ΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ (σελίδες από 100 μέχρι 228)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑ
ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ

Κοντά στα Χριστούγεννα πήραν τους βαθμούς του πρώτου τριμήνου. Σκέτο χάλι. Τέτοιο κάζο δεν ξανάπαθε. Ντρεπόταν να τους δείξει. Το χειρότερο, για πρώτη φορά πήρε και κάτω από τη βάση. Ένα περιποιημένο εννιάρι στη χημεία. Ο πατέρας του δεν είπε τίποτα όταν το είδε. Ή μάλλον του ψιθύρισε: θα το διορθώσεις. Αλλά σίγουρα τον στεναχώρησε πάρα πολύ. Η μητέρα και τ’ άλλα του αδέρφια προσπάθησαν να τον παρηγορήσουν. Μάταια. Η Στέλλα και ο νεοφώτιστος Κωστάκης είχαν πολύ καλύτερους βαθμούς. Αυτό που τον ενοχλούσε πιο πολύ ήταν γιατί για πρώτη φορά διάβασε με σύστημα κι ευλαβική επιμέλεια. Το ηθικό του ήταν στο ναδίρ κι ένιωθε να εχθρεύεται τον καθηγητή της χημείας. Τον Ορφανίδη. Το ήξερε ότι ήταν άδικος. Στο κάτω-κάτω τι έφταιγε ο άνθρωπος αν αυτός τα θαλάσσωσε και στα τρία γραπτά που τους έκανε; Κι ένιωθε άσχημα. Είχε ένα δάσκαλο, μια φορά, που του έμαθε πολλά πράγματα. Τον Σταύρο Μιχαήλ, τον Πασιήσταυρο. Τους έμαθε προ παντός να σέβονται πρώτα την αλήθεια, μετά τους γονιούς και τους δασκάλους. Τους δίδαξε για τον Μεγαλέξαντρο που έλεγε: «Στον πατέρα μου χρωστώ το ζην και στο δάσκαλό μου το ευ ζην». Εκείνος είχε δάσκαλο τον Αριστοτέλη, βέβαια, μα ο κάθε δάσκαλος είναι ένας Αριστοτέλης, όπως, καλή του ώρα και ο Πασιήσταυρος. Ο κύριος Ορφανίδης, όσο κι αν του έδωσε ένα άσχημο βαθμό, ήταν ο καθηγητής του και δεν είχαν καμιά θέση στη καρδιά του οποιαδήποτε αρνητικά αισθήματα για εκείνον.
Λίγες μέρες έμεναν μέχρι να κλείσουν τα σχολεία για τις διακοπές των Χριστουγέννων κι ένιωθε να πνίγεται από ένα πρωτοφανές άγχος. Κακοί βαθμοί και μάλιστα τώρα που τους χρειαζόταν για να τον δεχτούν στη Σχολή Ικάρων; Γιατί του είχαν πει ότι λαμβάνονταν υπόψη οι βαθμοί ορισμένων μαθημάτων των τριών τελευταίων χρόνων του γυμνασίου. Κι ένα από τα μαθήματα αυτά ήταν και η χημεία. Όπως και η φυσική, όπου επίσης είχε ένα από τους πιο χαμηλούς βαθμούς. Και σαν να μην έφταναν αυτά, ήρθαν και τον ειδοποίησαν ότι φεύγει από το μαθητικό τάγμα της εθελοντικής εθνοφρουράς, για να ενταχθεί στον μάχιμο λόχο της Χλώρακας. Δεν του εξήγησαν το γιατί, αλλά το θεώρησε σαν υποβάθμιση. Κακώς, βέβαια, το νόμισε έτσι. Αλλά πιο πολύ για τις αρνητικές του σκέψεις, για όλα, έφταιγαν οι κακοί του βαθμοί. Ευτυχώς εκείνη την Κυριακή, την τελευταία πριν τα Χριστούγεννα, βρέθηκε να κουβεντιάζει με την Κούλα, δεύτερη του ξαδέρφη, εγγονή της θείας της Χριστίνας, της αδερφής του παππού του Λεωνή.
Η Κούλα μόλις είχε τελειώσει το γυμνάσιο, πέρασε τις εξετάσεις της Σχολής Νοσοκόμων και σπούδαζε  επισκέπτρια υγείας. Ήρθε με άδεια για τα Χριστούγεννα και, πηγαίνοντας να προσκυνήσει στο ξωκλήσι του Αρχάγγελου Μιχαήλ, συναπαντήθηκαν και τα είπαν. Την αγαπούσε πάρα πολύ αυτήν τη ξαδέρφη. Ήταν απλή, καλοσυνάτη και τον καταδεχόταν. Τον είδε στεναχωρημένο και τον πίεσε να της πει. Της εξομολογήθηκε τους κακούς του βαθμούς κι εκείνη στάθηκε για λίγο μαζί του και του μίλησε πολύ σοβαρά. Του είπε ότι δεν ήταν το διάβασμα που θα του έλυε το πρόβλημα, ούτε το αχρείαστο άγχος. Αλλά το σύστημα στη μελέτη του και η καλλιέργεια της μνήμης.
- Και προπαντός να πιστεύεις στον εαυτό σου, του τόνισε ενώ χώριζαν.
Και αυτή η συνάντηση, όχι μόνο του τόνωσε το ηθικό, μα αποδείχτηκε και πολύτιμη στις μέρες και στα χρόνια που ακολούθησαν. Την ίδια μέρα παρουσιάστηκε στον Κώστα Πενταρά, ένα από τους υπεύθυνους για τη δημιουργία του λόχου εθελοντικής εθνοφρουράς της Χλώρακας. Τον καλοδέχτηκε και του εξήγησε ότι όλοι οι μαθητές του γυμνασίου, που στρατεύτηκαν με το σχολείο τους και κατάγονταν από τη Χλώρακα, θα κατατάσσονταν στον λόχο του χωριού. Εμείς το ζητήσαμε, του είπε. Θα συνέχιζαν την εκπαίδευσή τους και θα ήταν έτοιμοι αν χρειαζόταν. Μακάρι να μη χρειαστεί, μα τα πράγματα άρχισαν ήδη, συνέχισε. Τον κοίταξε παραξενεμένος ο Χριστάκης και ο Κώστας κατάλαβε ότι δεν είχε ακούσει τα νέα.
- Ψες σκοτώθηκαν άνθρωποι στη Λευκωσία, του είπε και ήταν σοβαρός, σχεδόν φοβισμένος. Εκεί γίνονται μάχες τώρα. Δεν άκουσες το ραδιόφωνο; Κι εμείς δεν είμαστε έτοιμοι! Στο Κτήμα, οι δικοί μας, επάνδρωσαν τα φυλάκια, αρχίζουμε κι εμείς από απόψε. Σας θέλω όλους εδώ στις πέντε. Θα πάρετε όπλα και θα σας ορίσουμε το πόστο σας. Πρέπει να καλύψουμε για πιθανή επίθεση από τους Λεμπάτες και, κυρίως, από τον Μούτταλλο.
Κλώτσησε βίαια η καρδιά του Χριστάκη. Ο Κώστας Πενταράς ήταν ο άνθρωπος που θαύμαζε, αγωνιστής, ομαδάρχης Χλώρακας της ΕΟΚΑ. Τον συνέλαβαν οι Εγγλέζοι, τον βασάνισαν πολύ άγρια, τον έκλεισαν στα κρατητήρια. Και τώρα ήταν εκεί μαζί του και μιλούσαν για ένα νέο αγώνα. Ένιωσε δέος. Προπαντός κατάλαβε ότι εδώ ήταν η θέση του, εδώ ήταν το πιο γνώριμο πεδίο για ν’ αγωνιστεί κι αυτός επιτέλους.
Κι ενώ αναλογιζόταν και πριν ακόμα καλά-καλά χωνέψει όσα του έλεγε ο Κώστας, όρμησαν μέσα ο Δημήτρης ο Ζηνιέρης και ο Αντρίκος ο Καύκαρος.
- Η Λευκωσία καίγεται!, φώναζαν μαζί.
 Μαζεύτηκαν κι άλλοι, κάποιος άνοιξε το ραδιόφωνο. Μετέδιδε κλασική μουσική. Αυτή την ώρα το ΡΙΚ μετέδιδε συνήθως το κυπριώτικο σκετς.
- Θα μας πει τα νέα σε λίγο, είπε ο Ζηνιέρης. Τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε κοντά στο ραδιόφωνο. Κάπνιζε συνέχεια, ήταν σοβαρός και δεν έκρυβε τον θυμό του.
Ο Χριστάκης δεν έφυγε. Πήρε μια γκαζόζα, την άνοιξε και την κρατούσε στο χέρι, χωρίς να πίνει. Μετά από πολλά χρόνια θα σκεφτόταν ότι εκείνη η μέρα ήταν μια από τις πιο στιβαρές στη ζωή του. Το μυαλό του είχε αδειάσει, άκουε κι έβλεπε πώς αντιδρούσαν οι άλλοι. Οι κουβέντες ήταν λίγες. Βροντούσε η καρδιά του, ένιωθε το αίμα να κτυπά στα μηνίγγια του. Άραγε δινόταν σε κάτι άλλο, διαφορετικό, πρωτόγνωρο; Δοκίμασε μια γουλιά γκαζόζα, Μανταρινάδα Ζαλούμη, που πάντα του άρεσε. Μα όχι τώρα. Του φάνηκε άγευστη, λες και είχε φύγει το αέριο από μέσα. Ένιωσε ένα χέρι να του σφίγγει τον αγκώνα. Γύρισε, ήταν ο Γιαννάκης Ιωάννου, Ιωάννης του Αρέστη, ο παλιός επιστήθιος του φίλος που από καιρό απομακρύνθηκε και νόμιζε πως τον έχασε.
- Άρχισε, του είπε απλά.
Ένα ολόγιομο φεγγάρι κολυμπούσε στον ουρανό κι έκανε τη μικρή κοιλάδα των Κλούνων να φανερώνεται μέχρι και τον τελευταίο βράχο, κάτω από τα πόδια των τριών εφήβων που φύλαγαν σκοπιά, πάνω ψηλά, κρυμμένοι ανάμεσα στις αγριοχαρουπιές και μια συστάδα από αναιμικούς δρύες. Ήταν οπλισμένοι με κυνηγετικά όπλα, δυο δίκαννα κι ένα μονόκαννο και είχαν στην τσέπη τους κι από πέντε φυσέκια, τα μοναδικά τους πολεμοφόδια.
Γεωργίου Ερωτόκριτος του Ανδρέου, Αζίνας Κυριάκος του Αντωνή και Ταπακούδης Χριστάκης του Χαραλάμπους. Αυτοί ήταν οι τρεις έφηβοι που εκείνο το βράδυ, στις 22 Δεκεμβρίου 1963, έπαιρναν το βάπτισμα στη νέα κατάσταση, που ξέσπασε και κανένας δεν μπορούσε να προσδιορίσει πού οδηγούσε. Εκτός από τον Χαμπή, που πριν μερικές βδομάδες προφήτεψε ότι αν άρχιζε οτιδήποτε, αυτό θα υποχρέωνε την Τουρκία να επέμβει. Και που όλοι γέλασαν όταν τον άκουσαν και τον αποπήραν.
Έκανε κρύο, που το έκανε πιο ανυπόφορο η υγρασία που ερχόταν από τη θάλασσα. Φυσούσε ένα ελαφρό βοριαδάκι, παγωμένο. Οι τρεις νέοι δεν ήταν και καλά ντυμένοι, το ένιωθαν να τους περονιάζει τα κόκκαλα. Το βοριαδάκι κυλούσε μαλακά μέσα από τα γυμνά κλαδιά των δρυών και δημιουργούσε ένα συριγμό, που κάτω από κανονικές συνθήκες θα έμοιαζε με τραγουδάκι της φύσης. Αυτό το βράδυ, όμως, δημιουργούσε ένα αίσθημα διαφορετικό, μυστηριακό, ένα αίσθημα ανεξήγητου φόβου. Προχωρημένο το βράδυ, όλα έπρεπε να ησυχάζουν, να κουρνιάζουν, να κοιμούνται. Κι όμως χίλιοι θόρυβοι, μυστικοί, υπόκωφοι, γέμιζαν την ατμόσφαιρα. Και η φαντασία τους μετέτρεπε σε απειλή. Απειλή από λίγους ανθρώπους, απομονωμένους που τίποτα ουσιαστικό δεν μπορούσαν να καταφέρουν, ούτε καν να αμυνθούν αποτελεσματικά και στην πιο μικρή επίθεση. 250 Τούρκοι, που ήταν στην πραγματικότητα όμηροι 3000 Ελλήνων των γύρω χωριών, της Κισσόνεργας, της Έμπας και της Χλώρακας.
- Κάτι κινείται! ψιθύρισε κάποια στιγμή ο Κυριάκος, που όλοι τον ήξεραν καλύτερα με το παρατσούκλι Μακάριος.
Και οι τρεις, σαν αυτόματα, σήκωσαν την ασφάλεια του κυνηγετικού που κρατούσαν και τέντωσαν τ’ αφτιά να ακούσουν. Τίποτα δεν ακουγόταν, εκτός από τους θορύβους που τους είχαν πια συνηθίσει.
- Έχει δίκιο ο Μακάριος, μουρμούρισε ο Ερωτόκριτος. Κοιτάξετε τις καλαμιές και τα μυρσίνια πάνω από το αργάκι.
Πραγματικά, στο βάθος της μικρής κοιλάδας, ακριβώς πάνω από το ανάβαθο αργάκι, οι πυκνές καλαμιές κινούνταν σαν να τις ανατάραζε το πέρασμα κάποιου ζώου. Ή ανθρώπου. Καλύφτηκαν και οι τρεις πίσω από ένα βράχο και τέντωσαν όλες τους τις αισθήσεις.
Εκεί που είχαν τεντώσει όλη τους την προσοχή και περίμεναν, έφτασε ο Νίκος του Παπάκωστα. Μαζί με άλλους δυο, έφτιαχναν την τελευταία σκοπιά, λίγο πιο κάτω, στη μύτη, που στεκόταν πάνω από το χωράφι του Καποδίστρια. Είχαν κι εκείνοι αντιληφτεί την κίνηση και ήρθε να τους προειδοποιήσει. Έμεινε μαζί τους, καλυμμένος κι αυτός πίσω από τον ίδιο βράχο. Έτσι τα κυνηγετικά όπλα έγιναν τέσσερα. Ικανή δύναμη πυρός για οτιδήποτε! Ο Νίκος, βέβαια, είχε κρυμμένους στην τσέπη του σακακιού του και δυο σουτζιούκους δυναμίτη, με καψούλι και φυτίλι, έτοιμους για χρήση, όπως πάντα.
Ο Νίκος ήταν ο πρώτος που φώναξε.
- Αλεπού είναι, είπε και γέλασε.
Πραγματικά, δυο μικρές φλογίτσες φάνηκαν να κινούνται πάνω στο στενό μονοπάτι, που άρχιζε μετά τους καλαμιώνες. Ο Χριστάκης δεν είχε ξαναδεί αυτό το πράγμα. Το φως του φεγγαριού άφηνε δυο δυνατές αντανακλάσεις στα μάτια του ζώου, σαν μικρά κλεφτοφάναρα. Το σώμα του χανόταν στο σκοτάδι και τα δυο φωτάκια έμοιαζαν να αιωρούνται στον αέρα και να προχωρούν προς το μέρος τους. Η φύση είναι όμορφη, σκέφτηκε. Δεν είχε ποτέ δει από κοντά αλεπού. Αν και τους ρήμαζαν το κοτέτσι πολύ συχνά, αν και κάθε κότα που έμενε έξω τη νύκτα, δεν υπήρχε πιθανότητα να την ξαναδούν. Πολλές αλεπούδες κινούνταν παντού. Στους Κλούνους, στο Μέλανο, στον Κοτσιά, στον Πηλό, όπου υπήρχε μια κρυφή σπηλιά και μια συστάδα αγκαθιές. Ζώο που το θαύμαζε και το εχθρευόταν μαζί, γιατί έκανε πολλές ζημιές. Είχε δει ένα μικρό αλεπουδάκι, πολύ μικρός τότε, πέντε χρονών και το θυμόταν. Το είχε μαζέψει ο θείος ο Γιώρκος στον Πύρκο, παγωμένο και το έφερε στο σπίτι. Το έβαλαν κοντά στη φωτιά να ζεσταθεί, μα δεν τα κατάφερε. Ψόφησε. Τότε το λυπήθηκε πάρα πολύ. Είναι τόσο χαριτωμένα κι αξιαγάπητα τα μικρούλια! Μεγάλη αλεπού δεν είχε δει από κοντά ζωντανή. Ψόφια την είχε δει μια δυο φορές, ξεσκισμένη από τα σκυλιά.
- Έρχεται κατά πάνω μας, φώναξε δυνατά, χωρίς να το θέλει.
Αν και η απόσταση ήταν αρκετά μεγάλη, το ζώο με την οξεία ακοή τον άκουσε. Ξαφνικά τα δυο φωτάκια εξαφανίστηκαν. Ακούστηκε ένα ελαφρό θρόισμα μέσα στα καλάμια και μετά ησυχία.
- Την τρόμαξες κι έφυγε, παρατήρησε ο Νίκος γελώντας κι έφυγε για να επιστρέψει στο πόστο του.
Για λίγο έμειναν σιωπηλοί κι ακροάζονταν τους ήχους της φεγγαρόφωτης νύχτας. Από μακριά ερχόταν ο αχός της θάλασσας. Μια νυχτερίδα πετούσε επίμονα από πάνω τους. Άνθρωποι δεν ακούγονταν, μόνο μια μοτοσικλέτα άφησε το επιδεικτικό της μουγκρητό πέρα στο χωριό, μα έσβησε κι αυτό γρήγορα. Έκανε κρύο και οι τρεις νέοι το ένιωθαν στο πετσί τους. Ο Μακάριος είπε ότι έπρεπε να φύγει, έτσι είχε εξηγηθεί. Θα έμενε όμως μέχρι την επιθεώρηση. Τους είχαν πει ότι θα έρχονταν να τους επιθεωρήσουν και να είναι προσεχτικοί.
- Δεν μπορώ να το χωνέψω, είπε κάποια στιγμή ο Ερωτόκριτος, ότι θα χρειαζόταν να καθόμαστε κατάνυχτα να προσέχουμε το χωριό από τους πέντε Τούρκους της Λέμπας.
- Ούτε εγώ το πιστεύω, συμπλήρωσε ο Μακάριος. Πρέπει όμως να παίρνουμε τα μέτρα μας και μακάρι να μη χρειαστεί τίποτα περισσότερο.
Έπεσε σιωπή.
- Κι όμως, μίλησε ξαφνικά ο Χριστάκης, οι Τούρκοι της Λέμπας δεν είναι και τόσο ήσυχοι όσο νομίζετε. Αν πραγματικά κατέβασαν όπλα στον Κοτσιά, αυτοί θα τα έχουν. Κι αν ακόμα τα μετάφεραν κι αλλού, όλο και κάτι θα κράτησαν κι αυτοί. Να τα κάνουν τι; Να μην ξεχνούμε και τις ζημιές που συστηματικά προξενούν στο εκκλησάκι του Άγιου Στέφανου. Τι τους φταίει το κτίσμα και οι εικόνες; Πριν δυο-τρία χρόνια, πήγαμε να διακλαδίσουμε το νερό, που έπαιρναν από την κυβέρνηση για να δώσουμε και στις οικογένειες των δικών μας, που κάθονται στη Λέμπα. Ήρθαν και μας εμπόδισαν και μας υποχρέωσαν να φύγουμε άπραχτοι. Τώρα, αν τους προκαλούμε κι εμείς δεν ξέρω. Μια φορά τους στήσαμε καρτέρι για να τους δείρουμε που ενοχλούσαν τα κορίτσια μας. Μα δεν ήρθαν και τίποτα δεν έγινε.
Ακούγοντας για τα κορίτσια, ο Μακάριος κι ο Ερωτόκριτος, έδειξαν ενδιαφέρον και σιγά-σιγά η κουβέντα έγινε κουτσομπολίστικη. Ξέχασαν και τον σκοπό που βρίσκονταν εκεί, ξέχασαν σχεδόν και το κρύο.
- Προσοχή, κάποιος έρχεται, είπε ξαφνικά ο Μακάριος.
Απομακρύνθηκαν ο ένας από τον άλλο και κρύφτηκαν πίσω από ένα κορμό δέντρου ο καθένας κι ετοίμασαν τα όπλα τους. Πραγματικά κάποιος ερχόταν, περπατώντας προσεχτικά, γλιστρώντας κυριολεκτικά μέσα στη νύχτα. Πιο πολύ τον πρόδιδαν οι θάμνοι που κουνιούνταν και παραμέριζαν στο πέρασμά του.
- Άλτ, τις ει; βροντοφώναξε ο Χριστάκης και πρόβαλε πίσω από τον κορμό της χαρουπιάς που τον έκρυβε, προτάσσοντας το όπλο του.
Ήταν ο παπά Κώστας, που πρόβαλε καθαρά πια στο φως του φεγγαριού. Δεν φορούσε ράσο, είχε δεμένο το κεφάλι μ’ ένα σκούρο μαντήλι και κρατούσε ένα αυτόματο όπλο, ένα Μ3, που δεν παραδόθηκε μετά το τέλος του αγώνα της ΕΟΚΑ. Τους έκανε άσχημο κατσάδιασμα.
- Αν ήμουν Τούρκος θα σας είχα καθαρίσει δέκα φορές, τους είπε. Μιλάτε κι ακούγεστε μέχρι του Πάφιου. Δεν έχετε ιδέα τι σημαίνει πόλεμος, μαζέψετε το νου σας για να μη σας κλάψει η μάνα σας.
Κι έφυγε μέσα στη νύχτα για να συνεχίσει την επιθεώρηση. Έμειναν και οι τρεις μουδιασμένοι από τη ψυχρολουσία που δέχτηκαν. Μα δεν τη σχολίασαν. Είχε δίκιο, άλλη φορά θα ήταν πιο προσεχτικοί. Σε λίγο ο Μακάριος έφυγε κι έμειναν μόνοι ο Ερωτόκριτος με τον Χριστάκη. Οι οδηγίες που είχαν ήταν να μείνουν εκεί μέχρι το ξημέρωμα. Μέχρι να γείρει η Οπλιά, τους είχε πει ο Κώστας. Έπρεπε να κάνουν και περιπολία μέχρι το αγίασμα του Αρχάγγελου Μιχαήλ, μήπως ξεγλιστρούσαν από εκεί οι Τούρκοι και κτυπούσαν στα τελευταία σπίτια του χωριού. Εκεί που ήταν και η οικογένεια του Χριστάκη.
Έκαναν την περιπολία τρεις φορές, μα η νύχτα δεν έλεγε να φύγει. Τους ενοχλούσε και το κρύο αφόρητα. Τους έκανε να τρέμουν. Σίγουρα στα τρυφερά τους νιάτα ο πόλεμος δεν είχε μέλλον. Το μόνο καλό ήταν που το σχολείο έκλεισε για τις διακοπές των Χριστουγέννων και θα επέστρεφαν στο σπίτι για να κοιμηθούν.
Βέβαια δεν κοιμήθηκαν. Δεν ήταν μόνο οι υποχρεώσεις τους στην οικογένεια και οι ασχολίες, ένας σωρός, που τους αναλογούσαν. Σίγουρα το διάβασμα ούτε που το σκέφτηκαν. Ήταν τα νέα, που ήταν καταιγιστικά. Η Λευκωσία καιγόταν. Μάχες στην Ομορφίτα, στη Νεάπολη, στον Τράχωνα, στο Καϊμακλί. Τόποι άγνωστοι στον Χριστάκη, ονόματα που δεν τα είχε ξανακούσει, μα ξαφνικά ένιωθε πως τα ήξερε από χίλια χρόνια. Στο ραδιόφωνο πένθιμη κλασική μουσική, που έκανε την ατμόσφαιρα ακόμα πιο καταθλιπτική. Πολλοί είχαν μαζευτεί στον σύλλογο, αλλά και στα καφενεία και συζητούσαν. Οι φήμες οργίαζαν, όλοι περίμεναν να ξεσπάσουν συγκρούσεις παντού. Όλοι φοβούνταν και ήταν θυμωμένοι. Ένας θυμός, αλλά και μίσος, άρχισαν να υποβόσκουν και οι συνειδήσεις θρυμματίστηκαν, έγιναν έρμαιο πρωτοφανέρωτων συναισθημάτων.
Ο Χριστάκης δεν έφυγε από το σπίτι. Η μητέρα του είχε ζητήσει να σφάξουν το θρεφτάρι, από την παραμονή των Χριστουγέννων και είχαν γίνει όλες οι προετοιμασίες. Η μέρα ήταν καλή. Όλα εξελίχτηκαν σύμφωνα με το πρόγραμμά της. Σφάχτηκε ο χοίρος, που εκείνη τη χρονιά ήταν πιο μεγάλος από ότι συνήθως κι έτσι θα χρειάζονταν τουλάχιστον τρεις μέρες να τον κόψουν και να τον τακτοποιήσουν. Τα παιδιά πάντα χαίρονταν τη διαδικασία και αυτή τη φορά δεν ήταν εξαίρεση, παρά τα μαντάτα που έρχονταν ανησυχητικά. Είχαν το ράδιο ανοικτό συνέχεια για ν’ ακούν τα νέα. Ένα παλιό ραδιόφωνο, που το έφερε τελευταία ο πατέρας. Μεταχειρισμένο, από τα στρατιωτικά είδη το πήρε, μα ευτυχώς λειτουργούσε με ηλεκτρισμό και δεν φοβούνταν να λείψει η μπαταρία.
Κι όπως πάντα, έψησαν τα πρώτα κοψίδια στην καρβουνιά και μετά συκώτι, τα ράντισαν με κρασί, πολύ ξηρό, το πιο στερκό, αυτό που θα χρησιμοποιούσαν και για το ψήσιμο των λουκάνικων και των παστών, και κορίανδρον, μυρωδάτο, από το δικό τους περιβόλι παραγωγή. Όμως και το φαγητό δεν ήταν γλυκό, όπως πάντα. Είχε τη γεύση του σίδηρου και του χαλκού.
Ο Χριστάκης, όπως και η Στασού, αν και είχαν κοινωνήσει από την προηγούμενη Κυριακή, άντεξαν στον πειρασμό και δεν διέκοψαν τη νηστεία, που την τηρούσαν σχολαστικά. Αργά το απόγευμα πήγε στον σύλλογο για να πάρει οδηγίες. Πολύς κόσμος ήταν και πάλι μαζεμένος, διάχυτη ήταν η ανησυχία και η αγωνία. Και πάλιν οι φήμες πολλές. Έλεγαν ότι για να πάνε στο Κτήμα έπρεπε να ξεστρατίζουν, ότι στο Καλιά οι Τούρκοι, όπως και στου Μαυραλή, έστηναν φυλάκια. Οι δικοί μας φοβούνταν να πάνε στα χωράφια τους που βρίσκονταν κοντά. Ότι ο δρόμος, ο χωματόδρομος, που ξεκινούσε από του Τογρούτ και πήγαινε στον Μούτταλλο, είχε αποκοπεί με φορτία από πέτρες και χώματα κι ότι από πίσω κυκλοφορούσαν οπλισμένοι Τούρκοι, ότι το σπίτι του Τογρούτ μετατράπηκε σε φρούριο.
Ένα χρόνο πριν, στις διακοπές των Χριστουγέννων, ο Χριστάκης, εργάστηκε μια βδομάδα στο σπίτι του Τογρούτ. Με τον θείο Νικολή έφτιαξαν πλυσταριό μέσα στην κουζίνα, για τη γυναίκα του Τούρκου, που ήταν πολύ καλός μηχανικός αυτοκινήτων και τώρα τον κατηγορούσαν ότι χρησιμοποιούσε το μαγαζί και τα μηχανήματά του για την κατασκευή βομβών κι όπλων, ακόμα και μικρών όλμων. Η γυναίκα του ήταν μια πολύ καλή κυρία, τους καθοδηγούσε με καλοσύνη, τους έφτιαχνε καφέ και τους φίλεψε με γλυκά κι αναψυκτικά. Τώρα ήταν ένας εχθρός, όπως κι ο πρόσχαρος και πάντα γελαστός Τογρούτ.
Του είπαν να παρουσιαστεί στις εφτά για ανάληψη υπηρεσίας κι έφυγε για να ετοιμαστεί. Δεν είχε καταφέρει να βρει μια στρατιωτική στολή της προκοπής. Άλλωστε δεν ήταν κι απαραίτητη. Η νύκτα όμως θα ήταν πολύ κρύα και θα χρειαζόταν καλό ντύσιμο. Σίγουρα δεν είχε τα κατάλληλα ρούχα. Ούτε καν ένα σακάκι. Επιστρέφοντας στο σπίτι παραξενεύτηκε που έπεσε πάνω στον πετρολαδά. Συνήθως ερχόταν νωρίς, λίγο μετά το μεσημέρι, κάθε Παρασκευή.
- Άργησα, του απάντησε χωρίς να τον ρωτήσει, γιατί όλοι ζητούν πιο πολύ πετρέλαιο και χρειάστηκε να πάω να γεμίσω δυο φορές.
Ήταν ένας νέος άντρας, με λεπτό μουστάκι, μάλλινο παντελόνι και σακάκι κι άσπρο πουκάμισο, πάντα καθαρό κι ανοικτό για να φαίνεται το στήθος. Με μαλλιά κατάμαυρα, περιποιημένα και καλοκτενισμένα με την απαραίτητη μπριγιαντίνη. Ένας χαρακτηριστικός τύπος, που πάντα του άρεσε να κάνει μια κουβέντα μαζί του. Ήσυχος, μ’ ένα ελαφρό μειδίαμα να κρέμεται από τα χείλη, αλλά σοβαρός και λιγομίλητος. Ποτέ δεν είχε μάθει το όνομά του, αν και χρόνια ερχόταν και τους πουλούσε πετρέλαιο. Κηροσίνη. Απλά ήταν ο πετρολαδάς, όλοι τον εμπιστεύονταν στο μέτρημα και τον επαινούσαν. Τίποτα δεν ακούστηκε εναντίον του, έλεγαν οι γυναίκες. Ερχόταν μ’ ένα βαρέλι του ενός τόνου, με τροχούς και λάστιχα, που το έσερνε ένα καφετί άλογο. Ποτέ δεν καθόταν στην ψηλή σέλλα, για να μην προσθέτει και το δικό του βάρος στην προσπάθεια του ζώου, που ήταν κι αυτό πάντοτε πολύ περιποιημένο και υπάκουο. Περπατούσε δίπλα του, τα γκέμια δεμένα στην κουπαστή και του έδινε οδηγίες χαμηλόφωνα: εδώ σταμάτα, πάμε δεξιά, αριστερά, και το άλογο καταλάβαινε.
Πραγματικά και η Στασού πήρε πιο μεγάλη ποσότητα πετρελαίου, τρία γαλόνια αντί για δυο που έπαιρνε πάντα, το ίδιο και η γιαγιά η Δεσποινού και η Μαρία, η γειτόνισσά τους.
Τους έστειλαν να περιπολούν στο δίστρατο, πριν τα Διπλαρκάτζια και μέχρι το χωματόδρομο προς τον Τζιηνόγρη. Τρακόσια μέτρα από το βαθύ αργάκι που χώριζε το χωριό από τη συνοικία Μαυραλή, που όλοι έλεγαν ότι οι Τούρκοι είχαν οχυρώσει κι από όπου περίμεναν να ξεκινούν καταδρομικές ενέργειες μέσα στη νύκτα. Για βάση τους θα είχαν ένα μικρό παράπηγμα-αποθήκη μέσα στο χωράφι του Τρυφωνή. Θα έμεναν εκεί μέχρι τις δυο το πρωί και θα έρχονταν να τους αλλάξουν. Εφτά ώρες. Ήταν τέσσερις και κρατούσαν από ένα κυνηγετικό όπλο. Ο Χριστάκης κρατούσε το μονόκαννο του Ευριπίδη, ένα όμορφο όπλο, ακριβό και πολύ περιποιημένο. Όλοι έλεγαν πόσο το αγαπούσε και το φύλαγε ο Ευριπίδης. Τώρα, στα χέρια ενός δεκαεξάχρονου, σίγουρα θα δεινοπαθούσε. Δεν είχε ιδέα πώς να το φροντίσει, να το καθαρίσει, να το λαδώσει, πού και πώς να το φυλάξει. Κρατούσε και πέντε φυσίγγια. Τους είπαν ότι ήταν ειδικά, με βόλι αντί για σκάγια. Σίγουρα ό,τι έπρεπε για να καταστραφεί το εσωτερικό της κάννης με την πρώτη ριξιά.
Μαζί του ήταν ο Κυριάκος Αζίνας, ο Νεοκλής και ο Φυτής. Αποφάσισαν να κάνουν δυο δυάδες, η μια να περιπολεί και η άλλη να είναι σε επιφυλακή μέσα στο σπιτάκι. Ο Κυριάκος, ο Μακάριος, μαζί με τον Φυτή και ο Χριστάκης μαζί με τον Νεοκλή. Ένας μεγάλος κι ένας «μικρός» σε κάθε δυάδα.
Ο Φυτής κι ο Μακάριος έκαναν την πρώτη περιπολία. Από την απέναντι πλευρά του δρόμου, μέσα στο χωράφι του Τόουλου του Κωνσταντά, που υπήρχαν μικρές χαρουπιές, που θα τους κάλυπταν να μη φαίνονται και να μη διαγράφονται μέσα στο φεγγαρόφωτο.
Ο Νεοκλής κι ο Χριστάκης έμειναν μέσα στο σπιτάκι κι αφουγκράζονταν, έτοιμοι να πεταχτούν έξω στο πρώτο κάλεσμα. Θεοσκότεινα και το κρύο ανυπόφορο. Βγήκε κάποια στιγμή ο Νεοκλής. Θα πήγε προς νερού του, σκέφτηκε ο Χριστάκης. Καθυστερούσε να επιστρέψει. Ακούστηκε ένα δυνατό κτύπημα, σίγουρα θα σκόνταψε σε κάποιο τσίγκινο κάδο του αλακατιού, από αυτούς που πετούσαν παντού, όταν φθαρμένους και τρυπημένους τους άλλαζαν με καινούριους.
- Ψόφος! παρατήρησε επιστρέφοντας, ο Νεοκλής. Νομίζεις ότι θα παγώσει το κατούρημα πριν πέσει κάτω.
Ακούμπησε το όπλο στον τοίχο κι έτριψε δυνατά τα χέρια. Μέσα στο πυκνό σκοτάδι ένιωθε ο ένας τον άλλο, άκουε την ανάσα του μόνο. Και μαζί μοιράζονταν το ανυπόφορο κρύο. Καλύτερα έξω, σκέφτηκαν και οι δυο. Τα τσιμεντομπλόκς που ήταν κτισμένη η μικρή αποθήκη και η τσίγκινη σκεπή, όχι μόνο δεν πρόσφεραν καμιά προφύλαξη, αντίθετα ήταν σαν ν’ άφηναν το κρύο να εισχωρεί, αλλά το κρατούσαν εκεί.
- Νομίζεις, είπε κάποια στιγμή ο Νεοκλής, θα τολμούσαν οι Τούρκοι να βγουν και να μας επιτεθούν με τέτοιο κρύο;
Δεν του απάντησε. Φοβήθηκε ότι αν άνοιγε το στόμα για να μιλήσει, θα κτυπούσαν τα δόντια του και θα γινόταν ρεζίλι μπροστά στον πρώτο ξάδερφο της μητέρας του. Ο Νεοκλής ήταν γιος του θείου του Γιαννάτζιη, αδερφού του παππού του Λεωνή. Πελεκάνος, έκανε και τον καλουψή. Εργάστηκαν μαζί ένα καλοκαίρι, όταν έφτιαχναν το ντεπόζιτο του νερού, μέρος της υδατοπρομήθειας του χωριού. Και είχαν συνδεθεί και πέραν της συγγένειας. Ο ιδρώτας κι ο μόχθος για τον επιούσιο, είναι πιο δυνατοί δεσμοί κι από τους δεσμούς αίματος. Ο Νεοκλής είχε αριστερά φρονήματα, μα δεν ήταν φανατικός. Του μιλούσε, όποτε συναπαντιόντουσαν, για τ’ αγαθά του σοσιαλισμού και πόσο πιο πολύ μετρούσε ο άνθρωπος στις κομμουνιστικές χώρες. Δεν προσπαθούσε να τον προσηλυτίσει, μα του άρεσε να εκθέτει ήρεμα και πειστικά, έτσι νόμιζε, την ιδεολογία του. Αν και ήξερε ότι στο χωριό, πιο εύκολα άλλαζε κανένας την πίστη παρά την ιδεολογία του.
Επέστρεψαν οι άλλοι, μέσα στο κατασκότεινο σπιτάκι. Με το άνοιγμα της πόρτας, ξεχύθηκε ένα παγωμένο αεράκι, έκανε τον κύκλο του, το ένιωσαν πιο πολύ στα πόδια. Έτριβε τα χέρια ο Φυτής, που είχαν ξυλιάσει από το κρύο, έκανε μερικά χοροπηδήματα ο Κυριάκος να ζεστάνει τα πόδια του.
- Όλο το κρύο απόψε θα το κάνει, είπε σαν να κατηγορούσε τον Θεό.
- Θ’ αντέξουμε! του απάντησε ο Νεοκλής ηρωικά.
Η σειρά τους τώρα να βγουν και να κάνουν τη δική τους περιπολία. Πέρασε τον χαμηλό τοίχο από ξερολιθιά, ο Χριστάκης, μπήκε στο χωράφι με τις χαρουπιές και ξεκίνησε μέσα στο βρεγμένο χώμα, βάζοντας τις σκιές των μικρών δέντρων - ήταν περίπου στο δικό του ύψος - ανάμεσα σ’ εκείνον και το φεγγάρι, που πέρασε το αποκορύφωμά του κι άρχισε να γέρνει στη δύση.
Κοντοστάθηκε, παραξενεμένος που ο Νεοκλής έμενε πίσω. Τον είδε να στέκεται στη μέση του δρόμου και να κάνει ασκήσεις, ανασηκώνοντας τα χέρια και κάνοντας ελαφρές επικύψεις. Το όπλο του το είχε ακουμπήσει στη ξερολιθιά. Το φως του φεγγαριού τον έλουζε και σίγουρα θα φαινόταν από ένα μίλι μακριά. Οι Τούρκοι βρίσκονταν πολύ κοντά, δεν ακούγονταν, μα τους ένιωθαν, δεν ήταν ανάγκη να τους δίνουν και στόχο. Του φώναξε, χωρίς να σηκώσει τον τόνο της φωνής του πιο ψηλά από όσο χρειαζόταν.
- Για έλα, λοιπόν, να ξεκινήσουμε, όταν περπατήσουμε θα ζεσταθούμε και λίγο.
Σταμάτησε, ο Νεοκλής πειθήνια, λες και υπάκουε σε διαταγή ανωτέρου. Πήρε ξανά στα χέρια το όπλο του, δρασκέλισε τον τοίχο και ξεκίνησαν μαζί. Περπατούσαν σιωπηλά, ο ένας δίπλα στον άλλο. Γρήγορα φάνηκε ότι το χωράφι ήταν πολύ λασπωμένο, η λάσπη κολλούσε στα παπούτσια τους. Ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος φορούσε άρβυλα, άρχισαν να νιώθουν τις κάλτσες να βρέχονται, υποχρεωτικά βγήκαν και πάλι στον δρόμο. Συνέχισαν την περιπολία στο στενό κρηπίδωμα, που γλιστρούσε κι αυτό και χρειαζόταν μεγάλη προσοχή να μη βρεθούν μέσα στο λασπωμένο χαντάκι που υπήρχε στα πλευρά του δρόμου.
Προχώρησαν μέχρι το χωράφι του Χαρίλαου και μπήκαν μέσα. Το είχε φυτεμένο με κουνουπίδια. Η συγκομιδή είχε προχωρήσει, οι κάβλοι εκείνων που κόπηκαν, εξείχαν πάνω από το έδαφος και τους εμπόδιζαν να προχωρήσουν.
- Δεν θα προχωρήσουμε άλλο, είπε ο Νεοκλής και ήταν κατηγορηματικός.
- Μα πρέπει να φτάσουμε μέχρι τον δρόμο της Έμπας, αντέτεινε ο Χριστάκης.
Ο Νεοκλής επέμενε και ήταν φανερό ότι τίποτα δεν θα τον έπειθε. Κάθισε στον όχτο και τίναξε τα πατζάκια του από τις λάσπες. Είχαν βραχεί από το περπάτημα ανάμεσα στα χόρτα. Η βλάστηση αυτή τη χρονιά δεν ήταν ιδιαίτερα πλούσια, η βροχή που έπεσε ήταν λιγοστή. Πολλοί μιλούσαν ήδη για άνομβρη χρονιά.
