ΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΒΙΒΛΙΟ - σελίδες από 356 μέχρι τέλους


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΝΙΑ
ΤΡΕΝΟ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ

Μάρτης, μήνας άνοιξης, μα άνοιξη πουθενά. Ούτε η φύση χαιρόταν, ούτε οι άνθρωποι είχαν κουράγιο να νιώσουν την αλλαγή των εποχών. Ο κόσμος φοβόταν. Φοβόταν πιο πολύ το αδιέξοδο του κυπριακού. Φτώχεια, κακή σοδειά, που προμηνυόταν φανερά πια, άδεια τα πηγάδια, δουλειές δεν υπήρχαν. Γέμιζαν τα καφενεία με πρόσωπα κατηφή, κεφάλια σκυφτά, ο καθένας σκεφτόταν πια πώς να ξοφλήσει το ψωμί της οικογένειας. Πόσα βερεσέδια μπορούσαν ν’ αντέξουν ακόμα τα μπακάλικα και το συνεργατικό; Ακόμα και οι συζητήσεις ήταν υποτονικές, κανένας δεν είχε όρεξη για προβλέψεις ή για κριτική.
Ήταν το σκηνικό που η κάθε ανίκανη κυβέρνηση επιθυμεί για να μην της φορτώνουν την αποτυχία, αντίθετα να ηρωοποιείται και να κρατιέται στην επιφάνεια κι ας κρέμονται βαρίδια ασήκωτα, στα πόδια της, η μια αποτυχία μετά την άλλη.
Και πιστολάδες να κυκλοφορούν στην πόλη, με κρεμασμένα τα ρηβόλβορα στη μέση, να επιδεικνύονται σαν καουμπόηδες της κακιάς ώρας, να βλαστάνουν παντού, να έχουν γνώμη για όλα, όποτε βέβαια καταδέχονταν να εκφράσουν.
Κι αντί ο λαός να αντιδρά και να απαιτεί από την κυβέρνηση πράγματα καθαρά, τα έβαζε με τους κακούς Αμερικανούς και τους πούστηδες Εγγλέζους. Υπήρχε τέτοια αποχαύνωση, τέτοιο ξεστράτισμα της λογικής που όλοι είχαν τυφλωθεί. Δεν μπορούσαν, κανένας δεν μπορούσε να δει τη φανερή πορεία προς την καταστροφή. Ένα τρένο είχε ξεκινήσει την πορεία του για το άγνωστο, για ένα σταθμό που όλοι νόμιζαν πως έλαμπε στο βάθος του ορίζοντα, που κανένας δεν ήταν ικανός να αντιληφθεί ότι ούτε σταθμός υπήρχε, ούτε τίποτα στο τέρμα έλαμπε. Μόνο όλα ήταν ψευδαίσθηση και φαντασία και παράκρουση μαζικής μέθης.
Πού να μπουν τα πράματα σωστά, να μετρηθούν, να υπολογιστούν, να σχεδιαστούν και να μπουν στην πορεία της λογικής; Κανένας δεν το ήθελε, κανένας δεν το αποζητούσε. Οι ακελιστές βρέθηκαν υπέρμαχοι της πολιτικής που οδηγούσε στο χάος. Οι άλλοι γίνηκαν υπερπατριώτες και νόμιζαν ότι μπορούσαν να επιδεικνύουν αυτό ακριβώς που δεν υπήρχε. Κι όλοι μαζί πνίγονταν στον ίδιο καιάδα, μόνο που μαζί τους δεν έπαιρναν ούτε τη βλακεία, ούτε την ανικανότητα. Αυτά έμεναν κι έβρισκαν νέους σημαιοφόρους. Ποτέ, ούτε και τον καιρό του μεγάλου Αγώνα, δεν υπήρξε τόσο δυνατή ενότητα του λαού.
Η κυβέρνηση, όπως πάντα, επαιρόταν για τις επιτυχίες της και όταν ο λαός δεν είχε να φάει, εξαγγελλόταν πρόγραμμα ανάπτυξης, που δεν ήταν τίποτα άλλο από την τοποθέτηση μιας ηλεκτρικής λάμπας, τουλάχιστον, στο κάθε σπίτι, τουλάχιστον στα μεγάλα χωριά. Κι έγραφαν οι εφημερίδες, υποβολιμαία φυσικά και μετάδιδε ο μοναδικός, κυβερνητικός ραδιοσταθμός για τα θαύματα της οικονομίας, για τα σπουδαία έργα υποδομής, για τη σπουδαία θέση που αποκτούσε η Κύπρος ανάμεσα στις… αναπτυσσόμενες χώρες. Οι Κύπριοι ήταν πρώτοι σε όλα. Κι όταν όλοι πεινούσαν, φούντωνε, σαν περγέλιο, το θαύμα της κυπριακής οικονομίας. Και δεν παράλειπαν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης να επαινούν τις επιτυχίες της Κύπρου μέσα στο κίνημα των αδεσμεύτων.
Και το επιστέγασμα της μαζικής παράκρουσης ήταν η υποβολιμαία κι αυτή και πολύ έντεχνα καλλιεργημένη, πεποίθηση ότι η Κύπρος ήταν τόσο σπουδαία, που αν η Τουρκία τολμούσε να επέμβει, θα κηρυσσόταν αμέσως ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος! Η Ρωσία θα κτυπούσε την Τουρκία, θα έτρεχε η Αμερική και οι άλλοι να υπερασπιστούν την Τουρκία, αυτό ήταν σίγουρο και δεδομένο, θα γενικευόταν το κακό και όλος ο κόσμος θα εμπλεκόταν στον πιο καταστροφικό πόλεμο. Σίγουρα πυρηνικό. Για χάρη της Κύπρου!
Η Χλώρακα, αν και πρωτοστάτησε στον αγώνα της ΕΟΚΑ και τώρα συμμετείχε στην πρώτη γραμμή, μια διμοιρία εθελοντών πήρε μέρος στη μάχη στο Κτήμα. Δεν είχε θύματα, κανένας δεν σκοτώθηκε ή τραυματίστηκε. Εκτός, βέβαια, από τον Χατζηφίλιππο, που τον σκότωσαν οι Τούρκοι το ’58, μα εκείνος πλήρωσε τη βλακεία του, αλλά και τον Φύτο και τον Πολεμίτη, που εκτέλεσε η ΕΟΚΑ, άδικα όπως πίστευε ο κόσμος. Από εκείνους που πήραν μέρος, κανένας δεν έπαθε τίποτα, ούτε τότε, ούτε τώρα. Τώρα, με την τεταμένη κατάσταση, όλοι φοβούνταν και τα καλύτερα χωράφια στον Καλιά και στου Κουτσόσπυρου, έμεναν ακαλλιέργητα. Και ήταν τα μόνα όπου υπήρχε νερό και μπορούσαν να καλλιεργηθούν με πρώιμα λαχανικά, που έπιαναν και καλές τιμές. Αλλά και οι τεχνίτες φοβούνταν να κυκλοφορήσουν. Ήξεραν πολύ καλά πόσοι αδέσποτοι «πατριώτες» και από τις δυο μεριές κυκλοφορούσαν και σκότωναν πολύ εύκολα τον κάθε μοναχικό διαβατάρη. Το χωριό μαράζωνε, βάραινε η δυσπραγία και φαινόταν έντονα όπου και να γυρνούσες. Τα παιδιά πήγαιναν σχολείο, μα στην αυλή δεν ακούγονταν οι παλιές χαρούμενες φωνές. Το γήπεδο, που πάντα γέμιζε με αθλούμενους νεολαίους, έμενε κι αυτό αδειανό, κανένας δεν είχε το κουράγιο να πάει να παραβγεί. Και να πήγαινε, δεν θα έβρισκε άλλους αντιπάλους κι ανταγωνιστές. Κρύφτηκαν τα κορίτσια στα σπίτια, δεν έψαχναν οι νέοι για αγάπη κι έρωτα. Μουντά τα συναισθήματα, βαριά η καρδιά, μαραμένη και η ψυχή.
Ο Χριστάκης, στο σχολείο, άκουε πολλά. Όλοι μιλούσαν για τις μάχες στο Κτήμα. Μιλούσαν για τους νεκρούς και πώς σκοτώθηκε ο καθένας. Γέμισαν νέοι κατάλογοι με ήρωες. Η Γαλάτεια Χριστοφίδου, η μικρή μαθήτρια, γινόταν το επίκεντρο της συζήτησης. Εκείνοι του λόχου της παιδαγωγικής ακαδημίας, που ήρθαν από τη Λευκωσία, ο Γερούδης, αλλά και ο Καρνάβαλος και ο Παπαμιλτιάδους, πώς έπεσαν, ποιον ηρωισμό επέδειξαν, όπως και όλοι οι άλλοι, που έδωσαν τη ζωή τους για την ελευθερία. Και ο ήρωας, ο πιο μεγάλος, ο Τραλαλάς. Ο Δημητράκης Κωνσταντινίδης, που έσωσε πολλούς αμάχους με ενέργειες τόσο τολμηρές που πολύ λίγοι μπορούσαν να τις πιστεύουν.
Και οι Τούρκοι; ρώτησε κάποια στιγμή ο Χριστάκης. Οι Τούρκοι πόσους νεκρούς είχαν;
Άκουσα ότι είχαν πάνω από σαράντα νεκρούς, απάντησε κάποιος συμμαθητής, που είχε πάρει μέρος και στη μάχη. Εκεί που δυσκολευτήκαμε, ήταν με τους μιναρέδες των τζαμιών. Τους κτυπούσαμε με τη μπαζούκα, αλλά η έκρηξη εκτονωνόταν στο εσωτερικό και δεν τους έκανε ζημιά. Βέβαια, όταν εγκατέλειψαν το τζαμί του Άη Νικόλα, του βάλαμε φάλιες με δυναμίτη και το ανατινάξαμε. Πήγαν και οι μπουλτόζες και τώρα εκεί υπάρχει μια νέα πλατεία.
Ο Χριστάκης θεωρούσε πολύ κακό να γκρεμίζονται εκκλησιές και χώροι θρησκευτικής λατρείας. Ήταν άσκοπο, δεν οδηγούσε πουθενά και μετάτρεπε μια πολιτική αντιπαράθεση σε θρησκευτικό φανατισμό. Το συζήτησε λίγο με τον Γιώργο  Ζαμπυρίνη και τον Χριστάκη Στυλιανού, συμφώνησαν κι εκείνοι ότι ήταν βλακεία να ρίξουν τον μιναρέ και το τζαμί, αλλά δεν έδωσαν συνέχεια σε μια τέτοια συζήτηση. Προς τι άλλωστε; Δεν υπήρχαν ώτα ακουόντων, ήταν μια νίκη και σε μια νίκη πρέπει ο νικητής να αφήνει κάτι για να μείνει αξέχαστο. Μετά από χρόνια, θα καταλάβαιναν ότι αυτό που έμεινε από εκείνη τη νίκη των μαχών στο Κτήμα, ήταν ένα σημάδι ακαταμάχητης βλακείας και από τις δυο μεριές. Ένα σημάδι πάνω στο μετωπιαίο ενός τρένου, που έφευγε κι όλο έφευγε, πουθενά δεν σταματούσε, δεν έκανε σταθμούς μέχρι να φτάσει… να φτάσει πού αλήθεια;
Ο Ρασιήτ. Το οκτάχρονο αγόρι δεν μπορούσε ακόμα να μαζέψει τους παλμούς της τρομαγμένης του καρδιάς. Στη σκέψη του είχαν αποτυπωθεί οι στιγμές της απόγνωσης, με τις γυναίκες να σκύβουν πάνω από το κοράνι και να βυθίζονται στην προσευχή, να παρακαλούν τον Θεό, τουλάχιστον να λυπηθεί τα μικρά παιδιά που σε τίποτα δεν είχαν φταίξει. Μέσα στον ορυμαγδό από τις εκρήξεις, τις ριπές των πολυβόλων, τους πυκνούς πυροβολισμούς, είχε αποξεχαστεί, άφησε τη συνειδητή πραγματικότητα να το σκάσει, βυθίστηκε στον ύπνο. Και τον ξύπνησε η απότομη σιγή των όπλων. Πετάχτηκε αλαφιασμένος κι αποζήτησε την αγκαλιά της μάνας. Μα ήταν η μεγάλη αδερφή που τον άρπαξε στην αγκαλιά της και τον παρηγόρησε και τον κούνησε στο ρυθμό της αδερφικής αγάπης, που τόσο την χρειαζόταν για να ξεπεράσει τους εφιάλτες και τον φόβο του θανάτου, που όλοι έζησαν εκείνες τις ατέλειωτες ώρες.
Δυο μέρες μετά, δεν ήθελε να πάει στο σχολείο. Ήρθε η μητέρα του και τον παρακάλεσε, ήρθε κι ο πατέρας του θυμωμένος. Τίποτα δεν πέτυχαν. Ήρθε και η μεγάλη αδερφή και σ’ εκείνην υπάκουσε. Ήταν γλυκιά, ήξερε να τον καθησυχάζει.
Και γιατί να πάω στο σχολείο; φώναξε κι εννοούσε τι να τα κάνω τα γράμματα σε τόση αγριότητα; Πού είναι το πιο εκεί; Πού είναι το πιο πέρα;
Στα λίγα λεπτά που ακολούθησαν, ο νους του ταξίδεψε στη Λέμπα. Δυο πήχες γης. Μα γης αγαπημένης, δικό του χώμα που τώρα του απαγορευόταν να πάει να το δει, να το νιώσει, να μυρίσει το νοτισμένο χώμα, να κρυφτεί στους βάτους, στα σκίνα, στα μυρσίνια.
Κι έβαλε τα κλάματα. Όχι γιατί φοβόταν. Αλλά γιατί νοσταλγούσε. Εκείνα που του απαγόρευαν να έχει. Κι ας ήταν δικαιωματικά δικά του. Το κατάλαβε η μεγάλη αδερφή και για μια ακόμα φορά τον έσφιξε στην αγκαλιά της. Τον καθησύχασε, τον είδε να χαλαρώνει, είδε το μικρό χαμόγελο ν’ ανθίζει στα χείλια του. Του σκούπισε τα δάκρυα.
Μη λυπάσαι, Ρασιήτ, του ψιθύρισε και του πρόσφερε την ψυχή της. Είσαι πολύ μικρός, θα προλάβεις να δεις και την ειρήνη.
Προφητικά ή όχι, τα λόγια της, δεν είχε καμιά σημασία εκείνη τη στιγμή για τον Ρασιήτ. Πεινούσε, κρύωνε, νόμιζε ότι ήταν άρρωστος. Δεν πήγε τελικά στο σχολείο. Όλη μέρα σκεφτόταν το Σαλίχ. Γιατί σκότωσαν τον Σαλίχ; Ποτέ δεν είχε βλάψει κανένα. Ούτε Έλληνα, ούτε Τούρκο. Γιατί τον σκότωσαν; Τον είδε να τρέχει μέσα στο χαντάκι, σταλμένος να φέρει πυρομαχικά. Τον είδε να φωνάζει σκότωσαν τον γιο του Χαμίτ. Τώρα σκότωσαν κι αυτόν. Και πού θα πάει το κακό;
Του έφερε η μάνα το μεσημέρι ένα παξιμάδι κι ένα κομμάτι χαλούμι. Από τις αίγες της Χαλιτές. Κατάφερε να τις φέρει μαζί της, μα το γάλα τους ήταν λιγοστό. Με τόση ανομβρία, η γη δεν είχε βγάλει λίγο χορταράκι, πού να βοσκήσουν πάνω στα βράχια του Μούτταλλου; Και το λιγοστό γάλα που κατέβαζαν, δεν ήταν αρκετό ούτε για να θρέψει τα κατσικάκια τους. Κατάφερε να κάνει λίγα χαλούμια, η πολύπαθη η Χαλιτέ, και τα μοιράστηκε και με την οικογένεια του Ρασιήτ. Όλοι πεινούσαν, πιο πολύ τα παιδιά. Μα ο Ρασιήτ ήταν άρρωστος, δεν άγγιξε, ούτε το παξιμάδι, ούτε το χαλούμι. Τα έβαλε στο μικρό τραπεζάκι η μητέρα του και πήγε να κάνει τις δουλειές της. Ποιες δουλειές της δηλαδή; Στριμωγμένοι σε μια γωνιά γης, ποιες δουλειές να είχαν; Δεν είχαν καν ρούχα αρκετά για να φορούν, να τα αλλάζουν, να τα πλένουν. Μόνο το κοράνι είχαν και μια ελπίδα στον Θεό.
Έτσι πέρασε όλη τη μέρα ο οκτάχρονος Ρασιήτ. Δεν έφαγε, με το ζόρι δέχτηκε να πιει λίγο τσάι από φασκόμηλο. Το βράδυ άνοιξε το βιβλίο του. Μηχανικά, δοκίμασε να διαβάσει λίγο. Ήρθε ο πιο μεγάλος αδερφός και του έκανε παρατήρηση. Μόνο από αγάπη. Και το ένιωσε. Τον κοίταξε στα μάτια. Τον κοίταξε κι εκείνος. Κι απόμειναν και οι δυο σε μια σιωπή που κράτησε πολύ. Και μετά έφυγε. Τι να πει κι εκείνος; Δεν ήταν ακόμα μεγάλος, μα καταλάβαινε δυο πράγματα περισσότερο. Τα πράγματα δεν ήταν καλά. Ποιος δεν το καταλάβαινε αυτό; Μα έπρεπε να έχουν υπομονή. Και να πιστεύουν. Σίγουρα η Τουρκία, η μεγάλη πατρίδα, δεν θα τους εγκατέλειπε, να γίνουν σφαχτάρια των Ελλήνων.
Κίνησε για το σχολείο την άλλη μέρα ο Ρασιήτ. Περνούσε μέσα από τα χαλάσματα, μύριζε ακόμα ο αέρας μπαρούτι. Τι εποχές ήταν αυτές; Αναρωτήθηκε και προς στιγμή μπήκε στον πειρασμό να πισωγυρίσει, να επιστρέψει στο σπίτι. Μα πιο πίσω τον ακολουθούσε ο μεγαλύτερος αδερφός, δεν θα τον άφηνε. Στο σχολείο χωρίς αυλή, ένιωθε πολύ μόνος, δεν είχε καταφέρει να δέσει και να κάνει φίλους. Μισούσε αυτό το νέο περιβάλλον, όπου βρέθηκε με τη βία. Το σχολείο στη Λέμπα μπορεί να ήταν μικρό μα χωρούσε μέσα όλους του τους στεναγμούς, όλα του τα όνειρα. Εδώ δεν μπορούσε ούτε να ονειρευτεί. Θα ένιωθε άραγε ξανά από πάνω του τα κόκκινα κεραμίδια του σχολείου του στη Λέμπα;
Στην τάξη, τα παιδιά ήταν πολύ στριμωγμένα. Λύση ανάγκης, προσωρινή ή μόνιμη, τι σημασία μπορούσε να έχει; Για τα άλλα παιδιά πολύ μικρή. Για τον Ρασιήτ, όμως, που ένιωθε ξεριζωμένος και πετάμενος στη νέα κατάσταση, που καθόλου δεν τον ευχαριστούσε, είχε μεγάλη σημασία. Ήθελε την ελευθερία του χωριού, την αίθουσα του σχολείου με το ψηλό ταβάνι και τα μεγάλα παράθυρα που άφηναν να χύνεται στην αίθουσα όλο το φως του ουρανού.
