να τι είναι ο πόλεμος!
Δεν ξέρω τι σας μαθαίνουν εσάς στο κλασικό, είπε κι ο Γιαννάκης που πήγαινε στο πρακτικό. Εγώ πολύ λίγο Ηρόδοτο διδάχτηκα, μα όσα είδα κι άκουσα σήμερα, θα καίνε τη γλώσσα της ψυχής μου για όλη μου τη ζωή.
Επέστρεψε στο σπίτι ο Χριστάκης και η Στασού κατάλαβε αμέσως πόσο βαρύς ήταν. Ήταν πολύ θυμωμένη μαζί του, εξαφανίστηκε χωρίς να πει πού πήγαινε, έλειπε όλη μέρα. Την είχε κατατρομάξει. Το ήταν ανήσυχη δεν υπήρχε πια. Αυτό που υπήρχε ήταν μια τρομάρα χωρίς όρια, πού μπορούσε να μπλέξει, τι μπορούσε να πάθει. Ήταν αρκετά μεγάλος πια για να τον ελέγχει, μα αυτό δεν σήμαινε ότι δεν ήταν πια κι αυτή, η ανήσυχη μάνα. Βλέποντάς τον τόσο βαρύ τώρα, απόφυγε να του κάνει οποιανδήποτε νύξη ή παρατήρηση. Τον είδε ν’ ακουμπά το αστυνομικό ρόπαλο στο τραπέζι, αυτό που πήρε λάφυρο, και οι φόβοι της ότι πήγε στο πεδίον της χτεσινής μάχης, επιβεβαιώθηκαν. Του είπε ότι του φύλαξε φαγητό, είχε κάνει κουνέλι στιφάδο, που ήξερε ότι πολύ του άρεσε. Μα εκείνος ούτε που της απάντησε. Πήγε και ξάπλωσε, όπως ήταν, ούτε τα παπούτσια του δεν έβγαλε και γρήγορα βυθίστηκε σε ύπνο που έμοιαζε με θάνατο. Στάθηκε για λίγο από πάνω του, ένιωσε την ανάγκη να τον ξυπνήσει. Υποψιάστηκε ότι χίλιοι εφιάλτες θα έρχονταν να του συνθλίψουν την ψυχή, μα άλλαξε τελικά τη σκέψη της. Καλύτερα να περνούσε από τον καθαρμό της συνείδησής του, να εξιλεωνόταν. Αυτός κι όλοι μας.