Έμειναν εκεί για λίγη ώρα κι αφουγκράζονταν. Από την πλευρά των Τούρκων ακούστηκε ένα μοναχικό κοκόρι. Εκείνο το βράδυ τα κοκόρια σιωπούσαν, κρυμμένα κι αυτά μέσα στον φόβο και το κρύο. Ο Χριστάκης δεν σκεφτόταν τίποτα, έπαιρνε πολύ στα σοβαρά τον ρόλο του. Φρουρός του χωριού του. Αποστολή που τον τιμούσε. Έσφιξε στα χέρια του το μονόκανο του Ευριπίδη και τέντωσε την ακοή του να συλλάβει θορύβους, πέραν από εκείνους της νύκτας. Δεν ακουγόταν τίποτα, τ’ άλλα κοκόρια δεν ακολούθησαν το πρώτο, η νύχτα ήταν σιωπηλή, ακόμα και οι γρύλλοι χώθηκαν βαθιά στη γη, οι νυκτερίδες δεν βγήκαν να κυνηγήσουν. Κι όμως αυτοί ήταν εκεί, όπως σίγουρα θα βρίσκονταν απέναντι και οι Τούρκοι. Κι αυτοί σιωπηλοί, θα έστηναν το αφτί, θα τέντωναν τα μάτια, ν’ ακούσουν και να δουν. Να πυροβολήσουν αν χρειαζόταν. Πολλοί ισχυρίζονταν ότι εκείνοι είχαν πιο καλό οπλισμό και πιο πολλά όπλα. Όλα μπορούσαν να λέγονται και να φημολογούνται. Ποιος θα πλήρωνε γι’ αυτό το φόρο;
- Είναι λίγοι, μα όχι τρελοί, είπε σε κάποια στιγμή ο Νεοκλής σαν να έπιασε τον στοχασμό του. Δεν θα τολμήσουν να βγουν από τη φωλιά τους. Είμαστε εμείς οι πιο πολλοί, αν βγουν χάθηκαν. Λες να μην το ξέρουν;
Δεν του απάντησε. Κι αυτοί ήταν λίγοι όταν τα έβαλαν με μιαν Αγγλία!
- Εγώ λέω ότι ποτέ δεν θα τολμήσουν να μας επιτεθούν, συνέχισε ο Νεοκλής. Θα μείνουν αποκλεισμένοι στην περιοχή τους κι αν πάμε να τους βγάλουμε, τότε θ’ αντισταθούν με πείσμα. Τότε θα σκοτωθούν και πολλοί δικοί μας….
Τον άρπαξε από το μανίκι και του είπε να σιωπήσει. Άφησε ένα μικρό γελάκι να του ξεφύγει ο Νεοκλής και σηκώθηκε. Τεντώθηκε μ’ ένα στεναγμό ανακούφισης.
- Ένα μήνα είμαι άνεργος, είπε. Kουράστηκα από την πολλή ανεργία και το καθισιό. Να δούμε πού θα μας πάει αυτή η κατάσταση…
Του είπε και πάλι να σιωπήσει και αναλογίστηκε πόσο θα του ήταν δύσκολο, χωρίς κανένα εισόδημα, γιορτάρες μέρες. Δεν ήταν βέβαια ο μόνος. Κι ο πατέρας του είχε από βδομάδες να βρει μια δουλειά, να βγάλει πέντε δεκάρες, να περάσουν. Υπόφεραν στο σπίτι, μα αυτό ήταν μικρό πρόβλημα μπροστά σ’ αυτά που συνέβαιναν τώρα. Κόσμος σκοτωνόταν, πολλοί μιλούσαν για επέμβαση της Τουρκίας, ό,τι κι αν αυτό σήμαινε, όλοι φοβούνταν.
Μα ο Νεοκλής δεν εννοούσε να σιωπήσει. Φοβόταν και ήθελε ν’ ακούει τη φωνή του σαν παρηγοριά, σαν σιγουριά ότι ακόμα υπήρχε, ότι βρισκόταν εκεί ζωντανός, έστω και μέσα σ’ αυτή την τρέλα που έπιασε τους ανθρώπους. Φύτευε κουνουπίδια ο Χαρίλαος του Βοσκού, μέσα στο χωράφι του βρίσκονταν τώρα και του τα πατούσαν. Πόσα να φύτεψε; Χίλια, δυο χιλιάδες; Τα πότιζε με τον κάδο ένα-ένα, μέσα στη ζέστη του Σεπτέμβρη. Άργησε να βρέξει, χρειάστηκε να κάνει αυλακιές και να αφήσει το λιγοστό νερό του πηγαδιού να τις γεμίσει. Μήνες με κόπο πολύ κι αδημονώντας να είναι καλές οι τιμές, για να βγάλει τι; Είκοσι πέντε, άντε τριάντα λίρες; Το κύριο του εισόδημα από αυτό το χωραφάκι με το πηγάδι και τη ντιζελοκίνητη αντλία, κι αυτό αβέβαιο. Πόσες φορές τα κουνουπίδια δεν πουλιούνταν καθόλου και τα έριχναν να τα φάνε οι χοίροι!...
Τον έσπρωξε ο Χριστάκης, έδιωξε τους απαισιόδοξους λογισμούς. Κίνησαν και πάλι, επιστρέφοντας προς τα πίσω. Έφτασαν μέχρι το σπιτάκι, μπήκαν μια στιγμή και ξαναβγήκαν. Να κάνουν μια νέα περιπολία τουρτουρίζοντας. Τίποτα δεν φάνηκε, ούτε καλό, ούτε κακό, κανένας δεν ήρθε να τους δει, να τους ρωτήσει. Κατέβαινε πια το φεγγάρι, αδυνάτιζε το φως του, στη δύση κατηφόρισε και η Οπλιά.
Πήγαινε μπροστά ο Νεοκλής, διάκρινε ένα άδειο σαρδελοκούτι, κάποια στιγμή, να λάμπει στο τελευταίο φως του φεγγαριού. Άρχισε να το κλωτσά με μανία σαν να ήθελε να βγάλει το άχτι και τ’ απωθημένα του. Μια κλωτσιά, δυο, στην τρίτη, το τενεκεδάκι έπεσε και χάθηκε μέσα στα χόρτα. Τον άρπαξε από το σακάκι ο Χριστάκης.
- Τι κάνεις; του είπε με θυμό. Από ένα μίλι ακουγόμαστε!
- Και τι μ’ αυτό; έκανε εκείνος αδιάφορα. Αν μας ακούν δεν θα τολμήσουν να έρθουν κατά το μέρος μας. Μήπως εμείς θα πηγαίναμε εκεί που ξέρουμε ότι φυλάνε οι Τούρκοι;
Η επόμενη μέρα ήταν ακόμα πιο φοβερή. Λες και η ατμόσφαιρα κι ο αέρας εγκυμονούσαν κινδύνους και τρόμο για κάτι που δεν βρισκόταν και πολύ μακριά, που ερχόταν να καλύψει τα πάντα. Τα σπίτια, τη φύση, τους ανθρώπους. Χριστούγεννα. Τα πιο μαύρα Χριστούγεννα, από όσο οι άνθρωποι μπορούσαν να θυμηθούν. Όπου υπήρχε ραδιόφωνο ήταν ανοιχτό κι όλοι παρακολουθούσαν τις ειδήσεις με δέος. Το ραδιόφωνο, μετά τη μετάδοση της ακολουθίας των Χριστουγέννων, δεν έβαλε τη συνηθισμένη, χαρούμενη μουσική, με μοτίβα που άρεσαν στον κόσμο και δημιουργούσαν την όμορφη ατμόσφαιρα που η μέρα επέβαλλε. Έβαλε σοβαρή κλασική μουσική, που έκανε την ατμόσφαιρα ακόμα πιο βαριά και καταθλιπτική.
Όλη η οικογένεια πήγε στην εκκλησία. Εκτός από τον Χαμπή που ποτέ δεν εκκλησιαζόταν. Όχι γιατί δεν πίστευε, γιατί τα παιδιά πάντοτε τα ενθάρρυνε και μάλιστα τα ρωτούσε μετά για το ευαγγέλιο και άλλα στοιχεία της ακολουθίας κι αυτά συναγωνίζονταν να δώσουν τη σωστή απάντηση. Η Στασού έλεγε ότι δεν πήγαινε στην εκκλησία γιατί δεν άντεχε τόση ώρα χωρίς τσιγάρο και ίσως αυτή να ήταν η αλήθεια. Πάντως, η μοναδική φορά που τα παιδιά είδαν τον πατέρα τους στην εκκλησία, ήταν το Πάσχα του 1959, η πρώτη Λαμπρή μετά τον Αγώνα, η πρώτη Ανάσταση της λευτεριάς. Τότε πήγαν όλοι, πήγε κι ο Χαμπής στον Καλό Λόγο, που, μετά από τέσσερα χρόνια, ψάληκε και πάλι τα μεσάνυχτα.
Η εκκλησία ήταν πραγματικά στις δόξες της. Ο παπά Κώστας, λαμπρός και βροντόφωνος, κανονάρχησε κι έδωσε επικό τέμπο στη λειτουργία. Οι ψαλτάδες τον ακολουθούσαν σαν να συναγωνίζονταν ποιος να ψάλλει καλύτερα. Για πρώτη φορά λειτούργησε και η μικροφωνική, που εγκαταστάθηκε πρόσφατα και δημιουργούσε μια εντυπωσιακή κατάσταση, σαν να ερχόταν η ψαλμουδιά από τους ουρανούς. Η εκκλησιά, που μισο-γκρεμίστηκε στο μεγάλο σεισμό του 1953, αναστηλώθηκε μόλις πρόσφατα με μεγάλες προσπάθειες και προσευχές. Η εκκλησιαστική επιτροπή, μ’ επικεφαλής τον παπά Κώστα, δούλεψαν σκληρά και τα κατάφεραν. Βέβαια την πιο μεγάλη συνεισφορά την είχε η Ζήνα Κάνθερ που είχε ανταποκριθεί σε κάθε έκκληση και παράκληση και δίκαια ανακηρύχθηκε σε μεγάλη ευεργέτιδα. Όχι μόνο για την επιδιόρθωση κι αναστήλωση της χαλασμένης εκκλησίας, αλλά και για άλλες δωρεές της στο χωριό, από όπου είχε την καταγωγή της. Με δικά της έξοδα έγινε ο δρόμος προς την αλυκή, όπου έφτασε κι αποβιβάστηκε κρυφά ο αρχηγός της ΕΟΚΑ, ο στρατηγός Γεώργιος Γρίβας Διγενής, για να ξεκινήσει τον αγώνα εναντίον των Άγγλων. Η Ζήνα Κάνθερ αγόρασε κι όλη την παραθαλάσσια περιοχή, κάπου σαράντα σκάλες, και τη δώρισε στην εκκλησία. Ακόμα έκτισε και τη μικρή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο χώρο της αποβίβασης, απόδοση τιμής στον Διγενή, τους αγωνιστές της Χλώρακας και στον επικό Αγώνα της ΕΟΚΑ.
Ο παππούς ο Λεωνής, η γιαγιά η Δεσποινού, η Στασού, όλα τ’ αδέρφια, εκτός από τον Χριστάκη, η Στέλλα, ο Κωστάκης, ο Κυριάκος, η Έλλη και η Δέσποινα, μαζί τους κι όλη η γειτονιά, γέμισαν για λίγο τον δρόμο. Και ύστερα, στη θαλπωρή του οικογενειακού σπιτιού χάρηκαν το χριστουγεννιάτικο τραπέζι με κότα βραστή, σούπα αυγολέμονο και κρέας χοιρινό, τσιγαριστό.
Η Στασού δεν καθόταν ποτέ στο τραπέζι. Είχε πολλούς να υπηρετήσει και πάντοτε ευχαριστούσε τον Θεό. Ποτέ δεν παραπονιόταν. Σέρβιρε, βοηθούσε τα πιο μικρά παιδιά να βολευτούν, ξεσήκωσε τον Χαμπή, που κοιμόταν ακόμα όταν επέστρεψαν, του έριξε νερό να πλυθεί, του ετοίμασε την καλύτερη θέση στο τραπέζι. Ένα τραπέζι, μεγάλο, τετράγωνο, που χωρούσε όλους, έστω και λίγο στριμωγμένους.
Τα οικονομικά της οικογένειας ήταν στο χειρότερο τους χάλι, από όσο μπορούσαν να θυμούνται. Καμιά δουλειά για τον Χαμπή για πάνω από ένα μήνα, κανένα άλλο εισόδημα και το χειρότερο, το καταραμένο το χαρτοπαίγνιο, που ταλαιπωρούσε τις πιο πολλές οικογένειες του χωριού, όπως κι αυτήν.
Είχαν, όμως, τουλάχιστο να φάνε. Οι κότες, τα αυγά, τα λαχανικά και τα λεμόνια από το μικρό τους περιβόλι, το γάλα και τα χαλλούμια από τις κατσίκες τους, το κρέας από το θρεφτάρι. Και, βέβαια, η παχιά κότα που θα τιμούσαν τώρα με μεγαλοπρέπεια. Στο σπίτι όλοι είχαν μάθει να προσεύχονται από μέσα τους, έτσι δεν υπήρχε τελετουργικό. Ούτε είχε καμιά σημασία ποιος άρχιζε. Ο παππούς ο Λεωνής ρουφούσε θορυβώδικα τη σούπα του και η γιαγιά τον σκουντούσε να μην κάνει τόσο θόρυβο, αντίθετα τον μιμούνταν και το πιο μικρό κορίτσι κι η Δέσποινα έσκαγε στα γέλια.
Η ατμόσφαιρα ήταν όμορφη, δεν άνοιξαν ούτε το ραδιόφωνο. Άφησαν για λίγο τα κακά μαντάτα έξω από το σπίτι. Ο Χαμπής ήταν ιδιαίτερα ομιλητικός. Έλεγε για τα παιδικά του χρόνια, κάτι που πολύ σπάνια έκανε, τότε που πήγαινε κι αυτός στην εκκλησία, έμπαινε μάλιστα στο ιερό και βοηθούσε τον παπά, του άναβε τον θυμιατό, ετοίμαζε τους φανούς και τα εξαπτέρυγα για τη μεγάλη είσοδο, ζέσταινε το νερό που αναμειγνυόταν με το κρασί της Θείας Κοινωνίας. Το Ζέον. Τα παιδιά άκουαν τον πατέρα με ευχάριστη έκπληξη. Το βράδυ δεν βγήκε, ήταν και πάλι μαζί τους, πήγε νωρίς για ύπνο. Πολύ τον χαίρονταν να μένει μαζί τους, να τους διηγείται και να τους εξιστορεί. Μόνο που αυτό δεν συνέβαινε πολύ συχνά.
Τους έλειπε, όμως, ο Χριστάκης. Γιατί δηλαδή πάντα κάποιος θα ήταν απών; Πιο πολύ, βέβαια στενοχωριόταν κι ανησυχούσε για την απουσία του μεγάλου της γιου η Στασού. Τον παρακολουθούσε στενά, αν και δεν έλεγε τίποτα. Καταλάβαινε πιο πολλά από όσο έδειχνε. Φοβόταν, έτρεμε η ψυχή της. Έζησε έντονα τις ανησυχίες και την αγωνία στις μέρες του Αγώνα. Με αδέρφια, κουνιάδους, ξαδέρφια, αδερφοτέκνια δοσμένα στον όρκο, στη φυλακή, στα κρατητήρια, στις ομάδες κρούσης της Οργάνωσης. Μα τώρα ήταν το παιδί της, ο γιός της. Και όλα ήταν πιο σκληρά και πιο βίαια, τράνταζαν την καρδιά της. Δεν έκλαιε, δεν μιλούσε, καταπίεζε στην ψυχή της τον τρόμο και την απόγνωση.
Ο Χριστάκης, μετά την εκκλησία πήγε στο καφενείο του παππού του Κώστα. Ευχήθηκε στον παππού και στη γιαγιά χρόνια πολλά και καλά Χριστούγεννα και τους φίλησε το χέρι. Κι εκείνοι κάθισαν για λίγο μαζί του και τα είπαν. Τον κέρασαν σουμάδα και παξιμάδι. Ήρθε κι ο μικρός του θείος, ο Νικολής και κάθισε κι αυτός κοντά τους. Εργαζόταν τώρα στη Λεμεσό, ήταν πια φτασμένος τεχνίτης. Έπαιρνε καλό μεροκάματο. Σκεφτόταν ν’ αρχίσει να πιάνει δικές του εργολαβίες και υπεργολαβίες. Ήταν, όπως πάντα, αισιόδοξος. Ήρθε μόνο για τη μέρα των Χριστουγέννων. Θα έφευγε το απόγευμα γιατί τα πράγματα δεν ήταν καλά, υπήρχε κίνδυνος οι Τούρκοι να κόψουν τον δρόμο στα Μαντριά. Περίμεναν και στη Λεμεσό φασαρίες, όπως στη Λευκωσία. Τον άκουγε η γιαγιά η Τζιυρκακού και σταυροκοπήθηκε κι επικαλέστηκε την Παναγία να δίνει σωστές σκέψεις στους ανθρώπους. Ο θείος ο Βάσος, που είχε στήσει το δικηγορικό του γραφείο κι αυτός στη Λεμεσό, φοβήθηκε την κατάσταση και τους μήνυσε ότι δεν θα ερχόταν. Κι αυτό, βέβαια, στενοχωρούσε τους γέροντες, που τους είχαν επιθυμήσει, πιο πολύ τα εγγόνια, την Κάκια και τον Κωστάκη.
Ο Χριστάκης έφυγε από το καφενείο του παππού του και πήγε στον σύλλογο, που ήταν απέναντι. Στη βεράντα ήταν μαζεμένος κόσμος. Έδωσε το χέρι κι ευχήθηκε σε όλους. Όλοι κάπνιζαν βαριά και ήταν βαρύθυμοι. Μαύρα Χριστούγεννα, είπε κάποιος. Η Λευκωσία καίγεται. Ο Μακάριος και ο Κουτσιούκ κάνουν εκκλήσεις για ειρήνη. Μα ποιος τους πιστεύει; Αυτοί τα έκαναν όλα! Κι έρχονται τώρα ειρηνοποιοί λες κι ο κόσμος τρώει κόνναρα. Γραμματείς και φαρισαίοι. Και οι δυο τους. Κάποιος τον αποπήρε, προς στιγμή υπήρξε ένταση, που γρήγορα καταλάγιασε κι αυτή. Κανένας δεν είχε κέφι για συζητήσεις. Σ’ ένα χωριό που οι αντιπαραθέσεις ήταν πάντοτε έντονες, αυτό έμοιαζε εξωπραγματικό. Και ο Χριστάκης το σημείωσε.
Μπήκε μέσα, πήγε μόνος του κι άνοιξε μια μανταρινάδα Ζαλούμη, το αναψυκτικό που προτιμούσαν όλοι τελευταία, πλήρωσε και κάθισε σε μια γωνιά να την απολαύσει. Είδε τον Κώστα τον Πενταρά να βγαίνει πίσω από το παραβάν της θεατρικής σκηνής, να κατεβαίνει και να έρχεται κοντά του. Του έδωσε το χέρι και του ευχήθηκε, σοβαρός, χωρίς χαμόγελο.
- Αύριο, του είπε, να είμαστε όλοι στους Κόνιζους, στις μια μετά το μεσημέρι. Θα γίνει η πρώτη εκπαίδευση του λόχου της Χλώρακας.
Η Στασού είχε πολλές δουλειές να προλάβει. Ένα μεγάλο τραπέζι φορτωμένο με κρέατα, από το σφαγμένο θρεφτάρι, να τα επεξεργαστεί για να διατηρηθούν. Το παχύ λαρδί ν’ αλατιστεί, να μπουν στο κρασί και τα μπαχαρικά τα παΐδια και η καρκαλαμιά, να χωρίσει για την πηχτή, να λιώσει το λίπος. Η επιστροφή του Χριστάκη πολύ την ανακούφισε, αν κι όλα τ’ άλλα παιδιά είχαν ήδη στρωθεί στη δουλειά και τη βοηθούσαν. Του έδωσε τις σχετικές οδηγίες και απερίσπαστη ασχολήθηκε πια με τις δικές της δουλειές.
Ο Χριστάκης στρώθηκε κι αυτός στη δουλειά. Τον ευχαριστούσε αυτή η ενασχόληση κι έκανε τα πάντα, μέχρι και δουλειές του σπιτιού. Αν και η Στέλλα θεωρούσε το κάθε τι που αφορούσε το σπίτι δικό της δικαίωμα. Μέρα Χριστουγέννων ή όχι το σπίτι ήθελε την περιποίησή του. Ζήτησε από την αδερφή του να συνεργαστούν, μια ευκαιρία να του κάνει και το μάθημα των γαλλικών. Του άρεσε αυτή η γλώσσα πάρα πολύ και μια και η Στέλλα τη διδασκόταν στο σχολείο, αυτός γιατί όχι, της ζήτησε να γίνει μαθητής της κι αυτή όχι μόνο δεν του αρνήθηκε, αντίθετα ενθουσιάστηκε με την ιδέα. Μια χαριτωμένη γλώσσα, έλεγε, που ο καθένας έπρεπε να μιλά.
Μεγάλωνε η μέρα, γεμάτη μυρουδιές από το χοιρινό που τσιγαριζόταν σε δυνατή φωτιά από ξύλα χαρουπιάς και δρυ, μέσα σε μια τεράστια κατσαρόλα. Η Στασού είχε ανάψει δυο φωτιές, μια στο αχερωνάρι και μια έξω, εκεί που έπλενε τα ρούχα. Στην πρώτη έλιωνε λίπος, στην άλλη έβραζε το κρέας για την πηχτή. Όλα τα παιδιά κάθισαν ένα γύρο κι έσφιξαν λεμόνια και κιτρόμηλα για να βγάλουν τον χυμό που θα χρησιμοποιούσαν για την πηχτή. Τη ζαλατίνα, όπως την έλεγαν, και που τους άρεσε πάρα πολύ, όπως και τα λουκάνικα φυσικά, η λούντζα και τ’ άλλα παστά και κουμνιαστά. Το θρεφτάρι έδινε αρκετό κρέας για να έχουν μέχρι τη Λαμπρή.
Με τόσα πράγματα κι εξελίξεις το διάβασμα παραμερίστηκε. Νωρίς το απόγευμα, όμως, ο Χαμπής επέστρεψε στο σπίτι, έφερε κι ένα περιοδικό, «ΜΑΣΚΑ», έλεγε, με καουμπόικες περιπέτειες κι άρχισε να το διαβάζει. Τότε υπενθύμισε και στα παιδιά ότι δεν έπρεπε να παραμελούν το δικό τους διάβασμα. Ήταν μια μέρα καθαρή, που σήκωνε ένα μακρύ περίπατο μέχρι τη θάλασσα ή τουλάχιστον μέχρι το εκκλησάκι του Αρχάγγελου Μιχαήλ. Μα ποιος είχε κουράγιο για κάτι τέτοιο με όσα το ράδιο μετάδιδε; Συγκρούσεις, πόλεμος, κακό. Και τα παιδιά δεν επηρεάστηκαν λιγότερο από τους μεγάλους.
- Ας διαβάσουμε! είπε η Στέλλα, υπακούοντας στην προτροπή του μπαμπά και πήγε κι έκλεισε το ραδιόφωνο.
Στρώθηκαν όλοι στο διάβασμα, μέχρι αργά το απόγευμα που έπρεπε να μαζέψουν και να φροντίσουν τα ζώα. Ήρθε το βράδυ, μαζεύτηκε η οικογένεια. Έκανε κρύο μα το αγνοούσαν. Ο Χριστάκης άνοιξε ένα καινούριο τετράδιο κι άρχισε να γράφει. Από καιρό έφτιαχνε με τον νου του ένα βιβλίο με αστροναυτικές περιπέτειες. Πολύ του άρεσε ό,τι είχε σχέση με το διάστημα. Διάβαζε ό,τι έβρισκε σχετικό, σε εφημερίδες και περιοδικά, βιβλία και ότι έδειχνε το σινεμά του χωριού δεν το έχανε. Εκείνη τη μέρα, τα Χριστούγεννα του 1963, έβαζε τον τίτλο του πρώτου του βιβλίου «Ο ΦΟΒΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΕΙΜΟΣ». Αυτός ήταν ο τίτλος, από τους δυο δορυφόρους του πλανήτη Άρη. Τ’ άλλα παιδιά, τον κύκλωσαν και παρακολουθούσαν. Τον είδαν να βάζει τον τίτλο.
- Θα γράψεις ένα βιβλίο! παρατήρησε με θαυμασμό ο δεκάχρονος Κυριάκος. Πες μας, τι θα γράψεις; Θα είμαστε κι εμείς μέσα;
Θύμωσε στην αρχή ο Χριστάκης, γιατί η παρέμβαση του μικρού του αδερφού του διάκοψε την έμπνευση. Ύστερα, όμως, χαμογέλασε κι άρχισε να γράφει την πρώτη παράγραφο, χωρίς να του απαντήσει. «Στην απόλυτη σιωπή του χάους ταξίδευε το αστρόπλοιο κι αυτό στη σιγαλιά, οι μηχανές δεν ακούονταν, οι δυο αστροπολεμιστές δεν ένιωθαν τη φοβερή ταχύτητα που τους ταξίδευε μέχρι τα πέρατα του διαστήματος…». Σταμάτησε να γράφει και σκεφτόταν.
- Διάβασέ μας, παρακάλεσε η Έλλη.
Από όλα του τ’ αδέρφια, σ’ αυτήν είχε την πιο μεγάλη αδυναμία. Ντρεπόταν, όμως ν’ αρχίσει να διαβάζει. Θα το έκανε αν ήταν μόνοι. Μα τώρα, με τον πατέρα να παρακολουθεί μ’ ενδιαφέρον, προτιμούσε να το αποφύγει. Το πρόβλημα του το έλυσε ο Κωστάκης, που του άρπαξε το τετράδιο, πήρε ύφος και διάβασε μονορούφι τις λίγες γραμμές, πριν προλάβει να τον αντικόψει.
Ο Χαμπής έδειχνε ότι δεν παρακολουθούσε. Κι όμως τα είχε ακούσει όλα. Ο μεγάλος του γιος έγραφε λοιπόν! Καλά του είχε πει ο τελευταίος του δάσκαλος στο δημοτικό, ο Χρυσοστομίδης, ότι είχε ταλέντο στις εκθέσεις κι ότι θα γινόταν καλός δάσκαλος, αν κατάφερνε να περάσει και να μπει στην Παιδαγωγική Ακαδημία. Γι’ αυτό, άλλωστε, και ο ίδιος προσπαθούσε να τον προϊδεάσει και να προετοιμαστεί γι’ αυτό τον σκοπό. Θα ήταν καλό για όλους και προ παντός για τον ίδιο. Ο δάσκαλος είχε πολύ καλή κοινωνική θέση, ήταν και περιζήτητος γαμπρός.
- Είναι τρελά, αυτά που γράφεις!
Ήταν μια παρατήρηση της Στασούς, που κανένας δεν περίμενε. Κατακουρασμένη, καθόταν σε μια καρέκλα, σε μια άκρη, μαζί με τον παππού και τη γιαγιά. Όλοι είχα σιωπήσει κι άκουαν τον Κωστάκη που διάβαζε.
- Γράφεις αυτά που διαβάζεις σ’ εκείνα τα παράξενα βιβλία, συνέχισε απτόητη η μαμά. Όλο φαντασίες. Τέτοια πράγματα δεν συμβαίνουν!
Ο Χριστάκης ήξερε πολύ καλά τις απόψεις της μητέρας του. Όχι ότι τον ήθελε να διαβάζει και θρησκευτικά βιβλία, πάντα όμως του τόνιζε ότι οι περιπέτειες του Ταρζάν και του Μικρού  Ήρωα ήταν φανταστικές και δεν του πρόσφεραν τίποτα, μόνο του έτρωγαν τον χρόνο του. Κάποτε της διάβασε ένα ποίημα, το πρώτο που είχε γράψει. «Πέφτει το δείλη, μιας καρδιάς αδειανής…» κι αντέδρασε εκείνη έντονα γιατί τι είναι το δείλη; Ένα ορθογραφικό λάθος είναι. Το σωστό είναι δείλις! Αν και οι γονείς του δεν έβγαλαν το δημοτικό, τους θεωρούσε πολύ μορφωμένους και σεβόταν τη γνώμη τους. Χρειάστηκε πολύ καιρό για να ξεπεράσει εκείνην την παρατήρηση. Και τώρα, ίσως να είχε δίκιο. Είχε πολύ σκεφτεί να γράψει κάτι άλλο. Θα ήθελε να γράψει θέατρο. Μα δεν ήξερε την τεχνική. Όσο κι αν είχαν στο σχολείο μελετήσει το κλασικό, αρχαιοελληνικό θέατρο, ένιωθε δέος μπροστά σε μια τέτοια προσπάθεια. Ποιος ήταν αυτός για να σταθεί σε τέτοιο μπόι;
Η απόφασή του ήταν να γράψει μυθιστόρημα. Κι έκρινε ότι η επιστημονική φαντασία του πήγαινε. Τη θεωρούσε και πιο εύκολη. Για κοινωνικό ή άλλο μυθιστόρημα θα έβλεπε αργότερα. Τώρα απλώς δοκιμές έκανε. Χαμογέλασε, μάλλον αμήχανα, πήρε το τετράδιο από τον Κωστάκη κι έγραψε μέχρι που γέμισε τη σελίδα. Η πέννα του, η καινούρια του απορροφητική πέννα, που αγόρασε πριν λίγες μέρες από του Άξελ, κυλούσε πάνω στο χαρτί και τ’ αδέρφια του παρακολουθούσαν με το στόμα ανοιχτό. Μα η παρατήρηση της Στασούς τον ενοχλούσε, έδιωχνε την έμπνευσή του. Σταμάτησε, έκλεισε το τετράδιο, έβαλε το καπάκι στην πέννα και κάθισε για λίγο αμίλητος. Τώρα, που σταμάτησε να γράφει, παρεισφρήσανε στο νου του τα γεγονότα και οι κακές μέρες που ζούσαν. Τα χαρούμενα Χριστούγεννα των αλλοτινών καιρών, ένιωθε πως δεν θα ξανάρχονταν. Στην πιο όμορφη ηλικία του σπρωχνόταν από τις καταστάσεις άσχημων εξελίξεων. Ήταν πολύ απαισιόδοξος, η καρδιά του βαριά, οι σκέψεις του μαύρες.
Δοκίμασε να τις παραμερίσει. Έσπρωξε στο νου του την απάντηση στην επιστολή του καινούριου του φίλου, δι’ αλληλογραφίας. Του Χρήστου Νάνζιου, από τον Αλμυρό Βόλου. Βρήκε το όνομά του σ’ ένα περιοδικό και του έγραψε. Έτσι αποφάσισε, στη σκέψη της στιγμής. Του έγραφε ότι ήταν μικρή οικογένεια, εκείνος, η μητέρα και η πιο μεγάλη αδερφή. Για τον πατέρα του δεν έλεγε τίποτα. Του έστειλε και μια φωτογραφία με την αδερφή του, κάτω από ένα μεγάλο δέντρο. Δεν είχε ξανακούσει για τον Αλμυρό. Ο Βόλος όμως ήταν πολύ γνωστός, σαν μια από τις πιο μεγάλες πόλεις της Ελλάδας. Ο Χρήστος ήταν συνομήλικός του κι αυτός στην πέμπτη τάξη του γυμνασίου, έγραφε πολύ ωραία. Έτσι θα γράφουν όλοι οι Έλληνες, σκέφτηκε. Μέσα του, όλες οι εικόνες της Ελλάδας ήταν όμορφες.
Πήρε δυο κόλλες αλληλογραφίας και τις γέμισε. Αφοσιώθηκε τόσο πολύ στο γράψιμο της επιστολής, που μόλις που πήρε είδηση τον παππού και τη γιαγιά που έφυγαν και τους άλλους που πήγαν για ύπνο. Όταν τέλειωσε, μόνο εκείνος κι ο μπαμπάς κάθονταν ακόμα ξύπνιοι. Έβαλε στην άκρη την τελειωμένη επιστολή. Δεν είχε φάκελο, θα έπαιρνε την επομένη από τον Φίλιππο και θα ταχυδρομούσε την επιστολή στου Φουκιδή, από όπου θ’ αγόραζε και το γραμματόσημο. Έβαλε το χέρι στην τσέπη και βρήκε το διπλοσέλινο, όλη κι όλη του η περιουσία. Ευχήθηκε να ήταν αρκετό.
Σηκώθηκε από την καρέκλα, τεντώθηκε, ένιωσε ευχάριστα, νύσταζε, ώρα ήταν να πάει κι αυτός να ξαπλώσει. Μα ο Χαμπής σήκωσε το βλέμμα από το περιοδικό που διάβαζε και του είπε ότι ήθελε να μιλήσουν. Παραξενεύτηκε. Πολύ σπάνια είχαν κάτι που να τους απασχολεί ιδιαίτερα. Υπέθεσε ότι θα του έλεγε για τους κακούς του βαθμούς, ειδικά για εκείνο το ρεζίλεμα της χημείας. Μα ο πατέρας του ήταν σοβαρός και τον κοίταζε έντονα.
- Σου μίλησε ο Κώστας Πενταράς; τον ρώτησε τελικά κι ακουόταν σαν να προσπαθούσε να διαλέξει τις λέξεις.
Του είχε μιλήσει ο Κώστας. Θα είχαν στρατιωτική εξάσκηση την επομένη. Δεν νόμιζε, όμως, ότι  αυτό ήταν που εννοούσε ο πατέρας του. Ένεψε με το κεφάλι όχι.
- Δεν έχει σημασία, συνέχισε ο Χαμπής. Τα πράγματα είναι άσχημα. Σε παρακολουθώ κι εγώ και η μάμα σου, εσύ νομίζεις ότι δεν ξέρουμε τίποτα! Μακάρι να μη χρειαζόταν αυτό, μα είμαστε όλοι μέσα. Σήμερα ήρθε ο Βέργας από τη Λευκωσία. Οι μάχες εκεί, με τους Τούρκους είναι πολύ σκληρές, είπε ότι προσφεύγουμε στο Συμβούλιο Ασφαλείας γιατί η Τουρκία απειλεί με επέμβαση.
Σιώπησε και τον κοίταζε. Τα μάτια του έλαμπαν σαν να είχε πυρετό. Δεν τον είχε ξαναδεί έτσι. Ανησυχούσε, φοβόταν, είχε πανικοβληθεί; Όχι δεν ήταν αυτό. Ο πατέρας είχε μια τετράγωνη λογική για τα πολιτικά και πάντοτε πρόβλεπε και δεν έπεφτε έξω. Αναφέροντας τώρα την Τουρκία, εννοούσε προφανώς ότι πίστευε ότι θα έκανε την επέμβασή της. Στρατιωτική και χωρίς έλεος. Δεν θα του το έλεγε, βέβαια, αλλά η έκφραση του προσώπου του μιλούσε καθαρά.
- Ξέρεις, έχουμε δημιουργήσει το λόχο της Χλώρακας. Ο οπλισμός και τα πολεμοφόδιά μας είναι λιγοστά. Αύριο φεύγει για την Κρήτη ο θείος σου ο παπά Κώστας, μαζί με άλλους. Έχει φίλους εκεί, τους τηλεφώνησε. Έχουν κάποιο οπλισμό από τον πόλεμο με τους Γερμανούς, ίσως να μας τον δώσουν. Πηγαίνουν για να τον φέρουν.
Σιώπησε και πάλι. Τον κοίταζε ο Χριστάκης, έκπληκτος που ο πατέρας του, του μιλούσε τόσο ανοικτά για ένα τόσο σοβαρό θέμα. Ώστε ήταν κι εκείνος μέσα στα πράγματα. Ένιωσε χαρά και ικανοποίηση. Το έφερε βαρέως που δεν μπήκε στην ΕΟΚΑ, που δεν αγωνίστηκε ενάντια στους Εγγλέζους. Να, που αυτήν τη φορά δεν θα έμενε αμέτοχος. Κάτι πήγε να του απαντήσει μα δεν έβρισκε τις λέξεις. Τον πρόλαβε εκείνος.
- Με έχουν ορίσει ομαδάρχη σας, συνέχισε, και εγώ προσωπικά θα συνεχίσω την εκπαίδευσή σας. Στην ομάδα μας θα είναι ο Κυριάκος του Αντωνή του Αζίνα, ο Ερωτόκριτος του Αντρέα του Γιώρκη, οι γαμβροί του Χατζηστάθιου, ο Γιαννής και ο Συμεός κι εσύ.
Η Στασού δεν κοιμόταν. Άκουσε τον άντρα της να μιλά κι ένιωσε την ανησυχία να της φέρνει κάψιμο στην καρδιά. Παρακολουθούσε τον γιο της τις τελευταίες βδομάδες, τόσο αδέξια να προσπαθεί να κρύψει τις ενέργειές του. Δεν φαντάστηκε ότι κι ο Χαμπής είχε δηλώσει τη συμμετοχή του. Δεν μας φτάνει η φτώχια και η κακομοιριά μας, σκέφτηκε, θα έχουμε τώρα κι αυτό, μ’ ένα όπλο κάτω από τη μασχάλη, όλοι οι αρσενικοί, ακόμα και τα ξεπεταρούδια, να τρέχουν, για πού άραγε; Έπνιξε ένα στεναγμό κι έστρεψε τον λογισμό της στον Χριστό και στην Παναγία. Δώστε νου και σωστή λογική σ’ όλους, προσευχόταν.
26 του Δεκέμβρη 1963. Η επομένη των Χριστουγέννων. Στους Κόνιζους, μια περιοχή με ανώμαλο έδαφος, κάτω από τον χαρουπώνα του Αντρέα του Γιώρκη, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά πλήρης ο λόχος της Χλώρακας. Κάπου εκατόν είκοσι άντρες, που θ’ αποτελούσαν την άμυνα του χωριού σε περίπτωση επίθεσης από τους Τούρκους. Από αυτούς, βέβαια, πολλοί θα έφευγαν. Κυρίως οι πιο ηλικιωμένοι. Όσο κι αν ήθελαν κι αυτοί να παραμείνουν μέχρι τέλους, ο «σύγχρονος» πόλεμος δεν ήταν στα μέτρα τους. Ποιος σύγχρονος πόλεμος δηλαδή; Ο οπλισμός ήταν όλος-όλος τρία τυφέκια, κατασκευής 1895, ένα αυτόματο μαρσίπ, γερμανικό, ένα αμερικάνικο Μ3 που έριχνε σφαίρες σαρανταπεντάρες κι άδειαζε όλη τη σφαιροθήκη, όπως έλεγαν, μόνο μ’ ένα χάδεμα της σκανδάλης. Είχαν κι ένα στεν «κυπριακής» κατασκευής κι ένα στέρλιγκ, μια βελτιωμένη έκδοση του στεν, αγγλικής κατασκευής, και τρία πιστόλια, πλακέ περέττα τριανταοκτάρια.
Ενώ μαζεύονταν ήρθε μια κακή είδηση. Στο Κτήμα, σ’ ένα φυλάκιο απέναντι από του Τογρούτ, που μόλις εκείνη τη μέρα είχαν επανδρώσει, μια σφαίρα, που έριξαν οι Τούρκοι, πέτυχε ένα Ελληνοκύπριο μαχητή στο κεφάλι. Η σφαίρα ήρθε από μακριά, μόλις που πρόβαλε το κεφάλι πάνω από τους σάκους με τον άμμο, διέτρησε το κράνος που φορούσε και καρφώθηκε στο κεφάλι του. Ευτυχώς δεν τον σκότωσε. Τον έστειλαν στο νοσοκομείο Λευκωσίας για να του βγάλουν τη σφαίρα.
Η κακιά είδηση έφερε σ’ όλους ανήσυχες σκέψεις. Έπρεπε να εκδικηθούν. Οι σκύλοι δεν είχαν τον Θεό τους. Και τι έκαναν οι δικοί μας; Γιατί δεν απαντούσαν ανάλογα; Γιατί άφηναν σ’ εκείνους την πρωτοβουλία; Αυτά συζητούσαν όλοι κι άφηναν το μίσος να σταλάζει, σιγά-σιγά στην καρδιά τους. Απλοί άνθρωποι του χωριού, αγρότες οι πιο πολλοί και μεροκαματιάρηδες, νόμιζαν ότι όφειλαν να μεταστοιχειωθούν σε τραχείς πολεμιστές που δεν θα χαρίζονταν σε κανένα.
Σε μια άκρη, ο Χριστάκης παρακολουθούσε με άδειο μυαλό. Η είδηση τον είχε τρομάξει. Τα πράγματα εξελίσσονταν και δεν ήταν ένας ρομαντικός περίπατος με τη δροσιά της θάλασσας στο πρόσωπο και το νοτισμένο χώμα να ευωδιάζει και να γεμίζει ευφορία την ψυχή. Όλα ήταν σκοτεινά κι αβέβαια. Όμως, μαζί με τους άλλους, σ’ ένα κοινό σκοπό ένιωθε τις ανησυχίες του κάπως να μαλακώνουν.
Το έδαφος ήταν κακοτράχαλο και πολύ ανώμαλο, προσφερόταν για την άσκηση, μα τους απομόνωνε ομάδες-ομάδες. Πολύς κόσμος, ντυμένοι με παράξενα ρούχα, εντελώς ανομοιόμορφα. Ένα ήταν βέβαιο. Ο Μαύρος που πουλούσε στρατιωτικά είδη, πούλησε καλά. Ήταν όλοι συγχωριανοί και γνωστοί. Μόνο τρεις-τέσσερις ξενόφερτοι, που καθοδηγούσαν την εκπαίδευση, του ήταν άγνωστοι. Ούτε και του φάνηκε πως ήξεραν καλά τη δουλειά τους. Ένας από αυτούς ανέβηκε σε μια υπερύψωση του εδάφους, για να τον βλέπουν όλοι και τους εξήγησε ότι το στεν είναι όπλο κακής εμπιστοσύνης κι ότι χρειαζόταν μεγάλη προσοχή όταν το κρατούσαν. Το σήκωσε, με την κάνη στον ουρανό και το έφερε προς τα κάτω με μια απότομη κίνηση. Ακούστηκε το κλείστρο που όπλισε.
- Προσέξτε, τους έλεγε, ακόμα και να πηδήξετε σ’ ένα χαντάκι, το επαναληπτικό ελατήριο είναι τόσο μαλακό, θα πάει από μόνο του και θα ’ρθει βάζοντας σφαίρα στη θαλάμη. Εσείς δεν το ξέρετε, δεν το έχετε αντιληφτεί, πατάτε τη σκανδάλη, με την εντύπωση ότι δεν είναι οπλισμένο, φεύγει η σφαίρα κι αυτοτραυματίζεστε, ή τραυματίζετε κάποιο συνάδελφό σας.