Στο διάλειμμα δεν τους άφησαν να βγουν έξω από την τάξη. Υπήρχε ακόμα κίνδυνος και οι ακροβολιστές από την άλλη πλευρά δεν έλεγαν να ησυχάσουν. Όλα τα παιδιά ήταν φοβισμένα, όπως ήταν και η δασκάλα, που μάταια πήγε να μιλήσει λίγο μαζί τους. Κάποιος είπε ότι το σπίτι τους γκρεμίστηκε από το βλήμα ενός όλμου, άλλος μίλησε για τους νεκρούς, που τους μάζεψαν στο στρατόπεδο, τους ετοίμασαν και, τιμητικά, τους έθαψαν στην αυλή του τζαμιού.
Τον άκουε ο Ρασιήτ και σκεφτόταν και τον δικό του θείο, τον Μουσταφά τον Γιωρκατζίογλου. Κι αυτόν εκεί τον έθαψαν. Όπως ταιριάζει στους ήρωες. Ένας μορφασμός πίκρας απλώθηκε στο πρόσωπό του. Ήρωας! Και ο Οσκάν θα τον έκλαιγε, όπως έκλαιγε και τον αδερφό του τον Οζτεμίρ. Κι αυτός θαμμένος σαν ήρωας σ’ ένα άλλο κοιμητήριο, στην Επισκοπή της Λεμεσού. Ήρωες, ήρωες φτάνει πια, ας έχουμε και λίγους ζωντανούς!
Ένιωσε ένα χέρι στον ώμο, γύρισε. Ήταν η δασκάλα. Να κατάλαβε άραγε τον παιδεμό της ψυχής του; Άρχισε να κλαίει με αναφιλητά κι εκείνη του έδωσε μια αγκαλιά. Τα άλλα παιδιά έσκυβαν το κεφάλι. Να μη νομίζει ο συμμαθητής τους ότι τον λυπόνταν. Κι εκείνοι ήθελαν να κλαίνε. Γιατί να είναι τόσο δύσκολο για κάποιο ν’ αφήσει την ψυχή του να ξεχυθεί, να ελευθερωθεί από την καταπίεση μέσα από ένα χείμαρρο δακρύων;
Προχωρούσε ο Μάρτης, κάπου στη μέση του έπεσαν λίγες βροχές, ήρθαν όμως κι αγέρηδες δυνατοί, έκαναν πολλή ζημιά στα λίγα χαμηλά θερμοκήπια, που κάποιοι τολμηροί παραγωγοί τόλμησαν να στήσουν. Αυτή η χρονιά ήταν πολύ δύσκολη. Ο Χριστάκης ένιωθε πολύ να τον καταπιέζει η άνοιξη. Έμαθε ότι η Αναστασία πήρε προξενιά και πολύ στεναχωρήθηκε. Την είδε, όμως, στην εκκλησιά και του έριξε μια πολύ γλυκιά ματιά και πήρε τα απάνω του. Δεν μπορεί να ήταν αλήθεια. Μα και να ήταν, αυτή σίγουρα αρνήθηκε. Αυτόν αγαπούσε, δεν είχε καμιά αμφιβολία. Μα έπρεπε να της το δείξει πιο έμπρακτα. Μα πώς; Να της γράψει άραγε; Κι αν διάβαζε και κάποιος άλλος το γράμμα του; Αυτός που το έπαιζε σκληρό αντράκι να βρεθεί ότι έφτιαχνε ερωτικές επιστολές; Ρεζίλι θα γινόταν. Μετά άκουσε τη γιαγιά τη Δεσποινού να λέει ότι πραγματικά πήγαν προξενιά για την Αναστασία, μα ο πατέρας της είπε να τελειώσει πρώτα το γυμνάσιο. Αυτός που τη ζήτησε ήταν και λίγο μεγάλος της. Αυτά τα νέα τον καθησύχασαν λίγο. Του έδιναν χρόνο. Να σκεφτεί και να κάνει κάτι. Πάντα υπάρχουν λύσεις, μα χρειάζεται να τις ψάξεις.
Όμως, τόσο ερωτευμένος και η καρδιά άφηνε χώρο και για άλλα πράγματα. Πράγματα φριχτά, που τον βασάνιζαν πάρα πολύ. Και πάνω απ’ όλα εκείνο το πλιάτσικο, που είχε κάνει στου Μαυραλή. Το εξομολογήθηκε στο συμμαθητή του τον Αντρέα, τον γιο του Παπαναστάση, του ιερέα του Αγίου Θεοδώρου, της μητροπολιτικής εκκλησιάς. Γιος παπά ήταν, σίγουρα θα του έδινε μια καλή συμβουλή. Τον άκουσε εκείνος πολύ σοβαρά. Σκέφτηκε για λίγο.
Δεν ξέρω αν είναι αμαρτία, του είπε τελικά. Τη λαφυραγωγία την κάνουν οι άνθρωποι από τότε που υπάρχουν. Οι νικητές έχουν αυτό το δικαίωμα. Το έκαναν οι στρατιώτες του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το έκαναν και οι μισθοφόροι των Αθηνών, στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Αν ρωτήσουμε και την κυρία Μαρούλα Ιωαννίδου, την ιστορικό μας, αυτό θα μας πει.
Τον κοίταξε δύσπιστα. Ο Αντρέας δεν του φάνηκε ποτέ ότι ενδιέτριβε στην ιστορία. Τι του έλεγε τώρα; Ότι το πλιάτσικο είναι το πιο φυσικό πράγμα; Του το είπε και μάλιστα είχε πολλή ένταση στη φωνή του. Γύρω μαζεύτηκαν κι άλλοι συμμαθητές και παρακολουθούσαν την κουβέντα τους.
Δεν είπα ότι είναι το πιο φυσικό πράγμα, διαμαρτυρήθηκε ο Αντρέας και φάνηκε προς στιγμή να τα χάνει. Μα γρήγορα ξαναβρήκε την αυτοπεποίθησή του. Τι νόμισες, συνέχισε, ότι ο πόλεμος είναι το πιο όμορφο πράγμα; Μόνο κακία κι απανθρωπιά κι έγκλημα περιέχει.
Ο Αντρέας Πετρίδης, που παρακολουθούσε την κουβέντα, γέλασε. Πήγε κοντά στον Χριστάκη, τον κοίταξε στα μάτια και αποφάνθηκε, σαν θεσμοφοριάζουσα της αρχαίας τραγωδίας, με μια πονηρή σπίθα στο βλέμμα του.
Αν, βέβαια, πας στον μητροπολίτη μας, τον Γεννάδιο, κι εξομολογηθείς και του πεις ότι πήρες λάφυρα μετά τη μάχη, αυτός θα σου κάνει επίπληξη και θα σου βάλει και κάνονα, ένα χρόνο να μην κοινωνήσεις.
Κτύπησε το κουδούνι, διάλυσε και η συζήτηση, μα ο Χριστάκης δεν πήρε τις απαντήσεις που ήθελε. Εκείνες τις μέρες, θα ήταν λίγο μετά τις είκοσι του Μάρτη, ήρθε κι ο ξάδερφος ο Κόκος με άδεια. Δεν είχαν ησυχάσει τα πράγματα στη Λεμεσό, όπου ο Κόκος ήταν αστυνομικός, μα τον άφησαν να φύγει δυο μέρες να ξεκουραστεί και να επιστρέψει. Βρέθηκαν στην αυλή του οικογενειακού ξωκλησιού του Αρχάγγελου Μιχαήλ. Σάββατο απόγευμα, ακούστηκε και η καμπάνα του εσπερινού, όπως κουβέντιαζαν.
Ο Κόκος ήταν γιος του θείου του Παπάκωστα, κάτι θα ήξερε παραπάνω. Του εκμυστηρεύτηκε ότι πήγε στου Μαυραλή, μετά τη μάχη κι εκεί πήρε από ένα σπίτι κάποια πράγματα κι ότι ένιωθε ότι δεν έπρεπε να το είχε κάνει. Τον κοίταξε εκείνος και χαμογέλασε. Κατάλαβε πολύ καλά, τι ήθελε να του πει, μα αυτός δεν ήθελε να ανακατωθεί σε θέματα ηθικής. Σαν αστυνομικός, όμως, που ήξερε πολύ καλά το νόμο, του απάντησε περισπούδαστα:
Πάντως, η κατοχή από πολίτη, αστυνομικού ροπάλου, απαγορεύεται αυστηρά και μάλιστα ο νόμος προνοεί φυλάκιση!
Τον κοίταζε για λίγο άναυδος. Μόνο αυτό είχε να του πει ο μεγάλος ξάδερφος, σοφός κατά τα άλλα; Για ποιο νόμο του μιλούσε, όταν ο καθένας έβγαινε παγανιά και σκότωνε όποιον έβρισκε μπροστά του; Και το κράτος και ο νόμος του δεν ήταν πουθενά; Του το είπε.
Δεν ξέρω, του απάντησε ήρεμα. Δυστυχώς ζούμε σε δύσκολους καιρούς. Μα το αστυνομικό κλομπ έχει πάνω του αριθμό, ανήκει στην αστυνομία και μόνο, στην κυβέρνηση δηλαδή και μόνο ο αστυνομικός, στον οποίον έχει χρεωθεί, έχει το δικαίωμα να το κατέχει και να το χρησιμοποιεί.
Κι ενώ ο Χριστάκης κατατρυχόταν από τις μικρές του ενοχές, που ο ίδιος, βέβαια, θεωρούσε πολύ μεγάλες κι ενώ το κυπριακό είχε γίνει τρένο χωρίς οδηγό, που όλο πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, η κυβέρνηση πελαγοδρομούσε, ο Μακάριος μετατρεπόταν σε ήρωα των ηρώων, το ψωμί λιγόστευε στο τραπέζι, ο κόσμος τσακωνόταν στους καφενέδες για την πολύ μεγάλη ή λιγότερο ουσιαστική βοήθεια από την τρανή Σοβιετία, στα γυμνάσια οι μαθητές έκαναν πρόβες για την παρέλαση της εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου και της έναρξης του Αγώνα της 1ης Απριλίου.
Ο Παύλος Παυλίδης, ο γυμνασιάρχης του Α΄ Γυμνασίου, κάλεσε τους μαθητές σε κοινή προσευχή και αφού έβγαλε ένα πύρινο, εθνικό λόγο, ότι το τέρμα του Αγώνα βρισκόταν στον Παρθενώνα κι ότι και πάλι «τα όνειρα του κυπριακού ελληνισμού βρίσκονταν κοντά στην πραγμάτωσή τους» και πολλοί συγκινήθηκαν, μερικοί άφησαν δάκρυα να κυλήσουν στα μάγουλά τους, μαζί κι ο Χριστάκης, ανακοίνωσε τους σημαιοφόρους, τους παραστάτες και τους διμοιρίτες της κάθε τάξης. Για την πέμπτη τάξη τέσσερα ονόματα: Σημαιοφόρος Αριστοδήμου Βάσος του Γεωργίου, Παραστάτες Χατζηοικονόμου Ανδρέας του Ιωάννου και Ταπακούδης Χριστάκης του Χαραλάμπους, Διμοιρίτης Παπακλεοβούλου Ανδρέας του Γεωργίου.
Οι τρεις πρώτοι από τη Χλώρακα και ο τρίτος με καταγωγή του πατέρα τη Χλώρακα. Το επεσήμανε αυτό ο Χριστάκης που είχε ξαφνιαστεί να ακούσει και το δικό του όνομα, αν και έπρεπε να το περιμένει. Από μέρες είχαν κυκλοφορήσει οι φήμες.
Εκτός από το στιγμιαίο ξάφνιασμα, δεν ένιωσε τίποτα άλλο. Ούτε περηφάνια, ούτε συγκίνηση. Θα προτιμούσε να μην του έδιναν αυτή την τιμή. Ας έβαζαν τα κορίτσια. Μερικές είχαν καλούς βαθμούς όπως η Λένια η Ταλαρίδου και η Στέλλα η Ζαρπετέα. Προφανώς βρίσκονταν μερικούς πόντους πιο πίσω από τους τέσσερις επιλεγέντες. Όταν ήρθαν οι φίλοι να τον συγχαρούν, τους είπε ότι προτιμούσε την ησυχία του. Αυτό θύμωσε τον Μιχαλάκη Σαββίδη που ξέσπασε.
Σου αρέσει να κρατάς την ουρά, του φώναξε, ενώ είσαι ο πρώτος. Εμείς θα απαιτήσουμε να είσαι εσύ ο σημαιοφόρος.
Τον κοίταξε χαμογελώντας. Το ήξερε πολύ καλά ο Μιχαλάκης ότι η σειρά εξαρτιόταν από τη γενική βαθμολογία του εξαμήνου κι όσο κι αν πήγε καλά, ο Χριστάκης στα γραπτά, δεν ξεπέρασε τους άλλους.
Είναι μεγάλη τιμή, ομολόγησε, μα δεν μου πάει. Προτιμώ τα απλά πράγματα, όπως καλή ώρα τώρα να κουβεντιάζουμε μαζί όμορφα, να λέμε τα δικά μας, έχουμε τόσες έγνοιες μπροστά μας.
Εκείνος που επέμβηκε, χωρίς κανένας να το περιμένει, ήταν ο πιο ήσυχος από όλους τους συμμαθητές, ο Ευέλθων.
Είναι αλήθεια ότι εσύ, ρε Χριστάκη, έχεις πιο αθλητικό σώμα, είπε και κοίταζε χάμω σαν να ντρεπόταν. Πάει καλύτερα να κρατάς εσύ τη σημαία.
Ο Ευέλθων ήταν ο αντίπαλος του Χριστάκη σε αγώνες ταχύτητας, 100 και 200 μέτρα. Ήταν ο πρώτος σε κάθε αναμέτρηση στα 200 και το πρωτείο στα 100 εναλλασσόταν μεταξύ τους. Όμως το αριστείο δινόταν με τον γενικό βαθμό. Του το είπε κι εκείνος γελώντας, παρατήρησε:
Είναι γι’ αυτό που εγώ δεν θα είμαι ποτέ σημαιοφόρος, ούτε παραστάτης. Ούτε κι ο Άθως, που είναι ο καλύτερος ποδοσφαιριστής του ΑΠΟΠ.
Όλοι γέλασαν, πιο πολύ ο Άθως Χαραλαμπίδης, που κτύπησε δυνατά στην πλάτη τον συμμαθητή του και του είπε:
Καλύτερα, που εμείς έχουμε πιο καλά πόδια παρά μυαλό.
Τις επόμενες τρεις μέρες έκαναν πρόβες για την παρέλαση. Λες και ο καιρός ήταν εναντίον τους, έκανε ζέστη, ο ήλιος έκαιε σαν να ήταν Ιούνιος. Ο Χαμπιαουρίδης, ο γυμναστής τους, κρατούσε ένα σκούρο μαντήλι και δεν προλάβαινε να σκουπίζει τον ιδρώτα από το πρόσωπό του. Είχε μαθευτεί ότι αρραβωνιάστηκε με την κόρη της Θεοδώρας, της υποδιευθύντριας και όλοι γελούσαν γιατί κατάφερε να χάσει την ελευθερία που του επέτρεπε να φλερτάρει με όλα τα κορίτσια του σχολείου.
Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση Γεώργιου Παπαντρέου, στερεωνόταν στην εξουσία. Ακούγονταν σημεία και θαύματα με τους υπουργούς του, τον Κωστόπουλο και τον Γαρουφαλιά και όλοι μιλούσαν για την επιστροφή στην Κύπρο του θρυλικού αρχηγού της ΕΟΚΑ, στρατηγού Γεωργίου Γρίβα Διγενή. Με αυτά μεγάλωνε κι ο ενθουσιασμός ότι ο αγώνας του κυπριακού ελληνισμού για την ένωση αναθερμαινόταν.
Απόγευμα, 24 του Μάρτη, βιαζόταν ο Χριστάκης να τελειώσει τις δουλειές του για να πάει στον εσπερινό, μεγάλη γιορτή του Ευαγγελισμού, πάντα πήγαινε στον εσπερινό. Ειδικά εκείνη τη μέρα, που τη θεωρούσε σημαδιακή, είχε αποφασίσει να ζητήσει από τον παπά Κώστα να τον εξομολογήσει μόλις τέλειωνε η ακολουθία. Σκληρή απόφαση μα δεν πήγαινε άλλο. Δεν θα στεκόταν δίπλα στη σημαία, την επομένη, με τέτοιο βάρος κι αναντρωσύνη στη συνείδησή του.
Ήρθε ο Νίκος. Είχε τελειώσει το γυμνάσιο, έψαχνε για δουλειά, είχε πολλές μέρες να τον δει. Δεν κάθισαν, τα είπαν στο πόδι.
Ακούστηκε ότι θα πάει νόμος στη βουλή για να κάνουμε στρατό, είπε κάποια στιγμή ο Νίκος.
Μα έχουμε στρατό. Κυπριακό στρατό, σύμφωνα με το σύνταγμα, παρατήρησε ο Χριστάκης παραξενεμένος.
Τώρα θα είναι για όλους, εξήγησε ο Νίκος. Όλοι θα κάνουν τη θητεία τους, θα έχουμε τον δικό μας στρατό.
Το σκεφτόταν με πολλή συγκίνηση ο Χριστάκης. Φανταζόταν τον εαυτό του με τη στρατιωτική στολή, να υπηρετεί την πατρίδα. Να εκπαιδεύεται, να κάνει στρατιωτικές ασκήσεις και, αν χρειαστεί, να ρίχνεται στη μάχη με την καθοδήγηση των αξιωματικών του. Δίπλα οι φίλοι και οι συμμαθητές του κι αυτοί ντυμένοι στο χακί, με κράνη κι εφ’ όπλου λόγχη. Σαν εκείνους τους αξεπέραστους ήρωες του Ιερού Λόχου του Αλέξανδρου Υψηλάντη στο Δραγατσάνι.
Και στη σκέψη του φάνταζε μεγάλος εχθρός η Τουρκία. Αυτούς θ’ αντιμετώπιζε ο στρατός της Κύπρου. Φαντάροι ευσταλείς, νέοι ωραίοι, εμφορούμενοι με τα εθνικά ιδανικά, εγγύηση της ακεραιότητας της μικρής πατρίδας, να κάνουν, με καμάρι, παρελάσεις, να χειροκροτούν τα πλήθη στο πέρασμά τους. Στη νεανική του κουφιοκεφαλιά δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η Τουρκία δεν ήταν δυνατόν ν’ αντιμετωπιστεί με μερικές χιλιάδες, αμούστακα ακόμα, Kυπριόπουλα. Αυτό είχαν να το σκεφτούν άλλοι. Η ηγεσία της Κύπρου και της Ελλάδας. Οι Έλληνες της Κύπρου ήταν ενωμένοι, όσο ποτέ προηγουμένως και περίμεναν το ίδιο ενωμένοι να είναι και οι ηγέτες τους. Μόνο που ο Τούρκος πρωθυπουργός, ο Ινονού, είχε ήδη προφητέψει «οι Έλληνες θα βρουν τρόπο να μας λύσουν το πρόβλημα», εννοώντας ότι πού θα πήγαινε, οι Έλληνες θα τσακώνονταν μεταξύ τους, όπως γίνεται πάντα.
Ο Νίκος και ο Χριστάκης, εκείνο το απόγευμα, ένιωθαν την ιερή, εθνική συγκίνηση, δυο νέων. Ήταν έτοιμοι να δώσουν και τη ζωή τους αν χρειαζόταν. Στη σκέψη τους δεν χωρούσε κακό μάντεμα.