Έκανε ξανά και ξανά την κίνηση για να τονίσει όσα είπε. Όλοι τον παρακολουθούσαν με προσοχή. Έγιναν μερικές ερωτήσεις και τις απάντησε, αν και φαινόταν να δυσανασχετεί για ερωτηματικά σε τόσο απλά και στοιχειώδη πράγματα. Τους έδειξε πώς να οπλίζουν, πώς ν’ ασφαλίζουν, ξήλωσε το όπλο για να δείξει ότι είχε και τα προτερήματά του, είχε πολύ λίγα μέρη, ένα επανατατικό ελατήριο κι ένα συμπαγή κύλινδρο για να σπρώχνει τη σφαίρα, να οπλίζει και να πυροδοτεί. Και συνέχισε:
- Είναι πολύ εύκολο όπλο. Με καλή εξάσκηση θα μπορείτε να το αποσυναρμολογήσετε, να το διορθώσετε για οποιανδήποτε εμπλοκή, να το συναρμολογήσετε ξανά και να είσαστε έτοιμοι να ρίξετε και πάλι, σε πιο λίγο από δέκα δευτερόλεπτα.
Δέκα δευτερόλεπτα; Δεν είναι και λίγος χρόνος την ώρα της μάχης.
- Σε δέκα δευτερόλεπτα θα μας φάνε λάχανο είκοσι φορές, είπε φωνακτά κάποιος.
Τον άκουσε ο εκπαιδευτής και κούνησε το κεφάλι.
- Μακάρι να είχαμε αρκετά κι ας ήταν κι από αυτά, είπε κάποιος άλλος. Φαίνεται πως, όπως πάντα, οι καταστάσεις μας βρίσκουν απροετοίμαστους, συμπλήρωσε.
Το κλίμα γινόταν βαρύ, απαρέσκεια και απογοήτευση γραφόταν στα πρόσωπα των πιο πολλών.
Έγινε σιωπή, που όμως μιλούσε πολύ εύγλωττα. Ο εκπαιδευτής κατάλαβε ότι δική του δουλειά ήταν ν’ αλλάξει λίγο το κλίμα. Τους έδειξε πώς να βάζουν τις σφαίρες στη σφαιροθήκη και πώς να την εφαρμόζουν στην υποδοχή που υπήρχε στο πλάι του όπλου.
- Να είσαστε βέβαιοι ότι ακούσατε το κλικ που σημαίνει ότι η σφαιροθήκη μπήκε στη θέση της, συνέχισε.
Και θέλησε, τελειώνοντας, να τονίσει αυτό που είπε στην αρχή, ακόμα μια φορά.
- Αυτό το όπλο χρειάζεται μεγάλη προσοχή γιατί μπορεί να προκαλέσει ατυχήματα, έλεγε. Προχτές, σ’ ένα φυλάκιο στο Κτήμα, κάποιος πολύ απρόσεκτος, έριξε κατά λάθος, η σφαίρα βρήκε τον σύντροφο που ήταν μπροστά του, στο γόνατο και του το αχρήστεψε. Οι γιατροί λένε ότι υπάρχει κίνδυνος ακόμα και να του κόψουν το πόδι.
Τα τελευταία του λόγια έκαναν όλους να νιώσουν ακόμα πιο άσχημα. Κατήφεια κι ανησυχία τους πλημμύρισαν. Και του Χριστάκη ήταν ανάλογα τα αισθήματα. Ο πατέρας του δεν είχε δώσει το παρόν του, διαφορετικά, ήταν σίγουρος, θα σχολίαζε πολύ αρνητικά τις ικανότητες του εκπαιδευτή εκείνου, να εμψυχώνει τους επίδοξους μαχητές, που οι πιο πολλοί είχαν ασχοληθεί μέχρι τώρα μόνο σε ειρηνικά έργα. Μεροδούλι, μεροφάι και δόξα σοι ο Θεός.
Κύλησε το απόγευμα με εκπαίδευση πάνω στα όπλα. Άλλοι ξήλωναν τα τυφέκια, άλλοι τα στεν, άλλοι το μοναδικό μπρεν. Σφαιροθήκες γέμιζαν κι άδειαζαν, άλλαζαν χέρια τα πιστόλια, τα επεξεργάζονταν, τα ένιωθαν. Είχαν καθίσει σε μικρές ομάδες, γύρω-γύρω, ο ένας μάθαινε από τον άλλο, οι εκπαιδευτές τριγυρνούσαν από ομάδα σε ομάδα κι επέβλεπαν.
Ο Χριστάκης ένιωθε λιγάκι σαν χαμένος. Ήταν η τρίτη φορά που έπαιρνε όπλο στο χέρι. Ντρεπόταν μήπως η απειρία του ήταν πολύ φανερή στους άλλους, προπαντός σ’ εκείνους τους μεγαλύτερους που ήταν κι αγωνιστές της ΕΟΚΑ. Δεν ήθελε να τον θεωρήσουν λιγότερο άξιο της εμπιστοσύνης τους. Παρακολουθούσε μ’ ενδιαφέρον, βέβαια, και συγκρατούσε στη μνήμη του κάθε λεπτομέρεια από τις οδηγίες που έπαιρνε μαζί με τους άλλους. Στη θεωρία, το ήξερε, ήταν ικανός, μα εδώ ήταν η πράξη που είχε σημασία.
Όταν ήρθε η ώρα της εξάσκησης στη ρίψη χειροβομβίδας, δεν τα πήγε καθόλου καλά. Ούτε στη μισή απόσταση των άλλων δεν κατάφερε να φτάσει. Θυμήθηκε όταν ήταν μικροί κι έριχναν πέτρες με τους φίλους του. Ούτε τότε τα πήγαινε πολύ καλά. Πρώτος ήταν ο Γιαννάκης, Ιωάννου Ιωάννης του Αρέστη. Οικογενειακό όνομα και πατρικό. Στο δημοτικό είχαν το πατρώνυμο, Γιαννάκης Αρέστη. Όμορφα κι απλά. Απλά όπως τον καιρό του Ομήρου. Στο γυμνάσιο μπήκε και η οικογένεια. Το οικογενειακό όνομα. Το είπαν επίθετο. Είναι αλήθεια ότι τα παιδιά, μεταξύ τους, κολλούσαν ο ένας στον άλλο ένα χαρακτηριστικό  παραγκώμι. Γιαννάκης, το Χειλέτι. Είχε όμορφα χείλια ο Γιαννάκης, ήταν κατάξανθος ο Αντρίκος, τον είπαν το Κασίνι. Ο Γιαννάκης, λοιπόν, τα κατάφερνε εκεί που εκείνος υστερούσε. Και στο ρίξιμο της πέτρας. Αν ήταν τώρα εδώ, σίγουρα θα έριχνε τη χειροβομβίδα πιο μακριά από όλους. Είχε δοκιμάσει να τον διδάξει πώς να ρίχνει την πέτρα, ριχτή ή ξίστρεφτη. Δεν τα κατάφερε. Το ίδιο, δεν έμαθε ποτέ να σφυρίζει σαν βοσκός, με τα δυο δάχτυλα στο στόμα, ή καμπυλώνοντας τον δείχτη και φυσώντας δυνατά. Μάταια του έδειχνε ο Γιαννάκης. Ούτε στη σφεντόνα τα κατάφερε ποτέ. Παρά τις προσπάθειες του ξάδερφου Χριστόδουλου να του μάθει την τεχνική. Εκείνα, που όλα τα παιδιά, όταν ήταν ακόμα στο δημοτικό τα ήξεραν, αυτός ποτέ δεν τα έμαθε. Τι ήθελε τώρα να μου γίνει και πολεμιστής; Θύμωνε με τον εαυτό του, μα τίποτα δεν γινόταν.
Όταν τέλειωσαν, την ώρα που ο ήλιος βυθιζόταν στη θάλασσα, έφυγε νιώθοντας έντονη απογοήτευση για τις επιδόσεις του. Όταν έφτασε στο σπίτι βρήκε τη Στέλλα και τον Κωστάκη να καβγαδίζουν στη μέση της αυλής. Παραξενεύτηκε. Άρεσε στη Στέλλα να κάνει παρατηρήσεις σ’ όλους και να το παίζει επιστάτης, μα ο Κωστάκης δεν επέστρεφε ποτέ κακό λόγο, ούτε θύμωνε εύκολα.
- Τι έχετε πάθει; ρώτησε, ενώ ακουμπούσε το ποδήλατο στον τοίχο.
- Δεν έχουμε ψωμί κι αυτός δεν θέλει να πάει να φέρει, τσίριξε η Στέλλα. Θα ’ρθει κι ο μπαμπάς σε λίγο και ψωμί δεν έχουμε.
- Και πού θα βρω ψωμί τέτοια ώρα; απολογήθηκε ο Κωστάκης. Το συνεργατικό έχει κλείσει. Είδα τον Στάθιο να περνά, πηγαίνοντας στο σπίτι του.
Ψώνιζαν από το συνεργατικό βερεσέ, από τότε που ο παππούς ο Κώστας τούς είπε ότι δεν μπορούσε να τους κάνει μεγάλη πίστωση. Για να πάνε αλλού τώρα, που το συνεργατικό είχε κλείσει, έπρεπε να πληρώσουν. Ο Χριστάκης γέλασε.
- Πες στη μάμα να σου δώσει λεφτά και πήγαινε στον Νεόφυτο, είπε. Τον είδα τώρα που ερχόμουν να ανοίγει τον φούρνο. Φαίνεται ότι θ’ αρχίσει το ζύμωμα νωρίς.
Μα ο Κωστάκης ήταν ανένδοτος. Είχε θυμώσει με τη Στέλλα. Δεν θύμωνε εύκολα, μα όταν το έκανε είχε ένα γινάτι αξεπέραστο. Το ήξερε ο Χριστάκης γι’ αυτό δεν επέμενε. Άλλωστε πεινούσε κι αυτός κι ουδέποτε έτρωγε χωρίς ψωμί. Πήρε δυο σελίνια από τη Στασού κι έφυγε γρήγορα με το ποδήλατο. Ο φούρνος ήταν ολόφωτος και η πόρτα ανοιχτή. Ακούμπησε το ποδήλατο στο καλντερίμι, που ήταν μπροστά και μπήκε. Άκουσε το χαρακτηριστικό θόρυβο του μεγάλου ζυμωτηριού και είδε τον Νεόφυτο να στέκεται από πάνω του και να το παρακολουθεί να γυρίζει. Καλησπέρισε και ο μάντζιηπας σήκωσε το βλέμμα και τον κοίταξε. Στη ματιά του είχε εκείνη τη παράξενη ντροπαλοσύνη που ο Χριστάκης ήξερε πολύ καλά. Τον συναντούσε κάθε πρωί, πηγαίνοντας στο σχολείο. Μ’ ένα από εκείνα τα παράξενα ποδήλατα με τη θήκη-σκάλα πάνω από τον μπροστινό τροχό, με μια μεγάλη, καλαμένια κοφίνα γεμάτη ζεστά ψωμιά, αν πήγαινε, άδεια αν επέστρεφε. Πάντοτε τον χαιρετούσε κι εκείνος ανταπέδιδε, σοβαρός, κουρασμένος, με τα μαλλιά άσπρα από το αλεύρι, όπως άσπρα ήταν τα χέρια και τα ρούχα του. Δεν χαμογελούσε εύκολα και πάντοτε βιαζόταν ν’ αποσύρει τη ματιά του από πάνω του. Ο Χριστάκης είχε παρακολουθήσει το στήσιμο του φούρνου, πριν μερικά χρόνια. Μαθητής τότε στο δημοτικό, στεκόταν πολύ συχνά, με άλλους συμμαθητές του και παρακολουθούσαν, με περιέργεια, τις εργασίες. Ο Νεόφυτος είχε νοικιάσει το υποστατικό από τον Χρίστο του Κωνστάντινου με ψηλό ενοίκιο, μα εκείνος έκανε όλα τα έξοδα να κτιστεί κι ο φούρνος στο πίσω μέρος της αυλής, κολλημένο στον εξωτερικό τοίχο του υποστατικού και το άνοιγμα μέσα στο μεγάλο δωμάτιο. Πύρωνε με μεγάλο πύραυνο πετρελαίου, τοποθετημένο στο πλευρό εξωτερικά και ο Νεόφυτος χρησιμοποιούσε φλούδες αμυγδάλων, που καίγονταν στο πάτωμα του φούρνου. Ο Χριστάκης υπέθετε ότι σ’ αυτό οφειλόταν η υπέροχη ευωδιά που είχε το ψωμί του. Χαρακτηριστική και μοναδική. Θυμόταν τον θείο το Γιώρκο πόσο επαινούσε το ψωμί του, που το έπαιρνε από το Κτήμα, πριν ακόμα μεταφέρει το φούρνο του στη Χλώρακα.
- Τζιηνώ το προζύμι, είπε λίγο φωνακτά για ν’ ακουστεί η φωνή του πάνω από το θόρυβο του ζυμωτηριού. Έλα να δεις το καινούριο μου ζυμωτήρι.
Πήρε δυο χούφτες κοσκινισμένο αλεύρι, από μια μεγάλη, ξύλινη σκάφη και το έριξε μέσα. Το παρακολούθησε για λίγο και μετά έριξε ακόμα μια χούφτα.
- Είσαι ο Χριστάκης του Χαμπή, συνέχισε χωρίς να σταματά τη δουλειά του. Μα έλα πιο κοντά. Να δεις πώς γίνεται το ζύμωμα. Είναι πολύ μεγάλο, δεν το προλαβαίνω. Θα πρέπει η γυναίκα μου να έρχεται πιο συχνά να με βοηθά.
Χάρηκε ο Χριστάκης που του μιλούσε. Συνήθως δεν έκανε κουβέντα. Ήταν μάλλον εσωστρεφής και τα λόγια του λίγα. Κούνησε το κεφάλι καταφατικά και πήγε κοντά του. Μύριζε τη γλυκιά μυρουδιά του αλευριού, πρόσεξε τη ξεραμένη ζύμη στη ποδιά, που φορούσε. Έσκυψε πάνω από το ζυμωτήρι. Τη μεγάλη λεκάνη από ανοξείδωτο ατσάλι. Το προζύμι ήταν ακόμα πολύ νερωτό κι άχνιζε.
- Είπα να ξεκινήσω νωρίς, του εξήγησε. Το κρύο καθυστερεί το προζύμι να φουσκώσει και ο κόσμος θέλει φρέσκο ψωμί πριν να ξημερώσει. Δεν ζύμωσα και δυο μέρες…
- Σου έμεινε καθόλου ψωμί; ρώτησε ο Χριστάκης, εξηγώντας γιατί ήταν εκεί τέτοια ώρα. Το συνεργατικό έχει κλείσει, δεν το πρόλαβα.
Πήγε στη γωνιά, ο Νεόφυτος, όπου βρισκόταν ένα μικρό τραπέζι και ξεσκέπασε μερικά ψωμιά που του είχαν επιστραφεί. Πήρε δυο και του τα έδωσε.
- Πάρε τα, είπε. Δεν χρειάζεται ούτε να μου τα πληρώσεις, είναι δώρο από εμένα.
Μετά το δείπνο, ο Χριστάκης επέστρεψε στον σύλλογο. Βρήκε εκεί τον Σάββα, τον ξάδερφό του. Παραξενεύτηκε γιατί πολύ σπάνια ερχόταν στο καφενείο. Ήταν πιο μικρός, βέβαια, και πολύ μελετηρός. Η μόνη διασκέδαση που επέτρεπε στον εαυτό του, ήταν να πηγαίνουν μαζί στο σινεμά κάθε Σάββατο. Του άρεσαν πολύ οι κωμωδίες του ελληνικού σινεμά και οι γαλλικές πρακτορικές. Λάτρευε τον Έντυ Κωνσταντίν. Λάτρευε τέτοια έργα και σιγά-σιγά παράσυρε και τον Χριστάκη που τα παρακολουθούσε μ’ ενδιαφέρον.
- Ο Λεωνίδας παίζει τον Κόκκινο Πειρατή, του είπε μόλις τον είδε, εξηγώντας έτσι και την κάθοδό του στον σύλλογο.
Ο Σάββας καθόταν, με την οικογένειά του στη Λέμπα, το μικρό τουρκοχώρι κοντά στη Χλώρακα. Οι Τούρκοι στο μικρό χωριό ήταν ήσυχοι, δεν έπρεπε να τους φοβούνται. Μα όταν ο Βελζεβούλ απλώνει την ουρά του, τίποτα δεν μένει σωστό κι όταν ο ξέφρενος χορός της τρέλας ξεκινά, όλοι, ήσυχοι και μη, καλοί και κακοί, βρίσκονται μέσα στο ίδιο σακί, που χίλιοι διάβολοι στριφογυρίζουν στον αέρα και το βροντούν κάτω, αδιαφορώντας για τις κραυγές που σμίγουν, κραυγές τρόμου, αλαζονείας, αλλοφροσύνης, όλα μαζί. Και για τους Τούρκους της Λέμπας υπήρχαν φήμες ότι έκρυβαν όπλα στην αυλή τους, ότι όλοι οι νέοι είχαν στρατευτεί κι ανήκαν στη ΤΜΤ. Αυτός ήταν κι ο λόγος που όλο και πιο σπάνια έφευγε από το σπίτι ο Σάββας, όπως και τ’ άλλα του αδέρφια. Τρεις ελληνικές οικογένειες, που έμεναν στη Λέμπα, χρειάζονταν τους άντρες να μένουν στο σπίτι. Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί.
- Μα το είδαμε ξανά αυτό το έργο, παρατήρησε ο Χριστάκης.
Πραγματικά το είχαν ξαναδεί πριν μερικά χρόνια, ήταν τόσο συναρπαστικό που το είδαν δυο φορές μάλιστα.
Εκείνην τη στιγμή μπήκε κόσμος μέσα στον σύλλογο. Μαζί με άλλους ήταν ο Κώστας Πενταράς, ο Αντρέας ο Καύκαρος, ο Αντρίκος ο Κουρούσιης και πρώτος-πρώτος ο θείος του Χριστάκη, ο Κόκος. Φορούσε στρατιωτική στολή και είχε στη μέση, μέσα στη θήκη του, να κρέμεται ένα περίστροφο. Μετά τον Αγώνα, είχε ενταχθεί στον Κυπριακό στρατό, μαζί με τον Γιώρκο τον Βέργα, μα πρώτη φορά, ο Χριστάκης, τον έβλεπε με στολή. Στην πραγματικότητα φορούσε στολή αγγαρείας, λερωμένη και τσαλακωμένη, τα άρβυλά του ήταν σκονισμένα, οι γκέτες λασπωμένες, στο χέρι κρατούσε το στρατιωτικό του πηλίκιο.
Χαμογέλασε μόλις είδε τον Χριστάκη και πήγε κοντά του. Του μίλησε για μισό λεπτό, του είπε ότι μόλις ήρθε από τη Λευκωσία, ούτε από το σπίτι δεν πέρασε. Πήγε μετά και κάθισε στη μέση της μεγάλης αίθουσας. Όλοι μαζεύτηκαν γύρω του. Του έφεραν καφέ. Ήταν ο αγαπημένος θείος του Χριστάκη. Τον θυμόταν τότε, την εποχή του Αγώνα, τον είχε δει μια φορά που έριξε βόμβα στο στρατιωτικό αυτοκίνητο τους Εγγλέζους. Τον θαύμαζε. Τον συνέλαβαν πολύ νωρίς και τον έκλεισαν στα κρατητήρια, όπου έμεινε μέχρι που τέλειωσε ο Αγώνας. Επέστρεψε, όπως και όλοι οι άλλοι, τροπαιούχος. Για λίγο το έπαιξε μάγκας στο χωριό, νέος ήταν, όμορφος ήταν, δεν φοβόταν τίποτα και κανένα. Το μαγκιλίκι δεν κράτησε πολύ. Φυσικό ήταν, αφού είχε ήδη την καρδιά του δοσμένη. Τη χρωστούσε!
Ο Κόκος ήταν ερωτευμένος με την Καλλού, τη γειτονοπούλα του. Από τα δεκαπέντε του. Ακόμα κι όταν βρισκόταν στα κρατητήρια, έβρισκε τρόπους να της στέλλει την αγάπη του. Κι όταν με το καλό ο Αγώνας τελείωσε κι επέστρεψε δοξασμένος, έστειλε μήνυμα ότι θα πήγαινε να τη ζητήσει. Μα ο πατέρας της, ο Χαρίλαος, δεν συμφωνούσε με την επιλογή της κόρης του. Φοβόταν ότι οι ήρωες το είχαν πάρει πολύ απάνω τους κι αυτό θα έκανε πολύ δύσκολη τη δημιουργία μιας ευτυχισμένης οικογένειας. Είδε κι απόειδε ο Κόκος να τον πείσει. Ένα πρωινό ξύπνησε ο Χαρίλαος και η γυναίκα του η Αριάδνη και βρήκαν δυναμίτες να κρέμονται στην πόρτα και τα παράθυρα του σπιτιού τους. Είχαν προηγηθεί και κάτι απειλές, που εκφράστηκαν στα καφενεία και τους τις μετάφεραν, μιας και το ’θελε και η νύφη μ’ όλη της την καρδιά, έκαναν φιλότιμο την ανάγκη, είπαν το ναι.
Πήγαν να ζητήσουν την Καλλού. Ένα στενό χωραφάκι χώριζε τα σπίτια τους. Ο παππούς ο Κώστας, η στετέ η Τζιυρκακού κι όλη η οικογένεια. Μεγάλη οικογένεια. Αδερφοί, αδερφές, νύφες και γαμπροί. Κι ο Χριστάκης, ο μεγάλος εγγονός, πρώτη τάξη του γυμνασίου τότε, κάθισε στην πιο τιμητική θέση, στον καναπέ, δίπλα από τη νύφη. Και ήταν όλοι πολύ χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι.
Ο Χριστάκης δεν ήξερε ακόμα για τους δυναμίτες. Το έμαθε μερικές μέρες αργότερα από τη μητέρα του. Η Στασού ήταν πολύ θυμωμένη με τα καμώματα του νεαρού κουνιάδου της, ειδικά με αυτήν την υπερβολή. Όλα κι όλα, μα δεν σκέφτηκε ότι έτσι πρόσβαλλε και την Καλλού μπροστά στα μάτια των ίδιων της των γονιών; Δεν βαριέσαι, σκέφτηκε ο Χριστάκης, σιγά μη δεν το ήξερε και η Καλλού. Να μην ήταν και συνεργός λέγε.
Ο θείος ο Κόκος μόλις και μετά βίας έβγαλε το δημοτικό, μα είχε άλλο χαρτί, πιο δυνατό. Ήταν αγωνιστής. Ο Χριστάκης πίστευε ότι έφτιαξαν τον Κυπριακό στρατό, βάζοντας μέσα τους πιο σκληροτράχηλους αγωνιστές. Της ΕΟΚΑ οι Έλληνες, της ΤΜΤ οι Τούρκοι. Τρία χρόνια και κάτι μαζί, έμαθαν πέντε πράγματα παραπάνω στην στρατιωτική τέχνη, τώρα θα είχαν την ευκαιρία να τα εξασκήσουν, ο ένας πάνω στον άλλο. Ο ένας εναντίον του άλλου. Πολύ καλά ή, κατά το τούρκικο, χαϊραντάν μπαϊραντάν. Ο τέλειος δρόμος προς την κόλαση. Και πίσω τους δυο φάλαγγες από κολασμένους. Η Αγία Γραφή το λέει ή μήπως το Κοράνι; Διάταξε λέει, ο Θεός, το σατανά να προσκυνήσει τον άνθρωπο, που μόλις δημιουργήθηκε από το χώμα. Κι ο σατανάς αρνήθηκε. Πώς μου ζητάς, είπε στον Θεό, εμένα που είμαι φτιαγμένος από τη φωτιά, να προσκυνήσω το κατασκεύασμα από πηλό; Θύμωσε ο Θεός και τον καταράστηκε να πάει αμέσως στην κόλαση. Εκείνος, όμως, τον παρακάλεσε να μην πάει αμέσως, αλλά να περιμένει μέχρι τη μέρα της κρίσης. Του έκανε τη χάρη ο Θεός, δέχτηκε την παράκλησή του. Και τότε εκείνος του είπε με θράσος: «πολύ κακά έκαμες που δέχτηκες τη παράκλησή μου. Γιατί μέχρι τότε θα βρίσκομαι ανάμεσα στους ανθρώπους. Θα τους επηρεάσω, θα τους φέρω με το μέρος μου. Πολύ λίγοι θα σου μείνουν πιστοί, έρημος θα σου μείνει ο παράδεισος μετά τη μέρα της κρίσης.»





ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΣΣΕΡΑ

ΠΙΚΡΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

- Υπάρχουν πολλοί νεκροί, θείε; ρώτησε ο Χριστάκης και η φωνή του ακούστηκε μακάβρια και τραγική πάνω από όλα τα μουρμουρητά.
- Γέμισαν οι στράτες και τα σπίτια σκοτωμένους. Η Ομορφίτα και ο Τράχωνας δέχτηκαν μεγάλη πίεση, οι δικοί μας όμως άντεξαν.
Ο Κόκος ξέχασε τον καφέ του που κρύωνε πάνω στον δίσκο, τοποθετημένο σε μια καρέκλα μπροστά του. Έβγαλε το πηλίκιο του και ίσιωσε τα μαλλιά του με την παλάμη, μάλλον αμήχανα. Στο πρόσωπό του σχηματίστηκε μια έκφραση σαν να έβλεπε μπροστά του μια εικόνα που τον ενοχλούσε αφόρητα.
- Και οι νεκροί είναι δικοί μας ή δικοί τους; ξαναρώτησε ο Χριστάκης.
- Είναι μια κόλαση, η ζωή έχασε την αξία της, μουρμούρισε ο Κόκος. Όλοι φεύγουν από τα σπίτια τους, δεν έχουν και πού να πάνε. Οι Τούρκοι ίσως να έχουν και πάνω από χίλιους νεκρούς.
Έπεσε βουβαμάρα. Όσοι βρίσκονταν μακριά μπορούσαν, τουλάχιστον, να σκεφτούν ή να φανταστούν, την έκταση του κακού. Γιατί εκείνοι που βρίσκονταν εκεί δεν ήξεραν, ούτε μπορούσαν να φανταστούν από πού μπορούσε να τους έρθει. Μια σφαίρα, ένα βλήμα, να παρουσιαστεί ξαφνικά ένα εξαγριωμένο μούτρο, αξύριστο, με μάτια που έλαμπαν από πυρετό και μανία, με ένα μαχαίρι ή μια χειροβομβίδα. Ένα μούτρο σαν του Βελζεβούλ, το μούτρο του διαβόλου, το μούτρο του πολέμου. Ο Χριστάκης δεν σκεφτόταν τον πόλεμο παρά σαν μια ευκαιρία για ηρωισμούς, μια ευκαιρία όπου θυσιάζεις τη ζωή σου και το όνομά σου μένει αθάνατο για να το μνημονεύουν οι γενεές οι ερχόμενες. Το παράξενο ήταν που δεν ήταν πολλοί που έβλεπαν το πραγματικό, άσχημο μούτρο του θανάτου που πρυτάνευε σ’ αυτήν την αναμέτρηση, ούτε ο φόνος, σκληρός κι ανελέητος, όπως ήταν, τους παρουσιαζόταν στην πραγματική του μορφή. Οι Τούρκοι ήταν ο εχθρός, έπρεπε να πεθάνουν.
Φωνή εναντίωσης καμιά. Αντίθετα, πολλοί εκδήλωσαν και τη χαρά τους που οι Τούρκοι είχαν τόσα πολλά θύματα. Η απόσταση από την Πάφο μέχρι εκείνα τα προάστια της Λευκωσίας, που δέχονταν την πίεση της διακοινοτικής, πολεμικής αντιπαράθεσης, δεν ήταν μεγάλη. Σίγουρα οι συγκρούσεις θα έφταναν κι εδώ, το ίδιο ή ακόμα και πιο πολύ άγριες. Κανένας, όμως, δεν έδειχνε να το φοβάται αυτό. Αντίθετα, έμοιαζαν να το περιμένουν ανυπόμονα. Κι όμως γνώριζαν πολύ καλά τους Τούρκους, ήταν γείτονές τους, τους συναναστρέφονταν, τους μιλούσαν, συνεργάζονταν, μοιράζονταν φτώχεια. Οι προσπάθειες για το καλύτερο ήταν κοινές. Τι τους χώριζε λοιπόν, παρά μια τρέλα, ανεξήγητη κι ας οδηγούσε στην απρόσμετρη βία, την καταστροφή και τον θάνατο.
Ο Κόκος σηκώθηκε να φύγει.
- Πρέπει να πάω και λίγο από το σπίτι, είπε. Στις πέντε το πρωί πρέπει να είμαι στον δρόμο για να επιστρέψω στη Χώρα. Οι πληροφορίες μας λένε ότι και η ΤΟΥΡΔΥΚ βγήκε από το στρατόπεδό της κι έπιασε τον δρόμο προς το Πέλλα-Παΐς. Μόνο το δικό μας τάγμα μπορεί να την αντιμετωπίσει αν επιτεθεί.
Έφυγε. Ο Σάββας έπιασε τον Χριστάκη από το χέρι και τον τράβηξε μαζί του. Πήγαν στο σινεμά μα το βρήκαν κλειστό. Κανένας θεατής δεν φάνηκε. Ποιος είχε όρεξη για σινεμά τέτοιες άσκημες εποχές; Ο Λεωνίδας άνοιξε κι έκλεισε, πήγε κι αυτός στον καφενέ. Μια μικρή ειδοποίηση στην πόρτα έλεγε ότι η ταινία θα προβαλλόταν το μεσημέρι της πρωτοχρονιάς.
Αυτά που άκουσε από τον θείο του προβλημάτισαν πάρα πολύ τον Χριστάκη. Όμως κατάφερε να ανοίξει τα βιβλία του και να μελετήσει αρκετά, όλη την επομένη. Οι διακοπές συνεχίζονταν. Άλλα χρόνια διάβαζε μόνο λογοτεχνία. Τα μαθήματα δεν ήταν τίποτα άλλο από μια φοβερή αγγαρεία. Μα τώρα είχε μείνει πίσω, το διάβασμα ήταν πιεστικά απαραίτητο. Είχε πάντοτε συνέπεια στις υποχρεώσεις του, που τις καταλάβαινε πολύ καλά. Ένιωθε πικρία με τον καθηγητή του της χημείας και της φυσικής. Δεν θα έλεγε ότι τον έκαψε, έφταιγε εκείνος και μόνο που δεν έδωσε όση σημασία χρειαζόταν σ’ αυτά τα μαθήματα, μα να, ο κύριος Ορφανίδης μπορούσε να ήταν λιγάκι πιο ελαστικός. Τώρα και το ηθικό του ήταν πεσμένο, χρειαζόταν να πιάσει και πιο ψηλούς βαθμούς για να τους φέρει στη σωστή σύγκριση με τους βαθμούς και των άλλων μαθημάτων.
Η Στασού τον διάκοψε δυο φορές από το διάβασμά του. Είχε μείνει από ξύλα για τη φωτιά. Είχε υποσχεθεί στα παιδιά να τους φτιάξει ρέσι, με τη χοιρινή ραχοκοκκαλιά, κι αυτό χρειαζόταν φωτιά με καλό ξύλο. Ο Χριστάκης πήρε ένα σιδερένιο τραβηχτήρι, πήγε στον χαρουπώνα κι επέστρεψε με μια αγκαλιά ξερά ξύλα χαρουπιάς. Μα ήταν λεπτά, δεν κράτησαν τη φωτιά μέχρι το τέλος. Έπρεπε να είναι σιγανή για να μην πιάσει το σιτάρι και το ψήσιμο κρατούσε πάνω από τέσσερις ώρες, με συνεχές ανακάτεμα. Το σιτάρι ρουφούσε το ζουμί γρήγορα και το κόλλημα έδινε μια απαίσια μυρουδιά, που αχρήστευε το φαγητό. Πρώτη φορά έφτιαχναν ρέσι στο σπίτι. Η γιαγιά η Δεσποινού, που ήταν η εξπέρ, έλειπε, η Στασού και τα παιδιά ανησυχούσαν μήπως, στη απειρία τους δεν απόφευγαν το κακό.
Για δεύτερη φορά ξεσηκώθηκε ο Χριστάκης να πάει για ξύλα. Αυτή τη φορά πήρε μαζί του τον Κωστάκη και τον Κυριάκο. Η Στέλλα είπε ότι αυτή δεν ήταν δουλειά για κορίτσια, δεν τους ακολούθησε. Πήρε και την αξίνα. Ο Χριστάκης ήξερε κάθε γωνιά του χαρουπώνα, ήταν κατά κάποιο τρόπο το μικρό του βασίλειο. Η αξίνα ήταν ολοκαίνουρια, θα τη χρησιμοποιούσαν για πρώτη φορά. Την είχε ο ίδιος παραγγείλει στον θείο τον Αγαθόκλη, τον κωμοδρόμο, άντρα της Τζιυρκακούς, της αδερφής του παππού του Κώστα. Καινούριο εργαλείο, δεν έβλεπε την ώρα να το χρησιμοποιήσει.
Πήγαν κατευθείαν στον δρυ που βρισκόταν πάνω από τον Πύρκο, την παλιά βρύση, που φέτος δεν είχε ακόμα ανοίξει, δεν κατέβασε νερό, τα λαγούμια του ήταν στεγνά μιας και δεν είχε ακόμα βρέξει αρκετά. Ένας μεγάλος κλώνος του τεράστιου δρυ είχε πέσει, τσακισμένος από μια ξαφνική ανεμική, πριν από πολύ καιρό, στις μηναλλαγές του Αυγούστου.
Διάλεξε ένα μάλλον λεπτό κλωνάρι και ξεκίνησε. Τα φύλλα διατηρούνταν ακόμα στ’ ακρόκλωνα, αν και είχαν ξεραθεί. Έπεφταν σε κάθε κτύπημα της αξίνας, αφήνοντας ένα ανεπαίσθητο θρόισμα, σαν επιβεβαίωση του θανάτου του. Δεν ήταν πολύ επιδέξιος, αλλά τα κατάφερε, με αρκετή προσπάθεια κι επέστρεψαν με αρκετά ξύλα στην αγκαλιά για να ψηθεί το ρέσι τρεις φορές.
Ξανακάθισε στο διάβασμά του και χάρηκε όταν είδε τον Κωστάκη ν’ ανοίγει κι αυτός το βιβλίο του και να κάθεται κι αυτός δίπλα του να μελετήσει. Λουκιανού  διάλογοι, γνωστό του το βιβλίο, το είχε ο ίδιος χρησιμοποιήσει πρώτος.
- Ικαρομένιππος, παρατήρησε. Αυτό διαβάζεις; Έχει πραγματικά πολύ χάζι.
- Ναι, του απάντησε ο Κωστάκης και γύρισε λίγο το εξώφυλλο για να του δείξει. Το ήξερες ότι οι αρχαίοι Έλληνες έγραφαν για το διάστημα; Μα το ήξερες βέβαια!...
Γέλασε ο Χριστάκης. Ο Κωστάκης ήταν πολύ καλός μαθητής κι αυτό το χαιρόταν πάρα πολύ. Τον έπαιρνε ακόμα στο σχολείο πάνω στο δικό του ποδήλατο κι αυτό τους έδενε ακόμα πιο πολύ. Μετά το ατύχημα στα Διπλαρκάτζια, που του είχε αφήσει μια βαθειά ουλή στο γόνατο, είχαν δεθεί ακόμα πιο πολύ. Δεν είχαν πει τίποτα σε κανένα στο σπίτι, αν και υπέφερε πάρα πολύ, προπαντός όταν η πληγή του μολύνθηκε. Ευτυχώς η θάλασσα έκανε το θαύμα της, η πληγή καθάρισε κι έθρεψε γρήγορα.
Συνέχισαν το διάβασμα. Διάβαζαν, έγραφαν, τραβούσαν γραμμές, μα γενικά ήταν σιωπηλοί και βυθισμένοι στη μελέτη.
- Στη Λευκωσία γίνονται μάχες, είπε κάποια στιγμή ο Κωστάκης. Νομίζεις ότι θα νικήσουμε;
- Κανένας δεν νικά σ’ ένα πόλεμο! απάντησε ο μεγάλος αδερφός, ασυναίσθητα, δίχως καλά-καλά να σκεφτεί.
- Γιατί να μη νικήσουμε; επέμενε ο Κωστάκης. Νικήσαμε τους Εγγλέζους που ήταν πολύ πιο δυνατοί!
Ο Χριστάκης δεν απάντησε αυτή τη φορά. Σκεφτόταν όμως τη παρατήρηση του μικρότερου του αδερφού. Ίσως και να ήταν έτσι τα πράγματα. Όλος ο κόσμος, πιο πολύ οι αγωνιστές, πίστευαν ότι είμαστε αήττητοι. Οι Τούρκοι ήταν πιο λίγοι, όσο καλά κι αν ήταν οργανωμένοι, δεν θα τα έβγαζαν πέρα με τους Έλληνες.
- Ξέρεις, τώρα είμαι δεκαεφτά…
- Δεκάξι είσαι, τον διέκοψε. Στα δεκαεφτά θα μπεις τον Μάρτη.
- Έστω δεκάξι, μπορεί κι εγώ να πολεμήσω.
Χαμογέλασε ο Κωστάκης, δεν μπορούσε ο αδερφός του να φανταστεί πόσα πράγματα ήξερε που εκείνος προσπαθούσε να κρατήσει μυστικά.
Την κουβέντα τους διάκοψε η Στέλλα που ήρθε μ’ ένα πιάτο ρέσι. Σούζουμο. Ήθελε ακόμα μια ώρα για να τελειώσει, είπε. Η μαμά τους έστελλε να δοκιμάσουν. Τους φάνηκε πεντανόστιμο αν κι όχι και τόσο μαστορικό, όσο εκείνο που η γιαγιά η Δεσποινού έψηνε στους γάμους.
Κι ενώ οι δυο έφηβοι απολάμβαναν σαν λιχουδιά, τρώγοντας σιγά-σιγά το ρέσι για να παρατείνουν τη γευστική απόλαυση, συνέχιζαν και την κουβέντα τους. Ήταν πολύ συνδεδεμένοι, οι οικογενειακές δυσκολίες και οι εφηβικές ανησυχίες τους έφερναν ακόμα πιο κοντά. Μια κουρτίνα στη σχέση τους έβαλε η μυστικότητα που ο Χριστάκης τήρησε μετά την κλήση του να ενταχθεί στις ομάδες που θ’ αγωνίζονταν ξανά για την ένωση. Όπως του είπαν κι όπως νόμιζε. Ο Κωστάκης τον παρακολουθούσε, τον θαύμαζε και κρατούσε τα προσχήματα. Κατά βάθος όμως ένιωθε ότι ο μεγάλος του αδερφός δεν του είχε εμπιστευτεί τη νέα κατάσταση. Κι αυτό του κακοφαινόταν. Γι’ αυτό, αυτή η συζήτηση τώρα, του έφερνε μεγάλη ικανοποίηση.
Δεν διάβαζαν πια. Είχαν πιάσει την κουβέντα. Έμεναν βέβαια κολλημένοι στα γεγονότα, την τουρκοκυπριακή ανταρσία, όπως την χαρακτήριζαν οι ειδήσεις κι όλοι, άκριτα, έτσι τη δέχονταν. Η συζήτησή τους ήταν μάλλον αφελής, ανάφεραν ακόμα και τον Θεό και τη βοήθειά Του, που σίγουρα ήταν με τους Έλληνες.
- Χαίρομαι που οι καλοί μαθητές μελετούν!
Τους ξάφνιασε. Ήταν ο Χριστόδουλος, ο ξάδερφός τους. Ο δάσκαλος. Η παλιά στενή φιλία που είχαν με τον Χριστάκη είχε κάπως χλομιάσει από τότε που τέλειωσε την παιδαγωγική ακαδημία και διορίστηκε δάσκαλος. Βρίσκονταν όμως μέσα-μέσα και τα έλεγαν κι ανανέωναν και τη φιλία τους. Ο Χριστόδουλος ήταν το καμάρι της οικογένειας. Ήταν τώρα διορισμένος στη Χλώρακα, ενδιαφερόταν κι ασχολείτο πάρα πολύ με τον αθλητισμό, ξόδευε όλο του τον ελεύθερο χρόνο στο γήπεδο, όπου καθοδηγούσε τα παιδιά που μαζεύονταν εκεί, διψώντας για κάποια ενασχόληση. Δεν υπήρχε άλλωστε κι άλλος τρόπος να ξοδέψουν την ενεργητικότητά τους. Ειδικά τώρα που όλοι πήγαιναν στο γυμνάσιο.
- Τι διαβάζετε; ρωτούσε ο Χριστόδουλος, ενώ τραβούσε μια καρέκλα για να καθίσει κοντά τους. Βλέπω και μαθαίνω ότι ο πιο καλός μου μαθητής είναι πολύ μελετηρός και συνεχίζει εξ ίσου καλά στο γυμνάσιο. Τι γίνεται, ρε Κωστάκη; Συνεχίζεις και με τα αθλητικά; Δεν σε βλέπω να έρχεσαι στο γήπεδο.
Ο Κωστάκης ήταν ο καλύτερος μαθητής στην έκτη τάξη του δημοτικού. Είχε μάλιστα καθίσει και σε γραπτές εξετάσεις για μια υποτροφία στο γυμνάσιο, που θα έδινε η Ζήνα Κάνθερ. Ήρθε πρώτος, μα την υποτροφία ποτέ δεν την πήρε γιατί κάπου η μεγάλη ευεργέτιδα του χωριού την ξέχασε. Ήταν και πρωταθλητής στο απλούν και στα εκατό μέτρα, πήρε μέρος και στους πανεπαρχιακούς αγώνες των δημοτικών σχολείων. Οι επιδόσεις του ήταν εξαιρετικές. Μα στο γυμνάσιο δεν συνέχισε. Ούτε και κανένας τον παρότρυνε να το κάνει. Έτσι χανόταν η προοπτική, πιο πολλοί νέοι να συνεχίζουν τον αθλητισμό και να φτάνουν σε ψηλές επιδόσεις.
- Καιρό να σε δούμε, παρατήρησε ο Χριστάκης.
- Ναι, παραδέχτηκε ο Χριστόδουλος. Με έφαγε κι εμένα η μεγάλη ιδέα. Τι κάνεις, συνεχίζεις να γράφεις;
- Γράφει για το διάστημα! πετάχτηκε ο Κωστάκης. Άρχισε να γράφει νέο βιβλίο.
Ο Χριστόδουλος ενθάρρυνε πάντοτε τον Χριστάκη να γράφει, αν και ποτέ δεν απαίτησε να του δείξει κάτι, ήξερε για τα τετράδια που γέμιζε.
- Πιστεύω ότι πρέπει να γράψεις θέατρο, τον συμβούλεψε. Ποιήματα γράφεις;
Δεν του απάντησε. Γύρισε ελαφρά και τον κοίταξε. Παραξενεύτηκε που ήταν αξύριστος, ποτέ δεν τον είχε δει ξανά αξύριστο. Του φάνηκε και πολύ κουρασμένος.
- Σου συμβαίνει κάτι; τον ρώτησε.
- Όχι, τίποτα δεν μου συμβαίνει, του απάντησε. Όμως η κατάσταση δεν είναι καλή, ανησυχώ πολύ. Οι Λεμπάτες είναι ήσυχοι, φυσικά. Ο πατέρας μου και ο υπαστυνόμος μπήκαν μέσα στο χωριό χτες, όλοι τους υποδέχτηκαν καλά, τους κέρασαν, τα είπαν. Πόσο όμως θέλει για να γίνει το κακό; Ένας τρελός να ρίξει μια σφαίρα κι όλα αλλάζουν και μας παίρνει ο διάβολος. Η ομάδα της ΤΜΤ που έχουν είναι δυνατή. Και οι δικοί μας δεν κάθονται φρόνιμα, το ξέρουμε. Φοβόμαστε, κάθε νύχτα βγάζουμε σκοπιά, μας έφεραν κι ένα όπλο, ένα αυτόματο Μ3, με πολύ λίγες σφαίρες… Να μη χρειαστεί, γιατί μέχρι να έρθει βοήθεια, είμαστε χαμένοι!
Σιώπησε, έλαμπαν τα μάτια του παράξενα. Δεν τον είχε ξαναδεί έτσι ο Χριστάκης. Ούτε και δοκίμασε να του πει κάτι, να διασκεδάσει τους φόβους του. Κι ο ίδιος φοβόταν. Όλοι φοβούνταν, ο φόβος καθοδηγούσε πια τη ζωή τους.
Το βράδυ βρέθηκε και πάλι στον σύλλογο. Ένιωσε την ανησυχία που πλανιόταν στον αέρα και ρώτησε τι έγινε
- Δεν το έμαθες; ήταν ο Ερωτόκριτος που απαντούσε. Ψες, οι Τούρκοι  βγήκαν από του Μαυραλή κι επιτέθηκαν στο φυλάκιο 22. Ευτυχώς τους όρμησαν οι χήνες και οι κραυγές τους προειδοποίησαν τους δικούς μας, διαφορετικά θα τους έσφαζαν όλους.
Στ’ αφτιά του Χριστάκη έμοιαζαν με υπερβολές αυτά που άκουε. Το κατάλαβε αυτό ο Κυριάκος ο Μακάριος που παρακολουθούσε την κουβέντα τους κι επέμβηκε.
- Αλήθεια σου λέει, μίλησε με έμφαση. Έφτασαν μέχρι τον τοίχο, τους έριξαν και μια χειροβομβίδα, μόνο που ξέχασαν να βγάλουν την περόνη. Απ’ έξω τους έπεσαν και δυο σφαίρες του στεν και τις βρήκαν οι δικοί μας το πρωί.
Το φυλάκιο 22 βρισκόταν στο καφενείο του Λούκα, λίγο πριν από το τουρκικό κοιμητήριο στο Κτήμα. Επανδρωνόταν, όμως, από την ομάδα της Χλώρακας γιατί ήταν πιο κοντά τους.
- Ποιοι το επάνδρωναν; ρώτησε ο Χριστάκης κι ακόμα δυσκολευόταν να πιστέψει ότι οι Τούρκοι τόλμησαν να του επιτεθούν. Τι θα κέρδιζαν με μια τέτοια επίθεση; Είχαν λόγους για εκδίκηση; Μήπως έγινε και κάτι άλλο;
- Υπεύθυνος ήταν ο Χαμπής ο Μαύρος, απάντησε ο Ερωτόκριτος. Απαγόρεψε στους δικούς μας να ρίξουν έστω κι ένα πυροβολισμό και τώρα όλοι φωνάζουν εναντίον του. Μα και να πυροβολούσαν τι θα γινόταν δηλαδή; Μέσα στο σκοτάδι θα έχαναν και τις σφαίρες τους.
- Ναι, μα οι Τούρκοι θα ήξεραν έτσι ότι οπλοφορούν, παρατήρησε ο Μακάριος. Σε κάθε πρόκληση θα πρέπει ανάλογα ν’ απαντούμε.
Ο δεκαεφτάχρονος Κυριάκος δεν μπορούσε ούτε να φανταστεί, εκείνη τη στιγμή, τι ήταν αυτό που έλεγε. Ουσιαστικά η εισήγησή του, έστω και προς τους συνομήλικούς του, ήταν κτύπημα στο κτύπημα και λίγο πιο πέρα θάνατος στο θάνατο. Εκδίκηση. Και μετά; Ασφαλώς αντεκδίκηση! Και πού θα οδηγούσε αυτό; Στη διαιώνιση μιας κρίσης χωρίς τέλος. Χωρίς τέλος για κανένα!
Στο δωματιάκι, που χρησίμευε για παρασκήνιο στη μεγάλη θεατρική σκηνή του συλλόγου, ακούστηκαν φωνές κι έντονη συζήτηση. Η μισόκλειστη πόρτα άνοιξε και βρόντησε στον τοίχο. Βγήκε θυμωμένος ο Χαμπής ο Μαύρος, θείος του Χριστάκη, ο μεγάλος αδερφός της μητέρας του. Πήγε και κάθισε σε μια καρέκλα, μόνος του, άναψε τσιγάρο και φύσηξε τον καπνό προς το ταβάνι. Κτυπούσε τη μύτη του παπουτσιού του στο τσιμεντένιο πάτωμα. Φαινόταν τσαντισμένος, ο θυμός δεν του περνούσε. Κάποιος έλεγε ότι ήθελαν να στείλουν την ίδια ομάδα κι απόψε στο φυλάκιο 22. Ο Χαμπής έφερνε ένσταση γιατί ο ίδιος δεν μπορούσε να πάει και οι άλλοι, που ήταν μαζί του το προηγούμενο βράδυ δεν ήταν, δεν τους θεωρούσε ικανούς. Αν οι Τούρκοι ξανάρχονταν, ούτε που θα τους έπαιρναν είδηση, θα τους έβρισκαν το επόμενο πρωί σφαγμένους.
Ο Χριστάκης καταλάβαινε γιατί ο θείος του δεν ήθελε να βρίσκεται μακριά από το σπίτι του εκείνο το βράδυ. Σίγουρα φοβόταν μήπως εκδηλωθεί καμιά επίθεση κι από τους Λεμπάτες. Και η οικογένειά του ήταν εκεί.
Γρήγορα φάνηκε ότι και οι άλλοι, που δέχτηκαν την επίθεση, δεν ήθελαν να ξαναπάνε στο φυλάκιο 22. Σίγουρα φοβούνταν. Η συζήτηση γενικοποιήθηκε, όλοι συζητούσαν, άρχισαν και τα μυθεύματα.
Ήταν μαζί ο Χριστάκης με τον Κυριάκο του Σαββή του Σπύρου, τον Ερωτόκριτο και τον Κυριάκο τον Μακάριο. Παρακολουθούσαν τη συζήτηση και καταλάβαιναν πολύ καλά ότι κανένας δεν ήταν διατεθειμένος να δεχτεί την ευθύνη να καλύψει το φυλάκιο 22 εκείνο το βράδυ.
- Γιατί δεν πάμε εμείς; πρότεινε ο Χριστάκης. Είναι δύσκολο φυλάκιο, μα νομίζω ότι θα τα καταφέρουμε.
Οι άλλοι τρεις δέχτηκαν, πήγαν όλοι μαζί και μίλησαν στον Κώστα Πενταρά. Δεν τον έπεισαν. Καταλάβαινε εκείνος πόσο μεγάλη ήταν η ευθύνη του. Οι τρεις από τους τέσσερις εθελοντές ήταν σχεδόν παιδιά, πώς να τους εμπιστευτεί ένα φυλάκιο που το προηγούμενο βράδυ δέχτηκε επίθεση από τους Τούρκους; Τους το είπε. Ο Κυριάκος  του Σαββή αντέδρασε λίγο άσχημα.
- Εγώ δεν είμαι πια παιδί, Κώστα, μιλούσε δυνατά κι απότομα. Εμείς προσφερόμαστε και είμαστε αρκετά υπεύθυνοι να ξέρουμε τι σημαίνει αυτό. Ξέρουμε τι ζητούμε…
- Ρε Κυριάκο, δεν εννοούσα εσένα ασφαλώς, απάντησε στον ίδιο τόνο ο Κώστας. Οι άλλοι τρεις, όμως, είναι πολύ νέοι κι άπειροι. Αν συμβεί κάτι, τι θα πω στους γονιούς τους; Ότι τους έστειλα γιατί οι πιο μεγάλοι φοβούνταν να πάνε;
- Δεν θα τους πεις τίποτα, επέμβηκε ο Χριστάκης. Θα είμαστε προσεκτικοί και ξέρουμε ήδη να πυροβολούμε. Αν έρθουν οι Τούρκοι, μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε το ίδιο καλά με τους μεγάλους. Αν τώρα δεν μας εμπιστεύεστε, τότε γιατί μας καλέσατε;
- Με έχετε παρεξηγήσει, ο Κώστας ήταν απολογητικός αλλά και ανήσυχος. Εμείς, στην ΕΟΚΑ είχαμε πρώτη μας ευθύνη κι αρχή, να προστατεύουμε τον συμπολεμιστή μας. Σε όποια αποστολή παίρναμε μέρος, ο σύντροφος….
Τον διέκοψε ο Ερωτόκριτος, αρπάζοντας το μανίκι του σακακιού του.
- Εσείς της ΕΟΚΑ, είπε, ρίχνατε βόμβες από τα δεκαπέντε σας. Εμείς είμαστε δεκαεφτά και δεν μας εμπιστεύεστε;
- Έχει δίκιο. Κι εγώ εμπιστεύομαι πιο πολύ από όλους τους άλλους αυτούς τους νεαρούς. Να πάνε και να δεις που θα σε τιμήσουν, ό,τι και να συμβεί.
Παρέμβηκε ο Χαμπής ο Μαύρος. Μα ο Κώστας δεν ήταν εύκολο να πεισθεί. Συζήτησαν για λίγο. Έντονα. Σιγά-σιγά ο σύλλογος είχε αδειάσει. Ήταν φανερό ότι όλοι έφευγαν για να μην τους πέσει ο κλήρος.
Κατάλαβε γρήγορα ο Κώστας ότι δεν του έμενε κι άλλη επιλογή, έτσι τελικά δέχτηκε. Τους έβαλε μέσα στο αυτοκίνητό του, ένα σκαραβαίο Βοξ Βάκεν, και τους πήγε ο ίδιος στο φυλάκιο. Παράδωσαν τα όπλα οι άλλοι κι έφυγαν μαζί του.
Ο Κυριάκος ανάλαβε την αρχηγία. Ήταν ο πιο μεγάλος, κανένας δεν τον αμφισβητούσε. Μοίρασε τα όπλα, ένα στεν, ένα τυφέκιο και δυο κυνηγετικά και κανόνισε τις βάρδιες. Ένας θα στεκόταν στην πίσω αυλή, πίσω από ένα χαμηλό τοίχο, κατάλοιπο παλιού κτίσματος, ένας άλλος θα βρισκόταν στη μπροστινή αυλή, κρυμμένος μέσα στα παραμελημένα γεράνια και οι άλλοι δυο θα έμεναν μέσα, σε επιφυλακή. Χώρισαν σε δυο ομάδες, ο Μακάριος με τον Χριστάκη και ο Κυριάκος με τον Ερωτόκριτο και ξεκίνησαν. Θα άλλαζαν κάθε δυο ώρες.
Ο Χριστάκης με τον Μακάριο έκαναν την πρώτη βάρδια μέσα στο σπίτι. Κάθονταν μέσα στο σκοτάδι, σιωπηλοί, με όλες τις αισθήσεις τεντωμένες. Ήξεραν ότι η ακοή ήταν η πιο σημαντική αίσθηση κι αφουγκράζονταν όλους τους θορύβους. Της νύκτας και της μακρινής πόλης. Ήχοι ανεπαίσθητοι, αχνοί, που καμιά άλλη φορά δεν θα τους πρόσεχαν, τώρα τους προβλημάτιζαν και τους ανησυχούσαν. Ο Χριστάκης πίστευε ότι τίποτα δεν θα συνέβαινε. Δεν θα έκαναν δεύτερη απόπειρα εκεί που απότυχαν στην πρώτη. Γιατί σίγουρα θα πίστευαν ότι θα είχαν πάρει τα μέτρα τους και θα τους περίμεναν. Θεωρούσε τους Τούρκους αρκετά σοφούς για να κρίνουν έτσι τα πράγματα. Ούτε και την πρώτη απόπειρα μπορούσε να εξηγήσει γιατί την έκαναν. Το πιο πιθανόν ήθελαν να διαπιστώσουν αν το φυλάκιο επανδρωνόταν και τη νύχτα, ή ήρθαν να κλέψουν από τα πουλερικά, που ο Λούκας μεγάλωνε στη μεγάλη αυλή του. Τότε όμως γιατί έριξαν τη χειροβομβίδα; Μήπως ήταν μια προειδοποίηση ότι μπορούσαν να τους κτυπήσουν όποια ώρα εκείνοι διάλεγαν; Μάλλον όχι. Γιατί δεν έβγαλαν τη περόνη ασφαλείας; Γιατί δεν ήθελαν ή γιατί ξαφνιάστηκαν, γιατί δεν περίμεναν να βρουν κανένα εκεί;
Άλλαξαν κοντά στα μεσάνυχτα. Ο Χριστάκης στάθηκε πίσω από τον τοίχο της πίσω αυλής, με το κυνηγετικό έτοιμο, στο χέρι και γρήγορα ένιωσε το κρύο να τον περονιάζει. Ήταν πολύ ελαφρά ντυμένος, με το παντελόνι του γυμνασίου κι ένα λεπτό τρικό, ήταν υποχρεωμένος και να μένει ακίνητος, το κρύο τον διαπερνούσε ανελέητα. Ήξερε καλά τον οργανισμό του και τις αντοχές του τόσο στη ζέστη, όσο και στο κρύο. Δεν μπορούσε να κάνει και τίποτα βέβαια. Έπρεπε να κρατήσει τα δάκτυλά του ζεστά, αν μη τι άλλο, για να μπορέσει να τραβήξει τη σκανδάλη, αν αυτό χρειαζόταν. Έτσι κρατούσε το όπλο σε ετοιμότητα, με το ένα χέρι κι έβαζε το άλλο στην τσέπη. Και τα άλλαζε συχνά. Όμως το αποτέλεσμα δεν ήταν και σπουδαίο. Ένα μισό φεγγάρι ανέβαινε στον ορίζοντα, πάνω από τα κυπαρίσσια του τούρκικου κοιμητηρίου που το διάκρινε πέραν από την ανατολική γωνιά του κτιρίου του καφενείου. Το φως του φεγγαριού γλιστρούσε ανάμεσα στις πυκνόφυλλες χαρουπιές, μέσα στις οποίες ήταν κτισμένο το καφενείο κι έσπαζε τη σκοτεινιά. Με το κεφάλι μόλις πάνω από τον χαμηλό τοίχο, προσπαθούσε πιο πολύ να μαντέψει την οποιανδήποτε κίνηση ανάμεσα στα δέντρα. Όλα ήταν ζωντανά, παρ’ όλο το κρύο, οι ήχοι σιγανοί μα πραγματικοί. Τέντωνε τ’ αφτιά του ν’ ακούσει, να μην τον προλάβει τίποτα εξ’ απροόπτου.
Κάποια στιγμή, βαθιά πια μεσάνυχτα, τα πουλερικά φτεροκόπησαν αλαφιασμένα, οι πετεινοί άρχισαν να κράζουν και οι χήνες να φωνάζουν, κάτι κινήθηκε μέσα στις χαρουπιές. Τέντωσε μάτια κι αφτιά, κάτι διαφορετικό ακουγόταν. Ή μήπως έκανε λάθος; Μήπως ήταν της φαντασίας του; Ένιωσε ένα χέρι να ακουμπά στον ώμο του και γύρισε απότομα, ξαφνιασμένος. Ήταν ο Κυριάκος.
- Μη φοβάσαι, του ψιθύρισε. Κανένας σκύλος ή αλεπού πλησίασε το κοτέτσι. Αυτά τα πουλιά είναι η καλύτερη προστασία για μας. Όποιος πλησιάσει τα ξεσηκώνει κι έτσι έχουμε έγκαιρη προειδοποίηση.
Η νύχτα έφυγε χωρίς άλλο απρόοπτο. Φάνηκε ο ήλιος. Περίμεναν να έρθει αντικατάσταση. Σάββατο, ακούονταν κάποια αυτοκίνητα να κυκλοφορούν αλλά ξεστράτιζαν πριν από το καφενείο του Λούκα και πήγαιναν στην πόλη από τα χωράφια. Κανένας δεν τολμούσε να χρησιμοποιήσει τον κύριο δρόμο, όπου είχαν σταθεί φυλάκια, η μια πλευρά ενάντια στην άλλη. Φυλάκια, όπου θα σκοτώνονταν πιο πολλοί παρά στις μάχες. Είτε από ατυχήματα, είτε από σφαίρες ακροβολιστών. Αν η σφαίρα γράφει το όνομά σου, έλεγαν, όπου και να κρυφτείς θα έρθει να σε βρει, τίποτα δεν θα σε προστατεύσει πολύ λιγότερο το φυλάκιο.
Ο Κυριάκος βρισκόταν έξω. Πίσω από τον χαμηλό τοίχο παρακολουθούσε κάποιες κινήσεις των Τούρκων πέρα στου Μαυραλή, καμιά τρακοσαριά μέτρα πιο πέρα. Ο Χριστάκης στάθηκε για λίγο κοντά του, δεν είχε ξεπεράσει την υποθερμία που είχε πάθει όλο το βράδυ, έτσι επέστρεψε μέσα στο σπίτι. Εκεί βρήκε τον Μακάριο και τον Ρωτοκλή να παλεύουν, να κυλιούνται στο πάτωμα, να φωνάζουν. Δεν ήταν σίγουρος αν μάλωναν ή έπαιζαν. Σ’ ένα καναπέ δίπλα, ήταν αφημένο το τυφέκιο, με βγαλμένη τη σφαιροθήκη κι αφημένη στο πλάι. Μέσα από μια διαβολική παρόρμηση, χωρίς να καταλαβαίνει ότι δεν ήταν ώρα για παιδιαρίσματα, άφησε το κυνηγετικό που κρατούσε, άρπαξε το τυφέκιο, το έφερε στον ώμο και σημάδεψε τους δυο συμπλεκόμενους. Ο Μακάριος ήταν από κάτω, με την πλάτη ακουμπημένη στο πάτωμα κι ο Ερωτόκριτος καθόταν πάνω στη κοιλιά του.
- Αν δεν πάψετε αμέσως, θα σας καθαρίσω και τους δυο, τους φώναξε γελώντας.
- Μην είσαι τρελός, του έβαλε τις φωνές ο Μακάριος. Μπορεί να υπάρχει σφαίρα στη θαλάμη, θα σκοτώσει και τους δυο μας!
Ξαφνικά συνειδητοποίησε τι έκανε και κατέβασε το όπλο, συγχυσμένος. Με αμηχανία τράβηξε το κλείστρο. Στη θαλάμη υπήρχε μια σφαίρα. Παρ’ όλο που η σφαιροθήκη είχε αφαιρεθεί. Έπεσε στον καναπέ κι ένιωσε την κρυάδα στη σπονδυλική στήλη. Τι πήγε να κάνει; Να που τελικά ο Κώστας είχε δίκιο που δεν τους εμπιστευόταν! Ο Ερωτόκριτος και ο Μακάριος δεν έμαθαν ποτέ πόσο εκείνη τη στιγμή κινδύνεψαν, ούτε ποια θεία πρόνοια τους έσωσε.
Η Κυριακή ήταν μια μουντή μέρα. Οι γέροντες έλεγαν ότι ο καιρός άλλαζε, άρχισε και η θάλασσα στη Βρέξη να κτυπά. Όλοι έλπιζαν ότι θα ερχόταν βροχή. Άρχισαν και μικρά συννεφάκια να σεργιανίζουν στον ουρανό, προμηνύματα κι αυτά ότι θα ερχόταν επί τέλους ο Χειμώνας.
Πήγε στην εκκλησία, ο Χριστάκης, όπως κάθε Κυριακή. Λειτουργούσε ο παπά Κώστας, που είχε επιστρέψει από την Κρήτη, όπου πήγε, μαζί με άλλους, για εξασφάλιση οπλισμού. Δεν μπορούσε να εξηγήσει, φυσικά, γιατί ιδιώτες βγήκαν για να βρουν όπλα. Πού ήταν το κράτος; Ή μήπως το κράτος απλώς παρακοιμόταν κι άφηνε τα πράγματα να εξελίσσονται απρογραμμάτιστα κι ανεξέλεγκτα; Ένιωσε να χάνει επαφή με τη λειτουργία κι απομάκρυνε από το μυαλό του τις αχρείαστες σκέψεις. Δεν ήταν δική του δουλειά, άλλωστε. Η πραγματικότητα είχε ήδη ξεπεράσει και τους σχεδιασμούς και τις ικανότητες της κυβέρνησης.
Βγαίνοντας από την εκκλησία ξόδεψε λίγη ώρα στον σύλλογο, πήρε οδηγίες για το βράδυ, θα έκαναν περιπολία πάνω από τους Κλούνους, κι έφυγε μαζί με τον Χαμπή του Μελή. Ο Χαμπής ήταν ένα χρόνο πιο μικρός. Πιο παλιά έκαναν πολλή παρέα, απομακρύνθηκαν λίγο μετά και τώρα ξανασυνδέονταν, κυρίως λόγω της κατάστασης με τους Τούρκους. Τον προσκάλεσε να περάσουν λίγο από το σπίτι του και δεν αρνήθηκε. Μπήκαν για μια στιγμή στο παλιό μακρινάρι. Ήταν εκεί η μάνα του, η Παναγιωτού, και η μεγάλη του αδερφή η Μαρούλα κι έψηναν κατιμέρια. Όλο το σπίτι μοσχομύριζε. Τον υποδέχτηκαν με πολλή αγάπη, έτσι γινόταν πάντα. Τώρα τον παρατήρησαν ότι δεν περνούσε πια να τους δει. Δικαιολογήθηκε, έπρεπε να διαβάζει, τα μαθήματα ήταν πολλά. Τον τράταραν με λαχταριστό κατιμέρι, βουτηγμένο σε σιρόπι με ανθόνερο.
Έφαγαν το κατιμέρι και πήγαν στην αντισεισμική παράγκα, όπου βρήκαν τ’ αδέρφια του Χαμπή, τον Χρίστο, τον Αντρέα και τον Αντωνάκη. Κάθονταν βαριοί στο ηλιακό. Ο Αντρέας είχε βγάλει σκοπιά στο φυλάκιο 22 την προηγούμενη μέρα και μιλούσε για κινήσεις των Τούρκων απέναντι στου Μαυραλή. Υποδέχτηκαν τον Χριστάκη με κάποια έκπληξη.
- Προψές πήγατε εσείς στο 22. Είδατε καμιά ύποπτη κίνηση στου Μαυραλή; ρώτησε ο Αντρέας. Νομίζω ότι φτιάχνουν μεγάλο χαντάκι για να κυκλοφορούν μέχρι τον Μούτταλλο χωρίς να φαίνονται.
Σκέφτηκε λίγο ο Χριστάκης. Όχι, δεν είχαν δει κάτι ύποπτο, δεν είδαν ετοιμασίες, αν και άνθρωποι κινούνταν με προφυλάξεις μέσα στον κενό χώρο, που υπήρχε μεταξύ του Μαυραλή και της κύριας τουρκικής συνοικίας. Σ’ όλο το μήκος ήταν κτισμένο χαμηλό σημηντίρι, αλλά γενικά ήταν άδεντρο και η κάθε κίνηση γινόταν αντιληπτή από μακριά.
- Πρέπει να άρχισαν από χτες το μεσημέρι, συμπλήρωσε ο Αντρέας, αφού άκουσε τον Χριστάκη. Σήμερα ήταν πιο πολλοί, ακόμα και γυναίκες. Σκάβουν με τσάπες και φτυάρια κι εκεί που το χώμα δεν είναι αρκετά παχύ, βάζουν σάκους με άμμο.
- Λες να ετοιμάζουν κάτι, οι σκύλοι; αναρωτήθηκε ο Χρίστος κι άναψε τσιγάρο.
Εκείνη την ώρα φάνηκε στην πόρτα ο Παπάκωστας. Μπήκε και κάθισε. Είχε να συζητήσει με τον Αντρέα μερικά οργανωτικά θέματα για την άμυνα του χωριού. Ήρθε σε λίγο και ο Κώστας Πενταράς μαζί με τον νοικοκύρη, τον Μελή. Δεν είχαν δει τον Παπάκωστα μετά την επιστροφή του από την Κρήτη κι έτσι τους ενημέρωσε για τα αποτελέσματα της επίσκεψης.
- Λίγα πράγματα, έλεγε εκείνος. Φέραμε δυο μαρσίπ και μια αραβίδα κι αυτά τα κράτησαν στο τελωνείο. Χρειάστηκε να επέμβουν από ψηλά για να ξεμπλέξουμε. Θα μας τα δώσουν σε δυο-τρεις μέρες, αφού τα καταγράψει η αστυνομία. Στην Κρήτη μάς υποσχέθηκαν ότι θα συνεχίσουν την προσπάθεια να μαζέψουν κι άλλα και να μας τα στείλουν. Δεν είναι εύκολο. Η αστυνομία κυνηγά όσους κρύβουν όπλα, γιατί τα χρησιμοποιούν κι αλληλοσκοτώνονται στις βεντέτες τους. Γενικά μας υποδέχτηκαν μ’ ενθουσιασμό, μέχρι που μας είπαν αν θέλαμε να έρθουν να πολεμήσουν μαζί μας. Τα όπλα τους, όμως, φαίνεται πως δεν θέλουν να τα δώσουν. Τα έχουν κάνει μέρος της ζωής τους, δεν θέλουν να τ’ αποχωριστούν.
- Όπλα θα βρούμε, επέμβηκε ο Μελής. Θα μας δώσει η Αίγυπτος. Ακόμα και στρατό θα μας δώσει ο Νάσερ αν του το ζητήσει ο Μακάριος. Τους Τούρκους εδώ δεν τους φοβόμαστε. Μικρομάχες γίνονται. Εγώ έζησα την απόβαση των Γερμανών στην Ελλάδα, τέσσερις χιλιάδες σφαίρες το λεπτό έπεφταν, κόλαση γινόταν.
Ο Μελής ήταν από τους πρώτους που κατατάγηκαν στον αγγλικό στρατό, στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πολέμησε και στην Ελλάδα και ήταν πολύ περήφανος γι’ αυτό. Δεν έχανε ευκαιρία να το αναφέρει.
- Δεν έπρεπε να παραδοθούν όλα τα όπλα μετά τον Αγώνα, είπε κάποια στιγμή ο Χριστάκης. Να που τα χρειαζόμαστε τώρα και δεν τα έχουμε.
Τον κοίταξε σοβαρά ο Παπάκωστας και κούνησε το κεφάλι.
- Ποιος μπορούσε να φανταστεί ότι θα ξεκινούσαμε τα ίδια και πάλι; αναρωτήθηκε.
Το βράδυ, ο Χριστάκης με τον Ερωτόκριτο, οπλισμένοι και οι δυο με κυνηγετικά όπλα, έκαναν περιπολία στην καφκάλα πίσω από το ξωκλήσι του Αρχάγγελου Μιχαήλ. Έκανε κρύο, πυκνά σύννεφα έκρυβαν το φεγγάρι που ήταν ακόμα χαμηλά στην ανατολή, το φως του όμως ξεγλιστρούσε και φώτιζε αρκετά, η ορατότητα ήταν καλή. Οι δυο νέοι κυκλοφορούσαν παίρνοντας κάθε προφύλαξη για να μην φαίνονται από μακριά. Τα σκυλιά ήταν ιδιαίτερα ανήσυχα στο χωριό, σαν μήνυμα για να είναι ακόμα πιο προσεκτικοί. Από Λέμπα δεν άκουγαν τίποτα, όλα ήταν μουλωχτά, μόνο το μουγκανητό μιας αγελάδας έσπασε τη σιωπή για μια στιγμή και σταμάτησε κι αυτό. Ο καθένας μπορούσε να φανταστεί πόσο ήταν φοβισμένοι οι λιγοστοί κάτοικοι του μικρού χωριού, ριγμένοι ανάμεσα σε ελληνικά μεγαλοχώρια.
Περασμένα μεσάνυχτα πια, οι δυο νέοι, κουρασμένοι πήγαν και στάθηκαν ανάμεσα στη συστάδα από δρύες που βρίσκονταν λίγο πιο πέρα από το μικρό εκκλησάκι. Για λίγο ακούμπησαν στους χοντρούς κορμούς των δέντρων. Έμειναν αμίλητοι, κρύωναν, νύσταζαν, ήταν αποκαρδιωμένοι. Η ώρα δεν περνούσε εύκολα, δεν τολμούσαν να πιάσουν κουβέντα. Άκουσαν κάποιο να τους καλεί χαμηλόφωνα. Αρπάχτηκαν. Πώς τους πλησίασε χωρίς να το πάρουν είδηση;
Ήταν ο Αντρέας ο Καύκαρος. Τους ξανακάλεσε και βγήκαν από τις σκιές όταν βεβαιώθηκαν ποιος ήταν. Κρατούσε ένα παράξενο όπλο. Είναι τόμιγκαν, τους είπε. Παλιό όπλο της ΕΟΚΑ, που δεν παραδόθηκε. Τους είπε ότι υπήρχαν πληροφορίες για κινήσεις των Τούρκων στη Βίκλα, στην άκρη του Μούτταλλου. Κάποιοι είδαν και φωτεινά σήματα, ίσως να στέλλονταν στρατιώτες από τη Τουρκία και ν’ αποβιβάζονταν κρυφά στην περιοχή της Χλώρακας. Τους ζήτησε να είναι πολύ προσεχτικοί, μήπως ξεστρατίσουν και πέσουν πάνω τους. Αν τους αντιληφθούν να έρχονται, ν’ αποσυρθούν με προσοχή και να ειδοποιήσουν αμέσως.
Έφυγε και τους άφησε προβληματισμένους.
- Αν είναι στρατιωτικοί δεν χάνονται, παρατήρησε ο Ερωτόκριτος. Μα ούτε και είναι εύκολο ν’ αποβιβαστούν στην περιοχή μας χωρίς να τους πάρουμε είδηση. Αυτό γινόταν, ίσως πριν, όταν εμείς κοιμόμαστε.
Είχε δίκιο, σκέφτηκε ο Χριστάκης. Ανάφερε την κουβέντα που έκαναν το πρωί με τον Παπάκωστα.
- Είμαστε ουσιαστικά άοπλοι, δεν μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε, συμπλήρωσε.
- Κι όμως, εγώ νομίζω, είπε ο Ερωτόκριτος, ότι εμείς φοβόμαστε εκείνους κι αυτοί εμάς. Κι αυτό θα γίνεται πια. Θα γίνονται μάχες, θα τους σκοτώνουμε, θα μας σκοτώνουν, θα σκοτώνουμε κάποιο εμείς, θα εκδικούνται σκοτώνοντας ένα δικό μας εκείνοι κι αντίθετα. Αυτά θα έχουμε. Μακάρι να επέμβει κάποιος να τραβήξει το αφτί. Κι εκείνων κι εμάς. Μόνο έτσι θα φέρουμε το νου μας.
Στάθηκαν για λίγο εκεί, στο καντούνι της μικρής εκκλησίας και ξεχάστηκαν στην ομιλία. Είπαν για τα μαθήματα, κουτσομπόλεψαν κάποιους καθηγητές και κάποιους συμμαθητές τους, ακόμα και κάποιους κοινούς φίλους και ξαφνικά κατάλαβαν ότι το είχαν παρακάνει. Δεν ήταν τρόπος αυτός να προσέχουν το χωριό τους. Γέλασαν και ξεκίνησαν και πάλι να περιπολούν, να πηγαίνουν και να έρχονται, κάτω από ένα φεγγάρι που τους χαμογελούσε κι ας εκείνοι έβλεπαν μόνο τη μαύρη απειλή ενός ζοφερού μέλλοντος. Την απειλή την δημιουργούσαν εκείνοι, εκείνοι έφτιαχναν και το μέλλον τόσο ζοφερό. Εκείνοι και χιλιάδες άλλοι.
Το βράδυ, ο Χαμπής κάλεσε την ομάδα του για εκπαίδευση κι άσκηση στα όπλα, στην παράγκα του Παπάκωστα, που εκείνη την περίοδο έμενε ακατοίκητη. Ήρθαν ο Γιαννής του Παπάκαττου, ο Συμεός ο Λιασίδης, ο Κυριάκος Αζίνας, που τον φώναζαν και Μακάριο, ο Ερωτόκριτος και ο Χριστάκης. Εκπαίδευση στην αποσυναρμολόγηση και συναρμολόγηση στεν και μαρτινιού. Είχαν ένα όπλο από το καθένα και ο Χαμπής ήταν σοβαρός και είχε και τις αμφιβολίες του. Οι πόλεμοι είναι για τους νέους, σκεφτόταν. Όποιος είναι πάνω από τα σαράντα δεν κάνει. Ειδικά για τον Συμεό, έφερε ένσταση να στρατευτεί. Ένας φιλήσυχος άνθρωπος, είχε πει, που δεν έπιασε ποτέ στη ζωή του όπλο, πώς μπορούσε τώρα να γίνει πολεμιστής και φονιάς; Γιατί το έβλεπε καθαρά, αυτό που έκαναν οι Έλληνες και οι Τούρκοι της Κύπρου, ήταν ένα άγριο παιγνίδι ανελέητου πολέμου. Μα ο Συμεός είχε την καλή διάθεση και το θάρρος να μάθει τα όπλα και δεν θα του χαλούσαν το χατίρι.
Για ώρες ξήλωναν και ξανάστηναν τα δύο όπλα. Άλλωστε ήταν και τα πιο απλά από όλα τα όπλα, έμαθαν την κάθε λεπτομέρεια, μέχρι που βαρέθηκαν. Τότε ο Χαμπής έβγαλε από την τσέπη του δυο δεσμίδες από πέντε σφαίρες η κάθε μια, πάνω στην ειδική μεταλλική θήκη όπλισης τυφεκίου. Τους έδειξε πώς να τις τοποθετούν κατευθείαν στη σφαιροθήκη, ενώ ήταν προσαρμοσμένη στο τυφέκιο. Τοποθέτησε κάθετα τις σφαίρες, μέσα από το ανοικτό κλείστρο και τις έσπρωξε μαλακά με τον αντίχειρα.
- Αυτή είναι η ουσιαστική άσκηση γι απόψε, τους είπε. Να ξέρουμε να οπλίζουμε σε ώρα μάχης. Με αυτόν τον τρόπο μπορείτε να μεταφέρετε μέχρι και διακόσιες σφαίρες μέσα στις μεταλλικές θήκες και το γέμισμα της σφαιροθήκης, χωρίς ν’ αφαιρεθεί από το όπλο, να το κάνετε μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο.
Δούλεψαν μέχρι αργά κι έφυγαν ευχαριστημένοι γιατί διδάχτηκαν κι αυτή τη λεπτομέρεια της πολεμικής τέχνης. Μιας τέχνης που πίστευαν ότι συνυφαζόνταν οι αρετές της αντρειοσύνης και της φιλοπατρίας.
Πρωτοχρονιά. Πάντοτε ήταν η γιορτή των συλλόγων. Μαζεύονταν οι δεξιοί στον ένα σύλλογο, οι αριστεροί στον άλλο, τραγουδούσαν, απάγγελλαν ποιήματα, παρουσίαζαν μικρά σκετσάκια, έκαναν κλήρωση, έστηναν το «δέντρο». Μετά την εκκλησία, όλος ο κόσμος μαζευόταν στα δύο σωματεία και χαιρόταν τη μέρα, τη μεγάλη γιορτή, τον Άγιο Βασίλη. Και βέβαια ευχόταν ο ένας στον άλλο με ευχές θερμές και προσδοκίες για ένα καλύτερο νέο χρόνο.
Την πρωτοχρονιά του 1964 δεν τη γιόρτασαν οι δυο σύλλογοι. Κανένας δεν βρήκε το κουράγιο να οργανώσει πρωτοχρονιάτικη γιορτή. Τα γεγονότα δεν επέτρεπαν γιορτές και πανηγύρια. Ήταν μια πικρή πρωτοχρονιά, τίποτα δεν μπορούσε να της δώσει λίγη χαρά, να τη γλυκάνει. Ακόμα και τα παιδιά, συνεσταλμένα και φοβισμένα δεν ζητούσαν τίποτα περισσότερο από λίγη ζεστασιά κοντά στη μάνα και τον πατέρα. Αν δεν ήταν κι αυτός σε κάποιο φυλάκιο ή σκοπιά.
Ο Χριστάκης πήγε στην εκκλησία. Όταν τελείωσε η λειτουργία και βγήκαν έβρεχε. Μια βροχή συνεχής, όχι πολύ δυνατή, έσμιγε η γη με τον ουρανό, μύριζε χώμα. Στάθηκε, με τους άλλους, στο προπύλαιο της εκκλησιάς για λίγο. Η βροχή ήταν απόλαυση, πιο πολύ για τους αγρότες που είχαν δει τα σπαρμένα να κιτρινίζουν, κοντά να ξεραθούν και τώρα θ’ αναζωογονούνταν. Θα κατέβαζαν και τα πηγάδια νερό να ποτίζουν τα ρεντικά τους. Η χρονιά δεν ήταν σπουδαία, ο καιρός δεν τους ευνοούσε μα από στύλο-στύλο άνεση έλεγαν και σταυροκοπιόνταν λίγη βροχή σήμερα, πιο πολλή αύριο στον αγώνα της επιβίωσης.
- Αυτή η βροχή είναι σκέτο χρυσάφι, είναι νερά της γης, είπε ο Χαμπής ο ράφτης, που στεκόταν δίπλα στον Χριστάκη.
Ο Χριστάκης έτρεξε λίγο και χώθηκε μέσα στον σύλλογο, τον «Ακρίτα». Ήταν πολλοί εκεί, γινόταν φασαρία. Στο μικρό γραφείο ήταν κάποιοι που συζητούσαν έντονα. Οι αρχηγοί. Η πόρτα ήταν ανοικτή και όσοι βρίσκοταν κοντά ξεχώριζαν για πιο πράγμα συζητούσαν. Ο Χριστάκης πήγε κι αυτός και στάθηκε κάπου εκεί μ’ ένα ποτήρι τσάι ρούσικο στο χέρι. Άκουε καθαρά τι έλεγαν.
- Κάποιοι δεν θέλουν να βγάζουν σκοπιά, έλεγε κάποιος, ούτε να επανδρώνουν τα φυλάκια.
- Πώς γίνεται αυτό; ρώτησε κάποιος άλλος. Δέχτηκαν να μπουν στο λόχο της Χλώρακας, κανένας δεν τους έβαλε με το ζόρι. Γιατί τώρα διαμαρτύρονται;
Κανένας δεν του απάντησε. Η αλήθεια, στο λόχο της Χλώρακας είχαν μπει πάνω από διακόσιοι άντρες. Άταχτοι, στην ουσία. Όλοι ήθελαν να υπηρετήσουν, μα κάποιοι νόμιζαν ότι μπορούσαν να είναι και μέσα κι έξω. Να περηφανεύονται για τη συμμετοχή τους από τη μια και από την άλλη να την βγάζουν αβρόχοις ποσί. Αυτό που εντυπωσίαζε τον Χριστάκη ήταν η συμμετοχή όλων ανεξαιρέτως των κατοίκων, δεξιών κι αριστερών. Απ’ ότι του έλεγαν οι πιο μεγάλοι, τέτοια απόλυτη ενότητα στο χωριό μόνο στο ενωτικό δημοψήφισμα του Γενάρη του 1950 είχε παρουσιαστεί ξανά. Σαν αρχηγοί, βέβαια, έγιναν αποδεχτοί κάποιοι από τους αγωνιστές της ΕΟΚΑ. Πολύ φυσικό γιατί αυτοί ήξεραν μερικά πράγματα από όπλα.