Ο εσπερινός ήταν κατανυκτικός. Η εκκλησιά γεμάτη, βροντερή και πανηγυρική η φωνή του παπά Κώστα, άνοιξαν και τα μεγάφωνα, έφτανε η ψαλμουδιά και στην τελευταία γωνιά του χωριού. Στεκόταν ο Χριστάκης στη συνηθισμένη του θέση και προσευχόταν με όλη τη δύναμη της ψυχής του. Παρακαλούσε τον Θεό να του συγχωρέσει την κάθε ανομία κι αμάρτημα, παρακαλούσε και την Παναγία να μεσιτεύσει κι Αυτή για να συγχωρεθεί. Την Αναστασία δεν την αναζήτησε. Μπορεί κι αυτή να ήταν στην εκκλησία, μπορεί κι όχι. Την απόδιωχνε ακόμα κι από τη σκέψη του. Αυτή ήταν η βραδιά της ειλικρινούς μετάνοιας. Ο έρωτας μπορούσε να περιμένει.
Ευλογήθηκε ο άρτος, ο οίνος και το έλαιον. Ψάλθηκε, με μεγαλοπρέπεια το «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού». Άδειασε η εκκλησία από το εκκλησίασμα. Αυτή ήταν η ώρα. Πήγε να δειλιάσει, άρχισε να το σκέφτεται ξανά. Τι θα έλεγε στον σεπτό ιερέα; Αμάρτησα, πήρα λάφυρα, πλιατσικολόγησα; Πήρα ένα αστυνομικό ματσούκι; Ματσούκι; Και οι δεκατέσσερις λίρες; Ποιανού φτωχού ο ιδρώτας; Ενός από εκείνους, ίσως, που είδε πεσμένους, νεκρούς, στο βαθούλωμα της γης, πίσω από τα σπίτια, στου Μαυραλή; Δεν τον σκοτώσαμε μόνο! Απλώσαμε και χέρι αμαρτωλό στον ιδρώτα του! Μια δεύτερη φωνή πολεμούσε με δύναμη την απόφασή του. Τι κι αν τα πήρες; Αν δεν ήσουν εσύ, κάποιος άλλος θα ήταν. Το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο. Ή μήπως νόμισες ότι θα έμεναν εκεί; Αν ήταν εκείνοι στη θέση σου θα δίσταζαν να τα πάρουν; Άλλωστε τα ήθελαν και τα έπαθαν!
Το τελευταίο του έφερε θυμό. Εκείνοι οι έξι Τούρκοι, που είδε νεκρούς, ο ένας φορούσε ένα σακάκι σαν εκείνο που και ο πατέρας του φορούσε στις μεγάλες του φτώχειες, εκείνοι οι έξι Τούρκοι αποφάσισαν να κάνουν πόλεμο με τους Έλληνες; Τους ρώτησαν καν; Καλά ερωτήματα, μα δεν χρειάζονταν απάντηση. Τα θύματα ρωτούνται πάντα τελευταία. Αν ερωτηθούν καθόλου.
Είδε τον παπά Κώστα, πίσω από την Αγία Τράπεζα, ν’ αλλάζει τα επίσημα του άμφια. Ο καλός του άγγελος τον έσπρωξε, δεν υπήρχε πια πίσω. Εκείνη τη στιγμή είδε και την Αναστασία. Στεκόταν λίγο πιο αριστερά του και τον κοιτούσε. Ένα μικρό χαμόγελο άνθισε στα χείλη της όταν κατάλαβε ότι την αντιλήφθηκε επί τέλους. Σ’ όλο τον εσπερινό αποζητούσε τη ματιά του και να που τώρα την καταδεχόταν. Δεν της ανταπόδωσε το χαμόγελο, μα στο βλέμμα του αντικαθρεφτίστηκε όλη του η αγάπη. Η καρδιά του βρόντησε, ήθελε να μείνει εκεί να την κοιτάζει και να αφήνει την ψυχή του να λιώνει από έρωτα.
Μα ο καλός του άγγελος τον κούνησε ξανά, να συνέλθει. Είδε τον παπά Κώστα έτοιμο να βγει από το ιερό, άφησε την Αναστασία κι έτρεξε προς το μέρος του. Στάθηκε μπροστά του με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος.
Θέλω να μ’ εξομολογήσεις, ψιθύρισε και η ταραχή του δεν κρυβόταν.
Τον κοίταξε ο ιερέας παραξενεμένος και το πρόσωπό του έλαμψε με το φωτερό χαμόγελό του, αυτό που ο Χριστάκης πάντοτε λάτρευε και θαύμαζε.
Αυτή δεν είναι ώρα εξομολόγησης, του παρατήρησε χωρίς θυμό, πολύ απλά, πολύ ήρεμα. Κι εγώ βιάζομαι γιατί είναι η γιορτή για την επέτειο, στην ΠΕΚ και δεν γίνεται να πάω καθυστερημένος.
Μα θα πάρει μόνο δυο λεπτά, τόλμησε ν’ αντιτείνει ο Χριστάκης.
Σκοτείνιασε το πρόσωπο του παπά, τι ήταν τόσο σοβαρό για να μην μπορεί να περιμένει μέχρι να ξημερώσει; Επέστρεψε στο ιερό και του έγνεψε να τον ακολουθήσει. Έβαλε το πετραχήλι, έσκυψε ο Χριστάκης και το ένιωσε πάνω από το κεφάλι του.
Η εξομολόγηση δεν είναι υπόθεση δυο λεπτών, του έλεγε, είναι μυστήριο ιερό και μεγάλο.
Και άρχισε με μια σύντομη ευχή που ενστάλαξε στη ψυχή του νέου μια παράξενη ανακούφιση και ταυτόχρονα τον ενθάρρυνε.
Και τώρα πες το αμάρτημά σου κι ο Θεός θα σου δώσει συγχώρεση μέσα και από τη δική μου προσευχή.
Του είπε. Έκλεψα ξένη περιουσία, πήρα λάφυρα, πλιατσικολόγησα. Ένιωθε ότι δεν είχε καμιά σημασία τι και πόσα πήρε. Η πράξη και μόνο μετρούσε. Ο Λευίτης είχε πολύ καλά πληροφορηθεί για τη μεγάλη λεηλασία των τουρκικών καταστημάτων, συστηματική κι επίσημη σε κάποιες περιπτώσεις. Και την είχε κακίσει και δημόσια. Ήξερε και για το μεγάλο «αμάρτημα» του Χριστάκη. Του είχε ήδη μιλήσει ο Κόκος για την κουβέντα που έκαμε μαζί του.
Τον ρώτησε τι πήρε και του είπε. Ένιωθε συντριβή στη ομολογία του και, στη μεγάλη καλοσύνη του, ο ιερέας κατάλαβε ότι αποζητούσε την τιμωρία του λυτρωμού. Του διάβασε την ευχή.
Ένα μήνα δεν θα κοινωνήσεις, του έβαλε κάνονα.
Έκανε το σημείο του σταυρού πάνω από το κεφάλι του και τον ευλόγησε.
Πήγαινε, του είπε. Και να μη το ξανακάνεις.
Έφυγε, νιώθοντας μεγάλη ψυχική ανακούφιση. Ήταν ανάλαφρος και πίστευε ακράδαντα ότι κι ο Θεός τον είχε συγχωρέσει. Τον προβλημάτιζε, όμως, τι έπρεπε να κάνει με τα λάφυρα που είχε πάρει. Ήταν ένα βάρος που ποτέ δεν κατάφερε να βρει λύση.
Μπήκε στον σύλλογο της ΠΕΚ. Δεν την είχε εγκαταλείψει, αν και σύχναζε πιο πολύ στον Ακρίτα. Ήταν το οίκημα από όπου ξεκινούσε κάθε πράξη τον καιρό του Αγώνα και περνούσε την πόρτα του, πάντοτε, με δέος. Είδε μπροστά του την Αναστασία, γύρισε εκείνη ελαφρά το πρόσωπο και τον κοίταξε. Είδε το πρόσωπό του που έλαμπε και ήταν σίγουρη ότι ήταν από τον έρωτα που της είχε.
Κι ενώ ο Χριστάκης καθόταν και παρακολουθούσε το δράμα που παρουσίαζε μια ομάδα νέων, με επικεφαλής τον ξάδερφο Αντρέα, «Η έξοδος του Μεσολογγίου» ήταν ο τίτλος, ξαφνικά του ήρθε η σκέψη για τον ένα μήνα που ο Παπάκωστας του έβαλε κάνονα. Γιατί ένα μήνα; Μα γιατί θα μπορούσε έτσι να κοινωνήσει το Πάσχα, όπως έκανε πάντα. Το Πάσχα θα ήταν στις 3 του Μάη. Α, αυτή δεν ήταν τιμωρία, αυτό ήταν χάϊδεμα. Μα θα τη δεχόταν με χαρά, γιατί θεωρούσε τη Θεία Κοινωνία την πιο σωτήρια πράξη για τον κάθε Χριστιανό. Παρ’ όλο που πίστευε ότι άξιζε πολύ πιο αυστηρής τιμωρίας.
Παρέλαση για την 25η Μαρτίου, παρέλαση και για την 1η του Απρίλη, με υπερηφάνεια και βαρεμάρα πήρε μέρος ο Χριστάκης, αγόρασε και μια φωτογραφία που τον έδειχνε δίπλα στη σημαία. Οι φωτογράφοι της πόλης, ο Χαρίτος και ο Γέρος, έβγαζαν πολλές φωτογραφίες και τις πουλούσαν στους μαθητές, ένα σελίνι τη μια, να βγάλουν κι αυτοί τη ζήση τους. Οι μέρες που ακολούθησαν, μέχρι το Πάσχα, ήταν βαρετές, δεν κυλούσαν. Η νιότη, ο έρωτας, η φύση που ξαναγεννιόταν, πολύ λίγο επηρέαζαν τα βαριά αισθήματα. Το μεγαλύτερο βάσανό του ήταν η εξεύρεση της τελευταίας δόσης για τα δίδακτρα του σχολείου. Κι αυτό δεν έκανε καλό στο ηθικό του. Ο πατέρας του δεν μπορούσε να βοηθήσει. Το χειρότερο, δεν ήταν εκεί, κοντά του, να του δώσει έστω λίγη συμπαράσταση. Κι όχι μόνο αυτό, του παράγγειλε και καινούρια φορεσιά κι έπρεπε να περνά από το ραφτάδικο του Μιχαλάκη Ομήρου για να του κάνει πρόβες. Τον ενοχλούσε, την ώρα που κινδύνευε να μείνει χωρίς απολυτήριο γυμνασίου, να ράβεται και μάλιστα σε ακριβό και καλό ράφτη. Όταν, όμως, παράλαβε έτοιμη τη φορεσιά, το Σάββατο του Λαζάρου και τη δοκίμασε την Κυριακή της Ελιάς στην εκκλησία, του άρεσε. Ένα γλυκό καφετί, εγγλέζικο κασμίρι, ραμμένο με προσοχή και φροντίδα, τον ομόρφυνε, τον έκανε άντρα, όπως είπε και η Στέλλα, που στάθηκε και τον καμάρωνε. Πήγε στην εκκλησιά κορδωτός και γεμάτος φιλαρέσκεια. Μα η Αναστασία δεν πήγε. Αυτή την Κυριακή βρήκε για να μην πάει; Του κακοφάνηκε και τον κυρίευσε ξανά η ανοιξιάτικη απαισιοδοξία.
Με την καινούρια του φορεσιά πήγε στο καφενείο του παππού του Κώστα, μίλησε για λίγο και με τη γιαγιά, άκουσε και τις συζητήσεις. Όλοι μιλούσαν με μια έντονη και φανερή απογοήτευση για την αδυναμία της κυβέρνησης ν’ αντιμετωπίσει τις καταστάσεις. Πήγαιναν και πιο πέρα, κατηγορούσαν τον πρωθυπουργό της Ελλάδας, τον Γεώργιο Παπαντρέου, ότι δεν υποστήριζε όσο έπρεπε τον Μακάριο, καταριόνταν τους φιλότουρκους Αμερικανούς κι Εγγλέζους. Δεν συμμεριζόταν, ο ίδιος, τέτοιες απόψεις και τον εκνεύριζαν. Ένιωθε ότι μια αόρατη δύναμη καθοδηγούσε τις πεποιθήσεις και τις σκέψεις του κόσμου. Ένιωθε άσχημα πιο πολύ όταν όλοι τα έβαζαν με τον Παπαντρέου. Ένας μήνας στην κυβέρνηση, τι ήθελαν λοιπόν; Να κάνει και πόλεμο με την Τουρκία; Προς τι; Πίστευε ακράδαντα ότι δεν μπορούσε η νέα ελληνική κυβέρνηση, παρά να σταθεί δίπλα στην Κύπρο και να τη βοηθήσει, ακόμα και με πόλεμο αν χρειαζόταν. Όπως όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις. Είχε παράπονο που ο Καραμανλής πίεσε τον Μακάριο, το ’59, να δεχτεί τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, που δεν οδηγούσαν στην ένωση με την Ελλάδα. Μα αυτό ήταν ένα παράπονο που όλοι το εξέφραζαν. Τώρα, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Η Τουρκία απειλούσε με επέμβαση και καμιά ελληνική κυβέρνηση δεν θα έμενε απαθής αν πραγματοποιούσε την απειλή της.
Έφυγε και πήγε δίπλα, στον Ακρίτα. Εκεί οι πιο πολλοί ήταν νέοι, μα κι αυτοί τα ίδια συζητούσαν. Βρήκε τους φίλους του, τον Αντρίκο, τον Μακάριο και τον Αντρέα τον Χουβαρντά.
Μόλις που έχασες τη συζήτηση, του είπε ο Αντρίκος μόλις τον είδε. Όλοι λένε ότι η Τουρκία δεν μπορεί να επέμβει. Δεν θα την αφήσουν οι Ρώσοι.
Χαμογέλασε ειρωνικά ο Χριστάκης. Τι ήταν αυτό που τους έπιασε όλους;
Από πού κι ως πού θα υποστήριζε την Κύπρο η Ρωσία; το είπε και προχώρησε και λίγο παραπάνω. Η Τουρκία θα έρθει, ούτε η Ρωσία, ούτε η Αμερική θα την εμποδίσουν. Μόνοι μας θα είμαστε, για τούτο πρέπει να πάρουμε τα μέτρα μας και να είμαστε έτοιμοι. Κάτι πήγε να ανακατέψει τον στρατηγό Μακρυγιάννη, μα ο Αντρίκος τον πρόλαβε.
Στη συζήτηση ήταν κι ο πατέρας σου. Αυτά που λες εσύ, είπε κι εκείνος. Λέει ότι η Τουρκία θα επέμβει οπωσδήποτε και το πιο δυνατό μας όπλο είναι να προλάβουμε. Είπε ότι μόνο οι Αμερικανοί μπορούν να την εμποδίσουν, κανένας άλλος. Αλλά, επειδή εμείς δεν ξέρουμε τι μας γίνεται, οι Τούρκοι θα έρθουν και κανένας δεν θα τους εμποδίσει.
Δεν είναι σίγουρο ότι η Τουρκία θα επέμβει, πήγε να πει ο Αντρέας ο Χουβαρντάς.
Ο Χαμπής, ο πατέρας του Χριστάκη, είναι σίγουρος ότι οι Τούρκοι θα κτυπήσουν, επέμενε ο Αντρίκος, ανασηκώνοντας τους ώμους όπως έκανε πάντα όταν πείσμωνε. Μόνο αυτός, έλεγε, πριν από λίγο, ότι η Τουρκία θα επέμβει. Ότι είπε και προηγουμένως βγήκε αληθινό. Τον άκουσα που έλεγε, πριν από κανένα μήνα ότι θα υποχρεωθούμε να κτυπήσουμε στου Μαυραλή. Όταν σκότωσαν τον Σιέπη, τον πετρολαδά. Όταν μας έκοψαν, ουσιαστικά, το δρόμο προς το Κτήμα. Και να που κτυπήσαμε στου Μαυραλή και σκοτώθηκε τόσος κόσμος.
Στου Μαυραλή κτυπήσαμε γιατί έγιναν οι μάχες στο Κτήμα, μετά που μας κτύπησαν οι Τούρκοι, επέμβηκε ο Μακάριος.
Κι αυτό το πρόβλεψε ο Χαμπής, επέμενε ο Αντρίκος. Εγώ τον άκουσα με τα ίδια μου τα αφτιά να το λέει. Οι Τούρκοι θα κτυπήσουν στην αγορά αν επιστρέψουμε εκεί και, μάλιστα, θα μας πιάσουν στον ύπνο. Αυτό έλεγε καμιά βδομάδα πριν από τα γεγονότα. Κι ό,τι είπε συνέβηκε.
Έμειναν όλοι, για λίγο σκεφτικοί. Είχαν στο μεταξύ μαζευτεί κι άλλοι γύρω τους και παρακολουθούσαν τη συζήτηση.
Να δεις που θα έρθουν, θα μας κάνουν ζάφτι κι εμείς θα ρίχνουμε την ευθύνη ο ένας στον άλλο και όλοι μαζί στους ξένους.
Μιλούσε ο Αντρίκος, διαλέγοντας τις λέξεις μία-μία. Η φωνή του είχε χρώμα, αλλά έμοιαζε και σαν να προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του σε κάτι που πολύ θα ήθελε να αποφεύγει ακόμα και να το συζητά.
Πολλά πράγματα γίνονταν γρήγορα και κρυφά εκείνες τις μέρες. Η Μεγάλη Βδομάδα, με τις διακοπές, τις κατανυκτικές ακολουθίες των παθών του Χριστού και τις προεργασίες για τη Λαμπρή, την πιο μεγάλη γιορτή των Χριστιανών, δεν ήταν αρκετά για να ξεστρατίσουν τους φόβους και τις ανησυχίες του κόσμου. Τα νέα που έρχονταν από παντού δεν ήταν καλά. Ο Χριστάκης άλλαξε την εφημερίδα, που διάβαζε συνήθως, την Ελευθερία. Τώρα διάβαζε τη Μάχη. Ένιωθε ότι χρειαζόταν τις υπερβολές της κι ας ήταν επιφυλακτικός. Η εφημερίδα αναφερόταν στον Κωστόπουλο και τον Γαρουφαλιά, τους υπουργούς του Παπαντρέου, και στον Γρίβα-Διγενή, σε επισκέψεις αγωνιστών της ΕΟΚΑ στην Αθήνα κι ένα σωρό άλλα πράγματα για να καθοδηγήσει συμπεράσματα ότι γίνονταν έντονες, εθνικές διεργασίες για την Κύπρο. Αθήνα και Λευκωσία συμφωνούν και συντονίζονται στον μεγάλο αγώνα της σωτηρίας του νησιού, έγραφε.
Την Μεγάλη Πέμπτη, ήρθε κι ένα γράμμα, λίγο καθυστερημένο, από τον φίλο του τον Χρήστο Νάντζιο από τον Αλμυρό Βόλου. Πανηγύριζε τη νίκη του Παπαντρέου και κατηγορούσε τον Καραμανλή και τη δεξιά, που έχασαν. Πολύ βαριές κουβέντες. Οι Έλληνες αδελφοί, σκέφτηκε διαβάζοντας τις πέντε πυκνογραμμένες σελίδες, αυτούς που τη μια μέρα ανεβάζουν με τυμπανοκρουσίες στην εξουσία, τους ρίχνουν στα τάρταρα την επομένη. Τους καταποντίζουν. Κι όχι μόνο. Τους ψάλλουν τα εξ αμάξης. Και γίνονται λαλίστατοι, εκεί που εκατό χρόνια σιωπούσαν.
Απάντησε στο γράμμα του Χρήστου το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, 2 του Μάη 1964. Του γέμισε κι αυτός πέντε πυκνογραμμένες σελίδες. Για την κατάσταση στην Κύπρο. Τους φόβους και τις ανησυχίες. Και την έλλειψη εμπιστοσύνης του κόσμου προς τους φυσικούς του συμμάχους. Και κατέληξε ότι τη νέα ελληνική κυβέρνηση θα την έκρινε από τη στάση της στο κυπριακό και μόνο. Για τα άλλα δεν του έπεφτε λόγος μιας κι ακόμα δεν είχε δικαίωμα ψήφου στην Ελλάδα. Όποια κυβέρνηση και νάταν, αρκεί να ήταν μια πραγματικά «ελληνική» κυβέρνηση. Μια κυβέρνηση όλων των Ελλήνων.