- Να γίνει εκκαθάριση, φώναξε κάποιος θυμωμένα.
- Ή να βάλουμε κι άλλους μέσα, έλεγε κάποιος άλλος. Έτσι οι σκοπιές και η κάλυψη των φυλακίων θ’ αραιώσουν.
- Μα έτσι, μέχρι να ξανάρθει η σειρά σου θα έχεις χάσει όλη σου την ετοιμότητα, είπε κάποιος κι επέμενε να το αποδείξει.
Τέλειωσε το τσάϊ του ο Χριστάκης. Έπρεπε να φύγει, τον περίμεναν στο σπίτι. Κατάλαβε ότι η συζήτηση μέσα στο μικρό γραφείο έπαιρνε τέλος με μια παράξενη απόφαση. Όποιος δεν θέλει να βγάλει τη σκοπιά του να πληρώνει ένα δεκασέλινο για ν’ αγοράζονται τα τσιγάρα εκείνων που θα πηγαίνουν. Ωραία απόφαση! Σκέφτηκε. Εξασφαλίζει οπαδούς, λες και είναι ποδόσφαιρο η άμυνά μας. Μόνο που θα καταφέρουν θα είναι να χαλάσουν τη στοιχειώδη πειθαρχία. Όχι ότι λείπει και τώρα αυτό το κακό, αφού ο καθένας κάνει ό,τι του καπνίσει. Είδε τον Σάββα να έρχεται προς το μέρος του.
- Τι λες, θα πάμε να δούμε τον Κόκκινο Πειρατή; τον ρώτησε.
Τον κοίταξε σκεφτικός. Η αλήθεια ήθελε να βοηθήσει λίγο τη μητέρα του, της υποσχέθηκε να ζεστάνουν μαζί τη ζαλατίνα, που δεν είχε πήξει κανονικά. Η Στασού υπερηφανευόταν για την πηχτή της, μοναδική σε γεύση, μυρουδιά και καθαρότητα της τρεμούρας. Τώρα, όμως, επειδή και ο χοίρος που έσφαξαν ήταν πιο μεγάλος, έφτιαξε περισσότερες κι έμειναν νερουλές. Έπρεπε να ζεσταθούν, να καταστηθεί και το λίπος και ν’ ανέβει στην επιφάνεια και το ζελέ να πήξει όμορφα και να γίνει και διαυγές. Τις έβαζε σε πήλινα δοχεία, αλειφτά, και στο ζέσταμα χρειαζόταν προσοχή και παρακολούθηση μέχρι το τέλος για να μην κολλήσουν. Ο Χριστάκης είχε ξανακάνει αυτή τη δουλειά, της υποσχέθηκε να τη βοηθήσει, δεν ήθελε να την κακοκαρδίσει.
Το είπε στον Σάββα. Τον κοίταξε εκείνος και του είπε ότι αυτή η δουλειά μπορούσε να γίνει και το απόγευμα. Προσφέρθηκε, μάλιστα, μετά το σινεμά να πάει μαζί του να τον βοηθήσει κι αυτός. Δεν δυσκολεύτηκε να τον πείσει. Άλλωστε ήθελε κι εκείνος πολύ να ξαναδεί αυτό το έργο, με τους τολμηρούς κουρσάρους και τα γρήγορα πειρατικά τους πλοία και τις μεγάλες φρεγάτες με τα πολλά κανόνια που τους πολεμούσαν.
Πήγαν μαζί στο σπίτι του Χριστάκη. Η Στασού χάρηκε πάρα πολύ με την επίσκεψη του Σάββα, δέχτηκε τη διευθέτηση που πρότεινε και τους έφτιαξε λουκάνικα με τ’ αυγά, έφαγαν και ξεκίνησαν για το σινεμά. Η προβολή θα γινόταν στις δώδεκα, στις δυο θα βρίσκονταν και πάλι πίσω στο σπίτι.
Οι θεατές δεν ήταν πολλοί, μα ο Λεωνίδας τους διαβεβαίωσε ότι θα έδειχνε το έργο. Έσβησαν τα φώτα κι ακούστηκε το γνωστό ρόχθισμα της μηχανής προβολής και η μεγάλη οθόνη φωτίστηκε, μα ξαφνικά όλα σταμάτησαν και μέσα στη σκοτεινή αίθουσα ακούστηκε μια δυνατή φωνή:
- Γίνεται μάχη στη Λέμπα!
Κατάπληκτος ο Παπαμηνάς, ο δάσκαλος, είδε μια γυναίκα, με το χαρακτηριστικό ένδυμα της κεφαλής των Τούρκισων, να ξεπετιέται στον δρόμο μπροστά του και να κουνά τα χέρια πέρα δώθεν, κάνοντας του νόημα να σταματήσει. Σταμάτησε, θέλοντας και μη, διαφορετικά θα την κτυπούσε. Φοβήθηκε, στην αρχή, ότι κάποια παγίδα του έστηναν οι Τούρκοι. Στα δεξιά, σχεδόν δίπλα του ήταν το σπίτι του Τζιαφέρη. Η πόρτα ήταν ανοικτή, μα κανένας δεν φαινόταν. Άλλωστε δεν είχε και τίποτα να φοβηθεί από τον Τζιαφέρη, που τον θεωρούσε φίλο του. Αναγνώρισε όμως και την Τούρκισσα. Ήταν η Ππεμπέ. Ησύχασε.
- Πήγαινε πίσω, του φώναξε η Ππεμπέ. Γρήγορα πήγαινε πίσω.
Ξαφνιασμένος, δεν ήξερε τι να υποθέσει. Άκουσε ένα πυροβολισμό. Ήταν μέρα κυνηγίου, μα μπορούσε να ξεχωρίσει τον πυροβολισμό αν προερχόταν από όπλο κυνηγετικό. Όχι, αυτός ο πυροβολισμός προερχόταν από στρατιωτικό όπλο. Ακούστηκαν άλλοι τρεις πυροβολισμοί σε κανονικά διαστήματα. Όσο ο χρόνος όπλισης, σκέφτηκε. Μα τι γίνεται; Αναρωτήθηκε. Η Αϊσέ κουνούσε τα χέρια και τον εξόρκιζε να μη συνεχίσει.
- Θα σε σκοτώσουν, γιε μου, φώναζε με απόγνωση.
Ποιοι θα τον σκότωναν; Τι γινόταν λοιπόν; Όμως μάζεψε τον νου του. Αυτό που δεν καταλάβαινε και η επιμονή της Τούρκισσας να επιστρέψει, να μη συνεχίσει το δρόμο του, τον έπεισαν να κάνει στροφή και να πάρει τον δρόμο προς τα πίσω.
Τους πυροβολισμούς που ακούστηκαν, τους δέχτηκε ο Λάκης, ο υπεύθυνος των ταξί Καρυδάς. Μετά το πρωτοχρονιάτικο γεύμα, πήρε το κυνηγετικό του και ξεκίνησε να πάει στη Λάρα. Άκουσε ότι εκεί είχαν φανεί τσίχλες. Αν και απαγορευόταν, είχε συναρμολογημένο κι έμφορτο το όπλο δίπλα του, πάνω στη θέση του συνοδικού. Ο δρόμος περνούσε μέσα από τη Λέμπα, μα οι κάτοικοι στο μικρό τουρκοχώρι ήταν τόσο ήσυχοι, οι πιο πολλοί γνωστοί και φίλοι του, δεν είχε κανένα λόγο να φοβάται να περάσει από εκεί.
Πήγαινε ήσυχα, με μικρή ταχύτητα. Δεν είχε κανένα λόγο να βιάζεται. Ήταν σίγουρος ότι δεν θα έβρισκε τίποτα να κυνηγήσει. Οι πληροφορίες έλεγαν ότι πολύ λίγες τσίχλες έφτασαν, η ανομβρία τις έστελλε αλλού, κυρίως στην Τουρκία.
Πέρασε το εκκλησάκι του Άγιου Στέφανου και είδε κόσμο μέσα στον δρόμο, μπροστά στη βρύση του χωριού. Παραξενεύτηκε μα ο νους του δεν πήγε στο κακό. Μα ξαφνικά όλα άλλαξαν. Αναποδογυρίστηκαν. Είδε ένα άντρα να κρατά ένα τυφέκιο, να οπλίζει, να το σηκώνει και να ρίχνει εναντίον του. Πάτησε φρένο, σταμάτησε το αυτοκίνητο, με το αριστερό άδραξε το κυνηγετικό του, μα το άφησε αμέσως, δεν υπήρχε χρόνος για να πυροβολήσει. Κάποιοι, μπροστά του χειρονομούσαν απειλητικά και κινούνταν εναντίον του. Αυτός που κρατούσε το τυφέκιο προσπαθούσε να οπλίσει, κάπου έγινε προσωρινή εμπλοκή, ήταν τυχερός. Του φάνηκε ότι ήταν ο Μουσταφάς ο Παπλωματάς. Συνδέονταν, δεν είναι δυνατό να ήθελε να του κάνει κακό, σίγουρα δεν τον είχε αναγνωρίσει.
Μα δεν ήταν ώρα για σκέψεις κι ερωτηματικά. Ελευθέρωσε τον εαυτό του, άδειασε το μυαλό του, άφησε το ένστιχτο να δράσει και σώθηκε. Αστραπιαία έριξε στο γκίαρ ποξ την πισινή ταχύτητα, ελευθέρωσε τον συμπλέχτη και πάτησε γκάζι στο φουλ. Το βαρύ Μερσεντές πήδηξε προς τα πίσω κι έφυγε σαν βολίδα. Ο δρόμος ήταν στενός κι ελικώδης, μα κι ο Λάκης ήταν πολύ έμπειρος οδηγός. Με το μουγκρητό της μηχανής, που εξάντλησε τα όριά της, ούτε που άκουσε τους πυροβολισμούς και τις σφαίρες που σφύριζαν από πάνω του.
Διάνυσε έτσι τα πεντακόσια μέτρα, μέχρι το σπίτι του Θεωρή του Τριανταφύλλη, όπου είδε τον Χαμπή τον Μαύρο πίσω από τον τοίχο με το αυτόματο Μ3 στο χέρι. Σταμάτησε και κατέβηκε. Τώρα που ένιωθε από ποιο κίνδυνο πέρασε για τη ζωή του, ένιωσε τα πόδια του να λύνονται. Κατέβηκε κι ακούμπησε στο καπώ του αυτοκινήτου του. Έβγαλε τσιγάρο, μα δεν κατάφερε να το ανάψει. Ήταν ωχρός κι έτρεμε σύγκορμος. Ο Χαμπής έτρεξε κοντά του.
- Κτυπήθηκες; τον ρώτησε με αγωνία.
Ψάχτηκε ο Λάκης. Μάλλον όχι. Ούτε στο αυτοκίνητο φαινόταν σημάδι ότι το πέτυχε κάποια σφαίρα. Κατάφερε ν’ αναστενάξει, άρχισε να συνέρχεται.
- Μα τι έπαθαν οι Λεμπάτες; αναρωτήθηκε. Τι έγινε; Μήπως τους επειράξετε; Νομίζω είδα τον Παπλωματά να μου ρίχνει. Μπορεί να έκανα και λάθος.
- Δεν ξέρω, απάντησε ο Χαμπής. Ακούσαμε κλάματα και τους είδαμε να μαζεύονται στον Άγιο Στέφανο. Γι’ αυτό κρατούσα και το όπλο για κάθε ενδεχόμενο. Όλοι τρελάθηκαν, γιατί εμείς να μείνουμε απέξω; Σε είδαμε και σου φωνάξαμε να σταματήσεις μα δεν μας πρόσεξες. Να πάεις γρήγορα στο χωριό και να ειδοποιήσεις την αστυνομία με το τηλέφωνο. Να πάρεις και στην Πέγεια και στην Κισσόνεργα να μην περνούν από τη Λέμπα, μέχρι να μάθουμε τι συμβαίνει.
Έφυγε ο Λάκης. Ο Χαμπής δεν ήξερε τι να κάνει. Το πιο σωστό ήταν να πάει να βρει τους Τούρκους, να μάθει τι έγινε, να τους καλμάρει, να τα βρουν. Ζούσαν μαζί τόσα χρόνια, δεν είχαν λόγους να πολεμά ο ένας τον άλλο. Ήταν όμως πολύ δύσπιστος. Κυρίως γιατί άκουσε το όνομα του Παπλωματά. Μέλος της ΤΜΤ εκείνος, αυτός της ΕΟΚΑ, όπως εξελίσσονταν τα πράγματα, δεν μπορούσε να έχει εμπιστοσύνη. Μα δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί και πολύ.
Πέρα, στο εκκλησάκι του Άγιου Στέφανου, είδε τον ποδηλάτη που ερχόταν και τους Τούρκους που τον κυνηγούσαν. Είναι δικός μας σκέφτηκε. Πού βρέθηκε εκεί τέτοια μέρα; Άκουσε τον πυροβολισμό κι άκουσε τη σφαίρα να περνά πάνω από το κεφάλι τους. Δεν τον πέτυχαν, σκέφτηκε. Η απόσταση ήταν αρκετά μεγάλη, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τις λεπτομέρειες. Ο ποδηλάτης έσκυβε πάνω στο τιμόνι και πετάλιζε απεγνωσμένα.
Όπλισε, πετάχτηκε στη μέση του δρόμου κι άφησε  μια ριπή να φύγει στον αέρα, με κατεύθυνση την ομάδα των Τούρκων που κυνηγούσε τον ποδηλάτη. Το Μ3, αμερικανικό αυτόματο, έριχνε σαρανταπεντάρες σφαίρες. Το δραστικό του δεν ήταν πάνω από πενήντα-εξήντα μέτρα, μα οι Τούρκοι θα το άκουαν να ρίχνει, έλπιζε να φοβούνταν και να έκαναν πίσω. Μα η σκέψη του βγήκε λανθασμένη. Οι Τούρκοι συνέχιζαν την καταδίωξη με μανία. Τι στο καλό τους είχαν κάνει και φρένιασαν έτσι; Σκεφτόταν. Σκεφτόταν ότι δεν είχε κι άλλες σφαίρες για να συνεχίσει να ρίχνει. Μια σφαιροθήκη όλη κι όλη και σίγουρα η μισή θα είχε κιόλας αδειάσει με την πρώτη ριπή. Όρμησε μπροστά, με το όπλο προτεταμένο και ταμπουρώθηκε πίσω από τον κορμό μιας χαρουπιάς.
Δεν μπορούσε ακόμα να ξεχωρίσει ποιος ήταν ο ποδηλάτης. Ξαφνικά τον είδε να χάνει τον έλεγχο και να πέφτει από το ποδήλατο. Μούδιασε, μα ούτε και προλάβαινε να σκεφτεί και να δράσει. Ο σκληροτράχηλος αγωνιστής της ΕΟΚΑ είδε να σκοτώνουν μπροστά του ένα άνθρωπο, σχεδόν εξ επαφής, χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα να τον σώσει. Τον είδε να γέρνει και να μένει ακίνητος δίπλα στο ποδήλατό του, πιστοί σύντροφοι, το ποδήλατο κι ο άνθρωπος, στη φτώχεια της ζωής και στο θάνατο. Ούτε και μπόρεσε να μαζέψει τις σκέψεις του. Έμεινε εκεί ακίνητος, περίμενε τους Τούρκους να έρθουν κατά πάνω του. Αυτοί όμως οπισθοχώρησαν και χάθηκαν πίσω από τον Άγιο Στέφανο. Θα αναδιοργανωθούν και θα επιστρέψουν να μας κτυπήσουν, σκέφτηκε. Και είμαστε μόνοι κι άοπλοι. Έχω για δεν έχω πέντε σφαίρες.
Επέστρεψε πίσω. Ήταν όλοι μαζεμένοι πίσω από τον τοίχο της αυλής της Σοφιανούς και του Θεωρή. Αμίλητοι, χλωμοί, φοβισμένοι και θυμωμένοι. Είχαν παρακολουθήσει την εκτέλεση, μπροστά στα μάτια τους έγινε. Δεν έψαχναν πια για εξηγήσεις, μέσα τους γινόταν μια φοβερή έκρηξη μίσους. Το μόνο του ήθελαν ήταν εκδίκηση, τίποτα άλλο δεν τους ένοιαζε.
Άρπαξαν τα ποδήλατά τους, ο Σάββας κι ο Χριστάκης και πήγαν βιαστικά στο σπίτι του ο καθένας. Στη Λέμπα, ο Σάββας, με όλη την αγωνία για τους δικούς του που ήταν εκεί και πίστευε ότι κινδύνευαν. Στο δρόμο δεν ήταν κανένας, μουγκαμάρα παντού, στον αέρα κυλούσε μια παράξενη απειλή που τον γέμιζε τρόμο.
Ο Χριστάκης πήγε στο σπίτι του και πήρε το όπλο του. Το όμορφο μονάρι κυνηγετικό του Ευριπίδη. Είχε μόνο δυο φυσέκια με βόλι. Θα πήγαινε να πολεμήσει! Τον είδε η Στασού, του έβαλε τις φωνές, μα ποιος την άκουσε; Τ’ αδέρφια του, του ανάφεραν ότι λίγο πιο μπροστά είχε έρθει με το ποδήλατο ο Νίκος, ο ξάδερφος, και πήρε στη Λέμπα ένα από τα όπλα που φύλαγαν στην παράγκα του Παπάκωστα. Το χρειάζονταν, τους είπε, γιατί οι Τούρκοι έκαναν επίθεση στα σπίτια τους. Τα πράγματα ήταν άσχημα.
Στον δρόμο συναντήθηκαν με τον Κυριάκο, τον Γιαννάκη του Αρέστη και τον Αντρίκο τον Κασίνι. Ο Κυριάκος ο Μακάριος, κρατούσε κι αυτός ένα δίκαννο κυνηγετικό και μια ζωστήρα φυσίγγια. Προχώρησαν προς τους Κλούνους, έφτασαν στο χαρουπώνα, πάνω από το τρεξιμιό και κοντοστάθηκαν. Ήταν εκεί σχοινισμένες δυο αγελάδες και το ξύλινο άροτρο, που ίσως να το έσερναν, οργώνοντας κάποιο χωράφι, ήταν ακουμπισμένο στο κορμό ενός δέντρου, καλυμμένο με φρέσκο χώμα. Ένα μοσχαράκι, έξι-εφτά μηνών, ζωηρό και παιγνιδιάρικο, έκανε χαριτωμένα σκέρτσα ανάμεσα στα δυο μεγάλα ζώα. Λεύτερο σαν παιδάκι την ώρα του παιγνιδιού. Άφησαν πίσω τους τα ζώα, πήραν την καφκάλα του Μουσταφά και προχώρησαν με προφυλάξεις, όσο μπορούσε να γίνει, γιατί η καφκάλα ήταν τελείως γυμνή. Ούτε ένα δέντρο, ούτε ένα βραχάκι για να τους προσφέρει κάλυψη.
Πλησίαζαν τα πρώτα σπίτια του μικρού χωριού όταν δυο σφαίρες σφύριξαν πάνω από τα κεφάλια τους. Είναι από τυφέκιο, είπε ο Μακάριος, και τους υπόδειξε να προχωρούν όσο γίνεται πιο σκυφτοί για να μη δίνουν στόχο. Τέσσερα παιδιά, τα δυο άοπλα, τα άλλα δυο με κυνηγετικά, που δεν ήταν σίγουρα αν ήξεραν να τα χρησιμοποιήσουν, βρίσκονταν ακριβώς έξω από ένα χωριό κι ετοιμάζονταν να επιτεθούν, χωρίς να ξέρουν από πόλεμο και μάχη, χωρίς καν να ξέρουν γιατί βρίσκονταν εκεί.
Από μακριά ακούγονταν φωνές. Σίγουρα κατέβαιναν Εμπάτες και Κισσονεργίτες και Χλωρακιώτες, για να δώσουν μάχη. Και κάπου, μπροστά τους, στα λιγοστά, φτωχικά τους σπίτια κρύβονταν οι Τούρκοι κι αυτοί με κυνηγετικά, μπορεί κι ένα ή δυο τυφέκια και τους περίμεναν να επιτεθούν. Γυναίκες και παιδιά και γέροι, τρομαγμένοι, χωρίς κι αυτοί να καταλαβαίνουν τι και γιατί συνέβαινε. Και οι λίγοι, που μπορούσαν να πολεμήσουν, προσεύχονταν να βρεθεί ένας άνθρωπος με μυαλό να σταματήσει αυτήν την τρέλα.
Οι τέσσερις νέοι έφτασαν κοντά στο σπίτι και τις μάντρες του Μουσταφά. Του κάποτε μεγάλου βοσκού, που τον σκότωσαν μέσα στ’ αμπέλια της Ακουρσού για να τον ληστέψουν πριν λίγα χρόνια. Τον αποκεφάλισαν με αγριότητα και το κεφάλι του δεν βρέθηκε ποτέ. Τώρα οι μάντρες και το σπίτι του ήταν έρημα, φαίνονταν ρημαγμένα κι ακατοίκητα.
Καλύφτηκαν πίσω από ένα χαμηλό βράχο, κοντά ήταν και μια χαμηλή αγριελιά και δεν ήξεραν τι να κάνουν. Ο Χριστάκης διαπίστωσε ότι κι αυτός ήταν ουσιαστικά άοπλος γιατί το φουσέκι με το βλήμα σφήνωσε στην κάννη του όπλου του και δεν μπορούσε να το βγάλει με κανένα τρόπο. Φοβόταν ότι αν τολμούσε να πυροβολήσει, θα προκαλούσε ζημιά, ίσως ν’ αχρήστευε και το όπλο.
Λίγο πριν από τη μάντρα από ξερολιθιά, ήταν δυο χοντρόκορμες τρεμιθιές κι από εκεί ξεπετάχτηκε ξαφνικά κάποιος κι αμόλησε ένα δυναμίτη. Η έκρηξη που ακολούθησε ήταν ισχυρή, αλλά δεν φάνηκε να έχει οποιονδήποτε αποτέλεσμα.
- Είναι ο Νίκος του Παπάκωστα, είπε ο Γιαννάκης, που πρόλαβε να τον δει και να τον αναγνωρίσει. Μαζί του είναι ακόμα ένας.
Αν και η απόσταση που τους χώριζε δεν ήταν μεγάλη, δεν μπορούσαν να δουν πόσοι και ποιοι έβρισκαν κάλυψη πίσω από τα μεγάλα δέντρα. Και δεν ήξεραν και γιατί έριχναν τους δυναμίτες. Όπως δεν ήξεραν ακόμα ποιος συντόνιζε την επίθεση. Ο Νίκος ξεπετάχτηκε κι έριξε άλλους δυο δυναμίτες, που εξερράγησαν μπροστά από την πόρτα του σπιτιού. Και πάλι δεν φάνηκε να έχουν αποτέλεσμα.
Κάποιος έφυγε τρέχοντας και φάνηκε να διασχίζει την καφκάλα προς τη Χλώρακα. Κατά τα άλλα, καμιά κίνηση, ούτε πυροβολισμοί, μόνο κάποιες φωνές ακούγονταν από μακριά. Δεν ξεχώριζαν τι έλεγαν. Έμειναν εκεί άπραγοι. Ο Αντρίκος του Κασίνι, πήγε μέχρι τον Νίκο κι επέστρεψε.
- Δεν ξέρει ούτε εκείνος τι γίνεται, πληροφόρησε τους άλλους. Είπε να περιμένουμε εδώ μέχρι να πάρουμε διαταγές. Έστειλε στο χωριό να του φέρουν κι άλλους δυναμίτες.
Έμειναν εκεί. Άπραγοι, θυμωμένοι και φοβισμένοι. Άρχισαν πια ν’ αναρωτιούνται τι συνέβαινε πραγματικά, τι ήθελαν, τι έκαναν εκεί. Ξαφνικά ακούστηκε η κουδούνα του ασθενοφόρου, ψηλά στη δημοσιά. Το είδαν να μπαίνει στη Λέμπα και περίμεναν να το δουν να φεύγει. Ήταν πια σίγουροι ότι υπήρχαν θύματα. Τούρκοι ή Έλληνες δεν ήταν δυνατόν να ξέρουν. Το πιο πιθανόν ήταν Τούρκοι, μιας και το ασθενοφόρο μπήκε στο χωριό. Τι είχε γίνει λοιπόν; Ποιος άρχισε;
Επέστρεψε αυτός που πήγε για δυναμίτες, με μια χάκινη παλάσκα. Πρέπει να βρήκε μερικούς και τους έφερε. Ακούστηκε και πάλι η κουδούνα του ασθενοφόρου. Το είδαν, μέσα από τον χαρουπώνα που εκτεινόταν πιο πέρα, να σταματά, στο ύψος του ξωκλησιού του Αγίου Στεφάνου. Για λίγο και ξεκίνησε και πάλι. Το άκουσαν να σταματά στα ελληνικά σπίτια, που ήταν στην άκρη του χωριού.
Περίμεναν. Ξαφνικά μια κραυγή ξέσκισε τον αέρα και γέμισε τ’ αφτιά τους.
- Είναι ο Νεόφυτος ο ψωμάς. Σκότωσαν τον Νεόφυτο!
Όλα πάγωσαν. Για μια στιγμή. Και ύστερα ακούστηκε μια ριπή από μπρεν. Σφαίρες σφύριξαν πάνω από τα κεφάλια τους. Την ίδια ώρα ξανακούστηκε η κουδούνα του ασθενοφόρου, που το άφησαν να φύγει προς το νοσοκομείο στο Κτήμα.
Στην αρχή νόμισαν ότι η ριπή ρίχτηκε από τους Τούρκους.
- Έχουν κι αυτόματα! παρατήρησε ο Γιαννάκης.
- Όχι, δεν είναι από αυτούς, είπε ο Μακάριος που ήταν πιο έμπειρος. Είναι οι δικοί μας που βάλλουν. Ίσως οι Εμπάτες, ίσως οι Κισσονεργίτες.
Ο Νίκος ετοιμάστηκε κι άρχισε και πάλι να ρίχνει δυναμίτες στην άδεια μάντρα του Μουσταφά. Έριξε άλλους τρεις-τέσσερις, μέχρι τον τελευταίο που είχε.
Έφυγε ο Νεόφυτος από το σπίτι του στην Έμπα, μετά το πρωτοχρονιάτικο γεύμα με όλη του την οικογένεια, τις τρεις του κόρες, τον γαμπρό του, τον μικρό του μοναχογιό, τα δυο του εγγόνια και τη Μαρία του. Ήταν οι τελευταίες ευτυχισμένες στιγμές που τους πρόσφερε. Πήρε το ποδήλατο κι έπιασε το μονοπάτι, πάνω από τη Ζυριχώ για να κατέβει στη Χλώρακα, όπου ήταν η δουλειά και η ζήση του. Χειμώνας ήταν και κρύο, το ψωμί ήθελε πιο πολύ χρόνο να μπει, από την αυγή. Την επομένη έπρεπε να παραδίδει φρεσκοψημένα ψωμιά στο συνεργατικό και τα άλλα μπακάλικα.
Το μονοπάτι ήταν καθαρό και κατηφορικό, θα τον έφερνε μέχρι τον Άγιο Στέφανο χωρίς να δώσει μια πεταλιά. Θα έπιανε μετά το δρόμο της Λέμπας, μέχρι το φούρνο από αυτό το συντόμι, δεν ήταν πάνω από δεκαπέντε λεπτά. Ξεκίνησε η μέρα με βροχή, μα ο καιρός γρήγορα καθάρισε, φύσηξε βοριάς, έδιωξε τα σύννεφα, το μονοπάτι δεν γλιστρούσε, ποδηλατούσε με άνεση, ευχαριστιόταν να ποδηλατεί.
Ο μικρός Αντρέας, στερνοπαίδι και μοναχογιός του Νεόφυτου και της Μαρίας, δεκατριών χρονών, μεγάλωνε παραχαϊδεμένος, με τρεις αδερφές που δεν έχαναν ευκαιρία να τον παινεύουν και να τον κάνουν να νιώθει σπουδαίος. Μετά το πρωτοχρονιάτικο γεύμα, ξεπροβόδισε τον πατέρα του, που έφυγε με το ποδήλατό του. Ήταν καλή η απόφασή του ν’ ανοίξει φούρνο στη Χλώρακα, το μοναδικό μεγαλοχώρι που δεν είχε ψωμά. Βέβαια εγκατέλειψε τον πρώτο του φούρνο, που βρισκόταν σε προνομιακή περιοχή, όπου έβγαζε και καλά λεφτά. Βρισκόταν κοντά στην αγορά, στο Κτήμα, προς τη μεριά της τουρκοκυπριακής συνοικίας. Κάποιοι καλοί του φίλοι, Τούρκοι, τον συμβούλεψαν να πάει σε άλλη περιοχή, μήπως κανένας φανατικός της ΤΜΤ τον έβαζε στο σημάδι, όπως εργαζόταν ολομόναχος όλη τη νύχτα. Αυτό έγινε το 1957, όταν κορυφωνόταν η πρώτη αντιπαράθεση Ελλήνων και Τούρκων, λόγω του αγώνα της ΕΟΚΑ. Είχε καλές σχέσεις με όλους. Και με τους Τούρκους. Μα στον φανατισμό δεν υπάρχει λογική. Πήρε στα σοβαρά τις συμβουλές των φίλων του. Μετάφερε τη δουλειά του στη Χλώρακα. Και ήταν ευχαριστημένος. Με όλους τα πήγαινε καλά, όλοι ήταν φίλοι του, ακόμα και τα μικρά παιδιά τον φώναζαν με το όνομά του. Απλά, χωρίς τα θείε και τα κύριε. Κι όλοι, βέβαια, επαινούσαν το ψωμί του. Ελευθερώθηκαν και οι τελευταίες νοικοκυρές που ζύμωναν στο σπίτι, πριν αυτός ανοίξει το μαντζιηπιό.
Στο μικρό αλώνι, κοντά στο σπίτι τους, βρήκε ο Αντρέας τους φίλους του. Τα πιο μικρά παιδιά έπαιζαν και φώναζαν χαρούμενα, τα πιο μεγάλα περιτριγύρισαν τον Αντρέα κι έπιασαν την κουβέντα. Γιορτάρες μέρες, όλα ήταν βαρετά για τους νεαρούς, στην πρώτη τους εφηβεία. Ήθελαν να διασκεδάσουν, μα οι δρόμοι ήταν κλειστοί, οι ουρανοί χαμηλωμένοι, οι ορίζοντες στενοί. Έτσι κι αυτοί κάθισαν και κουβέντιαζαν την πολιτική κατάσταση, τις συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στη Λευκωσία κι αλλού, τα προμηνύματα και για την Πάφο, κάποιους τραυματισμούς, πράγματα που μάτωναν την ψυχή τους κι έκαναν βαρύ κι απειλητικό τον αέρα.
Ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Και μετά άλλος κι άλλος. Δεν ήταν οι συνηθισμένες ντουφεκιές του κυνηγίου. Και μετά μια ριπή από αυτόματο όπλο.
- Δεν είναι κυνηγοί, είπε ένα αγόρι, λίγο πιο μεγάλο από τον Αντρέα. Νομίζω ότι έρχονται από τη Λέμπα!
Ο πατέρας! σκέφτηκε ο Αντρέας. Ο πατέρας θα περάσει με το ποδήλατο μέσα από τη Λέμπα. Κίνησε, χωρίς να πάρει εντολή από τον εγκέφαλο. Τα πόδια του τον οδηγούσαν σαν αστραπή. Στην κατηφοριά, ανάμεσα στους ασφόδελους, που αυτή τη χρονιά ήταν αδύναμοι κι αναιμικοί, δεν άκουε την ανάσα του που έβγαινε σφυρικτή από την υπεράνθρωπη προσπάθεια που κατάβαλλε.
Έφτασε στη Χλώρακα σε πέντε λεπτά. Στα σπίτια του Χάμπου πήρε τον δρόμο, που όταν έβρεχε γινόταν χείμαρρος και σε άλλα πέντε λεπτά βρισκόταν μπροστά στον φούρνο του πατέρα του. Ήταν κλειστός. Κάθισε στο ψηλό καλντερίμι, άπνοος, τρομαγμένος, δεν είχε τη δύναμη ούτε για μια επίκληση στην Παναγία.
Είδε κόσμο στον δρόμο να τρέχει προς τη Λέμπα. Σηκώθηκε και τους ακολούθησε. Τα πόδια του ήταν βαριά, στη σκέψη του χόρευαν πράγματα φοβερά, σενάρια από άλλους καιρούς, από φριχτές εποχές. Δεν τολμούσε καν να ελπίζει. Ότι ο πατέρας του μπορεί ν’ άκουσε κι αυτός τους πυροβολισμούς κι επέστρεψε στο σπίτι. Δεν ήταν κι αυτό μια λογική σκέψη, ένα συμπέρασμα; Μια πιθανότητα; Όχι, μιλούσε η καρδιά, ο φόβος, ένα ένστικτο δυνατό κι ακαταμάχητο του έλεγε είναι του δικού σου σπιτιού η σειρά να μαυρίσει.
Κόσμος είχε μαζευτεί στο χωράφι του Γιώρκου του Οξεία, μπροστά από τα σπίτια των Ελλήνων κατοίκων της Λέμπας. Στο έμπα του χωριού. Κόσμος ανήσυχος, απειλητικός, από τη Χλώρακα και την Έμπα. Κάποιοι έλεγαν ότι οι Τούρκοι επιτέθηκαν και σκότωσαν ένα Έλληνα, κανένας δεν ήξερε ακόμα ποιον. Ακούστηκε ότι έριξαν εναντίον του Λάκη, όταν δοκίμασε να περάσει με το ταξί του, αλλά κατάφερε να διαφύγει με την όπισθεν. Είχε περάσει και η άμπουλανς για να πάρει τον νεκρό, την περίμεναν να επιστρέψει.
Προχώρησε ο Αντρέας μέχρι τα χαλάσματα του σπιτιού του Σπύρου και της Πολυξένης, που είχαν πια πεθάνει. Απέναντι ήταν το σπίτι του Χαμπή του Μαύρου, είχαν εκεί μαζευτεί κάποιοι, ήταν τρομαγμένοι κι ανήσυχοι. Μεταξύ τους στεκόταν ο Χαμπής ο Μαύρος, αμίλητος, βλοσυρός, οπλισμένος μ’ ένα αυτόματο.
Ακούστηκε η κουδούνα του άμπουλανς, που επέστρεφε. Ο Χαμπής πετάχτηκε στον δρόμο και το σταμάτησε. Πήγε πίσω κι άνοιξε την πόρτα. Στα δευτερόλεπτα που ακολούθησαν σαν αιώνες, ο Αντρέας περίμενε παγωμένος ν’ ακούσει ένα όνομα. Το όνομα του θύματος, αυτού που σημάδεψε ο χάρος το τέλος της ζωής του με μια σφαίρα. Μια σφαίρα που την έριξε άλλος άνθρωπος, που ορκίστηκε να σκοτώσει.
Άνοιξε την πόρτα του ασθενοφόρου ο Χαμπής ο Μαύρος και ξαφνιάστηκε γιατί εκεί υπήρχαν δυο ανθρώπινα σώματα, ματοβαμένα, ακίνητα. Το ένα στην ακαμψία του θανάτου, ήταν ο Νεόφυτος, το ξεχώρισε αν και το πρόσωπό του ήταν γεμάτο αίματα. Το άλλο ανήκε σ’ ένα νέο άνθρωπο. Άκουσε ένα ελαφρό βογγητό, ζούσε ακόμα. Δεν μπορούσε να τον δει καλά, δεν πρόλαβε να τον κοιτάξει καλά, τον έσπρωξαν έξω, δεν σήκωνε καθυστέρηση.
Κατέβηκε ο Χαμπής, στεκόταν στη μέση της ασφάλτου σαν χαμένος, το πρόσωπό του ήταν σκοτεινό κι απειλητικό. Έφυγε το άμπουλανς κι αυτός έμενε εκεί ακίνητος. Ήταν στενός του φίλος ο Νεόφυτος. Ένιωθε σαν να δέχτηκε μαχαιριά στο στομάχι. Τι μπορεί να τους έφταιξε αυτός ο φιλήσυχος άνθρωπος, που δεν έκανε κακό ή αδικία σε κανένα; Κι ο άλλος ποιος ήταν; Είδε τους Τούρκους να κυνηγούν τον Νεόφυτο και να τον πυροβολούν. Είδε και το ασθενοφόρο να πηγαίνει πρώτα στο κέντρο του χωριού. Μήπως αυτός ο δεύτερος τραυματίας ήταν δικός τους; Και ποιος μπορεί να τον κτύπησε;
Άκουσε να τον ρωτούν ποιος ήταν ο νεκρός. Αυτός θα ήταν ο μαντατοφόρος του κακού. Κοίταξε ένα γύρω, τα μάτια του θόλωναν, μουρμούρισε υπόκωφα:
- Είναι ο Νεόφυτος ο ψωμάς. Σκότωσαν τον Νεόφυτο!
Κάποιος το φώναξε δυνατά να το ακούσουν και οι άλλοι:
- Οι Τούρκοι σκότωσαν τον Νεόφυτο τον μάντζιηπα.
Χάθηκε το έδαφος κάτω από τα πόδια του μικρού Αντρέα. Ξαναβρήκε τον κόσμο όταν τον μετάφεραν στο σπίτι του. Ένας συγχωριανός του που βρέθηκε δίπλα του, τον άρπαξε στην αγκαλιά του και τον πήγε στο σπίτι του. Εκεί ήδη ήξεραν, όλα ήταν βουβά, οι άνθρωποι ακίνητοι, έλπιζαν ακόμα σε μια διάψευση.
Αργά το απόγευμα λύθηκε η πολιορκία της Λέμπας. Στήθηκαν όμως σκοπιές και οι συνήθεις λαφυραγωγοί βγήκαν παγανιά. Τα πράγματα εξελίχτηκαν πολύ γρήγορα, οι Τούρκοι δεν πρόλαβαν να μαζέψουν τα ζώα τους από τα χωράφια. Αγελάδες, δαμάλια, πρόβατα και κατσίκια, όλη η ζήση των φτωχών ανθρώπων, άλλαξαν αυλή και μάντρα, πολλά πήγαν στο χασάπη, πολύ λίγοι έμειναν που δεν έβαλαν έστω και μια μπουκιά από το λαφυραγωγημένο κρέας.
Δόθηκε η διαταγή για υποχώρηση, έφυγαν οι νεαροί από την αυλή του ακατοίκητου σπιτιού του Μουσταφά, κατευθύνθηκαν προς τη Χλώρακα, εκτός από τον Χριστάκη και τον Μακάριο. Αυτοί πήγαν στο σπίτι του θείου του Χριστάκη, του Χαμπή του Μαύρου. Ο κόσμος είχε πια διαλυθεί, μόνο λίγοι έμεναν εκεί. Άλλοι κάθονταν, άλλοι περιφέρονταν, ο θείος ο Χαμπής καθόταν σε μια καρέκλα, με το κεφάλι σκυφτό, μετρούσε το πάτωμα. Στάθηκαν μπροστά του οι δυο νέοι, τους κοίταξε αυτός με μάτια απλανή, βουρκωμένα, σαν να μην τους έβλεπε.
- Στ’ ανάθεμα το κακό τους το μιλλέττι, μουρμούρισε κάποια στιγμή. Τι τους έφταιξε ο φτωχός ο άνθρωπος; Τον ήξεραν, χτες τον χαιρετούσαν, σήμερα τον καθάρισαν. Έτσι θα φέρουν τον δικό τους πίσω; Στο τέλος έγιναν φονιάδες και δικαίωσαν τους φονιάδες. Κακό μιλλέττι είναι και το δικό μας. Σιώπησε για λιγο και συνέχισε. Τι τους έφταιξε το φτωχό το παιδί και πήγαν και το σκότωσαν; Ποιος το έκανε;
Εκείνη την ώρα μάθαιναν ο Μακάριος κι ο Χριστάκης ότι υπήρχε και δεύτερο θύμα. Που κτυπήθηκε μάλιστα πρώτο από τους δικούς μας. Ο Χαμπής φαινόταν να υποφέρει από αυτό, δεν ήταν σίγουροι ότι ήξερε ποιος ήταν και ποιος το είχε κάνει, μα ο θυμός, η αγανάκτησή του δεν κρύβονταν.
Νύχτωσε, ήρθε το σκοτάδι, μια ανήσυχη ηρεμία κυλούσε και βάραινε στον αέρα. Τα ερωτηματικά εναλλάσσονταν με τα αισθήματα για εκδίκηση. Κανένας δεν σκεφτόταν, ασφαλώς, ότι και κάποιοι άλλοι άνθρωποι, μέσα στη φτώχεια τους, μέσα στη φρίκη των γεγονότων, στη σκιά των δυο φόνων, περίμεναν την αποκορύφωση της κρίσης, τρομαγμένοι, που δεν είχαν από πού να πιαστούν, από ποιο φεγγίτη να δουν μια σταγόνα από φως κι ασφάλεια.
Μαθεύτηκε τη νύκτα ότι κι ο νεαρός Τούρκος, που τραυματίστηκε με κυνηγετικό όπλο, έφυγε από τη ζωή, στο νοσοκομείο. Από τη Λέμπα δεν ακούστηκε κανένας θρήνος. Μα όλοι έπρεπε να ξέρουν ότι κι εκεί υπήρχε μια μάνα, ένας πατέρας, κάποια αδέρφια, που είχαν δικαίωμα να τον κλάψουν.
Ήταν βραδιά θανάτου. Ο Χριστάκης κι ο Μακάριος στέκονταν στην πίσω αυλή του σπιτιού του Χαμπή του Μαύρου. Έβγαζαν σκοπιά. Έσφιγγαν τα κυνηγετικά στα χέρια. Το κρύο τους ενοχλούσε πάρα πολύ, ένιωθαν τα πόδια και τα δάχτυλα των χεριών να παγώνουν. Μα η πιο μεγάλη παγωνιά απλωνόταν στη ψυχή τους. Ακόμα κι ο γρύλλος σιωπούσε κάτω από τις γλάστρες της Βαρβαρούς. Και μέσα στη σιγαλιά, οι δυο νέοι ένιωθαν, καταλάβαιναν πολύ καλά, ότι δεν ήταν πια στα σκαλοπάτια του αμφιθέατρου του παράλογου. Είχαν κατέβει στην αρένα και υπήρχε αίμα και θάνατος. Η γειτονιά τους είχε κι αυτή μπει στην κραιπάλη από όπου δεν υπήρχε πίσω.
Λίγο αργά, το βράδυ ήρθε κάποιος κι έφερε δυο-τρεις οκάδες κρέας, να το ψήσει η Βαρβαρού, να δειπνήσουν εκείνοι που έβγαζαν σκοπιά στο σπίτι της. Το πήρε και κλείστηκε στην κουζίνα της. Ήρθαν σε λίγο οι μυρουδιές από το τσιγαριστό κρέας και το μαγειρεμένο φαγητό μέχρι έξω στην αυλή.
Είχε ανάψει το τζάκι και μαγείρευε η Βαρβαρού και συλλογιζόταν την εξέλιξη των πραγμάτων. Τέσσερα χρόνια Αγώνα είχαν αφήσει στο σπίτι της τα έντονα σημάδια τους. Υπόφεραν από τους πρώτους. Ο άντρας της στα κρατητήρια κι αυτή να παιδεύεται να κρατήσει, μόνη κι αβοήθητη, τη φαμίλια της. Τέλειωσε ο Αγώνας, ήρθε η ανεξαρτησία μα η διαφορά ήταν μικρή, φτωχοί αγωνίζονταν για ένα κομμάτι ψωμί, που δεν έβγαινε εύκολα. Ο Χαμπής πάλευε σε χίλια ταμπλώ για επιβίωση. Δοκίμασε στη γεωργία, η γη τους ήταν λιγοστή, το νερό ελάχιστο. Τον πήγαν στον Ισραήλ και είδε πρωτοποριακές μεθόδους καλλιέργειας. Επέστρεψε κι έφτιαξε ένα μεγάλο θερμοκήπιο, το πιο μεγάλο που έγινε στην περιοχή, άρχισε να καλλιεργεί ρεντικά, φασολάκι, μελιντζάνες, πιπεριές, που θα είχαν ψηλές τιμές τον χειμώνα. Ξόδεψε πολλά λεφτά, που τα δανείστηκε με πάνω από δέκα τοις εκατόν τόκο. Δεν το χάρηκε. Το πήρε και το σήκωσε ο πρώτος σίφουνας που σηκώθηκε. Του έμεινε μόνο το χρέος και οι σιδερένιες βέργες της βάσης του θερμοκηπίου, μπηγμένες κάθετα σε τσιμεντένια αντιστηρίγματα, να βλέπουν, σπασμένες τον ουρανό, σαν απόδειξη της αποτυχίας του. Πήγε κι άνοιξε, με τον γαμπρό του, τον Αναστάση, ένα μαγαζί να πουλά σίδερα και υλικά οικοδομής. Τίποτα δεν γινόταν, το ψωμί δεν έβγαινε. Το έκαψε για να πιάσει την ασφάλεια. Μόλις που γλίτωσε τη φυλακή, έμεινε και μ’ ένα μισοκαμένο κατάστημα. Και τώρα, έξω στην αυλή, ξεπάγιαζαν κάτι παιδιά για να τους προσέχουν από τους Τούρκους. Και τρακόσια μέτρα πιο πέρα, σίγουρα και οι Τούρκοι έβγαζαν σκοπιές και φοβούνταν αυτό που θ’ ακολουθούσε. Εκείνοι ήταν στο μαχαίρι πιο πολύ.
Αναστέναξε η Βαρβαρού. Είχε δει εκείνη την ημέρα, πολλά υποψιαζόταν. Δεν ήταν οι Τούρκοι που άρχισαν. Ότι τις συνέπειες, όπως πάντα, τις πλήρωναν οι αθώοι. Πού θα πήγαιναν τα πράγματα; Έριξε το τσιγαρισμένο κρέας στην παχιά σάλτσα. Μοσχομύρισε η μικρή της κουζίνα, θα σέρβιρε σε λίγο. Έξω και μέσα στο σπίτι ήταν άνθρωποι, αμίλητοι, βλοσυροί, που δεν ήξεραν τι πραγματικά ήθελαν. Ήθελαν εκδίκηση ή καταριόνταν τις απρόσμενες εξελίξεις. Έφυγε η μέρα, μέσωνε και η νύχτα της πικρής πρωτοχρονιάς. Δυο άνθρωποι πέθαναν με βίαιο θάνατο, αμαρτωλό θάνατο κατά τη θρησκεία μας. Χωρίς να φταίνε. Κι αυτή μαγείρευε. Ποιος είχε όρεξη για φαγητό; Της ήρθε ν’ αρπάξει τη κατσαρόλα, έτσι όπως κόχλαζε πάνω στη γκαζιέρα και να την πετάξει έξω. Ένας κόμπος της κάθισε στον λαιμό. Ποια κατάρα βάραινε τη γενιά τους; Ποια κατάρα, ακόμα χειρότερα, βάραινε τη γενιά που τώρα μεγάλωνε μέσα σ’ ένα ζοφερό κι απρόβλεπτο, μα σίγουρα κακό, μέλλον;
Τους άλλαξαν κοντά στα μεσάνυχτα και τους είπαν να μπουν μέσα να ζεσταθούν λίγο και να φάνε. Μπήκαν, ο Μακάριος κι ο Χριστάκης και κάθισαν σ’ ένα καναπέ. Κάθονταν και οι άλλοι γύρω από το τραπέζι, όπου η Βαρβαρού είχε σερβίρει το φρεσκομαγειρευμένο φαγητό. Μα κανένας δεν το γεύτηκε, ήταν εκεί κι έτσι θα έμενε. Ανέγγιχτο.
Ο Χριστάκης ένιωθε τα χέρια και τα πόδια ξυλιασμένα από το κρύο. Φοβόταν. Ήταν κοντά στην απελπισία. Αν την αυγή τους έλεγαν να επιτεθούν στη Λέμπα τι θα έκανε; Αυτός δεν ήταν για πολέμους. Θα ορμούσε γιατί αυτό ήταν το καθήκον του; Δεν τον ένοιαζε να έτρωγε μια σφαίρα. Μα αν βρισκόταν στην ανάγκη να σκοτώσει; Τι θα έκανε; Θα σκότωνε; Τον σκούντησε η θεία η Βαρβαρού και του έβαλε στο χέρι ένα άδειο, τσίγκινο πιάτο κι ένα πιρούνι.
- Πήγαινε, βάλε φαΐ να φας, τον παρότρυνε. Είναι τρυφερό κρέας από μοσχάρι.
Πήρε το πιάτο και πήγε στο τραπέζι, η πιατέλα ήταν γεμάτη με αχνιστό κρέας, κομμένο σε μικρά κομμάτια, ψημένα σε πλούσια σάλτσα από ντοματοπολτό. Άπλωσε το χέρι μα του έμεινε μετέωρο. Μια τρομερή σκέψη μπήκε μέσα του. Θυμήθηκε το μοσχαράκι που έτρεχε παιγνιδιάρικα, γύρω από τις δυο αγελάδες, που ήταν σχοινισμένες στο χαρουπώνα, πάνω από τους Κλούνους. Που είχαν δει όταν έτρεχαν να προλάβουν τη μάχη. Χαράς τη μάχη! Μήπως εκείνο το παιγνιδιάρικο μοσχαράκι ήταν σερβιρισμένο στη πιατέλα τώρα; Λάφυρο πολέμου, σφαγμένο κι έπαθλο για τους πολεμιστές που αναπαύονταν μετά ή πριν από τη μάχη;
Κλώτσησε άγρια το στομάχι του, σκοτείνιασαν τα μάτια του. Άφησε το πιάτο στο τραπέζι και βγήκε έξω. Κανένας δεν του είπε μια λέξη.





ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΝΤΕ

Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ

Μια γραμμή από αυτοκίνητα. Κάθε είδους. Μικρά ιδιωτικά, βαν, ημιφορτηγά, φορτηγά, ακόμα κι ένα σκυβαλοφόρο. Κι άνθρωποι γύρω, μπροστά, αναμεταξύ και πίσω από τη θλιβερή πομπή των καμιονιών. Κι όλα βουβά. Καμιά φωνή, καμιά κραυγή, καμιά κατάρα. Θλιβερή πομπή των οχημάτων, θλιβερή πομπή των ανθρώπων. Που έσκυβαν και κατάπιναν τον πόνο. Που για δεύτερη φορά έσερναν τα πόδια και τη δυστυχία μακριά από τη φτενή και λιγοστή γη που τους γέννησε. Που γέννησε και τα παιδιά τους. Τη γη που οι γονιοί αγόρασαν, αφού πρώτα την τίμησαν σαν μισταρκοί, καλλιεργητές και βοσκοί. Που την πότισαν με τον ιδρώτα τους, που ήταν η δική τους γη, που τους ανήκε και της ανήκαν.
Ο Χριστάκης παρακολουθούσε από το κεφαλόσκαλο του σπιτιού του. Μακριά, μέσα στο πικρό απομεσήμερο, δεν ήταν σίγουρος αν λυπόταν εκείνους τους ανθρώπους ή αν τους μισούσε. Ο φόνος του Νεόφυτου τον γέμιζε θλίψη, δεν τον άφηνε να σκεφτεί καν ότι κάτι υπήρξε πιο πίσω. Θεωρούσε την πράξη των Τούρκων της Λέμπας, όχι μόνο εγκληματική, μα και απόδειξη θράσους και υπερβολής. Αν βρισκόταν πιο κοντά, για να βλέπει τον πόνο και τον φόβο στα πρόσωπα των φυγάδων, ίσως τα αισθήματά του να ήταν διαφορετικά. Τώρα, στην καρδιά του, ένιωθε μια παράξενη ικανοποίηση, που την εξηγούσε, βέβαια, ο θυμός για τη δολοφονία του ψωμά τους. Σχεδόν δεκαεφτά, έπρεπε μόνο ο έρωτας και η αγάπη της ζωής να τον κυβερνούν. Κι όμως, από νωρίς κατάφεραν μέσα στο είναι του να φωλιάσει το μίσος, ο θάνατος και η εκδίκηση. Ήταν η δεύτερη φορά που, από εκείνο το ίδιο κεφαλόσκαλο της παράγκας τους, παρακολουθούσε την ίδια πορεία εκείνων των ανθρώπων. Και δεν ήταν βέβαιος αν λυπόταν ή αν χαιρόταν με την κατάντια τους και τη δυστυχία τους. Κι εφτά χρόνια πριν, ή μήπως ήταν έξι; Μετά το φόνο του γιου της Χαλιτές από την ΕΟΚΑ τούς είδε να φεύγουν τρομαγμένοι. Σε μια παρόμοια πομπή. Οι ίδιοι άνθρωποι, η ίδια δυστυχία. Πώς τολμούσε αυτό να το θεωρεί πράξη εκδίκησης; Στο κάτω-κάτω ένας είχε σκοτώσει τον Νεόφυτο. Αν υπήρχε κράτος θα πήγαινε να τον βρει, να κάνει ανακρίσεις, να τον στείλει στη δικαιοσύνη. Μα υπήρχε κράτος; Και αν δεν υπήρχε ποιοι το υπόσκαπταν; Δεν ήταν οι Τούρκοι που άρχισαν; Γι’ αυτό δεν μπορούσε να ήταν σίγουρος. Μα ήταν σίγουρος ότι κράτος δεν υπήρχε και κάποιοι ευθύνονταν γι’ αυτό.
Οι Εγγλέζοι της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ συνόδευαν τους Τούρκους που έφευγαν για να εγκλωβιστούν στο τουρκικό θύλακα στον Μούτταλλο. Έφευγαν με ελάχιστα από τα υπάρχοντά τους, αν και ήξεραν ότι, ό,τι άφηναν πίσω τους θα γινόταν πολύ γρήγορα, πριν ακόμα πάρουν τη στροφή, σκύλεμα των Ελλήνων, ότι τα σπίτια τους, ίσως, να γκρεμίζονταν, η γη τους θα ερήμωνε, θα γινόταν χέρσα και στείρα. Τα ζώα τους, τα λιγοστά κοπάδια τους, είχαν ήδη υφαρπαγεί. Τίποτα δεν τους έμεινε, μόνο ο κίνδυνος και ο φόβος του θανάτου βρισκόταν παρών, πάνω από τα κεφάλια τους, πάνω από τα κεφάλια των παιδιών τους. Αυτοί ήξεραν ότι υπήρχε λόγος να σκοτώσουν, ότι υπήρχε αιτία. Μπορούσαν να προλάβουν, να σταματήσουν την εκδίκηση; Μόνο αν κάποιος στεκόταν μπροστά από τον ψωμά και δεχόταν το βόλι που τον σκότωσε. Μα άξιζε να σκοτωθεί ένας Τούρκος για ένα Έλληνα, έστω κι αν ήταν αθώος εκείνος ο Έλληνας; Όταν η πράξη εκδίκησης ήταν για ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι; Που οι Έλληνες ανελέητα κι αναίτια σκότωσαν; Στο κάτω-κάτω οι άνθρωποι οφείλουν να παίρνουν εκδίκηση. Μόνον έτσι θα δικαιωνόταν ο αδικοχαμένος. Δεν είναι αυτό που διδάσκει η Παλαιά Διαθήκη, η δική τους και το Κοράνι, το δικό μας;
- Φεύγουν όλοι!
Ήταν η Στασού, που στεκόταν στην άκρη της αυλής μαζί με τη γιαγιά τη Δεσποινού, τη μάνα της. Η αυλή ήταν λασπωμένη από τη βροχή της προηγούμενης μέρας κι ένα ελαφρό αεράκι έκανε τα φρεσκοπλυμένα φύλλα του ψηλού σκίνου, στο πλάι της αυλής, να παιγνιδίζουν και να στέλλουν ελαφρές, φωτεινές ανταύγειες. Μύριζε η φύση. Η βρεγμένη γη, το λασπωμένο χώμα γεννούσαν ελπίδα, μα η μέρα ήταν βαριά, οι καρδιές σφίγγονταν, πλάνταζαν οι ψυχές. Υπήρχαν προμηνύματα στον αέρα, τα σημάδια των καιρών δεν ήταν καλά. Κι ας ήταν ο ουρανός καθαρός κι ασυννέφιαστος.
- Τι τους έφταιξε ο φτωχός ο μάντζιηπας και τον σκότωσαν; μουρμούρισε η Δεσποινού κι ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της. Ήταν καλός άνθρωπος και ήσυχος. Κανένα δεν πείραξε, κανένα δεν κακολόγησε. Ζύμωνε ψωμί, δεν είχε κακία μέσα του! Γιατί να τον σκοτώσουν;
Στεκόταν πίσω τους, ο Χριστάκης, κι άκουε. Δεν ήξερε ούτε αυτός γιατί τον σκότωσαν. Ακόμα.
Την ίδια ώρα που το καραβάνι της εξαθλίωσης έπαιρνε το δρόμο του εγκλωβισμού, κτυπούσε και η καμπάνα της Παναγίας στην Έμπα. Πένθιμα, οι κτύποι πάνω στον μπρούντζο, έστελλαν το θλιβερό πρελούδιο στον αέρα και στους εφτά ουρανούς της πλάσης, πέραν κι από το φανταστικό βάθρο της Θεότητας. Ήταν πολλοί. Μέσα κι έξω από την εκκλησία. Πρόσωπα θλιμμένα, πρόσωπα θυμωμένα. Τους τον σκότωσαν. Σ’ όλων τη σκέψη ήταν το γιατί. Των πολλών, που δεν ήξεραν ακόμα. Οι λίγοι, που ήξεραν δεν ήταν καν εκεί. Γυναίκα, παιδιά, εγγόνια, αδέρφια, ντυμένοι στα μαύρα, σε μαύρη απελπισία, στέκονταν γύρω από ένα φέρετρο κι ένιωθαν την αδικία που έγινε σ’ ένα δίκαιο άνθρωπο. Δεν ήταν καιρός για ήρωες πια. Ήταν ένας φόνος, ο Νεόφυτός τους είχε δολοφονηθεί. Όσα άκουαν ότι γίνονταν στη μακρινή Λευκωσία, ήρθαν και στην Πάφο, τη δική τους Πάφο, στα δικά τους μέρη. Κι ο μικρός Αντρέας. Σκιά μέσα στις σκιές της απόγνωσης. Δεν είχε άλλα δάκρυα να δώσει για τον αγαπημένο πατέρα. Το μυαλό του, αδειανό από σκέψεις, αρνούνταν ν’ ακολουθήσει, να συνειδητοποιήσει την απεραντοσύνη της αναπάντεχης δυστυχίας που τους βρήκε.
Μια δράκα άνθρωποι ήταν, σ’ ένα μικρό χωριό, πενήντα σπίτια, ίσως και πιο λίγα. Πίστευαν ότι οργάνωσαν σωστά την κοινότητά τους, είχαν το σχολείο τους, είχαν το μουχτάρη τους, το μικρό τους κτίσμα των προσευχών, το ταπεινό τους κοιμητήριο. Πίσω τα άφηναν αυτά. Και τα όνειρα των νέων, που φοιτούσαν στο γυμνάσιο για να φέρουν τιμή στους γονιούς και το άσημο χωριό τους. Να πάνε να σπουδάσουν, να επιστρέψουν επιστήμονες, να δουλέψουν στη μικρή πατρίδα κι ας μην τους ήθελαν οι Έλληνες, που το μόνο που αποζητούσαν ήταν να ενώσουν την Κύπρο με την Ελλάδα κι εμπόδιο σ’ αυτή τους την επιδίωξη ήταν οι Τούρκοι. Πάντα ήταν αντίπαλοι, πάντα έβλεπαν στραβά τα πράγματα οι Τούρκοι και οι Έλληνες της Κύπρου. Η πορεία τους περνούσε μέσα από τη Χλώρακα. Κι εκεί, κοντά στο δίστρατο, βογκούσε το αίμα του Τούρκου νέου, του Σονάϋ, του γιου της Χαλιτές, που σκότωσε η ΕΟΚΑ τέσσερα χρόνια πριν. Ενός νέου που αγαπούσε τους Έλληνες, δεκαεξάχρονος, μαθήτευε σε Έλληνα μάστρο, Έλληνες ήταν οι φίλοι του. Και μέσα στην πομπή, τώρα, ήταν και η μάνα του και τ’ αδέρφια του, που ποτέ δεν καταράστηκαν τους Έλληνες κι ας σκότωσαν με χωσιά και μπαμπεσιά τον δικό τους άνθρωπο. Μα τώρα πια τι; Θα συνέχιζαν να κλείνουν τα μάτια στην πικρή πραγματικότητα; Να κλείνουν τ’ αφτιά στις σειρήνες του διχασμού και της συμφοράς;
Ο Μουσταφάς ο Παπλωματάς καθόταν στη θέση του συνοδηγού σ’ ένα από τα φορτηγά. Χαμένος στην πικρή του συμφορά. Πώς ήρθαν έτσι τα πράγματα; Αυτός που ποτέ δεν φοβήθηκε κανένα, που έστησε το ανάστημά του απέναντι στις αυθαιρεσίες των Ελλήνων, τους είδε, σχεδόν μπροστά στα μάτια του να του σκοτώνουν τον γιο, αναίτια, σκληρά, κτηνώδικα. Το μικρό του, το δεκαπεντάχρονο, τον Οζτεμίρ του. Χωρίς τίποτα να μπορεί να κάνει, χωρίς καν να προλάβει ν’ αντιδράσει, να τους ορμήσει κι ας σκότωναν κι αυτόν. Βαριές σκέψεις που διαχέονταν, που χάνονταν ξαφνικά και του άφηναν άδειο το κεφάλι, νεκρή την ψυχή, στην καρδιά πόνο φρικτό.
Και η μάνα. Η Ικπάλ. Μέσα στους άλλους, χαμένη, χωρίς πνοή, δεν είχαν ακόμα στερέψει τα δάκρυα. Είχε πεθάνει ο Οζτεμίρ στο νοσοκομείο, τους το είπαν στο τηλέφωνο από το βράδυ. Το αγόρι της, ο μαθητής που του άρεσε να είναι με τον πατέρα του, να τον βοηθά, να καλλιεργεί τη γη, να επιστρέφει λουσμένος στα χώματα και να γελά όταν του έβαζε τις φωνές. Και τώρα; Σκληρός ο άντρας της, μα τα παιδιά ακολουθούσαν αυτήν. Ήταν καλοί στο σχολείο, θα γίνονταν σπουδαίοι άνθρωποι. Μα όχι ο Οζτεμίρ της. Την τράνταζαν οι λυγμοί, έσερνε τα πόδια της, ήθελε κι αυτή να τον ακολουθήσει. Τι την ήθελε πια τη ζωή, μαύρη, μια κραυγή απόκοσμης αγωνίας;
Και τα άλλα τους παιδιά, βάσταζαν οι δυο μεγάλοι τη δυστυχισμένη μάνα, ακολουθούσαν τα άλλα, σκυφτά τα κεφάλια, πονεμένη η καρδιά, τα μάτια πνιγμένα στα δάκρυα. Δεν έφευγαν μόνο από το χωριό τους. Το αγαπημένο μικρό χωριό. Είχαν κι όλη την τραγωδία στο σπίτι τους. Στην οικογένειά τους. Η προηγούμενη μέρα είχε μαυρίσει την καρδιά τους. Και η νύκτα με τους χίλιους φόβους κατατρόμαζε την ψυχή τους. Πώς μια μέρα που ξημέρωσε τόσο όμορφα, γέμισε φρίκη και φόνο και θάνατο; Είδαν τον μικρό αδερφό να τον φέρνουν αιμόφυρτο κι άπνοο. Ζούσε ακόμα, μα το τραύμα ήταν φοβερό. Είδαν τον πατέρα, έξαλλο, να ορκίζεται μέσα στον πόνο και τον θυμό, να πάρει εκδίκηση, αίμα για αίμα. Ο μικρός του Οζτεμίρ δεν θα πήγαινε μόνος του στον κάτω κόσμο. Τον είδαν να ξεθάβει το όπλο, να βάζει μια γεμιστήρα με εφτά σφαίρες και να βγαίνει στον δρόμο. Κάποιοι τόλμησαν να τρέξουν πίσω του. Να τον αποτρέψουν, να τον φέρουν στα λογικά του. Ποια λογικά; Δεν το ήξεραν μήπως ότι τίποτα δεν μπορεί να σταθεί μπροστά στη μανία για εκδίκηση;
Σε κάποιες στιγμές που ο Μουσταφάς έβρισκε τον εαυτό του, αναρωτιόταν αν καλά έκανε, αν θα ήταν καλύτερα να περιμένει, να σκεφτεί τα πράγματα καλύτερα, να μην πάρει στο λαιμό του τόσους ανθρώπους, αν η πράξη του εξυπηρετούσε τον εθνικό σκοπό, αν η συγκέντρωση των Τούρκων στο Κτήμα θα πρόσφερε πιο σωστή εξυπηρέτηση στον πόλεμο με τους Έλληνες. Και ύστερα γέμιζε το φόντο των σκέψεών του η φοβερή εικόνα του γιου του, που πλήρωσε την εχθρότητα και την αγριότητα των Ελλήνων. Γιατί του τον σκότωσαν; Ένα μικρό παιδί ήταν. Ένας έφηβος που δεν πρόλαβε η κακία και το μίσος να φωλιάσουν στην καρδιά του! Γιατί τον σκότωσαν; Γιατί δεν σκότωσαν αυτόν; Αυτός ήταν ο σκληροπυρηνικός. Ο εχθρός. Γιατί δεν ξέκαμαν αυτόν; Το ήξεραν ότι ανήκε στη ΤΜΤ, άλλωστε δεν το έκρυβε, αυτός τους πολεμούσε. Γιατί σκότωσαν το γιο του; Για να είναι η εκδίκησή τους πιο μεγάλη; Να τον κάμουν να υποφέρει, ζωντανός αυτός, πάνω στο μνήμα του γιου του; Υπάρχει πιο μεγάλος πόνος από του πατέρα που θάβει το παιδί του; Την ελπίδα του; Ένα δυνατό βογγητό ξέφυγε από τα στήθια του. Γύρισε ο οδηγός και τον κοίταξε. Τον ένιωθε. Τον έβαλαν μαζί του γιατί φοβούνταν ότι αν τον αναγνώριζαν οι Έλληνες, ανάμεσα στους άλλους, θα ορμούσαν και θα τον σκότωναν. Μέσα στο αυτοκίνητο θα ήταν πιο δύσκολο να τον δουν.
Άπλωσε το χέρι, ο οδηγός και το ακούμπησε στο χέρι του Μουσταφά. Δεν είχε τι να του πει. Μα η συμπάθεια και η κατανόηση κύλησαν, χέρι με χέρι. Ήταν κι αυτή μια μικρή ανακούφιση. Την χρειαζόταν τη συμπαράσταση. Είχε σκοτώσει για να εκδικηθεί. Κι αυτό βάραινε πιο πολύ, ακόμα κι από το νεκρό του παιδί. Πάντα ήταν σκληρός κι ανυποχώρητος. Ποτέ δεν δυσκολεύτηκε στις αποφάσεις του. Ποτέ δεν δίστασε ν’ ακολουθήσει εντολές ή να κάνει πράξη τις δικές του αποφάσεις. Μα τώρα; Είχε ακούσει τις καμπάνες για την κηδεία εκείνου που σκότωσε. Είχε δει και τον Χαμπή τον Μαύρο να στέκεται στην πόρτα του σπιτιού του, όταν περνούσε. Εκείνος ήταν της ΕΟΚΑ. Εκείνος θα καταλάβαινε πιο καλά από τους άλλους. Τους είχε ρίξει με το αυτόματο, σχεδόν να τον προλάβει πριν κάνει το κακό. Αν είχε πιο δυνατό όπλο, μπορεί και να τον σκότωνε εκείνον πρώτον. Καλύτερα να το είχε κάνει. Η οικογένεια μαύρισε, ας έθαβε δυο ήρωες, δυο θύματα της επιθετικότητας των Ελλήνων. Είναι κι ο Χαμπής ο Μαύρος ένας από εμάς, σκέφτηκε. Εκείνος στο σκοπό του, ακραίος, όπως κι εμείς. Σε τιμώ Χαμπή Μαύρε. Γιατί δεν θα κτυπούσες ποτέ πισώπλατα. Όταν μάθεις, είμαι σίγουρος ότι κι εσύ θα εκδικηθείς για το γιο μου. Τον μικρό μου Οζτεμίρ. Ήθελε να κλάψει, μα το απαγόρευσε στον εαυτό του.
- Θάνατος για θάνατο, ψέλλισε κι έγειρε το κεφάλι μπροστά, γεμάτος απόγνωση.
Ο οδηγός δεν κατάλαβε τι μουρμούρισε.
Τρεις φόνοι από τους Έλληνες για ένα μικρό χωριό είναι πολλοί, συνέχισε τη σκέψη του ο Παπλωματάς. Η ΕΟΚΑ μας σκότωσε δυο όταν έκαναν τον Αγώνα τους. Πρώτος ο Απτουλλάχ. Καλά εκείνος ήταν της αστυνομίας, τους πολεμούσε, τον εκτέλεσαν. Οι άλλοι δυο, όμως; Ποια δικαιολογία έχουν; Τόσο νέοι, σχεδόν παιδιά, δεν πρόλαβαν ούτε τον έρωτα να γνωρίσουν, στην ποδιά της μάνας τους ήταν ακόμα… Μόνο ο θάνατος και η εκδίκηση θα δικαιώσουν το αίμα τους. Η εκδίκηση είναι δική μου.
Κι εκεί τσάκισε. Κύλισαν τα δάκρυά του. Μούσκεψαν τα μάγουλά του. Έσταξαν στο σκούρο του σακάκι. Ασταμάτητα. Μέχρι που έφτασαν στα μνήματα τους Τούρκους.
- Σταμάτα, φώναξε στον οδηγό και πριν ακόμα το φορτηγό ακινητοποιηθεί, άνοιξε την πόρτα, πετάχτηκε κάτω, όρμησε μέσα από την πύλη του κοιμητηρίου, έπεσε μπρούμυτα χάμω, με τα χέρια ανοιχτά, σαν ν’ αγκάλιαζε το χώμα και μέσα στους λυγμούς που τον συντάραζαν φώναξε:
- Εδώ, Οζτεμίρ, θα σε θάψω, πίσω δεν θα πάμε πια, μας έδιωξαν, μας σκότωσαν, αφήσαμε πίσω μας αίμα να εμποδίζει την επιστροφή.
Πολύ λίγοι κατάλαβαν τι γινόταν και γιατί σταμάτησαν. Άλλωστε μόνο λίγο κράτησε εκείνος ο σταθμός. Όταν ο Μουσταφάς επέστρεψε στο αυτοκίνητο ήταν ήρεμος κι αποφασιστικός. Έδωσε το παιδί του για την πατρίδα, αυτή ήταν η ουσία. Βαρύ τίμημα κι αφόρητο. Για τη μάνα, τη γλυκιά Ικπάλ, για τα πέντε αδέρφια και για τον πατέρα. Μια ζωή πια θα τον έκλαιγαν, αυτός θα ήταν ο φόρος τιμής για το παιδί τους. Μα θα συνέχιζαν τον αγώνα τους. Όσο και να ’ταν άνισος και χωρίς προοπτικές. Θα πολεμούσαν για δικαίωση. Και δεν μπορούσε, κάποια στιγμή η Τουρκία θα άκουε την κραυγή τους και θ’ ανταποκρινόταν. Για τον Μουσταφά Παπλωματά, ο αγώνας είχε τώρα και προσωπική χρέωση. Ο γδικιωμός είχε δοθεί. Κι ας ήταν το αίμα ενός αθώου. Κι ο γιος του ήταν αθώος. Μα οι Έλληνες θα καταλάβαιναν ότι δεν θα είχαν ποτέ πια και πουθενά, δεν θα ένιωθαν ασφάλεια.
Έριξε την πρώτη χούφτα χώμα η Μαρία. Και διπλώθηκε στον κοπετό. Άπλωσε το χέρι ο κουνιάδος της και τη στήριξε. Κι εκείνου τα δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα. Δεν θα εγκατέλειπαν τη νύφη τους, τη γυναίκα του Νεόφυτου. Του Νεόφυτου που τον είχαν ήδη κατεβάσει στην αγκαλιά της γης, κάτω από τη σκιά της γιγάντιας τρεμιθιάς. Του έσπρωξε μαλακά το χέρι η Μαρία. Στήθηκε στα πόδια της, οι λυγμοί συντάραζαν το στήθος της, παράσυρε στο θρήνο τα παιδιά της.
- Τι έφταιξες για να πληρώσεις έτσι; φώναξε. Ούτε εσύ, ούτε τα παιδιά σου, ούτε τ’ αδέρφια σου και οι γονιοί σου έφταιξαν σε κανένα. Ποιανού τα κρίματα πλήρωσες, Νεόφυτέ μου;
Έβγαλε τη βέρα της και την έριξε μέσα στο μνήμα, εκεί που το γυαλί του φέρετρου είχε σπάσει. Δική του ήταν, του συζύγου που πήρε τον δρόμο για το μακρινό ταξίδι, για εκεί όπου ποτέ δεν θα ξαναντάμωναν. Κτύπησε στο γυαλί η χρυσή βέρα και κουδούνισε. Για τη Μαρία ήταν το βρόντημα στη βαριά πύλη του άλλου κόσμου.
Όμως, ο αδερφός του Νεόφυτου ήξερε ήδη ποιανών τα κρίματα είχε πληρώσει ο Νεόφυτος Μεταξάς, ο αδερφός του, που τώρα σκέπαζαν με το αφιλόξενο χώμα, για να του διαφθείρει το σώμα, να το καταλύσει να το διασπάσει στα εξ ων συνετέθη, χώμα στο χώμα, μέχρι την ανάσταση των νεκρών, να ενωθούν ξανά όλα τα στοιχεία, να κληθεί και πάλιν η ψυχή, από τον παντοκράτορα Χριστό, σώμα και ψυχή να εισέλθουν στο αιώνιο, το άκτιστο φως της αιώνιας πραγματικότητας.
Είχε πια μαθευτεί ότι Έλληνες σκότωσαν το γιο του Μουσταφά του Παπλωματά. Με το κυνηγετικό. Έλληνες από την Έμπα, το δικό τους χωριό. Βρήκαν το δεκαπεντάχρονο αγόρι και το σκότωσαν χωρίς έλεος. Ότι το άφησαν αιμόφυρτο, ετοιμοθάνατο μέσα στο στομόλιμνο. Δεν πρόλαβε ν’ ανοίξει το νερό, να ποτίσει τις λεμονιές. Έμαθαν και το όνομα των δυο δολοφόνων. Κάποιοι έλεγαν ότι υπήρχε και τρίτος, δεν ήταν σίγουρο. Βγήκαν να κυνηγήσουν, βρήκαν μπροστά τους τον έφηβο και του έριξαν. Κάποιοι είπαν ότι επί σκοπού κίνησαν, γιατί είχαν οδηγίες να προκαλέσουν, να σκορπίσουν τον φόβο, να υποχρεώσουν τους Τούρκους της Λέμπας να φύγουν. Κάποιοι συγγενείς του Νεόφυτου, που βρίσκονταν ακόμα στο νοσοκομείο, ισχυρίστηκαν ότι οι δολοφόνοι μπήκαν ακόμα και εκεί και τον έψαχναν να τον αποτελειώσουν αν ήταν ακόμα ζωντανός.
- Αχ ρε Μουσταφά, ψέλλισε, σου έκαναν μεγάλο άδικο κι εσύ με άδικο το ξόφλησες. Για τούτο ποτέ δεν θα δεις τον έβδομο ουρανό. Κι εσένα το πικρό χώμα θα σκεπάσει. Πικρό βόλι θα σε πάρει…
Ο μικρός Αντρέας το έμαθε από τους συμμαθητές του, λίγες μέρες μετά.
- Αυτοί ήταν που στην πραγματικότητα σκότωσαν τον πατέρα σου, του είπε κάποιος.
Και μαράζωσε ο Αντρέας. Γιατί ο πατέρας του πήγε τόσο άδικα. Γιατί δεν τους άκουε να πηγαίνει στη Χλώρακα από άλλο δρόμο, που δεν περνούσε από τη Λέμπα; Μα εκείνος, καθαρός κι αγνός, εμπιστευόταν τους ανθρώπους. Όλους τους ανθρώπους. Εκεί, στο νιόσκαφτο τάφο του πατέρα του, μόνος μέσα σε τόσο κόσμο, είχε δώσει μια υπόσχεση και θα την κρατούσε. «Πατέρα, στο τάφο σου θα φυτέψω κυκλάμινα. Πολλά κυκλάμινα. Θα τον σκεπάσω με κυκλάμινα και μετά, πάνω τους θα γείρω και θα σε κλάψω. Και μακάρι να έρθει μια μέρα που κάποιοι θα πουν δεν πήγες άδικα και θα μνημονέψουν και θα ευλογήσουν το όνομά σου.»
Μερικές μέρες μετά, μέσα σ’ εκείνο τον Γενάρη, έμαθε κι ο Χριστάκης τα πραγματικά γεγονότα. Και στοίχειωσε μέσα του η κατάρα και μπήκε στο νου του η αμφιβολία για όσα γίνονταν. Μα ήξερε κιόλας ότι δεν μπορούσε να κάνει πίσω. Ήξερε ότι δεν υπήρχε δρόμος για επιστροφή. Θυμόταν τον Μουσταφά, θυμόταν και τη δική του έχθρητα για τους Τούρκους. Ήταν εκείνοι που δεν επέτρεψαν την ένωση με την Ελλάδα. Συνεργάστηκαν, βοήθησαν τους Εγγλέζους και για αμοιβή, όχι μόνο πήραν υπερπρονόμια, μα σήκωναν και κεφάλι και σκότωναν κι εκδικιόνταν, χωρίς να λογαριάζουν τίποτα, χωρίς να φοβούνται τίποτα. Αν, όμως, έψαχνε λιγάκι πιο βαθιά, μέσα του, θα έβρισκε μια διαφορετική, διάφανη μα υπαρκτή πεποίθηση.
Παρασκευή, 3 του Γενάρη 1964. Ήδη οι σκυλεύοντες ήρθαν. Άνοιξαν τις κλειστές πόρτες, πήραν και τις άφησαν ανοικτές. Όσοι έρχονταν μετά τις έβρισκαν ανοικτές διάπλατα. Κάτι έμενε και γι’ αυτούς. Κάποιος έφευγε μ’ ένα κιλίμι στον ώμο, ένα ημιφορτηγό στεκόταν στον δρόμο και τρεις άντρες το φόρτωναν με καρέκλες, τραπέζια κι άλλα έπιπλα. Λίγα πήραν αυτοί που τα είχαν την προηγούμενη μόλις μέρα. Τα πιο πολλά έμειναν. Βορρά για τους πλιατσικολόγους. Οι ήχοι της λαφυραγώγησης ακούονταν σαν παρακοή στο θέλημα ενός Θεού, που ποτέ δεν την απαγόρεψε. Εύκολη λεία, χωρίς ιδιαίτερη αξία, σαν κληρονομιά που κανένας δεν θέλει ν’ απαρνηθεί. Κλεψιά, σχεδόν νόμιμη αφού κανένας νόμος δεν την απαγορεύει. Χωρίς μαλώματα στην αρχή, μα αλίμονο αν κάποιος πάει να μπει εμπόδιο. Και χωρίς ιδεολογικό χρώμα. Όλοι γίνονται, ξαφνικά, κυνηγοί ενός κέρδους που ικανοποιεί αρχέγονα ένστικτα. Ακόμα δεν άρχισαν να ξηλώνουν πόρτες και παράθυρα. Αυτό θα ερχόταν σε δυο-τρεις μέρες.
Στεκόταν στην άκρη της αυλής του μικρού ξωκλησιού και παρακολουθούσε. Δεν ήταν αδιάφορος. Έβλεπε και μέσα του, τα αισθήματα δεν ήταν ξεκάθαρα. Ποιο ήταν το σωστό και ποιο ήταν το λάθος; Σε δυο μήνες θα γινόταν δεκαεφτά. Δυο μέρες πριν, μ’ ένα κυνηγετικό που δεν μπορούσε να ρίξει, έτρεχε κι αυτός να πολεμήσει τους Τούρκους. Νέος, ενθουσιώδης, γεμάτος ορμή κι αγάπη για την πατρίδα. Έτοιμος ακόμα και τη ζωή του να δώσει. Μα τώρα; Οι άνθρωποι έφυγαν. Και ήρθαν οι καιροσκόποι να πάρουν αμοιβή και λύτρα και λάφυρα. Λάφυρα πολέμου; Ποιου πολέμου; Κανένας από εκείνους που έβλεπε να φορτώνουν, ήταν βέβαιος, δεν μπήκε στην αψιμαχία, την παρακολουθούσε από μακριά, ίσως και να προσευχόταν αυτό να ήταν το αποτέλεσμα. Και να τρέξει, πρώτος και καλύτερος αυτός να πάρει το επιμέρισμά του.
Δίπλα στο εκκλησάκι ήταν το σπίτι της Χαλιτές. Της τραγικής χήρας που πολύ νωρίς έχασε τον άντρα της, που μόνη πολεμούσε να επιβιώσει, να ταΐσει μια φωλιά ορφανά. Που τον γιο, τον Σονάϋ της τον σκότωσε, στα δεκάξι του, η ΕΟΚΑ. Που δεν τα έβαλε ποτέ κάτω, μια αγωνίστρια της ζωής, που συνεταίρεψε με τα λιγοστά της χωράφια με τους Έλληνες στον λιγοστό χρόνο της ειρήνης, μετά το ’60. Όση πικρία κι αν ένιωσε από τον χαμό του γιου της, έριξε τη θλίψη της σε μια γωνιά της καρδιάς της με την ελπίδα να έρθουν καλύτερες μέρες, να κατασιγάσουν τα πάθη, να εκλείψει το μίσος, το χαμόγελο να επιστρέψει στους ανθρώπους και η καλοσύνη της καρδιάς. Μα η Χαλιτέ, όπως και πολλοί άλλοι, έπεσαν έξω. Η δυστυχία, το φονικό, ο θάνατος ξανάρθαν. Και δεν ήταν ο Θεός, ούτε το κισμέτ, που τα έφεραν πίσω. Οι άνθρωποι, από μόνοι τους, άπλωσαν το χέρι στο μαχαίρι και το αίμα.