Και το τρένο του Ελληνισμού πορευόταν μεταξύ των συγκρούσεων στην Κύπρο. Τούρκοι κι Έλληνες ν’ αλληλοσκοτώνονται πιο πολύ για να εκδικηθούν, παρά γιατί υπήρχε κάποιο σχέδιο. Μιας Τουρκίας που όλο απειλούσε και μιας Ελλάδας που στη δεδομένη στιγμή έφτιαχνε κυβερνήσεις με βάση ιδεοληψίες, πιο πολύ παρά ένα εθνικό πρόγραμμα. Αν το τρένο είχε προορισμό, ένα μακρινό, έστω, σταθμό στις παρυφές του δάσους του αγνώστου, δεν ήξερε κανένας. Ίσως και κανένας να μη νοιαζόταν.
Οι νοικοκυρές άρχιζαν τα ζυμώματα για το Πάσχα από τη Μεγάλη Πέμπτη. Μοσχομύρισαν οι αυλές και τα στενά δρομάκια και τα άδεια αλώνια ακόμα. Άδεια ήταν πια τα αλώνια αφού ο θερισμός είχε πια μηχανοποιηθεί και οι τεράστιες, θεριστικές μηχανές αντικατέστησαν τα βόδια και τη δουκάνη. Δεν ήταν, βέβαια, άδεια κι από παιδιά που συναντιόνταν, έτρεχαν, έπαιζαν και οι φωνές τους γέμιζαν χαρούμενες και ζωηρές τις γειτονιές. Την Πέμπτη ζυμώνονταν τα ψωμιά και τα κουλούρια, με μαστίχα, κανέλα και σουσάμι. Κι ετοιμαζόταν η φυσική, από φυτικές ρίζες, βαφή που θα έβαφαν τα κόκκινα αυγά το Μεγάλο Σάββατο.
Η πιο μεγάλη μέρα της Αγίας εβδομάδας ήταν η Παρασκευή. Οι νοικοκυρές έφτιαχναν τη σάλτζα για τις φλαούνες, με αυγά, κατσικίσιο και πρόβειο τυρί και μπαχαρικά και δυόσμο και κανναβούρι και σταφίδες, για όσους τους άρεσαν. Και προζύμι για να φουσκώσει η σάλτζα. Οι φλαούνες θα φτιάχνονταν το μεσημέρι του Σαββάτου και θα ψήνονταν στον κοινό φούρνο της γειτονιάς.
Το Σάββατο, σφαζόταν, σε μια γωνιά της αυλής - κανένας δεν απαγόρευε στα παιδιά να παρακολουθήσουν - και το ρίφι ή το αρνί για το ψητό του Πάσχα. Θα έμπαινε σ’ ένα καθαρό κοφίνι, σκεπασμένο με ρούχο και θα κρεμμόταν από ένα παλούκι στον τοίχο, για να μην κινδυνεύει από την επίθεση των μυγών και την Κυριακή, πρωί-πρωί, θα ετοιμαζόταν με μπαχαρικά και πατάτες και θα πήγαινε κι αυτό να ψηθεί στον φούρνο της γειτονιάς.
Ο Χριστάκης τιμούσε ιδιαίτερα την Μεγάλη Παρασκευή. Ήξερε όλα τα τροπάρια και τα έψαλλε από το πρωί. Μόνος βέβαια, θα προτιμούσε να μην τον άκουε κανένας. Εκεί που έκανε τις δουλειές του, άφηνε τη φωνή του να γεμίζει τους μικρούς, προσωπικούς του χώρους. Πιο πολύ του άρεσε ο επιτάφιος θρήνος. Τους τον είχε διδάξει εκείνος ο καλός του δάσκαλος, ο Σταύρος Μανώλης, στην έκτη τάξη του δημοτικού. Ήξερε όλους τους στίχους και τους έψαλλε από τη μεγάλη Δευτέρα. Εκείνη την Παρασκευή, τα κορίτσια είχαν πάει να στολίσουν τον Επιτάφιο, τα αγόρια έπαιζαν στο αλώνι με άλλα ξαδέρφια, άφησε ελεύθερη τη φωνή του να γεμίσει τη μικρή κουζίνα. Στο χέρι κρατούσε τον Φτωχούλη του Θεού, του Νίκου Καζαντζάκη. Του τον δάνεισε ένας συμμαθητής του. Αι γενεαί πάσαι ύμνον στην ταφή σου… δεν είχε δυνατή φωνή, μα ήταν γλυκιά. Σαν του παππού του Λεωνή, σκεφτόταν. Τη φωνή του άλλου παππού, του Κώστα, δεν μπορούσε ούτε να την πλησιάσει. Εκείνος είχε, όχι μόνο όμορφη φωνή, μα και δυνατή και καθαρή σαν κρυστάλλινο νερό που κατρακυλά στους βράχους.
Αφοσιωμένος στη ψαλμουδιά, δεν πήρε είδηση τον πατέρα του, που επέστρεψε από το καφενείο. Τον άκουσε να ψάλλει και αθόρυβα μπήκε και κάθισε στο διπλανό δωμάτιο και τον άκουγε με ευχαρίστηση. Συνέχισε έτσι να ψάλλει για αρκετή ώρα. Έφτασε ουσιαστικά στο τέλος του επιτάφιου θρήνου, σταμάτησε και βγήκε από την κουζίνα. Μόλις τότε είδε τον πατέρα του κι έμεινε να τον κοιτάζει μάλλον αμήχανα.
Θα είσαι στη χορωδία απόψε; τον ρώτησε εκείνος και ήταν πολύ σοβαρός.
Χωρίς να το σκεφτεί, καλά-καλά του απάντησε με μισό ναι. Θα ήθελε να ήταν, μα αυτό δεν είχε ξαναγίνει στη Χλώρακα, από τότε, την πρώτη και μοναδική φορά που το οργάνωσε ο δάσκαλός τους, με τη χορωδία του δημοτικού.
Μα αφού είπε ότι θα ήταν στη χορωδία που θα έψαλλε τον επιτάφιο θρήνο, κατάφερε το βράδυ να στέκεται δίπλα στον στολισμένο επιτάφιο και να σιγοψιθυρίζει τους ύμνους που τόσο του άρεσαν. Η εκκλησία ήταν ασφυκτικά γεμάτη, γεμάτη ήταν και η αυλή. Τέλειωσαν οι ύμνοι, υπήρχε κατάνυξη και συγκίνηση πολλή, άρχισε να προσκυνά ο κόσμος τον σταυρωμένο Χριστό.
Αποτραβήχτηκε λιγάκι, ο Χριστάκης, δεν βιαζόταν να προσκυνήσει. Από τη θέση που βρισκόταν, έβλεπε όλους να περνούν από μπροστά του για να προσκυνήσουν. Έτσι πλησίασε και η Αναστασία. Δεν τον κοίταζε, είχε τα μάτια χαμηλωμένα, μα ήταν βέβαιος ότι εκείνον σκεφτόταν. Η καρδιά του κτυπούσε σαν ταμπούρλο, νόμιζε ότι όλοι την άκουγαν. Την ακολούθησε, προσκύνησε εκεί ακριβώς που προσκύνησε κι εκείνη, πήρε το λουλούδι που του έδωσε ο Παπάκωστας και του φίλησε το χέρι. Ήταν ευτυχισμένος, νόμιζε ότι πετούσε στον ουρανό.
Το Σάββατο, πολύ πρωί, πήγε στην εκκλησία, όπως έκανε κάθε χρόνο. Στην πρώτη Ανάσταση. Είδε τα μαύρα πέπλα να πέφτουν από τις εικόνες, κτύπησαν οι σκάμνοι, κατά το έθιμο και η βροντερή φωνή του Παπά Κώστα γέμισε την εκκλησιά. Ανάστα ο Θεός… Κοινώνησε, ένιωσε ανάλαφρος και καθαρός, είχε τελειώσει ο κάνονας που του είχε βάλει ο Παπά Κώστας.
Επιστρέφοντας στο σπίτι, ο πατέρας του ήταν εκεί, δεν είχε φύγει ακόμα. Τα είπαν για λίγο. Ο Χαμπής πολύ λίγο έμενε με τα παιδιά του, που ένιωθαν την έλλειψή του και ο Χριστάκης, μέσα στις τόσες αρνήσεις της εφηβείας, τον προτιμούσε όσο πιο πολύ γινόταν μακριά του. Αν ήταν γιατί έτσι συνήθισε ή αν ήταν η αναμενομένη αντιπαράθεση πατέρα-γιού, που έφταιγε γι’ αυτό, δεν μπορούσε να ξέρει, δεν το σκεφτόταν καν, ένιωθε όμως μεγάλη ενοχή. Αλλά εκείνο το πρωινό ένιωσε όμορφα που κουβέντιασαν και είπαν πολλά, για το σχολείο, τις επιδόσεις του, ακόμα και τους καθηγητές του. Λίγα είπαν και για την πολιτική κατάσταση και τους σχεδιασμούς στο κυπριακό και την απόφαση των κυβερνήσεων Αθήνας και Λευκωσίας για ενίσχυση της άμυνας της Κύπρου.
Η κουβέντα χάλασε όταν τον ρώτησε αν έψαλλε στον επιτάφιο. Τι να του απαντούσε τώρα; Του είχε πει την προηγούμενη ότι θα μετείχε στη χορωδία. Μα ούτε χορωδία υπήρχε, ούτε κι έψαλλε, φυσικά. Απόφυγε να του απαντήσει, μα ο πατέρας του επέμενε. Έτσι, σηκώθηκε κι έφυγε γιατί, χωρίς κανένα λόγο, ντρεπόταν να διαψεύσει τον εαυτό του. Μια φορά που κάτσαμε να τα πούμε, σκεφτόταν όλη μέρα, εγώ σηκώθηκα και τον άφησα να μιλά μόνος του.
Τα μεσάνυκτα, στον Καλό Λόγο, δεν έλειπε κανένας. Ήταν ακόμα κι ο Χαμπής, που ποτέ δεν πήγαινε στην εκκλησία. Τα παιδιά τον έπεισαν να είναι μαζί τους. Μα ο κυριότερος λόγος ήταν γιατί δεν κρατούσε έστω και μια λίρα στην τσέπη για να την παίξει στα χαρτιά, στην Ελληνική Λέσχη. Και μια τέτοια βραδιά το κουμάρι ήταν στις δόξες του. Η Στασού το ήξερε πολύ καλά αυτό, μα δεν υπήρχε κανένας λόγος να το ξέρουν και τα παιδιά. Μετά τις μάχες στο Κτήμα που πήρε κι εκείνος μέρος, τον ένταξαν επίσημα στις τάξεις των αγωνιστών και τώρα είχε καινούριους φίλους. Πολλοί φανατικοί κουμαρπάζηδες για να φτιάχνει μαζί τους παρτίδες πόκερ. Πολύ σκληρού πόκερ. Μέχρι εξόντωσης.
Το απόγευμα της Κυριακής, το χωριό γιόρταζε. Ο κόσμος μαζευόταν στην πλατεία, κάθονταν στα καφενεία, άντρες, γυναίκες, παιδιά, γίνονταν παιγνίδια, συτζιά, ζίζιρος, σκατούλιακα, λιγκρί. Γίνονταν κι αγώνες στίβου. Τρέξιμο, άλματα, ρίξεις, λιθάρι και κουλλές ακόμα κι ακόντιο και διελκυστίνδα. Σ’ ένα χωράφι, δίπλα στην πλατεία, σ’ ένα από τα χωράφια που δεν το είχαν σπείρει. Και το 1964, κανένα από τα γύρω χωράφια δεν είχε σπαρθεί.
Ο Χριστάκης, τρελά ερωτευμένος, ένιωθε ότι εκείνη η μέρα της Ανάστασης, ήταν όλη δική του. Έβαλε το νέο του κοστούμι. Ο Μιχαλάκης Ομήρου του το είχε ράψει πολύ όμορφα. Η μητέρα του είπε ότι το καφέ χρώμα του πήγαινε πάρα πολύ, δεν έβλεπε την ώρα να κυκλοφορήσει και να το παίξει κοκόρι. Όλα τα κορίτσια θα ήταν στην πλατεία, όμορφες κοπέλες, χαμηλοβλεπούσες, με καρδιά ζεστή να λιώνει για τον έρωτα. Και η Αναστασία, σίγουρα. Μαζί με τις φίλες της. Να τους είχε άραγε εξομολογηθεί τον έρωτά της; Να τους είχε προβάλει την κυριότητά της για να προσέχουν στη δική τους επιλογή; Μην απλώσετε χέρι, αυτός είναι δικός μου;
Έχουμε όμορφα κορίτσια; τον ρώτησε περιπαιχτικά ο Χαμπής, που δεν είχε ακόμα σηκωθεί από το τραπέζι.
Μα η Στασού του έριξε μια αυστηρή ματιά και του έκανε παρατήρηση.
Μη του βάζεις κι εσύ στο μυαλό ιδέες, του είπε. Είναι πολύ μικρός ακόμα.
Μα ήξερε, η Στασού ότι δεν ήταν καθόλου μικρός, ήταν έφηβος, η καρδιά τον κυβερνούσε, κανένας δεν γλυτώνει, κανένας δεν μπορεί να πάει κόντρα όταν η καρδιά διατάζει. Και ήταν κι εκείνη ευτυχισμένη, να βλέπει τα παιδιά να μεγαλώνουν και να μπαίνουν στη ζωή. Να είχαμε, μόνο και ειρήνη, σκέφτηκε κι αναστέναξε. Μα κανένας δεν πρόσεξε τον αναστεναγμό της.
Ήρθε και η θεία η Μαρούλα. Η πιο μικρή αδερφή του Χαμπή, ελεύθερη ακόμα, την είχαν σαν αναπόσπαστο μέρος της συντροφιάς μιας και ήταν και κοντά στην ηλικία τους. Έφερε και μια ανθοδέσμη από κόκκινα και ροζ τριαντάφυλλα για τη νύφη της. Από τις δικές της τριανταφυλλιές. Ο παππούς ο Κώστας, της είχε κτίσει ήδη το σπίτι, μέρος της προίκας της κι εκείνη το φρόντιζε με πολλή αγάπη. Την πιο μεγάλη περιποίηση την έδινε στις τριανταφυλλιές, που φύτεψε μπροστά από το σπίτι στο πρόσωπο του δρόμου. Τις καμάρωνε και τις παινευόταν. Φίλησε τη Στασού, της ευχήθηκε και της έδωσε τα τριαντάφυλλα. Κράτησε, όμως, ένα μπουμπούκι, που μόλις που έσκαζαν κατακόκκινα πέταλα.
Ξεκίνησαν σε λίγο για την πλατεία, μαζί η θεία, η Στέλλα, ο Κωστάκης και ο Χριστάκης. Οι πιο μικροί θ’ ακολουθούσαν μαζί με τη μαμά. Ήταν χαρούμενοι, η μέρα ήταν πραγματικά μεγάλη, γεμάτος ο δρόμος με κόσμο και χαρούμενες φωνές, από παιδιά και μεγάλους. Μια νεραντζιά, έξω από την παράγκα της Αμαλίας σκόρπιζε την ευωδιά της κι έκανε αισθητή την παρουσία της.
Η νεραντζιά φύτρωνε κυριολεκτικά μέσα στη ξερολιθιά, που χώριζε την αυλή από το δρόμο. Στεκόταν σε μια άκρη ο Δημήτρης, ο δάσκαλος, γιος της Αμαλίας, κωφός, άνεργος. Τον είχαν σταματήσει από τη δουλειά λόγω της κώφωσης. Παρακολουθούσε την κίνηση, φαινόταν κι εκείνος να μετέχει, με τον δικό του τρόπο, στη χαρά της μέρας. Λένε ότι η χειρότερη αναπηρία είναι η κώφωση γιατί επηρεάζει άσχημα την επικοινωνία του ανθρώπου με τους ανθρώπους. Μα ο Δημήτρης ζούσε στη δική του εσωτερική ευτυχία κι ας τον νόμιζαν όλοι πολύ δυστυχισμένο. Η μάνα του, η Αμαλία βρισκόταν στο στρώμα, σε πολύ άσχημη κατάσταση, πολύ γριά, έπεσε κι έσπασε και τη λεκάνη της, κοντά ήταν στο τέλος. Αυτός έμενε να την περιποιείται και να της προσφέρει, με υποδειγματική υπομονή, κάθε φροντίδα που χρειαζόταν στα ύστερα και τα κακά της.
Κοντοστάθηκε ο Χριστάκης και τον χαιρέτησε κι εκείνος ανταπόδωσε μ’ ένα ελαφρό κούνημα του κεφαλιού του. Και μετά γύρισε και μπήκε μέσα. Ο Χριστάκης έμεινε να κοιτάζει την ολάνθιστη νεραντζιά που ποτέ δεν φοβόταν την ανομβρία. Κανένας δεν της έδωσε καμιά φορά λίγο νερό κι όμως έμενε εκεί, σε πείσμα του καιρού και κάθε Απριλομάη γέμιζε τη γειτονιά με το μεθυστικό της άρωμα. Κι όμως ήταν ένα δέντρο ταπεινό, είχε διπλό κορμό, ο ένας κουφαλιασμένος και μισοξεραμένος. Κι αυτή, σαν τους ενοίκους της φτωχικής, αντισεισμικής παράγκας, ένα δωμάτιο όλο κι όλο, κρατιόταν από μια πέτσα στη ζωή και πρόσφερε το μήνυμα της υπομονής της. Ο Χριστάκης δεν συνειδητοποιούσε ακριβώς τι θαύμαζε σ’ αυτή την αυλή, την ανοικτή στο δρόμο, σ’ αυτούς τους ανθρώπους με τη θαυμαστή υπομονή, σ’ αυτό το χθαμαλό σπίτι, σ’ αυτή την νεραντζιά που μόλις κρατιόταν στη ζωή.
Ένιωσε το άγγιγμα της θείας Μαρούλας στον αγκώνα. Γύρισε και την είδε να του προσφέρει το μπουμπούκι, που είχε κρατήσει.
Βάλε το στο πέτο, του είπε. Πολύ όμορφα θα πηγαίνει με τη φορεσιά σου.
Μπα, παρατήρησε η Στέλλα μ’ ένα πονηρό γελάκι. Σιγά που θα βάλει τριαντάφυλλο στο πέτο. Πάω στοίχημα ότι ντρέπεται!
Χαμογέλασε ο Χριστάκης και κοίταξε σοβαρά τη μικρότερή του αδερφή. Την αγαπούσε πάρα πολύ, συνταυτίζονταν πλήρως οι σκέψεις και τα αισθήματά τους. Ήξερε γιατί είπε την κουβέντα. Για να τον πικάρει και να τον κάνει να τολμήσει. Και τα κατάφερε. Χαμογέλασε με αυτοπεποίθηση, είχε ήδη νικήσει τη ντροπαλότητά του με την πίεση της Στέλλας. Πήρε το μπουμπούκι, έκοψε λίγο από τον μίσχο και το πέρασε στο πέτο. Οι άλλοι γέλασαν δυνατά και τον πείραξαν. Παραδέχτηκαν, όμως, ότι πολύ του πήγαινε, τον έκαναν εντυπωσιακό.
Και τώρα, τα κορίτσια μόνο εμάς θα κοιτάνε, είπε η θεία Μαρούλα και μάταια προσπάθησε να κρατήσει το σοβαρό της.
Δεν θα κοιτάζουν εμάς, είπε ο Κωστάκης με παράπονο. Αυτόν θα κοιτάζουν!