Το σπίτι της Χαλιτές ήταν μια αντισεισμική παράγκα. Από αυτές που η κυβέρνηση έκτισε γι’ αυτούς που τα σπίτια τους έπεσαν στο μεγάλο σεισμό του 1953. Αυτή η δυστυχία, θα έλεγε ο καθένας, ερχόταν από τη φύση. Τίποτα δεν εξαρτιόταν από τους ανθρώπους, ήταν δυνάμεις πέραν από την εξουσία τους. Δυνάμεις ατιθάσευτες, απρόβλεπτες, φοβερές. Πάλιν χάθηκαν άνθρωποι, πάλιν ακούστηκαν κλάματα, πάλιν ξετυλίχτηκε τραγωδία ανθρώπινη. Μα δεν είναι το ίδιο με το να προκαλεί ο ίδιος ο άνθρωπος τη δική του δυστυχία. Είναι τρέλα, είναι μανία; Γιατί οι άνθρωποι, σ’ όλη τους την ιστορία, ορμούν στην αυτοκαταστροφή; Ο Χριστός, στη χώρα των Γαδαρηνών, έστειλε τους χοίρους να πνιγούν στη λίμνη, όταν διάταξε τα δαιμόνια να φύγουν από τον άνθρωπο και να μπουν σ’ αυτούς. Τους πολέμους, όμως, τους κάνει ο άνθρωπος από μόνος του. Δεν διατάζει ο Θεός τα δαιμόνια να κυβερνήσουν τη ζωή του και να καθοδηγήσουν τις αποφάσεις του. Το πιο άσχημο είναι ότι τον πόλεμο ποτέ δεν τον αποφασίζει ο άνθρωπος μόνος του, σαν άτομο. Η απόφαση είναι συλλογική. Εν συνόδω αποφασίζουν και δρουν οι άνθρωποι και φτιάχνουν τον πόλεμο. Και δεν έχει καμιά σημασία ο μεγάλος ή ο μικρός πόλεμος για εκείνον που δέχεται τις συνέπειές του.
Μια παράγκα, δυο δωμάτια όλα κι όλα. Με μια μικρή αυλή. Πάνω στον δρόμο. Πάνω σε δυο δρόμους. Απέναντι στη δημόσια βρύση. Στη βρύση που η ΕΟΚΑ έστησε τολμηρές ενέδρες εναντίον των Άγγλων. Που πέτυχαν. Αν τους είδαν ή όχι από αυτό το σπιτάκι, που ήταν πάντα γεμάτο με παιδιά, τόσο κοντά στη βρύση της ενέδρας, κανένας δεν μπορούσε να πει. Κανένας ποτέ δεν παραπονέθηκε. Και οι ενέδρες βρήκαν πάντα απληροφόρητους τους Εγγλέζους και τους έκαναν πολλή ζημιά. Η Χαλιτέ ήταν πάντα παρούσα, πότε πίσω από τα κατσίκια της, που τα έβγαζε να βοσκήσουν, πότε πάνω στο γαϊδουράκι της, επιστρέφοντας από το περιβόλι στον Τρέμιχα, πότε στήνοντας τη μπουγάδα της στη μικρή αυλή. Μόνο οι πόρτες έκλειναν, την ώρα της ενέδρας και των ανατινάξεων και τα παιδιά μαζεύονταν στην ποδιά της.
Μια παράγκα απέριττη, φροντισμένη, με όμορφη τάξη μέσα κι έξω. Κι ένα δεντράκι στην άκρη της αυλής, που δεν έλεγε να μεγαλώσει. Θα βρήκε πέτρα, η ρίζα του δεν προχωρά, μουρμούριζε κάθε φορά που του έριχνε μια σίκλα νερό, που το κουβαλούσε από τη δημόσια βρύση απέναντι. Ένα χαμηλό τοιχαράκι προσδιόριζε το εξωτερικό όριο της αυλής, από τον γείτονα στον νότο, δυο δρόμους στη δύση και στον βοριά και την περιορισμένη αυλή του Άγιου Στέφανου και τις χαρουπιές του Μουσταφά στα ανατολικά.
Οι τοίχοι, από σκλουβωτό σοβά, είχαν βαφτεί μ’ ένα παράξενο, μαβί χρώμα κι έκαναν το μικρό σπίτι να ξεχωρίζει. Αυτό ήταν το σπίτι της Χαλιτές. Γεμάτο φτώχεια, γεμάτο δυστυχία, γεμάτο και αγάπη κι εγκαρτέρηση κι απόφαση γι’ αγώνα για ό,τι καλύτερο η ζωή και ο Θεός μπορούσαν να δώσουν.
Στεκόταν ο Χριστάκης και το κοίταζε. Εκείνο το απόγευμα, Παρασκευή, 3 του Γενάρη του 1964. Ο ήλιος κατέβαινε στη δύση, πέρα στη θάλασσα του Πάρακα. Ανέβηκε στο χαμηλό τοιχαράκι και στάθηκε εκεί για λίγο. Φυσούσε ένα ελαφρό βοριαδάκι, αυτό που έδιωξε τη βροχή που ήρθε την πρωτοχρονιά, μα δεν κράτησε. Ο παππούς ο Λεωνής έλεγε ότι τίποτα καλό δεν έρχεται από το βοριά κι όταν κατέβει ο παγωμένος άνεμος, φεύγουν τα σύννεφα της βροχής.
Αναπετάρισαν στο αεράκι μια στοίβα εφημερίδες, πετάμενες στη μέση της αυλής, μπροστά από την πόρτα που ήταν ανοικτή. Έμοιαζε να την είχαν ξεχάσει ανοικτή, δεν φαινόταν να είχε παραβιαστεί. Σαν οι ένοικοι να έφυγαν βιαστικά, μα να περίμεναν να επιστρέψουν πολύ γρήγορα.
Κατέβηκε και πλησίασε ο Χριστάκης. Πήρε μια εφημερίδα από χάμω. Μια τουρκική εφημερίδα. Από κάτω ήταν περιοδικά, όλα στα τουρκικά. Δεν ήταν νοτισμένα, σημάδι ότι τα άδειασαν εκεί εκείνην τη μέρα. Κάποιοι είχαν μπει στο σπίτι ήδη, ψάχνοντας. Το πιο πιθανόν ήταν σε κάποιο κιβώτιο, που το άδειασαν για να το χρησιμοποιήσουν. Να το γεμίσουν με λάφυρα. Κλοπιμαία από το φτωχικό της Χαλιτές. Δίπλα από τις εφημερίδες και τα περιοδικά ήταν πεντέξι βιβλία τσέπης. Έσκυψε από πάνω και δοκίμασε να διαβάσει. Διάλεξε ένα από αυτά. Ήταν γραμμένο στα αγγλικά. THE UMBRELLA GARDEN, ήταν ο τίτλος. Διάβασε μερικές γραμμές. Σίγουρα δεν ήταν από τα βιβλία που του άρεσαν.
Προχώρησε μέχρι το άνοιγμα της πόρτας. Ένα τετράγωνο τραπέζι στην άκρη και μια βιτρίνα με γυαλικά που ακουμπούσε στον τοίχο. Όλα όσα μπορούσε να δει. Το παράθυρο που έβλεπε στην αυλή ήταν κλειστό, η διπλόφυλλη πόρτα ήταν μισάνοικτη. Σίγουρα πιο μέσα θα ήταν τα κρεβάτια, φτηνά, σιδερένια κρεβάτια, όπως και τα δικά τους. Μονά ή και διπλά για οικονομία. Ίσως στη γωνιά να υπήρχε μια γκαζιέρα κι ένα παλιό τραπέζι, που το χρησιμοποιούσαν σαν πάγκο για τα κατσαρολικά. Στον τοίχο, κρεμασμένη μια πιατοθήκη. Και μια κουταλοθήκη. Το πρώτο έπιπλο που κατασκεύασε για τη μάνα του, εκείνος ο γιος που της σκότωσαν, όταν ήταν μαθητευόμενος πελεκάνος στον Έλληνα μάστρο.
- Ήρθες κι εσύ για λαφυραγωγία, ρε Χριστάκη;
Γύρισε ξαφνιασμένος. Ήταν ο Δημήτρης του Γιώρκου του Οξεία, δευτεροξάδερφος και γείτονας και, προπαντός, πολύ στενός του φίλος, αν κι αρκετά μεγαλύτερος. Είχε πλησιάσει χωρίς να τον ακούσει, όπως ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του. Σήκωσε το βιβλίο που ακόμα κρατούσε στο χέρι. Πήγε να το πετάξει πίσω στο σωρό, από όπου το είχε πάρει, μα το χέρι του έμεινε μετέωρο.
- Όχι, απάντησε και η φωνή του έτρεμε. Αυτό δεν είναι λάφυρο, είναι ενθύμιο!
Γέλασε με νόημα ο Δημήτρης. Κοίταξε κι αυτός μέσα στο ανοικτό σπίτι και κούνησε το κεφάλι. Σαν να έλεγε τι σημασία έχει ποιος θα τα πάρει; Εσύ, εγώ ή ο άλλος; Γιατί σίγουρα θα τα σηκώσουν, ακόμα κι εκείνα που δεν έχουν καμιά αξία. Κι εμείς, ακόμα κι αν δεν είμαστε λαφυραγωγοί, ακόμα κι αν δεν τους βοηθήσουμε, σίγουρα δεν θα τους εμποδίσουμε. Όλοι είμαστε συνένοχοι. Για όλα.
Ήξερε τις πεποιθήσεις του Δημήτρη, ο Χριστάκης. Δεν μιλούσε, μα είχε πολλούς Τούρκους φίλους. Ήταν κτίστης και τον φώναζαν να τους κτίσει ή να τους κάνει επιδιορθώσεις. Δεν αναμείχτηκε σε καταστάσεις, ούτε κατά τον αγώνα της ΕΟΚΑ, ούτε και τώρα. Όχι γιατί δεν ήταν καλός πατριώτης, αλλά ακριβώς γιατί είχε πολλούς Τούρκους φίλους. Το είχε εκφράσει άλλωστε και κανένας δεν τον παρεξήγησε. Ο Χριστάκης τον εκτιμούσε πάρα πολύ, με τίποτα δεν θα τον αμφισβητούσε. Σε μια συζήτηση που είχαν, σε μια εκδρομή του Ακρίτα, του συλλόγου τους, κι ενώ ταξίδευαν και κάθονταν δίπλα-δίπλα στο λεωφορείο, τον ρώτησε τι θα σκεφτόταν αν οι Τούρκοι σκότωναν ένα δικό του. Μα ο καθένας που οι Τούρκοι σκοτώνουν είναι και δικός μου, απάντησε. Δικός μου, δικός σου, το ίδιο είναι. Μα δεν πιστεύω ότι η απάντηση στον φόνο πρέπει να είναι ένας άλλος φόνος. Δεν θρήσκευε, του άρεσε η ζωή, ήταν αυθόρμητος και παρορμητικός. Ήταν και υλιστής, αλλά του άρεσε και το διάβασμα πάρα πολύ. Ιδιαίτερα του άρεσε η ιστορία και η γεωγραφία. Είχε αρχές. Χριστιανικές αρχές, πίστευε ο Χριστάκης.
Του πήρε το βιβλίο από το χέρι, το κοίταξε, το μετροφύλλησε και του το επέστρεψε. Είναι στα αγγλικά, παρατήρησε και του είπε να το κρατήσει, να το διαβάσει και να το φυλάξει. Όχι ότι ποτέ θα ερχόταν μια μέρα να το επιστρέψει. Οι Τούρκοι δεν θα επέστρεφαν ξανά στη Λέμπα. Ήταν μια αδιάφορη διαπίστωση, που ίσως έκρυβε πολλή αλήθεια. Μια διαπίστωση χωρίς συναισθηματισμό. Άσε, εδώ που φτάσαμε, δεν υπάρχει δρόμος προς τα πίσω. Ποιος άλλωστε θέλει κάτι τέτοιο;
Μαζί έφυγαν από εκείνη την αυλή, προχώρησαν προς το κτίριο του σχολείου. Εκεί είχε φοιτήσει και η Ζωή, η γυναίκα του Χαμπή του Ττοππούσκαφαλη, σε παλιές, καλές εποχές που Έλληνες και Τούρκοι δεν είχαν τίποτα να χωρίσουν, μόνο πολλά να τους ενώνουν και προπαντός τη φτώχεια και την αγάπη να μάθουν γράμματα. Η Ζωή έμαθε και μιλούσε τα τούρκικα, το ίδιο καλά με τα ελληνικά. Το σχολείο ήταν σφαλιστό, οι πόρτες και τα παράθυρα διπλοαμπαρρωμένα. Για πόσο όμως; Και μπροστά ένα παράξενο κτίσμα, τετράγωνο, με κουππέ από πάνω, συμπαγές, χωρίς κανένα άνοιγμα. Ένα λατρευτικό, ίσως κτίσμα για τους Μωαμεθανούς.
Όμως δεν προχώρησαν. Κάποιος τους φώναξε και η προσοχή τους στράφηκε σε μια αυλή, περίκτιστη, ένα απλό σπίτι, μακρινάρι και μερικές αμυγδαλιές, μπροστά. Κι άλλοι βρίσκονταν ήδη εκεί και περιεργάζονταν δυο μεγάλα ξύλινα κιβώτια, που βρίσκονταν ανοικτά, στα χείλη ενός νιόσκαφτου χαντακιού.
- Σίγουρα αυτά ήταν γεμάτα όπλα και τα είχαν θαμμένα στη γη, έλεγε κάποιος. Τα ξέθαψαν για να μας πολεμήσουν. Ένα από αυτά σκότωσε τον Νεόφυτο.
Αυτός ο ισχυρισμός έκανε αίσθηση. Κάποιοι είπαν ότι οι Λεμπάτες δεν ήταν τελικά και τόσο αθώοι. Ότι κι εκείνοι ήταν σαν όλους τους Τούρκους. Ότι κι εκείνοι είχαν μυστικά ετοιμαστεί για να τα βάλουν με τους Έλληνες. Ότι τα ξύλινα κιβώτια, ακόμα κι άδεια, ήταν η καλύτερη απόδειξη για τις προθέσεις τους.
Κι από πίσω ήρθε μια δυνατή φωνή:
- Μην τους αφήσετε τίποτα για να μη ξαναεπιστρέψουν!
Κούνησε λυπημένα το κεφάλι ο Δημήτρης.
- Κι εμείς καλοί είμαστε, μουρμούρισε. Τους πολεμούμε, μας πολεμούν, να δούμε πού θα καταντήσουμε. Κι εμείς κι εκείνοι. Το κακό του κεφαλιού μας είναι που αποζητούμε.
Τον κοίταζε ο Χριστάκης. Δεν άκουσε όλα όσα μουρμούρισε. Κατάλαβε, όμως πόσο ήταν στεναχωρημένος.
- Γιατί δεν τους καταστρέψαμε τα σπίτια όταν ξανάφυγαν το ’58; ρώτησε. Έτσι θα έμεναν εκεί που είχαν πάει.
- Δεν μπορούσαμε να το κάνουμε, γι’ αυτό, του απάντησε ο Δημήτρης με τα μάτια να κοιτάζουν το άπειρο. Οι Εγγλέζοι είχαν εγκαταστήσει μια στρατιωτική μονάδα απέναντι, στην καφκάλα της Κισσόνεργας. Από εκεί επέβλεπαν και το χωριό, να μη μπούμε και να το καταστρέψουμε. Έκαναν και περιπολίες συνέχεια, μέρα και νύκτα, μέσα κι έξω από το χωριό, έρχονταν μέχρι τη Χλώρακα. Κανένας δεν τολμούσε να πλησιάσει. Όχι μόνο θα τον συλλάμβαναν, θα τον έσπαζαν και στο ξύλο. Έτσι σώθηκε η Λέμπα και οι Τούρκοι επέστρεψαν όταν υπογράψαμε τις συμφωνίες της Ζυρίχης. Η αλήθεια ποτέ δεν μας πείραξαν, είχαμε καλές σχέσεις και τώρα…
Ο Δημήτρης ήξερε ήδη για το φόνο του γιου του Μουσταφά. Μα σταμάτησε εκεί, μόλις πριν το αναφέρει. Ο Χριστάκης ήξερε όλα τα άλλα που ανάφερε, μα τα σκεφτόταν και τα έκρινε διαφορετικά. Πολύ νέος και, ίσως, άσοφος, δεν μπορούσε ακόμα να ξεδιαλύνει στη σκέψη του ότι άνθρωπος κι άνθρωπος ήταν το ίδιο πράγμα. Δεν ήταν ακριβώς φανατικός. Ήταν ιδεαλιστής παραπάνω από ότι χρειαζόταν. Τόσο για να τυφλώνεται η λογική του.
- Και τώρα είναι στην Τουρκία να έρθει και να μας πιάσει να τελειώνουμε, συνέχισε ο Δημήτρης, μετά από μια μικρή διακοπή.
Στο μεταξύ περπατούσαν στον κύριο δρόμο του χωριού, που είχε τα χάλια του. Καφκάλα, που είχαν ρίξει λίγο μέλανο, πέτρινες πλάκες από σχιστόλιθο, επίπεδες και χώμα που δημιουργούνταν από την αποσάθρωση, δυσκολοδιάβατος ακόμα και με τα πόδια και τόπους-τόπους να ορίζεται από μισοχαλασμένες ξερολιθιές. Δεν ήταν πολύ μακρύς, ήδη είχαν φτάσει στη μέση του.
- Και γιατί να έρθει η Τουρκία; ρώτησε ο Χριστάκης, μάλλον ξαφνιασμένος από την παρατήρηση του Δημήτρη.
- Θα έρθει, του απάντησε, λίγο πεισματικά του φάνηκε. Οι Τούρκοι της Κύπρου αυτό επιδιώκουν κι εμείς τους βοηθούμε στις επιδιώξεις τους. Κοίτα αυτό το αυτοκίνητο που έρχεται από απέναντι. Ένα φορτηγό, φορτωμένο με έπιπλα. Τα πήραν! Για να τα κάμουν τι; Να τα πουλήσουν για μια λίρα το κομμάτι; Και θα πλουτίσουν έτσι;
Πραγματικά, από απέναντι, τραμπαλίζοντας στο κακοτράχαλο δρόμο, ερχόταν ένα φορτηγό, παλιό στρατιωτικό όχημα από αυτά που οι Εγγλέζοι έβγαλαν σε δημοπρασία και πολλοί τα αγόρασαν φτηνά και τα χρησιμοποιούσαν στις δουλειές τους. Ο οδηγός τους ήταν γνωστός, όχι όμως και οι τρεις νεαροί που ήταν σκαρφαλωμένοι στην καρότσα και σίγουρα τον είχαν βοηθήσει στη λαφυραγωγία για μια λίρα αμοιβή. Κούνησε το κεφάλι με θυμό, ο Δημήτρης, ενώ περνούσαν από δίπλα τους και ο οδηγός είχε το θράσος να τους παίξει και την μπουρού σαν θριαμβικό κρώξιμο κορακιού.
- Τον τεγιούση, ψιθύρισε ο Δημήτρης. Τον είδες; Μας έπαιξε και την μπουρού μήπως και δεν τον δούμε ποιος είναι. Θα έρθει η Τουρκία, ρε Χριστάκη. Θα επέμβει κι αυτοί οι πατριώτες θα κρυφτούν και θα τα φορτώνουν αλλού. Θα επέμβει και κανένας δεν θα τρέξει να μας βοηθήσει.
- Και η Ελλάδα; η ερώτηση του Χριστάκη ήταν πιο πολύ προς τον εαυτό του.
Σταμάτησε ο Δημήτρης. Γύρισε και τον κοίταξε και στα μάτια του ήταν μια αστραπή. Εκεί γραφόταν θυμός, έκπληξη, απογοήτευση, πικρία, όλα όσα μπορεί κάποιος να νιώσει, διαβάζοντας το πρόσωπο ενός ανθρώπου που βλέπει το κοπάδι να τρέχει στον γκρεμό και δεν έχει τρόπο να το σταματήσει, που κανένας δεν ανταποκρίνεται στις αγωνιώδεις κραυγές του για βοήθεια. Ούτε Θεός, ούτε άνθρωπος.
- Ούτε η Ελλάδα, ούτε κανένας θα σταθεί δίπλα μας, στην κρίσιμη ώρα. Άλλοι θα έχουν νύμφη να φροντίσουν, άλλοι θα πάνε να δοκιμάσουν τα καματερά στο ζευγάρι κι άλλοι θα έχουν να επισκεφτούν το χωράφι που μόλις αγόρασαν. Πώς το είπε ότι απάντησαν όλοι στην πρόσκληση του άρχοντα στην παραβολή του Χριστού; «Έχε με παρατημένο!» έτσι δεν του απάντησαν. Βέβαια θα έχουμε τους άλλους. Τον Νάσσερ και τον Τίτο. Ε, αυτοί δεν θα τολμήσουν να μας βάλουν, έστω λίγο λάδι στις πληγές μας, μόνο από μακριά θα προσποιούνται ότι μας συμπαθούν.
- Μας υποστηρίζουν και στα Ηνωμένα Έθνη, αντιπαράβαλε ο Χριστάκης κι ευχόταν να σταματήσει ο Δημήτρης την κακή του προφητεία.
Μα ο Δημήτρης βρήκε μια καλή ευκαιρία να εξωτερικεύσει τους εσωτερικούς του φόβους και να τους αναμείξει με τη θλίψη του για όσα συνέβηκαν και συνέχιζαν στο μικρό τουρκοχώρι. Συνέχισε, μάλλον έντονα:
- Πιστεύεις ότι αν είχαν να πληρώσουν έστω και μια δεκάρα, όλοι αυτοί, ακόμα και η Ρωσία, θα μας υποστήριζαν; Στα Ηνωμένα Έθνη, τζάμπα κι ανέξοδα μας δίνουν τη ψήφο τους. Άσε και θα τους δεις. Πιστεύεις ότι κανένας από αυτούς θα μας ψήφιζε για να κάνουμε την ένωση; Μικρέ μου ξάδερφε, πολύ συναισθηματικά κρίνεις. Μα είσαι μικρός και δικαιούσαι. Οι αρχηγοί μας είναι που τα κάνουν θάλασσα. Κι αυτοί δεν είναι δικαιολογημένοι. Τώρα οι θερμοκέφαλοι κάνουν ό,τι θέλουν. Κι εδώ κι εκεί, από την άλλη μεριά. Κι όταν έρθει η ώρα της αλήθειας, αυτοί θα φορτώνουν ο ένας στον άλλο όλα τα φταιξίματα.
Είχαν φτάσει στο τέρμα του δρόμου. Πέρα, η θάλασσα άσπριζε, πρέπει να είχε σηκώσει κύμα. Στα δεξιά τους ήταν οι χαμηλοί κρημνοί της Κισσόνεργας. Πολύ κοντά τους και στην άκρη τους, εκεί που κατέβαιναν προς τη θάλασσα, απλώνονταν οι μπανανοφυτείες, η καλλιέργεια της μόδας, μαζί με τη σουλτανίνα και τον καρδινάλιο, τη νέα ποικιλία πρώιμου σταφυλιού.
Ο Χριστάκης επέστρεψε στο σπίτι έντονα προβληματισμένος κι ανήσυχος από τη συζήτηση που έκανε με τον Δημήτρη. Το απόγευμα έφευγε όταν τέλειωσε τις δουλειές του, τα μαθήματα τα είχε εγκαταλείψει, προς τι άλλωστε να διαβάζει; Τα γεγονότα εξελίσσονταν τόσο άσχημα που η μόρφωση δεν είχε πια καμιά σημασία. Έτσι ένιωθε. Πάλι καλά που του έμενε λίγη όρεξη να βοηθά στις δουλειές του σπιτιού και του μικρού τους περιβολιού. Τα ζώα τα είχαν αναλάβει οι μικρότεροι, ο Κωστάκης και ο Κυριάκος και δεν επενέβαινε αν δεν του το ζητούσαν. Κότες, κατσίκες, γουρούνες, γαϊδούρια, μόλις που τα προλάβαιναν τα δυο μικρά αγόρια, μα ποτέ δεν παραπονούνταν. Και τα δυο κορίτσια, η Στέλλα και η Έλλη βοηθούσαν στις εσωτερικές δουλειές και φρόντιζαν και την πιο μικρή, τη Δέσποινα. Η Στασού είχε αρκετή βοήθεια και καμάρωνε τα παιδιά της και τα επαινούσε σε κάθε ευκαιρία. Ένιωθε κι εκείνη αρκετά υγιής και δυνατή, κρατούσε καλά το σπίτι και την οικογένεια. Εκείνο που πιο πολύ την ταλαιπωρούσε ήταν η μπουγάδα, που ήταν σχεδόν καθημερινή και, όπως πάντα, το μαγείρεμα. Ασφαλώς το πρόβλημα δεν ήταν να βάλει στη φωτιά την κατσαρόλα, αλλά να σχεδιάσει τι κάθε μέρα θα μαγείρευε και, προπαντός, να το εξασφαλίσει. Ο Χαμπής πολύ λίγο τη βοηθούσε, οικονομικά την είχε εγκαταλείψει. Τα Χριστούγεννα έμεινε, λίγο-πολύ, μαζί τους, τον χάρηκαν, έκανε κι ένα καλό ψώνισμα την παραμονή, μα από την πρωτοχρονιά πάλι πήγε πίσω στα παλιά. Παρ’ όλες τις δυσκολίες και τα προβλήματα και τις καθημερινές πια καταστάσεις που δημιουργούνταν με τους Τούρκους, το πράσινο τραπέζι οργίαζε. Στα καφενεία του χωριού και στις λέσχες στο Κτήμα. Κι ο Χαμπής πρώτος και καλύτερος. Και, ασφαλώς, πάντοτε χαμένος κι όλο και φτωχότερος. Και η οικογένεια; Άσε που πάνω από ένα μήνα δεν είχε δουλειά, ούτε κανένα έσοδο. Λυπόταν, αναστέναζε η Στασού μα δεν μπορούσε να κάνει και τίποτα άλλο.
Κι ο Χριστάκης δεν έδινε πια καμιά αναφορά, δεν ζητούσε άδεια, δεν το έλεγε καν πότε θα έφευγε, πού πήγαινε, πού βρισκόταν, τι έκανε. Πήγαινε στο καφενείο, στον σύλλογο, στο σινεμά, στη στρατιωτική εκπαίδευση, στις περιπολίες, στο φυλάκιο χωρίς να της το πει. Καλά, μεγάλο αγόρι ήταν, έφηβος, γινόταν άντρας, χρειαζόταν στοιχειωδώς λίγη ελευθερία. Λίγο χαλαρό το σχοινί. Μα μάνα ήταν, ανησυχούσε κι ας δεν έλεγε τίποτα, ας προσπαθούσε να το κρύβει. Πιο πολύ, από τον εαυτό της.
Μπήκε στο μαγαζάκι του Φίλιππου και ζήτησε μια εφημερίδα. Ήθελε να δει αν έγραφαν κάτι για το επεισόδιο της Λέμπας. Έτσι ώρα δεν έμεινε καμιά εφημερίδα.
- Μου έμεινε μόνο μια, που την κράτησα για τον Χαμπή τον Πενταρά, του είπε. Συνήθως έρχεται πιο νωρίς, σήμερα άργησε.
Τον έπεισε να του τη δώσει. Ήταν η «Ελευθερία». Την πλήρωσε και πήγε απέναντι στον «Ακρίτα», τον σύλλογο. Ήταν αρκετοί θαμώνες εκεί, όλοι συζητούσαν για τη Λέμπα. Κανένας δεν ήταν ευχαριστημένος όπως εξελίχτηκαν τα πράγματα. Παράγγειλε τσάι. Φορούσε μόνο το λεπτό τρικό της μαθητικής του στολής κι ένιωθε το κρύο να τον διαπερνά. Δεν υπήρχε θέρμανση, η πόρτα ήταν ανοικτή κι έμπαζε το αγιάζι. Πήγε σε μια γωνιά, κάθισε μόνος κι άνοιξε την εφημερίδα.
Από την πρωτοχρονιά είχε ν’ ακούσει ραδιόφωνο ή να διαβάσει εφημερίδα, δεν είχε μάθει τίποτα. Το νέο ήταν συγκλονιστικό. Μεγάλος τίτλος και πολλές φωτογραφίες. Πρώτη σελίδα και μια εσωτερική.
Ο τίτλος έλεγε: ΝΕΟ ΤΕΡΑΤΩΔΕΣ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ ΣΤΑΣΙΑΣΤΩΝ. Και συνέχιζε: «Δίκην σπείρας ληστών, Τούρκοι επιτέθηκαν στη μονή Παναγίας της Γαλακτοτροφούσας και κατέσφαξαν τους μοναχούς. Δυο μοναχοί νεκροί. Τέσσερις άλλοι μοναχοί και δυο πολίτες σοβαρά τραυματίες. Όργιον αίματος σε βάρος ήσυχων κι ανυπεράσπιστων μοναχών. Ουδείς διεσώθη της εγκληματικής μανίας των Τούρκων». Οι φωτογραφίες που συνόδευαν την είδηση ήταν συγκλονιστικές. Οι δυο νεκροί μαχαιρωμένοι και καταματωμένοι, οι τραυματίες με μαχαιριές και σκάγια κυνηγετικού σ’ όλο τους το σώμα και φόντο μια εσωτερική αυλή που, στην ησυχία της έμοιαζε μακάβριο σκηνικό νεκροταφείου.
- Είδες τι μας κάνουν;
Σήκωσε το κεφάλι. Από πάνω του στεκόταν ο Ερωτόκριτος. Είχε μερικές μέρες να τον δει. Έμαθε ότι πήρε μέρος στην αψιμαχία της Λέμπας μαζί με την ομάδα του Κόκου του Λιασίδη. Τους συγκράτησαν όμως οι Εγγλέζοι ειρηνευτές, που μπήκαν μπροστά τους και δεν τους άφησαν να επιτεθούν, απείλησαν μάλιστα να τους ρίξουν. Ο Κόκος ήταν σκληρός κι άφοβος κι εκείνο που τον συγκράτησε, στην πραγματικότητα, δεν ήταν οι Εγγλέζοι αλλά γιατί ο Χαμπής ο Μαύρος του ψιθύρισε ότι την αρχή την έκαναν οι δικοί τους, που σκότωσαν αναίτια ένα Τουρκόπουλο.
Ο Ερωτόκριτος τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε κοντά του. Κρατούσε κι εκείνος ένα ποτήρι τσάι κι ανακάτευε τη ζάχαρη μ’ ένα κουταλάκι.
- Τι τους έφταιξαν οι φτωχοί οι καλόγεροι; Παλιοημερολογίτες ήταν και τους κατάσφαξαν; Κι εμείς πώς αντιδρούμε; Καρτερούμε να μας πουν οι Εγγλέζοι τι να κάνουμε!
Κούνησε το κεφάλι κι έμεινε κι αυτός να κοιτάζει το φύλλο της εφημερίδας, που ο Χριστάκης κρατούσε ανοικτή, απλωμένη στα γόνατά του. Κοντά τους ήρθαν και ο Γιαννάκης του Αρέστη και ο Χαμποτός. Πιο μικρός, ο Χαμπής, μα ανακατευόταν έντονα κι απαιτούσε να του δίνουν σημασία και να συμμετέχει κι αυτός, τόσο στην εκπαίδευση, όσο και στην επάνδρωση των πόστων και των περιπόλων.
- Είναι σκύλοι και δειλοί, είπε με έμφαση.
Τον κοίταξαν οι άλλοι, προσπαθώντας να καταλάβουν τι εννοούσε. Οπωσδήποτε οι Τούρκοι δεν ήταν δειλοί. Να μπαίνουν σε μια περιοχή, χωρίς στοιχειώδη κάλυψη και να κάνουν τέτοιο κακό, έστω κι αν τα θύματα ήταν ανυπεράσπιστοι μοναχοί, δεν είναι δειλία. Είναι θράσος κι έχει σκοπό. Να σπείρει τον τρόμο, την ανασφάλεια και να φέρει τη φυγή. Έκανε την παρατήρηση ο Ερωτόκριτος κι έμεινε να κοιτάζει τον Χαμπή σκεφτικός.
- Δεν έχεις άδικο, παραδέχτηκε ο Χαμπής. Μα κι εμείς πώς αντιδρούμε; Αντί να τους κρατούμε όμηρους, τους αφήνουμε να φεύγουν και να μαζεύονται στους θυλάκους τους, που γίνονται όλο και πιο ισχυροί.
Γύρω τους μαζεύτηκαν κι άλλοι και παρακολουθούσαν τη συζήτηση.
- Να δεις που θα μας κάνουν τη διχοτόμηση και ούτε είδηση δεν θα το πάρουμε, επέμβηκε ο Δημήτρης ο Ζινιέρης και πάτησε να σβήσει το τσιγάρο που είχε πετάξει στο πάτωμα. Πολλά έχουμε ακόμα να υποφέρουμε. Αυτό που έγινε στη Λέμπα δεν πρέπει να το συγχωρέσουμε. Το αίμα του Νεόφυτου απαιτεί εκδίκηση.
- Κι όμως τους αφήσαμε να φύγουν ανενόχλητοι και μάλιστα να πάρουν μαζί και τα όπλα τους, παρατήρησε ο Χαμπής και τα μάτια του έλαμπαν.
Τράβηξε μια ρουφηξιά από το τσάι που κρατούσε ο Γιαννάκης.
- Στη Λέμπα εμείς φταίγαμε, είπε κι ακούμπησε το χέρι στον ώμο του Χαμπή, θέλοντας να τονίσει αυτά που έλεγε. Εμείς το αρχίσαμε. Όχι ακριβώς εμείς, οι Εμπάτες το έκαναν και την πλήρωσε ο Νεόφυτος.
Ο Χριστάκης δεν έδωσε σημασία σ’ αυτό που είπε ο Γιαννάκης, έτσι δεν έμαθε ούτε μέσα από εκείνη τη συζήτηση τι είχε συμβεί πριν οι Τούρκοι εκτελέσουν, με τον πιο άνανδρο τρόπο, όπως πίστευε, τον Νεόφυτο τον μάντζιηπα. Η συγκέντρωση διαλύθηκε, έμεινε μαζί με τον Ερωτόκριτο και είχαν πολλά να πουν.
- Οι Τούρκοι έχουν οχυρώσει την περιοχή του Μαυραλή, έλεγε ο Ερωτόκριτος. Μας έκοψαν ουσιαστικά τον δρόμο προς το Κτήμα. Δυο μέρες τώρα, ο Παπάκωστας με ομάδες από την Έμπα, τη Χλώρακα και την Κισσόνεργα, φτιάχνουν τον παλιό χωματόδρομο από τα Πετρίδια. Θα πηγαίνουμε από γύρω, θα κάνουμε διπλή απόσταση. Στο Μέλανο, πάνω από τον Καλιά, στήσαμε φυλάκιο, εκεί εργαζόμασταν σήμερα όλη μέρα.
Έδειξε τα παπούτσια του και το παντελόνι του που ήταν λασπωμένα.
- Σίγουρα από εκεί μπορούν να μπουν οι Τούρκοι και να μας κάνουν τα ίδια, συνέχισε. Μα μόλις στήσαμε το δικό μας φυλάκιο, τσούφ, να και οι Εγγλέζοι ειρηνευτές, να στήνουν κι αυτοί και να επανδρώνουν ένα δικό τους φυλάκιο, ακριβώς δίπλα μας. Θυμώσαμε, τους ζητήσαμε να φύγουν, μα τίποτα δεν καταφέραμε. Να δεις που θα τους κάνουν και πλάτες αν χρειαστεί.
4 Ιανουαρίου 1964. Μια μέρα όχι σαν τις άλλες. Όλα είχαν πια αλλάξει. Πάνω από τα χαμηλά σπίτια των Τούρκων στο Κτήμα περίσσευε ο φόβος και η αχλύς από το μίσος των Ελλήνων. Ήξεραν ότι ήταν αδύνατο να επιζήσουν από την πολεμική αντιπαράθεση. Ήταν λίγοι, εγκλωβισμένοι, νηστικοί, χωρίς κανένα μέσον επιβίωσης στις πιο σκληρές συνθήκες που μπορούσε να βάλει ο νους του ανθρώπου. Οι αρχηγοί ήταν σε απόγνωση. Δεν ήταν μόνο οι Έλληνες που τους περικύκλωναν. Ήταν και οι δικοί τους που απαιτούσαν οδόντα αντί οδόντος. Μας σκοτώνουν ένα, σκοτώνουμε κι εμείς ένα, έρχονται και καθαρίζουν δέκα. Και μετά; Αν είναι να σκοτωνόμαστε κανένας Θεός δεν θα μας εμποδίσει. Και πού θα πάμε; Έφτιαξαν φυλάκια στα σπίτια του περίγυρου, στου Μαυραλή, στη Βίκλα, στο ζωοπουλιό, στη Φελάχογλου, στο παλιό χάνι, μέχρι το σινεμά το Γεσιήλοβα και τα γραφεία της εταιρείας λεωφορείων, τη ΛΟΖΑΝ. Επάνδρωναν σκοπιές μέχρι του Τογρούτ και πιο πέρα, απέναντι από τα φυλάκια των Ελλήνων, στου Γιανιού. Έβγαλαν τους Έλληνες από τη λαχαναγορά, προχώρησαν πέραν από το ξυλεμπορικό του Ματθαίου Χαραλαμπίδη, κάλυψαν την περιοχή πριν από τη ΣΥΤΑ. Μα πόσο θα άντεχαν; Οι πληροφορίες που έρχονταν ήταν φοβερές. Οι Έλληνες ετοίμαζαν γενική επίθεση. Κάποιοι έλεγαν ότι μετέτρεπαν τους εκσκαφείς σε θωρακισμένα, που σε μια επίθεση θα ήταν αδύνατο για τους Τούρκους, χωρίς αντιαρματικά, να τα αντιμετωπίσουν. Το προηγούμενο βράδυ, τους έκοψαν ξανά το ρεύμα κι ακούστηκαν οι βρυχηθμοί των φοβερών μηχανών να κάνουν τον αέρα να πάλλει από απειλές υποχθόνιες, αδύνατον ν’ αντιμετωπιστούν. Ήταν, ίσως προειδοποίηση. Ήταν όμως και ψυχαναγκασμός και βιασμός της ψυχής, καθυπόταξη την αντρειοσύνης, παράλυση της θέλησης για επιβίωση. Οι πολιορκημένοι, αγωνιστές από δεκαπέντε χρονών και πάνω, πιο πολύ οι γυναίκες και τα παιδιά ένιωθαν τα παγωμένα ακροδάχτυλα του θανάτου να τους σφίγγουν την καρδιά.
Ο Ρασιήτ καθόταν στο χαμηλό κατώφλιο της θείας του, σκοτεινός, φοβισμένος, νηστικός. Ένα εννιάχρονο αγόρι που έζησε όλην τη φρίκη της μέρας της πρωτοχρονιάς. Στη Λέμπα. Είχαν μαζευτεί τα αγόρια στον δρόμο του ποταμού κι έπαιζαν. Φωνές χαρούμενες και τσιριμόνιες. Ήταν μέρα χαράς, μύριζαν τα φαγητά και τα γλυκά, που όλες οι νοικοκυρές έφτιαχναν για τη γιορτάρα μέρα. Ήταν οι φούρνοι έτοιμοι ν’ ανοίξουν, ψητή γαλοπούλα κι αρνί άφηναν ήδη ευωδιές να γεμίζει ο αέρας.
Ο εννιάχρονος Ρασιήτ έπαιζε λιγγρί, το αγαπημένο κυπριακό παιγνίδι, με τους συνομηλίκους του Οσκάν και τον Μεχμέτ. Πιο επιτήδειος ο Οσκάν τους είχε πάρει όλα τα παιγνίδια. Βρισκόταν τώρα στο τρίτο στάδιο του τρίτου παιγνιδιού. Το στάδιο της κωλούς. Ο Οσκάν τοποθέτησε με βεβαιότητα το λιγγρί στις δυο πέτρες, έφερε τη λίγγρα κάτω από τον ποπό του και ήταν έτοιμος να κτυπήσει. Δεν πρόλαβε. Ακούστηκαν δυο πυροβολισμοί πολύ κοντά. Ήταν μέρα κυνηγιού της τσίχλας, από το πρωί ακούονταν πυροβολισμοί, μα τώρα, ξαφνικά ένιωσαν τα παιδιά ότι κάτι ήταν διαφορετικό, ότι οι δυο πυροβολισμοί έφεραν φοβέρα στον αέρα. Σταμάτησαν το παιγνίδι κι έγιναν θεατές σε ότι εξελίχτηκε μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Μέσα σ’ ένα λεπτό. Παιδικά μάτια, μέσα στην αθωότητά τους έγιναν μάρτυρες όλων των κακών που η ανθρώπινη μανία, απανθρωπιά κι ανοησία μπορεί να δημιουργήσει.
Τα έφερνε όλα στο νου του ο μικρός Ρασιήτ, καθισμένος δίπλα στο μισολιωμένο τενεκέ, όπου η θεία του είχε φυτέψει ένα δεντρολίβανο, που μεγάλωσε και θέριεψε στο γλυκό παφίτικο κλίμα. Και με τη φροντίδα της καλοσυνάτης θείας. Η ζωή τους είχε πια σημαδευτεί ανεξίτηλα. Όλα άλλαξαν. Η ψυχή τους γέμισε τρόμο κι αγωνία. Κι ένας άνθρωπος χαροπάλαιε στο νοσοκομείο. Κι ένας άλλος είχε χάσει τη ζωή του και τον είχαν θάψει ήδη. Ο Οζτεμίρ, ο πιο μεγάλος αδερφός του Οσκάν, πυροβολήθηκε εν ψυχρώ με κυνηγετικό όπλο. Τον μετάφεραν, σοβαρά τραυματισμένο στο νοσοκομείο. Το βράδυ της ίδιας μέρας είπαν ότι πέθανε. Μα δεν ήταν αλήθεια. Όμως το τραύμα ήταν πολύ σοβαρό. Άκουσε τις γυναίκες να λένε ότι δεν θα τα κατάφερνε. Άκουσε κι άλλα να ψιθυρίζονται. Ότι Έλληνες γυρνούσαν στην αυλή του νοσοκομείου, οπλισμένοι και ζητούσαν ευκαιρία να τον αποτελειώσουν. Άκουσε ακόμα να λένε ότι ένας νοσοκόμος από τη Χλώρακα, δοκίμασε να τον σκοτώσει με τη μετάγγιση νερωμένου αίματος. Γιατί αυτοί από τη Χλώρακα μισούσαν τόσο τους Τούρκους; Τι τους έκαναν; Αναρωτιόταν μα δεν μπορούσε να βρει εξήγηση. Στην τρυφερή του ηλικία πίστευε ότι άκουε. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει την υπερβολή από την πραγματικότητα. Ο διάβολος της αντιπαράθεσης και της αντιπαλότητας δεν άφηνε τη σκέψη και το νου να λειτουργούν σωστά. Και ο φόβος συμπλήρωνε και κρήμνιζε τη λογική.