Έβαλε ένα δυνατό χάχανο κι έτρεξε ν’ απομακρυνθεί, μήπως ο μεγάλος του αδερφός άπλωνε το χέρι και του άστραφτε καμιά καρπαζιά.
Το γιορτινό τριήμερο πέρασε γρήγορα, όπως και οι διακοπές του Πάσχα. Άνοιξαν και τα σχολεία κι επέστρεψαν τα παιδιά. Στις 11 του Μάη. Είχαν δουλειά πολλή, οι καθηγητές έκαναν τις τελευταίες εξετάσεις για να δώσουν βαθμούς, άλλοι με ένα πρόχειρο γραπτό, άλλοι με προφορική εξέταση. Είχαν να προετοιμαστούν και για τις εξετάσεις, τις τελικές του χρόνου, που θα περιλάμβαναν την ύλη όλης της χρονιάς κι ας τις έλεγαν εξετάσεις δευτέρου εξαμήνου. Κυκλοφόρησε και μια φήμη ότι δεν θα επιτρεπόταν να καθίσουν στις εξετάσεις όσοι δεν είχαν πληρώσει πλήρως τα δίδακτρα. Ο Χριστάκης, όπως και η Στέλλα και ο Κωστάκης, ανησυχούσαν πάρα πολύ γιατί είχαν απλήρωτη την τελευταία δόση. Το χειρότερο, δεν ήξεραν και πού να τα βρουν. Ποια πόρτα να κτυπήσουν, μιας και ο πατέρας ήταν χωρίς δουλειά και τελείως απένταρος. Απόφευγαν, βέβαια, να συζητούν το θέμα γιατί αυτό πολύ θα στεναχωρούσε τη μητέρα τους, αλλά οι ίδιοι ζούσαν την απόγνωση και την αγωνία της διακοπής της φοίτησής τους στο γυμνάσιο.
Εγώ θα γίνω κτίστης, είπε ο Κωστάκης εκείνο το βράδυ και διάκοψε το διάβασμά του περίλυπος.
Κι εγώ ράφταινα, πρόσθεσε η Στέλλα με απόγνωση.
Ο Χριστάκης, που τους άκουσε, ένιωσε μια κλωτσιά στο στομάχι και την άλλη μέρα, πρωί-πρωί, πριν φύγει για το σχολείο, μετά που σχοίνισε τις κατσίκες, μπήκε στο εκκλησάκι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και προσευχήθηκε στον Άγιό του, να τους βοηθήσει.
Άρχισαν ξανά τα μαθήματα, γέμισε και πάλι νεανικές φωνές η αυλή του σχολείου, δέχτηκαν οι τάξεις μαθητές και καθηγητές στη μεγάλη προσπάθεια της μάθησης. Μπουλούκια- μπουλούκια οι μαθητές συζητούσαν για τα μαθήματα, τα τελευταία γραπτά που θα έδιναν τις επόμενες μέρες, μιας και οι τελικές εξετάσεις ήταν πολύ κοντά. Πολλοί συζητούσαν και για τα δίδακτρα, που πολύ λίγοι είχαν να τα πληρώσουν. Στον αέρα πλανιόταν και κάποια ανησυχία. Μάης μήνας, αυτή η χρονιά μόνο καλή δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί. Κάποιοι έλεγαν ότι οι καθηγητές θα ήταν πιο αυστηροί και οι εξετάσεις πολύ σκληρές. Υπήρχαν οδηγίες, έλεγαν, η βαθμολογία να είναι χωρίς χάρες, ότι πολλοί θα έμεναν μετεξεταστέοι, πολλοί και στην ίδια τάξη. Ο Χριστάκης απόφευγε τέτοιες συζητήσεις. Πολύ τον ενοχλούσε η σκέψη, ένας μαθητής της πέμπτης τάξης να δέχεται την καταπίεση και την «ντροπή» ότι δεν πέρασε στην επόμενη τάξη ή ότι χρειάστηκε να ξαναδοκιμάσει τον Σεπτέμβρη τα μαθήματα που δεν πέρασε τον Ιούνιο. Πολλοί θα υποχρεώνονταν έτσι να εγκαταλείψουν χωρίς απολυτήριο. Από την άλλη πίστευε ότι ο γυμνασιάρχης τους, ο Παύλος Παυλίδης, θα έβρισκε τρόπο να μην αποβληθεί κανένας μαθητής για τα δίδακτρα, ότι θα παρενέβαινε και στη βαθμολόγηση ακόμα, αν χρειαζόταν. Αυστηρός εκπαιδευτικός, ακραίος πολλές φορές σε θέματα τάξης και πειθαρχίας, ήταν ταυτόχρονα και γεμάτος αγάπη για τους μαθητές και δεν έχανε ευκαιρία να εκφράζει αυτή του την αγάπη, προ παντός σε παιδιά που έρχονταν από χωριά, όπου οι συνθήκες ήταν ιδιαίτερα δύσκολες και τα οικονομικά προβλήματα ανυπέρβλητα. Δεν ήταν δυνατό αυτός ο καλός εκπαιδευτικός να δεχτεί την τιμωρία εκείνων που δεν έφταιγαν για τη φτώχεια τους, που ασφαλώς επηρέαζε και την απόδοσή τους. Από την άλλη, όμως, και το σχολείο δεν είχε άλλους πόρους για να λειτουργήσει. Ήταν τα δίδακτρα και μόνον. Η κυβέρνηση, δική μας ή ξένη τι σημασία είχε, μεριμνούσε και ετύρβαζε περί πολλών, αλλά όχι και για την παιδεία. Σκεφτόταν ο σεβάσμιος εκπαιδευτικός. Το μόνο που κάνουν στη Λευκωσία, επέκτεινε λιγάκι τη σκέψη του, είναι το ένα λάθος μετά το άλλο, προ παντός στο εθνικό θέμα.
Ένα θέμα που συζητήθηκε στο μεγάλο διάλειμμα, μεταξύ των μαθητών, αρκετά έντονα, ήταν η αντιπαράθεση μεταξύ των καθηγητών, που εκδηλώθηκε στον σύλλογο των καθηγητών, λίγο πριν κλείσει τo σχολείο για τις διακοπές του Πάσχα. Στην τελευταία συνεδρία του καθηγητικού συλλόγου, οι καθηγητές τσακώθηκαν, έβρισαν ο ένας τον άλλο με βαριές κουβέντες, έφτασαν να κάνουν καβγά και να πετούν καρέκλες. Σίγουρα υπήρχε μεγάλη υπερβολή στις περιγραφές, μα όλοι οι μαθητές σχολίαζαν και ήταν επικριτικοί. Δεν έλειπαν και τα κουτσομπολιά. Οι αρχηγοί της αντιπαράθεσης ήταν από τη μια ο Γλαύκος Αντωνιάδης, ο μαθηματικός, κι από την άλλη τα δίδυμα αδέρφια Γιάννης και Χάρης Λοϊζίδης και οι δυο φιλόλογοι. Είναι γεγονός ότι οι φιλόλογοι θεωρούνταν η κορωνίδα στη γυμνασιακή εκπαίδευση και οι φιλόλογοι πολύ επαίρονταν για τη μόρφωσή τους, την πιο ελληνική, όπως έλεγαν. Ενώ οι άλλοι, μαθηματικοί, φυσικοί, χημικοί, βιολόγοι, απλώς κατείχαν και μετέδιδαν ξερή γνώση. Έτσι έλεγαν.
Οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι ο Γιάννης Λοϊζίδης επιτέθηκε στον Γλαύκο Αντωνιάδη με πολύ βαριούς και προσβλητικούς χαρακτηρισμούς κι εκείνος αντεπιτέθηκε βίαια. Και οι άλλοι χωρίστηκαν στα δυο. Ο Χριστάκης πολύ στενοχωρήθηκε μ’ ένα τέτοιο νέο, που σίγουρα θα ξεσπούσε στο τέλος σε βάρος των μαθητών. Ο Γλαύκος Αντωνιάδης ήταν ο μαθηματικός του για τρία χρόνια τώρα και τον εκτιμούσε πάρα πολύ. Και τον τιμούσε. Άλλωστε τα μαθηματικά, όπως και τα ελληνικά, του άρεσαν πάρα πολύ. Ο Χάρης Λοϊζίδης τους έκανε ψυχολογία, που πολύ λίγο την καταλάβαινε. Τι να σου κάνουν όμως, δυο διδακτικές περίοδοι τη βδομάδα; Και μάγος να ήταν ο καθηγητής, πολύ λίγα μπορούσε να προσφέρει. Ο Γιάννης Λοϊζίδης ήταν ο φιλόλογος με τη μεγάλη φήμη, που όλοι ήθελαν να τους διδάσκει. Τους είχε κάνει μάθημα για λίγο καιρό, στην τρίτη τάξη και τον είχε θαυμάσει για τη μεθοδολογία του και την προσεκτική προσέγγιση. Τους είχε διδάξει την Αλεξάνδρου Ανάβαση του Αρριανού και πολύ τον είχε θαυμάσει. Δυστυχώς μεταφέρθηκαν μετά στο Κλεώπειον κι άλλαξαν καθηγητή. Κι εκείνος καλός ήταν, βέβαια, αλλά δεν ήταν σαν τον Γιάννη Λοϊζίδη.
Τώρα, γιατί τρεις νέοι άνθρωποι, τρεις καθηγητές, άξιοι κάθε θετικής αναφοράς, τσακώνονταν μεταξύ τους και για ποιο πράγμα, κανένας δεν είπε. Αυτή τούτη η πράξη ήταν άξια αναφοράς κι όχι τι την προκάλεσε. Αυτό ήταν στα αισθήματα και την κρίση των μαθητών, που το συζητούσαν.
Την τελευταία περίοδο είχαν αγγλικά. Ήρθε ο Αντρέας Γεωργιάδης στην τάξη, πήγε και κάθισε στο πρώτο θρανίο, πάνω στην πλάτη του θρανίου. Πρώτη μέρα, μετά τις διακοπές, τελευταία περίοδος μιας κοπιαστικής μέρας, ποιος είχε όρεξη να κάνει μάθημα; Ο καθηγητής, κουρασμένος, βαριεστημένος, σχεδόν θυμωμένος, είπε ότι άλλαξε το αυτοκίνητό του και το είχε μετανιώσει. Πήρε ένα από αυτά τα νέα αυτοκίνητα, τα ψεύτικα. Είχε δει πριν από λίγο το παλιό του αυτοκίνητο, να κυκλοφορεί στον δρόμο, φτιαγμένο, φρεσκοβαμμένο, καινούριο το έκαναν, και τώρα στενοχωριόταν πάρα πολύ, να είχε τέτοιο αυτοκίνητο και να το δώσει. Και να πάρει στη θέση του την ψευτολογία. Έτσι είναι, σκέφτηκε ο Χριστάκης. Πάντοτε για μερικές πράξεις μας θα μετανιώνουμε. Χωρίς να ξέρουμε, χωρίς να καταλαβαίνουμε το γιατί. Τώρα, γιατί ο κύριος Γεωργιάδης μας λέει αυτά τα πράγματα, γιατί μοιράζεται μαζί μας αισθήματα, που δεν αξίζει καν τον κόπο κάποιος να τα έχει, δεν μπορώ να καταλάβω. Δυσανασχέτησε, όπως κι άλλοι μαζί του, μα κανένας δεν είπε τίποτα. Αλλά και το μάθημα που ακολούθησε, έγινε ανιαρό και χωρίς ενδιαφέρον.
Η είδηση ήρθε όταν βγήκαν από την τάξη για να σχολάσουν. Κουρασμένοι και ζαλισμένοι, μέσα σε μια παράξενη ένταση που ο καθηγητής τους είχε δημιουργήσει, άθελά του, ασφαλώς, μα αυτό πολύ λίγο άλλαζε τα πράγματα. Ήταν σαν βόμβα που εξερράγη στη μέση της αγοράς.
Οι Τούρκοι σκότωσαν δυο Έλληνες αξιωματικούς κι ένα Κύπριο αστυνομικό. Οι μαθητές δεν έφυγαν. Ούτε οι καθηγητές. Μαζεμένοι στο μπροστινό προαύλιο, μπροστά στις δωρικές κολώνες που στήριζαν το μέτωπο της εισόδου του γυμνασίου, στη στενή αυλή και την πλατειά σκάλα, που ανέβαινε από τον δρόμο, αγόρια και κορίτσια, βουβάθηκαν από το φοβερό νέο. Ίσως γιατί οι τελευταίες βδομάδες πέρασαν χωρίς σημαντικά επεισόδια και συγκρούσεις με τους Τούρκους, ίσως γιατί πολλοί ξένοι έπεσαν με τα μούτρα να βρουν μια λύση στο κυπριακό, όλα δημιούργησαν ένα ψεύτικο αίσθημα ασφάλειας, ο κόσμος περίμενε το καλύτερο. Μα να που όλα ήταν ψεύτικα κι επιφανειακά. Οι Τούρκοι ήταν εκεί. Σαν τους κακούς δαίμονες. Να προκαλούν, να μη δέχονται τίποτα. Να σκοτώνουν σε κάθε ευκαιρία. Και τώρα Έλληνες αξιωματικούς! Αυτά σκέφτονταν όλοι κι ο Χριστάκης. Εκδίκηση! Εκδίκηση τώρα!
Τρεις Έλληνες αξιωματικοί της ΕΛΔΥΚ μπήκαν στον τουρκικό τομέα Αμμοχώστου, με αυτοκίνητο που οδηγούσε κύπριος αστυνομικός, ο Κωστάκης Παντελίδης. Τους σταμάτησαν οι Τούρκοι, τους κατέβασαν από το αυτοκίνητο και τους θέρισαν με αυτόματο όπλο. Τόσο απλά, ένα από τα πολλά επεισόδια εκείνων των ημερών. Ο Ερυθρός Σταυρός, παράλαβε σε λίγο νεκρούς του Έλληνες αξιωματικούς Δημήτρη Πούλιο και Βασίλη Καποτά και τον Κύπριο αστυνομικό και σοβαρά τραυματισμένο τον τρίτο Έλληνα αξιωματικό Παναγιώτη Ταρσούλη και τους μετάφεραν στο νοσοκομείο Αμμοχώστου.
Ακολούθησε όργιο αίματος από τους Έλληνες. Τ’ απόμερα χωράφια του Παραλιμνιού γέμισαν με τις γοερές κραυγές του τρόμου, των αθώων Τούρκων, μεταξύ τους και γυναίκες και παιδιά, που εκτελέστηκαν για λόγους αντεκδίκησης. Σκάφτηκαν μαζικοί τάφοι με εκσκαφείς, που κάλυψαν το φρικτό έγκλημα. Που όλοι, μυστικά, καταδίκασαν, μα κανείς δεν ξεσηκώθηκε να βροντοφωνάξει φτάνει πια. Δημόσια και με θάρρος. Το έγκλημα σφραγίστηκε, έτσι κι έγινε έγκλημα ολονών.
Τα παιδιά του Α΄ Γυμνασίου Πάφου ποτέ δεν θα μάθαιναν αυτή τη λεπτομέρεια. Ξεσηκώθηκαν ενάντια στην ψυχρή εκτέλεση των εξ Ελλάδος αξιωματικών, μα κανείς δεν θα μπορούσε ν’ απαντήσει αν θα δέχονταν και τα μέτρα αντεκδίκησης. Άλλωστε είχαν ήδη διδαχτεί για τους Τρώες εφήβους, που ο μεγάλος τους ήρωας, ο Αχιλλέας, αιχμαλώτισε στη μεγάλη του αντεπίθεση, μετά το θάνατο του Πατρόκλου, και τους θυσίασε στον τύμβο του φίλου του. Ο θάνατος είναι μέρος του άθλιου παιγνιδιού, κανένας δεν μπορεί να το αρνηθεί αυτό. Κι εκείνος ο νεαρός Τούρκος, που γονάτισε κι έκλαιε γοερά και ζητούσε να μην τον σκοτώσουν, σε τίποτε δεν έφταιγε. Και η μάνα του, που τον έσφιγγε στην αγκαλιά της κι άφηνε τα δάκρυα ποταμό να χύνονται και παρακαλούσε κι εκείνη σκοτώστε εμένα μα χαριστείτε στο παιδί μου. Είναι τόσο νέος! Καμιά χάρη. Και οι δυο πήγαν αγκαλιασμένοι και αγκαλιασμένους τους σκέπασε η μάνα γη. Η μάνα γη της Κύπρου. Η μάνα ολονών.
Την άλλη μέρα, ήρθε η είδηση ότι οι μαθητές του Παγκυπρίου, στη Λευκωσία, κατέβηκαν στους δρόμους και διαδήλωναν εναντίον των Τούρκων για την έκνομη πράξη τους. Τους ακολούθησαν και τα άλλα σχολεία της πρωτεύουσας και των άλλων επαρχιών. Δεν ήταν δυνατό και η Πάφος να μην ακολουθήσει.
Τέθηκε το θέμα, όλοι βροντοφώναξαν ναι, πάμε για διαδήλωση. Ο Χριστάκης ήταν επιφυλακτικός. Είπε ότι τους ήρωες δεν τους τιμούμε με το να χάνουμε μαθήματα και μάλιστα όταν οι εξετάσεις ήταν τόσο κοντά κι έπρεπε να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια να προετοιμαστούν. Κάποιος του μίλησε με υπονοούμενο, δεν τον έλαβε υπόψη και διαβεβαίωσε ότι αν αυτό ήταν απόφαση της πλειοψηφίας, θ’ ακολουθούσε κι ας διαφωνούσε.
Κατέβηκαν στο ημιυπόγειο αμφιθέατρο κι άρχισαν να ετοιμάζουν τα πανό και τα πίκετς. Έστειλαν και μήνυμα στο Β΄ Γυμνάσιο και το Λιασίδειο. Θα έπαιρναν κι εκείνοι μέρος. Στήνονταν οι διαδικασίες, συμπληρωνόταν ο σχεδιασμός. Ήταν αλήθεια ήταν άπειροι, δεν είχαν ξανακάνει κάτι τέτοιο, μα ο ένας συμπλήρωνε τον άλλο, τα πράγματα προχωρούσαν. Όμως απείχαν οι τελειόφοιτοι. Τους κάκιζαν, κάποιος είπε ότι ήταν που δεν έκαναν εκείνοι την πρώτη σκέψη. Εκείνοι μπήκαν στις τάξεις κι έκαναν μάθημα.
Στεκόταν, ο Χριστάκης, μόλις μέσα στο αμφιθέατρο, στο πλατύσκαλο, δίπλα από την είσοδο και παρακολουθούσε. Στο νου του ήρθαν χρόνια παλιά, αρχαία του φάνταζαν πια, τότε, στο δημοτικό, στον αγώνα της ΕΟΚΑ, εννιάχρονος στην τρίτη τάξη, που πλημμύριζαν με τις φωνές τους, τους δρόμους της Χλώρακας και φώναζαν Ε... Ε... Ένωση. Ρυθμικά, δυνατά και δάκρυζαν και μαζί τους όλος ο κόσμος που πετιόταν στον δρόμο και τους χειροκροτούσε. Μα τώρα γιατί να κάνουν το ίδιο; Η κυβέρνηση ήταν δική τους, από αυτήν εξαρτιόνταν όλα. Ας έκανε και την ένωση. Τι εξυπηρετούσε να φωνάζουν εναντίον μιας πράξης των Τουρκοκυπρίων; Εκτός που θα έχαναν τα μαθήματα και μετά θα έτρεχαν να προλάβουν το λεωφορείο;
Είχε δέσει τα χέρια στο στήθος και παρακολουθούσε. Του άρεσε ο ενθουσιασμός των συμμαθητών του κι ας διαφωνούσε. Αυτά τα παιδιά είχαν πολλή πίστη μέσα τους και ήταν έτοιμα να δώσουν ό,τι πιο πολύτιμο διέθεταν για την πατρίδα. Το μόνο που τον ενοχλούσε ήταν μήπως αυτός ο ενθουσιασμός οδηγούσε στο φανατισμό και τη μισαλλοδοξία. Και στο μίσος!
Είδε τον γυμνασιάρχη να μπαίνει. Το δυνατό φως της μέρας από πίσω του, δυνάμωνε τις γραμμές του. Ήταν θυμωμένος, οργισμένος καλύτερα. Η φωνή του ακούστηκε, δυνατή όπως πάντα, σκέτη καμπάνα ασυγκράτητης οργής.
Τι κάνετε εδώ, εν ώρα μαθήματος;
Ερώτηση απόλυτα ρητορική κι έκφραση διαφωνίας και σίγουρη απειλή της επερχόμενης, αυστηρής τιμωρίας.
Θα κάνουμε διαδήλωση, κύριε. Δεν θα μας σκοτώνουν οι Τούρκοι κι εμείς να το δεχόμαστε αδιαμαρτύρητα, σαν αρνιά.
Ήταν ο Μιχαλάκης Ευσταθίου, συμμαθητής του Χριστάκη, ο πιο ήσυχος, ίσως, από όλους τους συμμαθητές του, επιμελής και καλός μαθητής και αγαπητός από όλους, ήπιος, συνεπής ποτέ δεν καβγάδισε με κανένα.
Και ποιος σας καθοδηγεί; Τα μάτια του γυμνασιάρχη πετούσαν φλόγες. Νομίζετε ότι ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης, όταν έμπαινε μπροστάρης σ’ εκείνες τις μεγαλειώδεις διαδηλώσεις των μαθητών, έκανε δουλειές του κεφαλιού του;
Το Παγκύπριο στη Λευκωσία και όλα τα σχολεία, σ’ όλη τη Κύπρο, διαδηλώνουν, κύριε! αντέτεινε ο Μιχαλάκης. Εμείς θα κάνουμε αποχή;
Ο Παύλος Παυλίδης, αγωνιστής του ’31, φυλακίστηκε τότε για τη συμμετοχή του, που έβγαλε μαθητές ήρωες του ’55-59, δεν συγκρατιόταν πια. Σήκωσε το χέρι κι άστραψε δυο φούσκους στα μάγουλα του Μιχαλάκη. Ακούστηκαν τα χαστούκια σαν βροντή, ο Μιχαλάκης δεν έκανε καμιά κίνηση να τα αποφύγει. Κοίταζε αποφασιστικά τον γυμνασιάρχη, ήταν σίγουρο ότι θα δεχόταν τις συνέπειες μα δεν θα υποχωρούσε.
Ο Χριστάκης είδε τον γυμνασιάρχη να στρέφεται προς το μέρος του, ήταν βέβαιος ότι είχε σειρά κι ετοίμασε τον εαυτό του. Μα εκείνος τον κοίταξε φευγαλέα κι έφυγε μουρμουρίζοντας κάτι που δεν ήταν σίγουρος ότι το κατάλαβε. Κάτι σαν: παλιόπαιδα, πότε θα γίνετε πρώτοι κι όχι ακόλουθοι του Παγκυπρίου;
Η διαδήλωση αναβλήθηκε. Κάποιοι είπαν ότι θα τους φόρτωναν αδικαιολόγητες απουσίες, κάποιοι εισηγήθηκαν να το ξανασκεφτούν. Ήρθε και μήνυμα από το Λιασίδειο ότι δεν πρόφταιναν να ετοιμαστούν. Έτσι επέστρεψαν στις τάξεις και στο μάθημα. Μα δεν ήταν ευχαριστημένοι. Ο Χριστάκης το μίλησε για λίγο με τον Μιχαλάκη και κατάλαβε ότι το έφερε βαρέως που, ενώ εκείνος έγινε το εξιλαστήριο θύμα, οι άλλοι κιότεψαν. Το ίδιο σκέφτονταν και πολλοί άλλοι. Τη λύση την έδωσαν, ουσιαστικά, τα κορίτσια. Προς το τέλος της μέρας ήρθαν και είπαν ότι την επομένη δεν θα έμπαιναν στην τάξη. Τα πανό και τα πίκετς ήταν σχεδόν έτοιμα, χρειαζόταν μόνο το σύνθημα. Όταν θα έπαιζε το κουδούνι για την πρώτη περίοδο, θα έμπαιναν στις τάξεις, θα άφηναν τα βιβλία και θα έβγαιναν αμέσως για να οργανωθούν και να ξεχυθούν στους δρόμους για να καταδικάσουν την αποτρόπαια πράξη των Τούρκων στην Αμμόχωστο. Θα πήγαιναν μέχρι τη Μητρόπολη και θα επέστρεφαν για να ξαναμπούν στην τάξη και να συνεχίσουν τα μαθήματα. Τα αγόρια δεν είχαν τρόπο να κάνουν πίσω.
Το απόγευμα ειδοποιήθηκαν και τα άλλα σχολεία και η εκδήλωση την επομένη ήταν πολύ επιτυχημένη. Κι όταν, με απόλυτη πειθαρχία, μαθητές και μαθήτριες επέστρεψαν και ξαναμπήκαν στις τάξεις, ο Παύλος Παυλίδης, που στεκόταν όρθιος πίσω από το γραφείο του και τους παρακολουθούσε από το ανοικτό παράθυρο, αναστέναξε βαθειά. Καμάρωνε τους νέους. Όπως κι εκείνος, νέος τότε, το ’31, απαιτώντας την ένωση με την Ελλάδα, με άλλες τρεις χιλιάδες Παφίτες, έκαιαν το σπίτι του έπαρχου, τους συλλάμβαναν και τους έριχναν στη φυλακή. Και μετά, φτασμένος πια εκπαιδευτικός, το ’55-59, μετρούσε τ’ άδεια θρανία των μαθητών του, που εγκατέλειπαν τα μαθήματά τους κι έπαιρναν τα μονοπάτια των βουνών και της θυσίας, πολεμώντας για μια πανώρια κόρη. Βούρκωσαν τα μάτια, βάρυνε η καρδιά. Αχ και νάχαμε, τότε και τώρα, μουρμούρισε, ανάλογη ηγεσία!
Οι μέρες έγιναν ανιαρές και μονότονες. Αύξαναν οι ήρωες και τα θύματα και στις δυο πλευρές. Στο Μούτταλλο η απόγνωση έφτανε στο αποκορύφωμα. Πεινούσαν, δεν είχαν αρκετή σκεπή για όλους, βρίσκονταν υπό σκληρή πολιορκία. Έλληνες αστυνομικοί περιπολούσαν με τα Ηνωμένα Έθνη, δεν είχαν δεχτεί την παρουσία και Τούρκων αστυνομικών στα περίπολα, τους έκαναν να νιώθουν εξευτελισμένοι, μηδενισμένοι, νικημένοι. Το ρεύμα κοβόταν συχνά-πυκνά, το νερό που τους άφηναν δεν ήταν αρκετό να καλύψει τις ανάγκες όλων κι εκείνων που ήρθαν κι εγκλωβίστηκαν μαζί με τους κανονικούς κατοίκους. Η ηγεσία ήξερε ότι δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να κάνουν υπομονή. Δεν είχαν επιλογή αποφάσεων, είχαν μια μάζα απελπισμένων ανθρώπων. Τι να τους πουν; Ότι όφειλαν να επιμένουν; Να επιμένουν σε τι; Τα όπλα τα είχαν μαζέψει και τα παράδωσαν στους Ειρηνευτές. Αλλά και να τα είχαν, τι να τα έκαναν; Μάζεψαν κάμποσους νέους και τους έβαλαν να φτιάχνουν πλινθάρια για να φτιάξουν κι άλλες στέγες. Ο χειμώνας θα ερχόταν και πάλι, τουλάχιστον να προφυλαχτούν από το κρύο και τη βροχή. Βρήκαν κι ένα παλιό φορτηγό και κουβαλούσαν νερό, από τη μοναδική πηγή, κάτω από τα παλιά λουτρά, να καλύψουν τις ανάγκες. Μα και το νερό δεν ήταν σίγουρο ότι δεν ήταν μολυσμένο, κάτω από την πόλη ερχόταν και ούτε βενζίνη για το φορτηγό μπορούσαν να εξασφαλίσουν. Οι Έλληνες δεν έδειξαν κανένα έλεος. Φέρονταν σαν οι απόλυτοι νικητές, οι γυναίκες έκλαιγαν και τους καταριόνταν και οι νέοι φανατίζονταν ακόμα πιο πολύ κι ορκίζονταν να πάρουν εκδίκηση για τα τόσα δεινά που τους επέβαλλαν.
Ο Ρασιήτ, μετά τις μάχες του Μάρτη, αγωνιζόταν ακόμα να βρει τον εαυτό του. Η μάνα και οι αδερφές του τον αγκάλιαζαν με αγάπη, προσπαθούσαν να ξεστρατίσουν τις σκέψεις του, να τον κάνουν ξανά χαρούμενο, να δουν και πάλι λίγο χαμόγελο ν’ ανθίζει στο προσωπάκι του. Μα εκείνος θυμόταν όσα έγιναν, τις εκρήξεις, τους αλαλαγμούς, θυμόταν όσα οι μεγάλοι έλεγαν για τις ακρότητες των Ελλήνων, που σκότωναν με μαχαίρια και τσεκούρια. Θυμόταν τα κλάματα των γυναικών, τις προσευχές και την επίκληση του Θεού. Άραγε να είχαν και οι γυναίκες των Ελλήνων τον ίδιο Θεό, να προσεύχονταν κι εκείνες και να έκλαιγαν όταν πλησίαζε ο κίνδυνος;
Πήγαινε στο σχολείο, μιλούσε με τους συμμαθητές του. Ένας τοίχος τους χώριζε από τους Έλληνες. Ένας τοίχος που τον όριζε το γαλάζιο φυλάκιο των Ηνωμένων Εθνών και ο ειρηνευτής, που στεκόταν όλη μέρα, ακίνητος στο ψηλό παρατηρητήριο. Τι να σκεφτόταν άραγε κι εκείνος; Τι δουλειά έχω εγώ, να προσέχω αυτούς τους ανόητους, που η απύθμενη τρέλα τους, τους κάνει φονιάδες; Γιατί δεν ανεβαίνουν όλοι εδώ πάνω και να κοιτάξουν κάτω τα παιδιά, στη στενή αυλή, να έχουν ξεχάσει το παιγνίδι, να έχουν ξεχάσει και πως είναι παιδιά; Έτσι σκέφτεται άραγε εκείνος ο ειρηνευτής; Ή μήπως κάνει απλώς τη δουλειά του, παίρνει τον μισθό του και είναι αδιάφορος μπροστά στη δυστυχία αυτών που τον έβαλαν να προσέχει; Ψυχρός στον λογισμό, ψυχρός στις πράξεις, ψυχρός μέσα στη στολή του, που τον κάνει να ξεχωρίζει σαν σήμα. Εμένα μην μου ρίχνετε, εγώ δεν είμαι παρά μια κούκλα που δεν επιτρέπεται να με αγγίξετε, ούτε να παίξετε μαζί μου.
Παρασκευή, ακούστηκε η φωνή του χότζα. Ευτυχώς τους άφησαν το ένα τζαμί, να προσεύχεται ο κόσμος, όσοι προσεύχονταν, να παίρνουν έστω το λίγο κουράγιο, που θα τους κρατούσε. Πήγε η μητέρα στην προσευχή και γύρισε. Πολύ θα ήθελε να φτιάξει ένα γλυκό για τα παιδιά, μα πού να βρει τα υλικά; Μα, λες και ο Θεός άκουσε την προσευχή της, είδε τον Χιλμή, τον μπακάλη, μπακάλης ήταν, κοντά στην Περβόλα, μα τώρα δεν είχε πια τίποτα και το μαγαζάκι του το λεηλάτησαν και το έκαψαν, τον είδε να μπαίνει στην αυλή. Βγήκε και τον χαιρέτησε. Είδε το δεμένο του χέρι, είχε φάει μια σφαίρα στις μάχες, του έσπασε το κόκκαλο, δεν έλεγε να θρέψει, υπόφερε πάρα πολύ.
Πώς πάει το χέρι, Χιλμή; τον ρώτησε και πρόσθεσε χωρίς να περιμένει απάντηση: να κάνεις υπομονή, ο Θεός είναι μεγάλος. Θα γίνει καλά και θα δυναμώσει και πάλι. Αν μπορούσες να πας στον Αγησίλαο, τώρα θα είχε γιατρευτεί.
Ο Αγησίλαος ήταν ο πρακτικός ορθοπεδικός από τη Χλώρακα, όλοι κατέφευγαν κοντά του, Έλληνες και Τούρκοι, για να τους φτιάξει σπασμένα κόκκαλα. Αναστέναξε ο Χιλμής.
Πού να βρεις τώρα τον Αγησίλαο, είπε με πίκρα. Τώρα μας πήρε ο σατανάς, ούτε Αγησίλαος υπάρχει, ούτε τίποτα. Μόνο τρέλα…
Σιώπησε και κοίταξε δεξιά κι αριστερά, μην τον άκουγε κανένας. Στο γερό του χέρι κρατούσε μια πλαστική τσάντα. Την έδωσε στον Ρασιήτ, που είχε κι αυτός πλησιάσει.
Πήγαινε, άδειασε την και φέρε μου την πίσω, είπε. Σου έφερα λίγο χαλβά και καμιά οκά αλεύρι. Για τα παιδιά. Όσοι έχουμε λίγα, ας τα μοιράσουμε με αυτούς που δεν έχουν τίποτα. Έτσι μου είπε η Ραχμελή και με έστειλε.
Ραχμελή ήταν η γριά μάνα του. Γυναίκα δεν είχε. Καλύτερα που δεν παντρεύτηκα ποτέ, έλεγε στους φίλους του. Τουλάχιστον δεν φοβούμαι να μου σκοτώσουν κανένα παιδί. Να του φιλήσει το χέρι έμεινε, χαλβάς κι αλεύρι! Θα έφτιαχνε μπουρέκια, αυτά που είχε τόσο καιρό και να τα σκεφτεί ακόμα. Θα έφτιαχνε για τα παιδιά, θα έστελλε και μερικά στη Ραχμελή και τον Χιλμή.




ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑ

ΤΑ ΑΡΜΑΤΑ ΔΕΝ ΤΑ ΣΕΡΝΟΥΝ ΠΙΑ ΤΑ ΑΛΟΓΑ

Άφησε τη μάνα να ονειρεύεται νερό στο νοικοκυριό της, όχι το δικό της μα αυτό που την φιλοξενούσε, να ονειρεύεται το λάδι για να ψήσει τα μπουρέκια με χαλβά, που της έλειπε, ακόμα και το καθαρό πετρέλαιο για ν’ ανάψει τη μηχανή-πύραυνο ψησίματος. Όλα της έλειπαν, μα της έμενε ακόμα λίγη ελπίδα και το όνειρο δεν είχε ακόμα πεθάνει. Άφησε τη μάνα, ο Ρασιήτ και πήγε κάτω στη Βίκλα, εκεί, μπροστά από τους σχιστολιθικούς βράχους, που είχαν μαυρίσει από την υγρασία που έστελνε η κοντινή θάλασσα, ήταν ένα χωράφι με κοκκινόχωμα. Εκεί πήγε, που μάζευαν το άβαθο χώμα, το ανακάτευαν με κόντυλα, το ζύμωναν κι έφτιαχναν πλινθάρια για να κτίσουν σπίτια για τους πρόσφυγες. Σωστή σκέψη και το αποτέλεσμα γρήγορο. Τα σπίτια μέχρι τότε τα έκτιζαν με πέτρα, παντού ήταν σκορπισμένα τα πετροκοπιά, ήρθε μετά το φρικτό τσιμεντομπλόκ, που άφηνε όλη τη ζέστη του καλοκαιριού να κουλιάζει και να μένει μέσα στο σπίτι και να ξερνά κάθε ίχνος ζεστασιάς προς τα έξω τον χειμώνα. Τα τελευταία χρόνια παρουσιάστηκε το τούβλο από ψημένο πηλό κι εσωτερικά αυλάκια, πολύ καλύτερο από το τσιμεντομπλόκ, μα οι Τούρκοι στον Μούτταλλο δεν μπορούσαν να το εξασφαλίσουν. Όχι μόνο δεν είχαν τα χρήματα μα, κυρίως και γιατί οι Έλληνες επέβαλαν απόλυτο εμπάρκο σε πολλά είδη, ένα από αυτά και το τσιμέντο. Για να μη φτιάχνονται φυλάκια με μπετόν. Τα πλινθάρια στήνονταν και στερεώνονταν με πηλό, φτιαγμένο από χώμα και νερό.
Είκοσι-’κοσπέντε νέοι άντρες εργάζονταν στο πλινθοποιείον. Ενθουσιώδεις και χαρούμενοι, σαν νέοι που ήταν, ξυπόλυτοι μέσα στη λάσπη, ζύμωναν με τα πόδια κι ανακάτευαν με το άχυρο κι έριχναν μετά τον πηλό σε ξύλινα καλούπια και τον άφηναν στον ήλιο να στεγνώσει. Άλλοι ζύμωναν, άλλοι μάζευαν χώμα, άλλοι μετρούσαν το νερό. Το νερό ήταν που τους δυσκόλευε πιο πολύ. Λιγοστό, το αντλούσαν από ένα πηγάδι και το κουβαλούσαν με τενεκέδες, μα όλο φοβούνταν πότε θα στέρευε κι αυτό και τότε, θα έπρεπε να το μεταφέρουν από πιο μακριά. Αν το έβρισκαν φυσικά.
Μα οι νέοι, όλοι οι νέοι είναι χαρούμενοι από τη φύση τους. Πάντα βρίσκεται ένα, μικρό έστω, παράθυρο για να γελάσουν, να πουν τα αστεία τους, να πειράξουν ο ένας τον άλλο. Έτσι υποδέχτηκαν και τον Ρασιήτ. Με πειράγματα και γέλια. Και του έδωσαν και μια τσάπα να μαζεύει χώμα. Δεν τα κατάφερνε, η τσάπα ήταν πιο βαριά από τον ίδιο. Γρήγορα τα παράτησε και βάλθηκε να στοιβάζει πλινθάρια, που είχαν στεγνώσει. Εκεί έμεινε μέχρι το απόγευμα, που όλοι σταμάτησαν τη δουλειά και πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Έφυγαν παρέες, παρέες, είχαν να υπηρετήσουν και στα φυλάκια για λίγες ώρες. Ο Ρασιήτ περπατούσε με τον Ραματάν και τον Ιμπραήμ. Τους ήξερε γιατί έμεναν στο διπλανό σπίτι της θείας του, όπου έμενε κι εκείνος. Είχαν κι άλλα αδέρφια κι αδερφές, εκείνοι ήταν οι πιο μεγάλοι. Ο Ραματάν μόλις είχε τελειώσει το γυμνάσιο. Ο Ιμπραήμ σπούδαζε στην Τουρκία, ήρθε για τις διακοπές του καλοκαιριού, καθυστέρησε να επιστρέψει, τον πρόλαβαν τα γεγονότα, οι σπουδές έμειναν να περιμένουν. Μα αυτό δεν ήταν το χειρότερο. Στις μάχες του Μάρτη, λίγο μετά που όλα είχαν πια τελειώσει, έχασαν τον πατέρα τους. Μια σφαίρα τον βρήκε ενώ έβγαινε από το φυλάκιο. Ένα ήσυχο απόγευμα, μια σφαίρα, δεν ρίχτηκε άλλη, τον βρήκε στο κεφάλι και τον άφησε στον τόπο.