Ακούστηκαν οι δυο εκπυρσοκροτήσεις, άνθρωποι βγήκαν από τα σπίτια τους κι έτρεξαν, φοβισμένοι κι ανήσυχοι. Μια ομάδα συγκεντρώθηκε στον δρόμο, μπροστά από τη δημόσια βρύση. Κάποιοι έτρεχαν ήδη στο μικρό χωραφάκι με τα λεμονόδεντρα του Μουσταφά, από όπου έρχονταν κραυγές πόνου κι αγωνίας. Επέστρεψαν γρήγορα, ένας κρατούσε αγκαλιά ένα νεαρό, που είχε χάσει τις αισθήσεις του, δεν κουνιόταν. Όλοι νόμισαν ότι ήταν νεκρός, όπως από παντού αναπηδούσε άλικο, κόκκινο το αίμα του.
- Είναι ο Οζτεμίρ του Μουσταφά, φώναξε εκείνος που τον κρατούσε στην αγκαλιά του. Τον έπαιξαν μέσα στο αυλάκι με το νερό.
Κι ενώ μιλούσε άρχισε να τρέχει μέχρι που έφτασε και μπήκε στο σπίτι του Μουσταφά. Ο Ρασιήτ και τα άλλα παιδιά, είδαν κάποιο να φεύγει προς τη Χλώρακα. Κοντός, γεμάτος, με αιγυπτιακό σκούφο στο κεφάλι, κρατούσε ένα κυνηγετικό, δεν κοίταζε πίσω, σίγουρα απομακρυνόταν από το έγκλημα που είχε διαπράξει. Δεν πρόφταινε, σίγουρα ν’ απομακρυνθεί. Κανονικά έπρεπε να τρέχει με όση γρηγοράδα του επέτρεπαν τα πόδια του. Λεπτομέρειες. Στη σκέψη των παιδιών κι εκείνων που είχαν ήδη τρέξει εκεί που τέλειωνε το μονοπάτι, πάνω από τον ποταμό, το μονοπάτι που κατέβαινε από την Έμπα, εκείνος ήταν ο ένοχος.
Ακούστηκε το κλείστρο που όπλιζε. Και μαζί φωνές, που ο Ρασιήτ δεν ήταν σίγουρος αν αποδοκίμαζαν ή επικροτούσαν. Παγωμένος, έστρεψε το κεφάλι και είδε τον Αλή, με το όπλο στον ώμο, να πατά τη σκανδάλη για να ρίξει εναντίον του κυνηγού που απομακρυνόταν. Ήταν καλά μέσα στο στόχαστρο και στην εμβέλεια του τυφεκίου. Ένα αρχαίο, εγγλέζικο τυφέκιο, απομεινάρι του παγκοσμίου πολέμου. Είναι σκηνές, που ο μικρός Ρασιήτ μα κι ο Μεχμέτ, που ήταν ακόμα μαζί του, ο Οσκάν είχε τρέξει στο σπίτι του, όπου είχαν μεταφέρει τον πληγωμένο του αδερφό, και τα άλλα παιδιά που παρακολουθούσαν, θα μείνουν για πάντα σε μια πικρή κι άνοστη θύμηση. Σκηνές όπου ο άνθρωπος βάζει την εκδίκηση πιο πάνω από τη λογική του και μετατρέπεται σε μέδουσα υποχθόνια, γεμάτη κακία και ύβρη.
Ακούστηκε το υπόκωφο, μεταλλικό κτύπημα του κλείστρου. Το όπλο δεν εκπυρσοκρότησε. Η σφαίρα από το πολύκαιρο θάψιμο στο χώμα, υγράνθηκε, έπαθε αφλογιστία. Στην προσπάθεια του Αλή να την αποτραβήξει, για να ξαναοπλίσει, πιάστηκε και το όπλο έπαθε εμπλοκή. Ελάχιστος χρόνος, μα όταν κατάφερε να ρίξει ήταν πια αργά. Ο στόχος είχε απομακρυνθεί αρκετά, κάποια αραιά δέντρα τον έκρυβαν, του πρόσφεραν ασφάλεια. Δυο σφαίρες έφυγαν από την κάννη του όπλου, μα ήταν πιο πολύ για εκφοβισμό, παρά για να έχουν οποιονδήποτε άλλο αποτέλεσμα.
Θόρυβος, φωνές, σύγχιση, κάποιος έτρεχε στο κοινοτικό τηλέφωνο να τηλεφωνήσει για ασθενοφόρο, μια γυναικεία κραυγή φώναξε «είναι ζωντανός», αναφερόταν στο Οζτεμίρ. Ο Ρασιήτ στεκόταν ακόμα εκεί, ακουμπούσε λιγάκι στο χαμηλό σημηντήρι που χώριζε τον δρόμο από τον ποταμό, παγωμένος, φοβόταν, ήξερε ότι έπρεπε να τρέξει στο σπίτι. Ακούστηκε από μακριά η μηχανή του αυτοκίνητου που πλησίαζε. Το είδε να ρίχνει ταχύτητα. Ένα ταξί με τη χαρακτηριστική κίτρινη λωρίδα. Δίπλα στον Αλή είδε να στέκεται και ο Μουσταφάς. Δεν ήταν βέβαιος αν ήταν κι αυτός οπλισμένος. Όλα ξετυλίχτηκαν και πάλι πολύ γρήγορα. Άκουσε τους πυροβολισμούς και είδε το ταξί να φεύγει με την όπισθεν, σφύριξαν τα λάστιχα στην άσφαλτο, ακούστηκαν φωνές σαν αλαλαγμοί. Δεν είδε ο ίδιος, μα άκουσε κάποιο να φωνάζει ότι ο οδηγός του ταξί έριξε δυο φορές, δεν ήταν σίγουρο αν ήταν με κυνηγετικό ή με πιστόλι. Ούτε ήταν κανένας βέβαιος αν κάποια σφαίρα τον πέτυχε. Και ύστερα…
Ο πόνος αφόρητος, αργούσε το ασθενοφόρο, οι γυναίκες έκλαιγαν, ο Μουσταφάς αμίλητος, ο μουχτάρης κι ο Σεμσετίν προσπαθούσαν, μάταια, να καθησυχάσουν. Ποιος τους άκουγε; Κάποιοι πήγαν να ξεθάψουν τα όπλα από το χωράφι με τα λεμονόδεντρα του Μουσταφά, ένας ήρθε κι έφερε δυο χειροβομβίδες. Τα έβλεπε όλα αυτά ο Ρασιήτ ή αν του τα είπαν αργότερα κι έμειναν στη μνήμη του, δεν θα ήταν ποτέ σίγουρος να το πει.
Και μέσα στη σύγχυση και το σαματά, φάνηκε να κατεβαίνει με ταχύτητα, πάνω στο ποδήλατό του, από το μονοπάτι του ποταμού, ένας μεσόκοπος άντρας, με πυκνά μαλλιά, που δεν είχαν ακόμα αρχίσει να γκριζάρουν. Αυτός ήταν που πλήρωσε την εκδίκηση για τον Οζτεμίρ. Σκληρά. Με την ίδια του τη ζωή, πολύ πριν κι ο Οζτεμίρ ξεψυχήσει σ’ ένα κρεβάτι του Κουήνς Μαίρης Χόσπιταλ, στο Ακρωτήρι. Ο Ρασιήτ έφυγε από τη σκηνή πριν γίνει το κακό. Το δεύτερο κακό σε τόσο λίγο χρόνο. Μα έμαθε μετά ότι αυτός που σκότωσε τον Νεόφυτο, ήταν ο Αλής. Και δεν είχε λόγο να μην το πιστέψει, τον είδε που οπλοφορούσε κι έριχνε.
Είδε τον Οσκάν να έρχεται από απέναντι. Ήταν χλωμός κι απελπισμένος.
- Τον πήγαν στο Ακρωτήρι, στο νοσοκομείο. Με ελικόπτερο, είπε ξέπνοα. Είναι πολύ σοβαρά. Μαζί του πήγε και η μάνα κι ο πατέρας μου.
Πήγε κι ακούμπησε στον ώμο του Ρασιήτ και λυγμοί τράνταξαν το στήθος του, άπλωσε τα χέρια ο Ρασιήτ και τον αγκάλιασε. Ήρθε στο νου του το ματωμένο σώμα του Οζτεμίρ και το καταξεσχισμένο από τα σκάγια τρικό, που φορούσε, το χλωμό του πρόσωπο, τα κλειστά μάτια. Τον είχε δει τόσο καθαρά να τον περνούν από μπροστά του. Ήθελε να πει δυο λόγια παρηγοριάς στον Οσκάν, να του δώσει κουράγιο, μα δεν έβρισκε τις λέξεις. Ακούμπησε το μάγουλό του στο ψιλοκουρεμένο κεφάλι του κι άρχισε κι ο ίδιος να κλαίει. Σιγανά, τα δάκρυα αυλάκωσαν τα μάγουλά του κι έσταξαν σαν ρυάκι στα μαλλιά του ξάδερφού του. Άραγε θα έβλεπαν ξανά ζωντανό τον Οζτεμίρ;
Την ίδια εκείνη μέρα, Σάββατο ήταν, ο Χριστάκης σκέφτηκε ότι έπρεπε να διαβάσει και λίγο. Οι γιορτές τέλειωναν, θα άνοιγαν τα σχολεία κι ένιωθε ότι δεν ήταν καθόλου έτοιμος. Οι καθηγητές θα έκαναν τα τελευταία γραπτά, ή θα εξέταζαν προφορικά, πριν από τις εξετάσεις του εξαμήνου. Είχε μπουχτίσει από χαμηλούς βαθμούς, είχε να τους διορθώσει. Με την πολύ καλή του μνήμη και με λίγο διάβασμα, θα τα κατάφερνε.
Έβγαλε το μικρό, μονόποδο τραπεζάκι στο κεφαλόσκαλο και στρώθηκε στη δουλειά. Έδωσε πιο πολλή σημασία στη φυσική, τη χημεία και την τριγωνομετρία. Δυο ώρες διάβαζε. Καλά τα πήγαινε. Σηκώθηκε για λίγο να ξεμουδιάσει, ήπιε ένα μαστραπά νερό, διψούσε αν κι έκανε κρύο κι άνοιξε το συντακτικό. Μισούσε αυτό το μάθημα. Τι του κατέβηκε τώρα του Σμυρλή και το επανέφερε, δεν μπορούσε να καταλάβει. Το είχαν ουσιαστικά εξαντλήσει στην τρίτη τάξη. Τους το δίδαξε ο Σοφοκλής Λαζάρου και μάλιστα πολύ καλά, τώρα θυμήθηκε ο Σμυρλής να τους κάνει για τα κατηγορούμενα. Είχε πάρει σημειώσεις, άρχισε να τις διαβάζει μα γρήγορα κατάλαβε ότι μάθαινε παπαγαλιστά και σταμάτησε. Μισούσε την παπαγαλία, μα πώς και να την αποφύγει, προπαντός εκεί που το μάθημα δεν του άρεσε;
Κι ενώ έβριζε από μέσα του τον καθηγητή του και μάταια πάσχιζε να συγκεντρωθεί, έφτασε ο Χριστόδουλος, ο ξάδερφός του, ο δάσκαλος. Είχε αρκετό καιρό να τον δει και ήταν μια ευχάριστη έκπληξη να παρουσιαστεί τώρα.
- Το ήξερα ότι θα σε έβρισκα να διαβάζεις, του είπε χαμογελαστός. Αν θες βοήθεια είμαι έτοιμος. Αν και ξέρω ότι δεν  καταδέχεσαι.
Δεν ήταν αλήθεια, φυσικά, ότι δεν τον καταδεχόταν. Ήταν ο πρώτος του δάσκαλος. Προτού καν πάει στο δημοτικό. Τότε, Ιούνιος του 1953 ήταν, τρέχοντας ξυπόλυτος στις καφκάλες, σκουντούφλησε, έσπασε το νύχι, πονούσε αφόρητα, έτρεχε και το αίμα. Καθόταν στο πάτωμα κι έκλαιε, όταν φάνηκε ο Χριστόδουλος, που μόλις είχε σχολάσει, μια από τις τελευταίες του μέρες στο δημοτικό. Κάθισε και τον παρηγόρησε και, για να τον καλμάρει, έβγαλε από την τσέπη του και του έδωσε κάμποσα απολιφάδια από χρωματιστές κιμωλίες. Και, πάνω στο πάτωμα από μπετόν, τον έμαθε να γράφει τους πρώτους του αριθμούς. Πίστευε πάντα ότι οι ψηλές αποδόσεις του στην αριθμητική και γενικά στα μαθηματικά, οφείλονταν σ’ εκείνη την πρώτη του επαφή που τον είχε οδηγήσει ο καλός του ξάδερφος. Αλλά και μετά τον καθοδηγούσε στα αθλητικά και του μιλούσε, λίγο αργότερα, για την ιστορία του Βυζαντίου, των αυτοκρατόρων και των μεγάλων τους κατορθωμάτων και τον έκανε να σκέφτεται με θαυμασμό τον μεγάλο Ιουστινιανό και τον κραταιό Ηράκλειο. Κι όχι μόνον. Όταν εκείνος ήταν φοιτητής πια στην Παιδαγωγική Ακαδημία κι ο ίδιος πρώτη τάξη στο γυμνάσιο, τον ενθάρρυνε να γράφει και τον επαινούσε για τη «δύναμη της πέννας του», όπως έλεγε. Κι αυτό τον οδηγούσε να γεμίζει εκατοντάδες σελίδες με νουβέλες. Ακόμα κι ένα μυθιστόρημα είχε ξεκινήσει να γράφει από τα δεκατρία του.
- Χάθηκες, του παρατήρησε και το πρόσωπό του φωτιζόταν από τη χαρά που ένιωθε. Φαίνεται ότι το δασκαλίκι δεν σου αφήνει χρόνο για τίποτα άλλο.
Έκαναν τον γύρο της αυλής και τα είπαν. Κι ο Χριστόδουλος αγαπούσε ιδιαίτερα τον μικρότερό του ξάδερφο και ήξερε ότι τα αισθήματα ήταν αμοιβαία. Ήξερε επίσης ότι δεν ήθελε να γίνει δάσκαλος. Για τούτο όταν ο θείος Χαμπής του ζήτησε να τον επηρεάσει θετικά, δεν το έκανε. Ο ίδιος αγαπούσε πολύ τη δουλειά του, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι όλοι ήταν υποχρεωμένοι να νιώθουν το ίδιο. Η δουλειά του δασκάλου ήταν καλή γιατί ήταν ένα σίγουρο επάγγελμα στην κυβέρνηση, με μισθό εξασφαλισμένο και ο δάσκαλος ήταν πάντοτε περιζήτητος γαμπρός!
Ο Χριστάκης και ο Χριστόδουλος απόφευγαν συστηματικά να μιλούν πολιτικά, αν κι εκείνες τις μέρες αυτά είχαν καταλάβει, εξ ολοκλήρου, το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης. Υπήρχαν κι άλλα που κέρδιζαν το ενδιαφέρον τους κι αυτήν τη φορά μίλησαν για τα αισθηματικά τους. Όχι ακριβώς τα δικά τους. Είπαν ποιοι συγγενείς βρίσκονταν κοντά στον γάμο, ποιοι ετοιμάζονταν για αρραβώνες.
- Κι εσύ Χριστόδουλε, τι σκέφτεσαι; ρώτησε ο Χριστάκης μ’ ενδιαφέρον. Άκουσα ότι σε ζήτησαν….
Χαμογέλασε με συγκατάβαση ο Χριστόδουλος.
- Έμαθες ότι έχει κι αμπέλια; αντιγύρισε λιγάκι ειρωνικά.
Κατάλαβε τον υπαινιγμό ο Χριστάκης. Ήξερε ότι ο ξάδερφός του ήταν ιδεολόγος κι ότι δεν δελεαζόταν με προίκες και «καλές οικογένειες». Ήξερε ακόμα, του το είχε πει πολλές φορές, ότι πρώτα θα ερωτευόταν και ύστερα θα πήγαινε σε γάμο.
- Είναι και μια που σε λατρεύει, όμως, μα εσύ δεν δίνεις σημασία, μπλόφαρε.
- Καμιά δεν ενδιαφέρεται για μένα, παρατήρησε μάλλον απαισιόδοξα ο Χριστόδουλος. Για πες μου όμως ποια είναι αυτή που με θέλει κι εγώ δεν το ξέρω.
Γέλασε, κάπως υποχθόνια και τον ακούμπησε στον αγκώνα. Του είπε ότι η γιαγιά η Δεσποινού έκανε μεγάλα όνειρα για εκείνον κι όλο έλεγε ότι υπήρχαν τόσο καλές κι όμορφες κοπέλες που τον ήθελαν κι ότι ο ίδιος δεν αποφάσιζε.
- Μα δεν με πήραν και τα χρόνια, ρε Χριστάκη, αναφώνησε ο Χριστόδουλος. Γιατί να βιαστώ να κάνω οικογένεια και να μην είμαι πια σε θέση να προσφέρω αυτά που τώρα μπορώ; Με σένα, όμως, τι γίνεται; Η Αναστασία είναι μεγαλύτερή σου, δεν θα καθίσει να σε περιμένει νε τελειώσεις το γυμνάσιο, να πάεις για σπουδές και να επιστρέψεις για να τη ζητήσεις.
Έγινε κατακόκκινος ο Χριστάκης, μάσησε τα λόγια του, αρνήθηκε, επιβεβαίωσε, τέλος σιώπησε. Ήταν όμορφη η Αναστασία, πολύ του άρεσε, ανταποκρινόταν στις ματιές του, ήταν ευτυχισμένος να τη σκέφτεται. Μα ο Χριστόδουλος πώς το ήξερε; Δεν το είχε πει σε κανένα. Παρά μόνο είχε ρωτήσει τον παππού τον Λεωνή αν ήταν στενή η συγγένειά τους με τον πατέρα και τη μάνα τους. Στο χωριό όλοι ήταν, λίγο πολύ, συγγενείς μεταξύ τους. Δεν πίστευε, βέβαια ότι ο παππούς είχε μιλήσει, μα πώς το έμαθε ο Χριστόδουλος τότε; Προτίμησε να σιωπήσει και ν’ αλλάξει κουβέντα.
Η γιαγιά η Δεσποινού και η Στασού έψηναν μπουρέκια με χοιρινό κιμά, τσιγαρισμένο με ψιλοκομμένο κρεμμύδι. Ήταν ένα από τα σκευάσματα που έκαναν με το θρεφτάρι που έσφαζαν τα Χριστούγεννα. Τα μπουρέκια τα έφτιαχναν με τον κιμά αυτό που τον έβαζαν σε φύλλο από καλό αλεύρι και τα έψηναν στο τηγάνι με χοιρινό λίπος, το πιο καθαρό της πάννας, κι αυτό σκεύασμα από το θρεφτάρι.
Μάνα και κόρη έστησαν τις ετοιμασίες τους στην καμαρούλα της γιαγιάς. Αιτία ήταν κι ο Χριστόδουλος, που πολύ σπάνια τους επισκεπτόταν πια, να τον φιλέψουν, αλλά να φάνε και τα παιδιά, τώρα που ήταν στο σπίτι, πριν ανοίξουν και πάλι τα σχολεία. Άλλωστε και τα μπουρέκια, μεγάλα και λαχταριστά, ήταν ολόκληρο γεύμα κι έτσι θα γλύτωναν κι από ένα μαγείρεμα. Ο παππούς ο Λεωνής καθόταν σε μια άκρη, διάβαζε από την Ιερά Σύνοψη,  ολοκαίνουρια, του την είχε δωρίσει ο εγγονός του ο Αντρέας όταν ήταν φοιτητής στην Ιερατική Σχολή. Ήταν πολύ περήφανος για τον εγγονό του αυτόν, ο γέροντας. Γιος του Παπάκωστα, του δεύτερου γιου του, προοριζόταν κι αυτός ν’ ακολουθήσει τον πατέρα του και να ιερωθεί. Διάβαζε και ώρα-ώρα σιγομουρμούριζε κάποιο ψαλμό.
Άνοιγε το φύλλο η Στασού, είχε φτιάξει και τη ζύμη. Η μάνα της δεν μπορούσε πια να το κάνει. Μετά το σπάσιμο του χεριού της, πολλές από τις δουλειές της δεν θα μπορούσε να τις ξανακάνει. Ένιωθε μεγάλη δυστυχία γι αυτό, όχι όμως και η Στασού που την αντικατάστησε σε όλα κι ένιωθε ότι είχε κι αυτή την ευκαιρία της, επιτέλους, να κάνει και να δημιουργεί εκεί που προηγουμένως ήταν ο πύργος της μάνας της. Η Δεσποινού είχε φέρει το γυάλινο δοχείο, όπου βρισκόταν ο κιμάς, παραχωμένος σε λίπος για να μη χαλάσει, έβαζε δυο κουταλιές κιμά στο φύλλο που άνοιγε η κόρη της, τον έκλεινε σαν φάκελο και σφράγιζε τις άκρες μ’ ένα πιρούνι. Άχαρη κι άκομψη δουλειά, κάτω από τα μέτρα της. Αναστέναζε να θυμάται τις παλιές της δόξες με τη μαγειρική, μα και υπόμενε. Τι να γίνει; Αυτά έχει η ζωή. Τώρα αντικαθιστούσε η κόρη της αυτήν, αύριο κι αυτήν θ’ αντικαθιστούσε μια από τις δικές της κόρες, η Στέλλα μάλλον, που ήταν και η πιο μεγάλη και ήδη αξάμωνε το μπόι της. Άκουε τους αναστεναγμούς της η Στασού και μια χαιρόταν, μια στενοχωριόταν. Η μάνα της, πάντοτε άξια στην κουζίνα, ήταν τώρα κοντά στον παροπλισμό της. Και μετά, όπως συμβαίνει στη ροή της ζωής, θα ερχόταν και η δική της σειρά.
Πήγε κι άναψε τη φωτιά κάτω από το τηγάνι. Είχαν τώρα την ευλογία του γκαζιού. Η ταλαιπωρία της μηχανής πετρελαίου είχε για καλά ξεπεραστεί. Η μάνα της τόλμησε κι αγόρασε το «εργαλείο», όπως το ονόμαζε. Ένα μάτι, το έβαλαν πάνω σ’ ένα παλιό τραπεζάκι, το άναβε με το στρίψιμο ενός διακόπτη, το έσβηνε το ίδιο εύκολα. Και μια μποτίλια με γκάζι. Δυσκολευόταν λίγο, δεν τα κατάφερνε συνήθως να την αλλάζει όταν άδειαζε, μα είχε τόσα εγγόνια, κάποιος θα ήταν πάντοτε εκεί να τρέξει όταν τον φώναζε. Μπορούσε τώρα να μαγειρεύει, αν κι έλεγε ότι το φαγητό μύριζε πιο ωραία μαγειρευμένο με ξύλα. Μπορούσε να ψήσει τον καφέ της, να τηγανίσει δυο αυγά, όταν δεν είχε όρεξη να στήσει μαγείρεμα.
Εκεί, στην άκρη της αυλής, μπροστά στις δυο, γυμνές από φύλλα τέτοια εποχή, συκιές, έφτασαν οι μυρουδιές από τα ψησίματα, βρήκε ο Χριστάκης ευκαιρία να ξεφύγει από τις πιέσεις του Χριστόδουλου.
- Κάτι όμορφο σου φτιάχνει η στετέ η Δεσποινού, είπε και τον τράβηξε από το μανίκι.
Άνοιξαν τη μικρή πόρτα στο πίσω μέρος της κάμαρης της γιαγιάς και του παππού και μπήκαν. Μοσχομύριζε η μικρή καμαρούλα. Η κούπα ήταν ήδη γεμάτη με ψημένα μπουρέκια, καλοψημένα και λαχταριστά. Μίλησε στον Χριστόδουλο ο παππούς ο Λεωνής, χωρίς να σηκωθεί από την καρέκλα του. Ήρθε η Στασού με δυο πιάτα, τρία μπουρέκια στο καθένα. Έδωσε από ένα πιάτο στον Χριστάκη και στον Χριστόδουλο, κάθισαν αυτοί στο σιδερένιο κρεβάτι του παππού και, κουβεντιάζοντας μαζί του, τα απόλαυσαν.
Πέρασε για καλά το μεσημέρι όταν ο Χριστόδουλος ετοιμάστηκε για να φύγει. Ο Χριστάκης είχε πια κλείσει τα βιβλία, δεν είχε καμιά όρεξη να τα ανοίξει και πάλι. Έτσι δέχτηκε την πρόσκληση του Χριστόδουλου να πάνε μαζί στο σπίτι του. Με τα ποδήλατα δεν ήταν πιο πολύ από πέντε λεπτά δρόμος. Τον υποδέχτηκαν, όπως πάντα, με πολλή χαρά. Ήταν στο σπίτι και ο θείος ο Χαμπής, ο ξάδερφος ο Σάββας και ο Αναστάσης, ο γαμπρός τους. Η θεία, η Βαρβαρού, βγήκε κι αυτή από την κουζίνα. Έπλενε τα πιάτα, μόλις κι αυτοί είχαν τελειώσει το γεύμα τους. Πήγε κοντά του, η θεία, τον πήρε από το χέρι και τον πήγε στην κουζίνα. Ήταν εκεί μια μεγάλη μιλλόπιττα, μέσα σε πυκνό, πλούσιο σιρόπι. Ήταν πραγματικά σπουδαία η θεία, όχι μόνο στα φαγητά της μα, ακόμα πιο πολύ, για τα γλυκίσματά της. Του έβαλε ένα μεγάλο κομμάτι σ’ ένα τσίγγινο πιάτο, το πήρε και πήγε μαζί με τους άλλους να το απολαύσει. Ήταν μια μικρή λιμνούλα, εκεί στην άκρη, από τη μια μεριά ήταν ο δρόμος, από τις άλλες δυο μεριές θρασομανούσαν δυο τούφες καλαμάκια.Έμενε η μια πλευρά, μπροστά από ένα διάδρομο, εκεί ακουμπούσαν ο Αναστάσης κι ο Σάββας. Ο θείος λίγο παραπέρα, εξέταζε τις κληματαριές, έλεγε ότι ήταν καιρός για κλάδεμα. Ήταν μια νέα ποικιλία σταφυλιού, σιδερίτης παφίτικος, το είχαν ονομάσει. Ωρίμαζε αργά, όταν ήδη έμπαινε ο χειμώνας. Ο Γενάρης ήταν λίγο νωρίς για κλάδεμα, του το είπε ο γαμπρός του, ο Αναστάσης. Εκείνος, όμως, επέμενε, αφού όλα τα φύλλα έπεσαν, έλεγε, ήταν καλό να του κάνουν ένα καλό κλάδεμα από νωρίς, να φτάσει να δυναμώσει. Ήταν κι ο χειμώνας φτωχός σε βροχές, κρύα δυνατά δεν είχε κάνει, οι χυμοί θ’ άρχιζαν πιο νωρίς να τρέχουν.
Ο Χριστάκης απολάμβανε το γλυκό της θείας της Βαρβαρούς, παρακολουθούσε και την κουβέντα τους. Του άρεσε πάντα ν’ ακούει τέτοια πράγματα. Ακουμπούσε στον τοίχο του σπιτιού. Απέναντί του ο Σάββας, παρακολουθούσε κι αυτός την κουβέντα που έκαναν ο πατέρας του με τον Αναστάση για τα κλήματα.
Κάποια στιγμή, ο θείος ο Χαμπής αναστέναξε βαθειά.
- Υποσχέθηκα στον Νεόφυτο, τον ψωμά, να του δώσω κληματσίδες από το κλάδεμα να φυτέψει, είπε κι έμεινε περίλυπος, σοβαρός, να κοιτάζει κάτω το στρωμένο με ξερά κληματόφυλλα χώμα.
Όλοι σιώπησαν. Ο Χριστάκης, που είχε τελειώσει με το γλύκισμα, πήγε στην κουζίνα κι άφησε το τσίγγινο πιάτο. Άκουσε τον Αναστάση που έλεγε για τον Νεόφυτο:
- Άδικα πήγε ο άνθρωπος, τον σκότωσαν χωρίς να φταίει σε τίποτα. Άλλοι έκαναν το κακό, αυτός την πλήρωσε.
- Αυτοί που είδα να φεύγουν, σκότωσαν το φτωχό το Τουρκάκι, πήρε το λόγο η θεία η Βαρβαρού, που στεκόταν στο σκαλοπάτι, με τα χέρια σταυρωμένα στην ποδιά της. Άκουσα τους πυροβολισμούς από τον Άγιο Στέφανο και φοβήθηκα. Λίγο πριν είχαν βγει για κυνήγι ο Χαμπής με τον Νικόλα τον Παρέα, δεν θα είχαν προλάβει να πάνε μακριά. Κι εκεί που βγήκα μέχρι το χωράφι του αδερφού μου του Οξεία, είδα τους δυο Εμπάτες ν’ απομακρύνονται γρήγορα. Ήταν δυο, μπορεί πιο μπροστά να ήταν και τρίτος, δεν τον είδα, μα άκουα κάποιο να φωνάζει. Δεν τους κατάλαβα, ήταν λίγο μακριά. Σίγουρα αυτοί έκαναν το κακό. Τι τους έκανε δεκαπέντε χρονών μωρό;
Ξετυλίχτηκε για τον Χριστάκη η σειρά των γεγονότων, σαν αντανάκλαση καθρεφτίστηκε στη ψυχή του η μεγάλη τραγωδία που παίχτηκε την πρωτοχρονιά. Δυο ή τρεις Εμπάτες κυνηγοί, πυροβόλησαν τον γιο του Μουσταφά, ενώ άνοιγε το νερό της δεξαμενής στο μικρό δεντρόκηπό του. Σκόπιμα ή κατά λάθος, σίγουρα πολλά θα λέγονταν. Ποιοι ήταν; Είχε αυτό σημασία; Ένας φόνος για να βαραίνει στη συνείδηση ολονών. Ένας νέος, τόσο νέος, δέχτηκε το ιοβόλο βόλι. Ιοβόλο γιατί ήταν η τελική σταγόνα του φοβερού δηλητηρίου. Και τον οβολό της εκδίκησης κατέβαλε ο Νεόφυτος Μεταξάς. Ο πιο ήσυχος, ο πιο καλόβολος άνθρωπος που γνώρισε. Η εκδίκηση δεν ήταν του Θεού.
Άκουσε να εξιστορούν τα συμβάντα, που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε συνειδητοποιήσει. Ο Αναστάσης, η Βαρβαρού, ο Σάββας, ο Χριστόδουλος που βγήκε κάποια στιγμή, δεν ήταν απλώς επικριτικοί για τον φόνο του μικρού Τουρκοκύπριου. Τον χαρακτήρισαν σαν αποτρόπαιο έγκλημα. Λυπόνταν και δεν το έκρυβαν. Ο Αναστάσης ανάφερε και το όνομα του ενός, αυτού που ουσιαστικά διάπραξε το ανοσιούργημα. Συμπλήρωσε, όμως βιαστικά, ότι κανένας δεν τους είχε δει καθαρά, κανένας δεν ήταν σίγουρος.
Ο θείος ο Χαμπής, που τόση ώρα στεκόταν κι άκουε αμίλητος και σκεφτικός, πήρε τον λόγο:
- Ο γιος του Μουσταφά δεν σκοτώθηκε στον τόπο. Ήταν ζωντανός όταν σκότωναν τον Νεόφυτο για εκδίκηση. Είναι κακό μιλλέττι! Εκατόν Τούρκοι μέσα σε τρεις χιλιάδες Έλληνες κι εκδικούνται με αυτόν τον τρόπο! Ένας τραυματισμός, ένας φόνος. Τι θα ζητούν άραγε για ένα φόνο; Μάθατε τι έκαναν και στους παλιοημερολογίτες μοναχούς; Εκείνοι δεν τους έφταιξαν καθόλου. Αυτά μας κάνουν. Φανταστείτε τι θα μας κάνουν αν έρθει η Τουρκία. Θα μας κασαπέψουν!
Οι άλλοι δεν φάνηκαν να συμμερίζονται τις παρατηρήσεις του. Ο Χριστάκης, όμως, τις σημείωσε και θα τις θυμόταν. Δεν συμφωνούσε, οπωσδήποτε, ένιωθε κι ο ίδιος ενοχή για τον τραυματισμό του δεκαπεντάχρονου Τούρκου από αδέσποτους Έλληνες. Δεν μπορούσε, όμως, και να μην κακίσει την ακραία επιθετικότητα των Τούρκων και τη μανία τους για εκδίκηση.
Κίνησε να φύγει. Μαζί του ήταν κι ο Σάββας, που του συμπλήρωσε την ιστορία εκείνης της άδικης μέρας.
- Ήμουν εκεί, έλεγε, όταν ο μικρός Αντρέας, ο γιος του Νεόφυτου, έμαθε πως ο νεκρός που μετέφερε το άμπουλανς ήταν ο πατέρας του. Κατάρρευσε, έκλαιε τόσο γοερά που θα θυμούμαι για πάντα τη σκηνή. Τώρα, που θα μάθει τι προηγήθηκε, ότι ο πατέρας του πλήρωσε για το κακό που εμείς αρχίσαμε, είμαι πολύ περίεργος τι θα σκέφτεται. Ποιους, πιο πολύ, θα κακίζει και θα αιτιάται για την τραγωδία που ζει η οικογένειά του.
Ο Χριστάκης εκτιμούσε πάντοτε την άποψη του πιο μικρού ξάδερφού του. Ο Σάββας ήταν αυστηρός κριτής, κάποτε και για τον ίδιο τον εαυτό του και, πάντοτε ειλικρινής, έλεγε αυτά που είχε να πει και ήταν έτοιμος να επιχειρηματολογήσει.
- Τους μαζέψαμε τα κοπάδια και τα κλείσαμε στις δικές μας μάντρες. Τους πήραμε τα καματερά, τα πιο ιερά ζώα για τον καθένα μας, που τα αγαπάμε όπως τα παιδιά μας κι ας τα βάζουμε στον ζυγό. Το ξέρεις ότι μόνο λίγα πρόβατα και δυο τρεις αγελάδες τους έμειναν για να τα πάρουν μαζί τους; Και τώρα για δες τι κάνουμε! Όλοι μας! Κάνουμε πλιάτσικο στο άδειο χωριό τους.
Σιώπησε για λίγο. Περίλυπος. Πήγαιναν σιγά, σπρώχνοντας τα ποδήλατά τους. Στάθηκε, αναστέναξε βαθειά και συμπλήρωσε:
- Και μετά ισχυριζόμαστε ότι είμαστε Έλληνες και χριστιανοί. Σκατά! Φονιάδες και λαφυραγωγοί, να τι είμαστε.
Τρόμαξε ο Χριστάκης να τον ακούει. Ίσως γιατί έλεγε την αλήθεια. Πήγε να δικαιολογήσει την κατάσταση:
- Τους κάνουμε και μας κάνουν. Δεν τα βάζουμε κάτω. Ούτε κι αυτοί…
- Ναι, συμφώνησε ο Σάββας. Τους κάνουμε, μας κάνουν και μετά φωνάζουμε τον Θεό να βάλει το χέρι του. Κι όλοι το ίδιο είμαστε. Θυμάσαι, μαζί είμαστε στο σινεμά εκείνη τη μέρα. Ακούσαμε ότι γινόταν μάχη στη Λέμπα και τρέξαμε. Χωρίσαμε στο δίστρατο. Συνέχισα με γρήγορο πετάλισμα για το σπίτι μου, που ήμουν σίγουρος ότι κινδύνευε. Βρήκα στο δρόμο την αδερφή μου την Πολυξένη, με δυο μωρά στην αγκαλιά, να τρέχει να βρει καταφύγιο. Μου είπε να μη συνεχίσω γιατί οι Τούρκοι έκαναν επίθεση, ήταν επικίνδυνο. Μα πού να την ακούσω; Έγινα άνεμος στα πετάλια του ποδηλάτου. Ήθελα να πάω κι εγώ να πολεμήσω. Να σκοτώσω! Ένας κότσιρος ήμουν, μα ήθελα να σκοτώσω. Τους κακούς Τούρκους! Πού να φανταστώ ότι κάποιοι δικοί μας έκαναν πρώτοι τους γκάγκστερ; Πώς να δικαιολογήσω την πρώιμη ορμή μου; Πάμε να φάμε τους Τουρκαλάδες! Δίκαια ή άδικα. Ναι, σου λέω. Και μετά είμαστε, λέμε, Έλληνες και χριστιανοί. Όχι, σκατάδες είμαστε.
Συμφώνησαν να συναντηθούν αργότερα και χώρισαν στο δίστρατο της Μυριάνθης. Συνέχισε τον δρόμο του για το καφενείο ο Σάββας. Σαββατόβραδο ήταν, χρειάζονταν λίγο να ξεσκάσουν, να κάτσουν λίγο στον σύλλογο, να πάνε λίγο στο σινεμά. Τι άλλο να κάνουν; Νέοι ήταν μα οι καιροί δεν ήταν μενετοί για τους νέους. Άλλοι πήγαιναν στα φυλάκια για τον φόβο από τους Τούρκους, άλλοι ασκούνταν στα όπλα, άλλοι έβγαιναν σε περιπολίες. Χρόνος για διασκέδαση δεν έμενε. Ούτε για έρωτα!
Ο Χριστάκης πήγε στο σπίτι. Δεν ήθελε να φάει, δεν ήθελε να πιει. Μάταια η Στασού τον πίεσε.
- Δεν έχεις φάει παρά δυο μπουρέκια, του είπε. Εκτός αν έφαγες στης θείας της Βαρβαρούς.
Δεν της απάντησε. Της ζήτησε μισό σελίνι για να πάνε με τον Σάββα στο σινεμά, αν και δεν ήταν σίγουρος ότι ήρθε η ταινία από τη Λευκωσία. Όλοι έλεγαν ότι οι δρόμοι είχαν κλείσει. Του έδωσε ένα σελίνι, δεν είχε άλλα. Του υπόδειξε ότι και το παντελόνι του ήταν τσαλακωμένο, καλό θα ήταν να βάλει το σίδερο και να το σιδερώσει λίγο. Ήξερε ότι πίσω από την υπόδειξη ήταν κι άλλο. Πραγματικά, όταν άναψε το σίδερο, εκτός από το δικό του παντελόνι, σιδέρωσε και τα πουκάμισα του πατέρα του. Αυτή η δουλειά, αν και την θεωρούσε γυναικεία, ποτέ δεν την αρνήθηκε κι από τα δέκα του ήταν ο επίσημος σιδερωτής της οικογένειας, πολύ πριν η μαμά περάσει όλη εκείνη την περιπέτεια με την υγεία της. Κι όχι μόνο δεν την αρνήθηκε μα την απολάμβανε κιόλας. Είχαν διατηρήσει την παλιά μηχανή-πύραυνο, την άναβε κι έβραζε το παλιό σίδερο, που ήταν κατασκευασμένο για να χρησιμοποιεί αναμμένα κάρβουνα. Τα κάρβουνα και τις δυσκολίες τους, τα είχαν πια εγκαταλείψει.
Εκεί που σιδέρωνε, άκουσε φασαρία στην αυλή. Η Στασού φώναζε, ήταν η φωνή του μικρού αδερφού, του Κυριάκου, που της απαντούσε με πολύ θράσος. Άφησε το σίδερο στη φωτιά και βγήκε στο κεφαλόσκαλο. Ήταν πραγματικά ο Κυριάκος, μαζί κι ένας συμμαθητής του. Έσερναν, ο ένας από την μια κι ο άλλος από την άλλη, ένα σαραβαλιασμένο ποδήλατο, χωρίς σέλλα, χωρίς ελαστικά στους τροχούς. Το ένα φτερό έλειπε. Και η μαμά φώναζε ότι της γέμιζαν την αυλή με παλιοσίδερα.
- Τι είναι αυτό; ρώτησε επιτιμητικά, μα ήδη ήξερε.
- Λάφυρο πολέμου, απάντησε ο Κυριάκος και γέλασε με θράσος. Το βρήκαμε στη Λέμπα και το πήραμε. Θα το πάω στον Νικόλα τον Μαραγκό να μου το διορθώσει και θα πηγαίνω με αυτό στο σχολείο.
- Τίποτα δεν θα κάνεις, είπε θυμωμένα ο Χριστάκης. Τώρα, αμέσως, θα το φορτωθείς και θα το πάρεις πίσω, από εκεί που το πήρες.
Ο συμμαθητής του Κυριάκου, φανερά στεναχωρημένος από μια εξέλιξη που δεν την περίμενε, ούτε την καταλάβαινε, άφησε το ποδήλατο κι έφυγε. Ασφαλώς δεν είχε καμιά διάθεση να το ξαναφορτωθεί για να το πάνε και πάλι πίσω, για να το μαζέψει κάποιος άλλος. Πιο έξυπνος. Παρ’ όλο που ένα τέτοιο παλιοποδήλατο δεν άξιζε τον κόπο και μόνο να σταθεί κάποιος να το δει.
Πιο θυμωμένος, βέβαια, ήταν ο Κυριάκος. Βρόντησε το ετοιμόρροπο ποδήλατο κάτω, του βάρεσε μια κλωτσιά στις χαλαρωμένες ακτίνες.
- Να το πας εσύ, του φώναξε, έστριψε την πλάτη κι έφυγε κατά το αχυρωνάρι.