Οι δυο νέοι και το παιδί περπατούσαν σοβαροί, αναστέναξε ο Ραματάν, άπλωσε το χέρι και χάδεψε στο κεφάλι τον Ρασιήτ.
Δύσκολα τα πράγματα, μικρέ μου, είπε. Κι ακόμα έχουμε να περιμένουμε κι άλλα. Κι όλα αυτά οι ξένοι μας τα κάνουν. Κι εμείς, θύματα άσκεφτα, τα συμφέροντα άλλων εξυπηρετούμε. Κι εμείς και οι Ρωμιοί.
Παραξενεύτηκε ο Ρασιήτ να ακούσει τέτοιες κουβέντες. Γύρισε και κοίταξε τον Ιμπραήμ. Εκείνος, σαν μεγαλύτερος, θα μπορούσε να του εξηγήσει καλύτερα.
Αυτά που οι Ρωμιοί έκαναν στου Μαυραλή, ήταν φοβερά. είπε ο Ιμπραήμ και κοντοστάθηκε. Κασάπεψαν τους δικούς μας. Μα το ίδιο δεν κάναμε κι εμείς με τον Μαύρο; Ας τον σκοτώναμε με μια σφαίρα. Τι είμαστε; Κι εμείς κι εκείνοι; Άγριοι της ζούγκλας; Ακόμα και οι άγριοι δεν θα έκαναν τέτοια εγκλήματα.
Ο Ρασιήτ χανόταν, δεν μπορούσε να παρακολουθήσει την κουβέντα. Δηλαδή, αυτοί οι δυο νέοι κάκιζαν που οι Τούρκοι αντιστέκονταν στην επιθετικότητα των Ελλήνων; Κατάλαβε τον προβληματισμό του ο Ραματάν και πήρε να του εξηγήσει. Κατάλαβε την απορία του ο Ιμπραήμ και γέλασε. Ένα γέλιο ήρεμο μα και γεμάτο αγωνία και μηνύματα. Προφητικό, σαν προέκταση σ’ ένα μέλλον που ίσως να μην υπήρχε. Ξαφνικά σοβαρεύτηκε. Έπιασε το χέρι του Ρασιήτ.
Μικρέ μου Ρασιήτ, Ρασιήτ δεν σε λένε; ρώτησε κι εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Οι άγριοι σκοτώνουν για πράγματα που πολύ καλά καταλαβαίνουν, που πιστεύουν, που εξυπηρετούν. Δεν φανατίζονται, μόνο προσπαθούν να αποδείξουν την αντρειοσύνη τους. Και τον αντίπαλό τους τον εκτιμούν και τον τιμούν. Ακόμα και μετά τον θάνατό του.
Ο Ιμπραήμ σπούδαζε κοινωνιολογία, μα τώρα, ζώντας μέσα σε μια τρέλα, δεν ήταν σίγουρος αν μπορούσε να βρει μια άκρη. Ο καιρός του Ξέρξη και του Δαρείου είχε περάσει. Τι επιτέλους ήθελαν οι Ρωμιοί; Οι Τούρκοι ζούσαν μαζί τους εκατοντάδες χρόνια, γιατί ξαφνικά δεν τους ήθελαν; Γιατί τους σκότωναν, ουσιαστικά, χωρίς λόγο; Ποιος κανόνας και ποια αρχή, από όσα έμαθε, εξυπηρετούνταν με αυτή τη συμπεριφορά; Αλλά και οι δικοί του; Δεν αμύνονταν απλώς. Ήταν κι εκείνοι επιτιθέμενοι, σκότωναν κι εκείνοι, πολλές φορές, χωρίς λόγο. Γιατί;
Έφτασαν στα σπίτια, δεν ήταν, άλλωστε και μακριά από το μέρος της δουλειάς. Οι άλλοι, που πήγαιναν μπροστά, άρχιζαν να σκορπούν, να μπαίνει ο καθένας στην αυλή του. Ο Ρασιήτ παρασύρθηκε, μπήκε στην αυλή του Ραματάν και του Ιμπραήμ. Μια μικρή αδερφή, ντυμένη με τη μαύρη ποδιά του γυμνασίου, βγήκε και τους υποδέχτηκε. Μπήκε μέσα ο Ιμπραήμ, μα ο Ραματάν κοντοστάθηκε. Τράβηξε κοντά του τον Ρασιήτ και κάθισαν μαζί στο ψηλό σκαλοπάτι. Μια μαντζουράνα, πυκνή, καμαρωτή μέσα στον τενεκέ που ήταν φυτεμένη, γέμισε τον αέρα με το πλούσιο άρωμά της, με το που την άγγιξαν.
Ρασιήτ, μίλησε χαμηλόφωνα ο νέος σαν να φοβόταν μην τον ακούσουν άλλοι. Ο Ιμπραήμ είναι ιδεολόγος, διαβάζει πολύ, ενδιαφέρεται για όλα τα πράγματα. Αυτά που είπε τα πιστεύει, κι εγώ τα πιστεύω, μα πολύ σε παρακαλώ μην τα πεις πιο πέρα. Οι άνθρωποι δεν είναι όλοι οι ίδιοι. Κάποιοι είναι κακοί, αφορμή ζητούν για να βλάψουν τον άλλο.
Ο Ρασιήτ ήταν πολύ μικρός για να καταλάβει εκείνα που είχε ακούσει. Μα κάτι μέσα του τον έσπρωχνε να κοιτάζει πια και κάτω από την επιφάνεια. Η πραγματικότητα δεν ήταν πάντα εκείνο που φαινόταν. Ήταν πολύ μικρός μα η μικρή ζωή του γέμιζε από πικρία από τις σκληρές εμπειρίες. Ήταν μπερδεμένος. Και θα χρειαζόταν χρόνια για να καταλάβει το νόημα της μεγάλης κουβέντας, που ο Ιμπραήμ του είχε κάνει.
Στο σπίτι του Χαμπή τα πράγματα γίνονταν όλο και πιο άσχημα. Η οικονομική κατάσταση χειροτέρευε, όλη η οικογένεια ζούσε σε απόγνωση. Και δεν ήταν η εξαίρεση. Την ίδια ώρα άρχισαν κάποιοι, που γίνονταν όλο και πιο πολλοί, να μιλούν για την άνετη οικονομική κατάσταση των Κυπρίων και για τα εγκώμια που έπλεκαν διεθνή μέσα επικοινωνίας, αλλά και γνωστοί οργανισμοί για τις προοπτικές της οικονομίας του νησιού. Η Στασού, βέβαια, στην απλοϊκότητά της και πνιγμένη στις σκοτούρες, έξι παιδιά μεγάλωνε, με στερήσεις που μόνο ο Θεός ήξερε, η ίδια δεν έτρωγε πολλές φορές γιατί δεν περίσσευε φαγητό, δεν παρακολουθούσε ούτε τις συζητήσεις, ούτε αυτά που έγραφαν οι εφημερίδες. Δεν είχε καιρό ν’ ακούσει καν τις ειδήσεις από το ραδιόφωνο.
Ο Χαμπής δεν έβγαζε πια ούτε τα τσιγάρα του. Κατάφερε να πουλήσει δυο από τα τρία του αυτοκίνητα, που δυο χρόνια πριν εργάζονταν σε εικοσιτετράωρη βάση, με δυο μισθωμένους οδηγούς, μα πήρε τόσα λίγα, πολύ πιο κάτω από την αξία τους, που τα χρήματα που απέδωσαν χάθηκαν τόσο γρήγορα, που ήταν σαν η πράξη να μην έγινε καθόλου. Ή μάλλον αξιοποιήθηκαν κατά ένα μέρος για να φτιάξει ένα ντεπόζιτο νερού για το τρίτο αυτοκίνητο και να κουβαλά νερό για τους περβολάρηδες, που ο φτωχός χειμώνας οδήγησε τα πηγάδια τους να στεγνώσουν από τον Μάρτη. Έπαιρνε νερό από τη διάτρηση του Χριστόδουλου Τσιέλεπου, στο Κτήμα, μα την ίδια δουλειά έκαναν στη Χλώρακα άλλοι πέντε, το μερίδιο ήταν μικρό και μόλις που έβγαζε τα προσωπικά του έξοδα. Μια μικρή, οικονομική αναλαμπή, λίγο πριν το Πάσχα, δεν κράτησε παρά μερικές βδομάδες. Τώρα, έψαχνε να πουλήσει την περιουσία, τη λίγη περιουσία της Στασούς, να περάσουν, να αναπνεύσουν έστω λιγάκι, μέχρι πιο πέρα. Το χωριό χρειαζόταν δεύτερο δημοτικό. Του έκαναν πρόταση ν’ αγοράσουν την καφκάλα, δίπλα από το σπίτι. Τον Φεβράρη. Ζήτησε τρισήμιση χιλιάδες λίρες. Δεν τις είχαν, έμεινε να εκκρεμεί. Η περιουσία ήταν της Στασούς, που ούτε που την ρώτησε. Εννέα σκάλες, άγονη γη, δεν μπορούσε ν’ αξιοποιηθεί για τίποτα άλλο. Είχαν έξι παιδιά, χρειάζονταν χρήματα, δεν είχε καμιά άλλη επιλογή. Κι εκεί που τον έδερνε μαύρη απελπισία, παρουσιάστηκε η Ζήνα Κάνθερ. Ήταν η ευεργέτιδα του χωριού. Έδωσε για να ξανακτιστεί η εκκλησιά, έφτιαξε τον δρόμο προς την Αλυκή του Διγενή, έκτισε το ξωκλήσι τ’ Άη Γιώργη, έδωσε κι άλλα πολλά. Βρήκε τον Χαμπή να επανδρώνει ένα φυλάκιο στου Μαυραλή κι εκτίμησε κι επαίνεσε την προσφορά του. Της μίλησε και ο Παπάκωστας κι εκείνη έδειξε ενδιαφέρον να τον βοηθήσει.
Για τη Στασού ήταν μεγάλη χαρά και τιμή να δεχτεί στο σπίτι της, εκείνη την Κυριακή, τη μεγάλη ευεργέτιδα. Έφτιαξε και κέικ, παρ’ όλο που τα αυγά δεν της περίσσευαν και το αλεύρι το πήρε βερεσέ. Ήρθε η Κάνθερ, η μεγάλη κυρία, κάθισε ώρα πολλή, ήπιε τον καφέ της, επαίνεσε και το κέικ της Στασούς. Τα παιδιά εξαφανίστηκαν από το σπίτι, που δεν είχε αρκετές καρέκλες για να κάτσουν όλοι. Ο Χριστάκης την έβγαλε στο χαρουπώνα, γεμάτος θυμό, με τον πατέρα του, που ξεπουλούσε περιουσία, όταν ξενυκτούσε στο κουμάρι. Ήταν βέβαιος ότι κι αυτά τα λεφτά εκεί θα κατέληγαν, κάπνιζε τέσσερα πακέτα τσιγάρα και νόμιζε ότι αν φορούσε το παλιό λεκιασμένο σακάκι, από κυπριακό κασμίρι, θα εξιλεωνόταν. Το παλιό σακάκι, από κυπριακό κασμίρι. Ένιωσε το τσίμπημα στην καρδιά. Θυμήθηκε εκείνο τον Τούρκο, ένα από τους έξι που οι Έλληνες εκτέλεσαν εν ψυχρώ στου Μαυραλή. Που φορούσε το ίδιο σακάκι, είχε κάτι που έμοιαζε με τον πατέρα του. Θεέ μου, τι κάναμε! Σκέφτηκε κι αναστέναξε. Ο ψυχικός του κόσμος του ξεστράτιζε τη σκέψη. Τον έστελλε σε άλλα πράγματα, πιο οδυνηρά, ίσως, που έφερναν, όμως, την απαιτούμενη ισορροπία. Διαφορετικά θα βυθιζόταν στη μελαγχολία. Δεν ήταν ευχαριστημένος από την πολιτική του πατέρα του, που ήταν καταστροφική για όλη την οικογένεια.
Ο Χαμπής μίλησε ανοικτά στη Ζήνα Κάνθερ. Της είπε ότι δεν είχε να περάσει την οικογένειά του, ότι είχε γη για να πουλήσει. Κι εκείνη ενθουσιάστηκε. Τον επαίνεσε για την πατριωτική του προσφορά, να πηγαίνει στα φυλάκια και να προσφέρει τις υπηρεσίες του, είπε κι άλλα κολακευτικά και κατάληξε ότι προτιμούσε παραθαλάσσια γη, έτσι της είχαν υποδείξει οι οικονομικοί της σύμβουλοι, μα θα της έκανε και γη που να ήταν αρκετά κοντά στην παραλία. Και όλη η Χλώρακα ήταν πολύ κοντά στην παραλία. Και βέβαια τέλειωσε με ένα θα σου δώσω πιο πολλά κι από την αξία της γης σου, να ξέρεις, όμως, ότι οι τιμές είναι τώρα πολύ χαμηλές.
Ξανάρθε την επόμενη Κυριακή. Ο Χριστάκης έκανε ότι μπορούσε για να βγει η Στασού ασπροπρόσωπη, το ίδιο και η Στέλλα. Έσφαξαν τον μεγάλο κόκορα της αυλής, άφησαν τις κότες χωρίς μάστρο, δεν είχαν και τίποτα άλλο, έβρασαν μακαρόνια, στο ζουμί του. Ευτυχώς ο Στάθιος δέχτηκε να τους επεκτείνει την πίστωση λίγο πιο πέρα από ότι η Επιτροπή του συνεργατικού του επέτρεπε. Κάθισαν κι έφαγαν, με τα γνωστά εγκώμια για τη νοικοκυρά. Δεν άντεξε ο Χριστάκης τόσο φαρισαϊσμό, σηκώθηκε κι έφυγε.
Πήγε και περπάτησε στα γνώριμά του μέρη, κάθισε και διαλογίστηκε πού έφταναν τα πράγματα, σκεφτόταν και τα απλήρωτα δίδακτρα, και ήταν πολύ δυστυχισμένος.
Όταν επέστρεψε στο σπίτι, έπεφτε πια η νύκτα, όλα είχαν τελειώσει και οι ξένοι είχαν φύγει. Τους είχε συνοδεύσει κι ο πατέρας. Όταν έμαθε για τη συμφωνία που έγινε, έμεινε να κοιτά τη μητέρα του σαν αποσβολωμένος. Κι εκείνη γύρισε κι έφυγε για να μην τη δει να κλαίει.
Η Ζήνα Κάνθερ, αγόρασε εκείνη τη μέρα δεκατέσσερις σκάλες στιβαρής γης, της καλύτερης γης, για να οικοπεδοποιηθεί. Για δυο χιλιάδες λίρες. Η αξία της ήταν τουλάχιστον πενταπλάσια. Ο Χαμπής, που μπορούσε να δώσει μόνο τις εννέα σκάλες της Στασούς, με αυτό το ποσό, για να κτιστεί το σχολείο έμεινε ανυποχώρητος στις τρισήμιση χιλιάδες. Που το χωριό δεν μπορούσε να προσφέρει. Και τώρα, πρόσθεσε στις εννέα σκάλες της Στασούς και τις πέντε δικές του, τη μοναδική περιουσία που είχε και τη ξεπούλησε για δυο χιλιάδες. Κι όφειλε κι από πάνω ευγνωμοσύνη στη μεγάλη ευεργέτιδα. Που ήρθε μετά κι αγόρασε κι άλλη γη, σε ακόμα πιο εξευτελιστικές τιμές, γιατί δεν ήταν παραθαλάσσιες κι ας απείχαν από τη θάλασσα μόλις χίλια πόδια.
Κι ο γέρο-Ρωτόκλιτος, όταν το έμαθε από τον Λεωνή, παρατήρησε ότι σαν πολλή γη αγοράζουν κάποιοι στην Πάφο, τη στιγμή που η ανάπτυξη είναι στην Κερύνεια και στην Αμμόχωστο.
Όμως, το ενδιαφέρον για αγορά γης, έφερε και στα ταμεία της κυβέρνησης ανέλπιστα χρήματα. Και το υπουργικό συμβούλιο είχε την ευκαιρία να συζητήσει και να αποφασίσει τη δημιουργία κυπριακής εθνοφρουράς και να αρχίσει να διαπραγματεύεται την αγορά οπλισμού. Ένα λιλιπούτειο κράτος ύψωνε το ανάστημα, η Τουρκία δεν θα μπορούσε παρά να το υπολογίζει. Μόνο που το άρμα, τώρα, βρυχόταν, ξεχυνόταν στον κάμπο χωρίς να υπολογίζει κανένα εμπόδιο και ο πολεμιστής το καθοδηγούσε μέσα από μια διόπτρα, ασφαλής κι άτρωτος μέσα σε χοντρούς, ατσάλινους τοίχους. Και σαν τότε, δεν ήταν ο Ονήσιλος που οδηγούσε το άρμα.
Πολύ στενοχωρημένος, ο Χριστάκης, πριν πάρει το ποδήλατο για να πάει στο σχολείο, μπήκε στην καμαρούλα του παππού και της γιαγιάς, που τη βρήκε κλειστή. Δεν παραξενεύτηκε που οι δυο γέροντες απουσίαζαν. Ήξερε ότι θα πήγαιναν πολύ πρωί στο κτηματολόγιο για τη μεταβίβαση της καφκάλας στη μεγάλη κυρία. Όλη η προίκα της Στασούς δεν είχε τιτλοποιηθεί στο όνομά της, έμενε ακόμα γραμμένη στον Λεωνή και τη Δεσποινού, ποτέ δεν μπήκε θέμα αμφισβήτησης. Κι αφού ο γαμπρός του έτσι αποφάσισε, μέσα στην τόση του οικονομική δυσπραγία, δεν θα έφερναν αυτοί οποιανδήποτε ένσταση. Με πόνο βέβαια, αλλά θα έβαζαν την υπογραφή τους. Την υπογραφή του ο παππούς που ήξερε λίγα γράμματα, το δακτυλικό της αποτύπωμα η γιαγιά. Μπαίνοντας στην άδεια καμαρούλα τους, ο Χριστάκης, ένιωσε πιο έντονη τη δυστυχία του. Εκείνοι, ξεκίνησαν από το μηδέν, αγωνίστηκαν και κουράστηκαν και κοιμήθηκαν πολύ λίγο, έκαναν μια περιουσία για τα παιδιά τους. Και τώρα ο γαμπρός τους την πουλούσε. Για ένα κομμάτι ψωμί. Για να πάρει κάποια λεφτά που το πιο πιθανόν θα πήγαιναν κι αυτά θυσία στο πάθος. Ο μεγάλος εγγονός από τη μοναχοκόρη, περίμενε, είχε μια τελευταία ελπίδα ότι αυτοί τουλάχιστον, θα έφερναν κάποια ένσταση. Μα αυτό δεν έγινε. Χάθηκε και η τελευταία ελπίδα.
Το σεντούκι ήταν ανοικτό. Ανοικτό ήταν και το αρχαίο σακούλι όπου φυλάγονταν όλοι οι τίτλοι της οικογενειακής περιουσίας. Τα άνοιξαν, πήραν τα κοτσιάνια και τα άφησαν έτσι ανοικτά να χάσκουν. Γιατί ήταν πολύ βιαστικοί; Ή μήπως για να κρατήσουν μια μάταιη ελπίδα ότι μπορεί κάτι να συνέβαινε καθ’ οδόν και να επέστρεφαν στη θέση τους;
Του ερχόταν να βάλει τα κλάματα. Ένας κόμπος του κάθισε στον λαιμό, γέμισαν τα μάτια δάκρυα. Το αλώνι, το Γουνάρι, η ξερολιθιά που ήταν το σύνορο του χαρουπώνα, ο μεγάλος λούκος όπου έριχναν τις ακαθαρσίες από τους γουμάδες, τη μάντρα και την αυλή, Κοπριά την έλεγαν, το μικρό σπιτάκι που το έκτισαν για αποχωρητήριο και το χρησιμοποιούσε σαν εργαστήριο χημείας, οι αρχαίοι τάφοι, οι σκαμμένοι μέσα στην πέτρα, όπου έβρισκαν καταφύγιο οι γουρούνες τους τις βροχερές νύκτες του χειμώνα, το λούκωμα με τα όστρακα περασμένων χρόνων, ο τεράστιος δρυς, όπου, τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού, σχοίνιζε ο Λεωνής τα βόδια που του όργωναν τα χωράφια, τα πυκνά σχοίνα με τις αλεπότρυπες, οι δυο δρύες που σκέπαζαν χιλιάδες κυκλαμινιές και το βαθούλωμα όπου ο Νικόλας ο Παρέας, κατάφευγε και κρυβόταν, για να μην τον πάνε στο ψυχίατρο, όλα όσα περπάτησε χιλιάδες φορές και αγάπησε σαν μέρος της καρδιάς του, έφευγαν, χάνονταν, δεν θα ήταν πια δικά τους.
Τουλάχιστον θα μας πληρώσει τα εισιτήρια για να μη μας βγάλουν έξω από το σχολείο; Ή θα πάνε κι αυτά του αέρα;
Στην πόρτα στεκόταν ο Κωστάκης. Ο πιο μικρός αδερφός υπενθύμιζε ότι πραγματικά χρειάζονταν τα λεφτά από την πώληση. Αναστέναξε και κίνησε να βγει. Είχαν αρκετά αργήσει, έπρεπε να βιαστούν για το σχολείο. Κι εκεί που έβγαινε είδε το διπλωμένο χαρτί στο πάτωμα. Ήταν ένα κοτσιάνι. Σίγουρα ένα από τα τρία κοτσιάνια της καφκάλας. Και σίγουρα θα τους είχε πέσει στη βιασύνη τους να φύγουν. Σίγουρα θα το αναζητούσαν, αν το έπαιρναν είδηση ότι δεν το είχαν μαζί τους. Δεν υπήρχε λόγος να το βρουν. Το έβαλε στην τσέπη του κι έφυγαν. Ίσως μια μέρα να το διεκδικούσε, αν πραγματικά ήταν αυτό που υποψιαζόταν κι αν δεν το αναζητούσαν. Και πραγματικά κανείς δεν πήρε είδηση ότι έλειπε. Στη Ζήνα Κάνθερ μεταβιβάστηκαν εκείνη τη μέρα δεκατέσσερις σκάλες γης. Μια σκάλα σώθηκε.
Στον αέρα πλανιόνταν σκιές Αμερικανών διπλωματών που προσπαθούσαν να προωθήσουν μια λύση οικογενειακή στο κυπριακό. Μα το ποντίκι βρυχόταν σαν λιοντάρι. Ο Μακάριος βρήκε αποκούμπι στον Νάσσερ. Τον Γκαμάλ Απντέλ Νάσσερ. Όλα τα παιδιά θα μάθαιναν έτσι το όνομα του μεγάλου ηγέτη της Αιγύπτου και φίλου της Κύπρου. Θα το άκουαν τόσες φορές να προφέρεται από το ραδιόφωνο και να γράφεται στις εφημερίδες, που θα τους εντυπωνόταν τόσο βαθειά για να το θυμούνται και να το ψιθυρίζουν δεκαετίες και μετά τον θάνατό του. Κατατέθηκε νομοσχέδιο στη βουλή για τη δημιουργία της Κυπριακής Εθνοφρουράς κι έγινε συμφωνία κλήριγκ με τον κραταιό ηγέτη της μεγάλης μητερούλας, της Σοβιετικής Ένωσης, τον Νικήτα Κρούτσιεφ για την αγορά οπλισμού. Το όνομα του Νικήτα Κρούτσιεφ θα εντυπωνόταν κι αυτό, πολύ σύντομα, στη ψυχή των Κυπρίων, εκεί που προηγουμένως ήταν το όνομα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Σάββατο ήταν. Πολύ πρωί, πριν ακόμα μπουν στην τάξη. Ο Παύλος Παυλίδης κάλεσε τους μαθητές σε κοινή προσευχή. Κι αφού επικαλέστηκαν την ευλογία και τη φώτιση του Παναγίου Πνεύματος, τους κάλεσε να εξοφλήσουν την τελευταία δόση του εισιτηρίου τους. Των διδάκτρων. Διαφορετικά, όσοι δεν το έκαναν, δεν θα είχαν δικαίωμα να καθίσουν στις τελικές εξετάσεις. Αυτό σήμαινε ότι θα έφευγαν από το σχολείο. Για πάντα, χωρίς απολυτήριο.
Ο Χριστάκης θύμωσε. Δεν κρυβόταν ο θυμός του. Δεν θύμωνε ούτε με τον γυμνασιάρχη του, αυτός τη δουλειά του έκανε. Μιας και η κυβέρνηση δεν ήταν άξια να προσφέρει δωρεάν εκπαίδευση, τουλάχιστον στους φτωχούς, έπρεπε να εισπράττονται δίδακτρα. Κι όσοι δεν τα είχαν ας γίνονταν κτιστάδες και μηχανικοί αυτοκινήτων. Δεν ήταν ανάγκη όλοι να έχουν απολυτήριο του γυμνασίου. Μα ούτε και με την κυβέρνηση θύμωνε ο Χριστάκης. Είχε άλλες, πιο σοβαρές σκοτούρες η κυβέρνηση. Με τον πατέρα του θύμωνε. Δεν είχε πει μια λέξη, δεν ανάφερε καν ότι τα παιδιά χρωστούσαν τα δίδακτρα, πέρασε ο καιρός της προειδοποίησης, θα τους έβγαζαν έξω.
Στο διάλειμμα μίλησαν για το θέμα μ’ ένα συμμαθητή του, που τον αγαπούσε πάρα πολύ και τον εκτιμούσε. Τον Φυλακτή Θεοφυλάκτου. Ήρθε εκείνος και τον βρήκε. Το πάντα χαρούμενο πρόσωπό του ήταν τώρα σκοτεινιασμένο, λυπημένο. Το πλούσιο χαμόγελό του ήταν θλιμμένο.
Πάει, θα μας βγάλουν έξω, είπε και η στεναχώρια του δεν κρυβόταν.
Τον κοίταξε κι ο Χριστάκης πολύ σοβαρά. Τι να του πει; Ήταν τόσοι πολλοί αυτοί που χρωστούσαν τα δίδακτρά τους! Δεν θα ήταν μόνοι.
Μα δεν είναι δυνατόν να μας διώξουν όλους, απάντησε θλιμμένα και κλώτσησε με δύναμη μια πέτρα.
Εγώ θα φύγω και θα πάω αστυνομικός, μόλις που ακουγόταν η φωνή του Φυλακτή. Εκεί δέχονται φοίτηση μόνο μέχρι την τρίτη τάξη. Μόνο που χρειάζεται πολύ δυνατό μέσον κι εγώ δεν το έχω.
Πολύ καλή ακουγόταν η σκέψη του Φυλακτή. Μα ο Χριστάκης δεν θα ήθελε να βρεθεί χωρίς απολυτήριο, και ούτε ήθελε να γίνει αστυνομικός. Για τους ίδιους λόγους που δεν ήθελε να γίνει δάσκαλος. Ονειρευόταν μια δουλειά όπου δεν θα επιβαλλόταν σε κανένα με μια δύναμη που δεν θα ήταν δική του. Ήταν ιδεολόγος και προτιμούσε ένα επάγγελμα στο οποίο θα ήταν ίσος μέσα σε ίσους. Δηλαδή ίσος σε εκείνους που θα εξυπηρετούσε, που θα μπορούσαν και θα είχαν το δικαίωμα να τον κρίνουν και να του το πουν κατάμουτρα. Μας αρέσεις, δεν μας αρέσεις. Νεανικά όνειρα! Ο Φυλακτής τα έκτιζε μέσα από την τήρηση της τάξης. Ο Σωτήρης Παχίτης ήθελε να γίνει δασονόμος. Ο Νίκος  Μούσκος δάσκαλος. Και κάθε συμμαθητής του Χριστάκη έκτιζε ένα όνειρο επαγγελματικής αποκατάστασης. Ένας χρόνος τους έμεινε στο γυμνάσιο και μετά θα έβγαιναν στην κοινωνία.
Είναι κι ο στρατός, παρατήρησε ο Χριστάκης. Λένε ότι η Βουλή θα ψηφίσει τον νόμο για τη στράτευση. Και μέχρι να τελειώσουμε, ποιος ξέρει, μπορεί τα πράγματα να αλλάξουν.
Αν τελειώσουμε πρώτα το γυμνάσιο! επανήλθε ο Φυλακτής. Κάποιοι πρέπει να πάνε να παρακαλέσουν τον γυμνασιάρχη, να μας επιτρέψει να καθίσουμε, τουλάχιστον, τις εξετάσεις, να μην πάει χαμένη αυτή η χρονιά. Κι όσοι φύγουν, μετά που θα βρουν δουλειά, ας επιστρέψουν να πληρώσουν και να πάρουν το ενδεικτικό.
Ήταν μια πολύ καλή σκέψη και ο Χριστάκης υπερθεμάτισε. Μπλέχτηκαν κι άλλοι συμμαθητές τους, κάλεσαν τους προέδρους των επιτροπών των τάξεων κι εκείνοι δεν αρνήθηκαν να ζητήσουν συνάντηση με τον κύριο Παυλίδη. Πιο πολύ το θέμα έκαιε τους τελειόφοιτους, φυσικά. Κι εκείνοι έδειξαν τον πιο μεγάλο ζήλο. Μίλησαν πρώτα στους υπεύθυνους καθηγητές των τάξεων κι εκείνοι τους ενθάρρυναν. Αν και ήξεραν ότι αν οι μαθητές δεν πλήρωναν έγκαιρα τα δίδακτρά τους, δεν θα υπήρχαν χρήματα ούτε για το δικό τους μισθό. Πήγαν οι πρόεδροι και είδαν τον γυμνασιάρχη και τον παρακάλεσαν. Έφερε εκείνος το θέμα στο σύλλογο των καθηγητών, μα δεν ήταν εκείνοι το αρμόδιο σώμα. Πήγε στον πρόεδρο της σχολικής εφορίας μα κι εκείνος δεν ήξερε αν είχε δικαίωμα να πάρει τέτοια απόφαση. Θα έπρεπε ν’ αποταθεί στην Κοινοτική Συνέλευση.
Μα αυτή δεν λειτουργεί πια, φώναξε εκνευρισμένος ο Παύλος Παυλίδης.
Θα πάρω τον Κωνσταντίνο Σπυριδάκι. Τον πρόεδρο. Είναι και γνωστός και φίλος μου. Τουλάχιστον θα με συμβουλεύσει τι να κάνουμε. Αν μη τι άλλο να δούμε τους τελειόφοιτους. Είναι κρίμα, έφτασαν ως εκεί και να μην έχουν απολυτήριο.
Έφυγε ο Παύλος Παυλίδης θυμωμένος κι αποκαρδιωμένος. Τίποτα δεν θα γινόταν. Το πράγμα είναι στα δικά μου χέρια. Αυτά τα χέρια που πονάνε μέχρι θανάτου από τους ρευματισμούς. Αναστέναξε και σήκωσε τα χέρια στον ουρανό. Όχι για να παραδοθεί. Ούτε για να παρακαλέσει για θεία επέμβαση. Δεν πίστευε σ’ αυτά. Πίστευε στη δύναμη του κάθε λαού να επιβιώνει μόνο με τις δικές του δυνάμεις κι αγώνες. Κι αυτό θα έκανε και τώρα. Το αποφάσισε. Τα παιδιά, τα παιδιά του, όπως έλεγε, θα κάθονταν τις εξετάσεις. Θα αναλάμβανε αυτός την ευθύνη. «Μα λέξη να μην πω σε κανένα», σκέφτηκε, «μέχρι την τελευταία στιγμή. Διαφορετικά, χίλιοι διάβολοι θα μπουν και θα βγουν για να μη γίνει».
Πήρε τις δυο χιλιάδες λίρες, ο Χαμπής, οι χίλιες έφυγαν σε δυο μέρες για χρωστούμενα. Οι χίλιες που του έμειναν φάνταζαν σαν μυκτήρισμα, σαν κοροϊδευτικό περγέλιο. Είχαν συμφωνήσει με τον Βάννα να φυτέψουν αγγουριές. Θα χρησιμοποιούσαν ένα καλά διολισμένο χωράφι που τους παραχώρησε ο Γιώρκος ο Οξείας, ο πατέρας του Βάννα. Έπρεπε να οργωθεί, να φυτευτεί και να ποτίζεται καθημερινά, πριν ακόμα βλαστήσουν οι αγγουριές. Μια τρέλα ήταν και τίποτα άλλο. Λεφτά πετάμενα, σκεφτόταν ο Χριστάκης, ενώ έγλυφε γρήγορα τις αυλακιές με μια μεγάλη τσάπα, για να φυτέψουν. Ο Χαμπής θα κουβαλούσε το νερό από τη διάτρηση του Τσιέλεπου, γιατί στο χωράφι δεν υπήρχε λάκκος. Πέντε γεμάτα ντεπόζιτα την ημέρα. ’Κοσπέντε σελίνια για εκατόν είκοσι μέρες. Πολλά λεφτά. Να πού θα πήγαιναν τα χρήματα από την πώληση της περιουσίας τους. Και στο κουμάρι, φυσικά.
Ο Χαμπής έδωσε για τα δίδακτρα της Στέλλας και του Κωστάκη, όχι όμως και για τον Χριστάκη. Του είπε να μη φοβάται, έξω δεν πρόκειται να τον βγάλουν, στην ανάγκη θα τα πληρώσουν τον Σεπτέμβρη. Πικράθηκε πάρα πολύ, ο Χριστάκης, ίσως και να ζήλεψε λιγάκι που δόθηκε προτεραιότητα στα μικρότερά του αδέρφια. Δεν είπε τίποτα μα για μερικές μέρες ήταν οξύθυμος κι απότομος και τη νύφη την πλήρωνε η Στασού. Που κι εκείνη δεν κατάφερε να πάρει έστω και πέντε λίρες, για να εξοφληθούν τα βερεσέδια. Και το καθημερινό ψώνισμα της έγινε δυσβάστακτο άγχος.
Κι όσο ο Μάης μεγάλωνε έρχονταν νέα πράγματα και νέες καταστάσεις. Η πολιτική ηγεσία σκλήρυνε τη θέση της, δεν δεχόταν τίποτα. Το ποντίκι βρυχιόταν όλο και πιο δυνατά. Και σαν να έπαιρνε όλο και πιο πολύ θάρρος από τον βρυχηθμό του, που μόνο το ίδιο άκουε φυσικά, στάλθηκε στη Μόσχα ο υπουργός εμπορίου, ο Αντρέας Αραούζος. Αυτό συζητούσαν στους καφενέδες και η μεγάλη μητερούλα υποσχέθηκε να του δώσει τηλεβόλα, τα πιο καλά που είχαν ποτέ κατασκευαστεί στον κόσμο, άρματα, τα αήττητα σοβιετικά άρματα ταχείας επέλασης, μάθαινε ο κόσμος τις νέες ορολογίες από τις εφημερίδες, που ανέβαζαν τις πωλήσεις φύλλων απίστευτα ψηλά. Οι Σοβιετικοί, καθαροί φίλοι κι υποστηρικτές του δικαίου των λαών, θα έδιναν ακόμα και αεροπλάνα. Και οι Κύπριοι μάθαιναν, για πρώτη ίσως φορά, και για τους αντιαεροπορικούς πυραύλους που θα έκαναν το νησί απρόσβλητο από την τουρκική αεροπορία.
Ο λαός που τον συνεπήρε μια ανεξήγητη έπαρση, ούτε που μπορούσε να φανταστεί ότι γινόταν θύμα της πιο αισχρής προπαγάνδας, που ο νους ενός αρχηγού και πολιτικάντη μπορούσε να εφεύρει. Το πιο άσχημο, όμως, ήταν μια ανεξήγητη μεταστροφή στα αισθήματα απέναντι στην Ελλάδα. Ο Κωστόπουλος και ο Γαρουφαλιάς, αλλά και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, ο Γεώργιος Παπαντρέου γίνονταν αντικείμενο αρνητικού ψίθυρου και μιας προπαγάνδας που γεννούσε, σιγά-σιγά την πιο έντονη απαρέσκεια για ότι έκαναν ή δήλωναν. Ήταν οι κακοί, που πίεζαν τον Μακάριο να υπογράψει μια λύση. Μια «οποιανδήποτε» λύση, όπως διαδιδόταν.
Εφευρέθηκε και ο όρος του Μακαριακού και του Γριβικού. Παράξενη κατάσταση. Την ίδια ώρα που οι φήμες μιλούσαν για επιστροφή του θρυλικού Διγενή για να σταθεί δίπλα στον Μακάριο και μαζί να κτίσουν μια δυνατή άμυνα, ικανή ν’ αντιμετωπίσει την πολεμική μηχανή της Τουρκίας, αν αποτολμούσε την καθημερινά πια, υποσχόμενη εισβολή.
Άκουε, ο Χριστάκης, μα δεν μιλούσε. Ευτυχώς οι συζητήσεις γίνονταν μόνο στα καφενεία. Δεν είχαν ακόμα εισχωρήσει και στη νεολαία. Τα παιδιά του σχολείου είχαν άλλες έγνοιες.
Ακόμα και τα αμπέλια δεν έκαναν καρπό, να πληρώσουμε το εισιτήριο τον Σεπτέμβρη, έλεγε ο Στέφανος Τσίντος από τις Αρόδες και κουνούσε το κεφάλι με απελπισία. Ο πατέρας μου λέει να σταματήσει το σχολείο η αδερφή μου. Τι να κάνει κι αυτός; Δουλειά δεν βρίσκει, έχουμε ανομβρία, όλα είναι εναντίον μας.
Μην ανησυχείς, ρε Στέφανε. Ήταν ο Σολωμός, ο ωραίος της παρέας από τον Κάθηκα. Τα σταφύλια είναι λιγοστά, μα θα έχουν ψηλό πουμέ και θα πιάσουν πιο ψηλή τιμή. Άκουσα ότι θα μας επιτρέψουν να καθίσουμε τις εξετάσεις. Έτσι λέγεται τουλάχιστον. Ως πιο πέρα, κάντε και καμιά προσευχή.
Γέλασε και ο Χριστάκης, τον παρεξήγησε. Είχαν πολύ συνδεθεί, τελευταία με τον Σολωμό, τόσο που να του διαβάζει ακόμα και τις επιστολές που έστελλε στο κορίτσι του. Ήξερε ότι εκείνος είχε ήδη πληρώσει τα δίδακτρά του. Το γέλιο του έμοιαζε σαν κοροϊδία για τις δυσκολίες που οι άλλοι αντιμετώπιζαν. Του το είπε. Κι εκείνος τον άρπαξε από τον καρπό και τον έσφιξε. Γράφτηκε στο πρόσωπό του λύπη, ίσως και κάποια ενοχή.
Όχι, μίλησε σκύβοντας το κεφάλι. Δεν σας κοροϊδεύω καθόλου. Δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου. Όμως η Ζήνα, η κόρη του γυμνασιάρχη, είπε στο κορίτσι μου ότι ο πατέρας της δεν θα δεχόταν να χάσουν τη χρονιά τόσα παιδιά.
Το απόγευμα, ο Χριστάκης σκεφτόταν αυτά που είπε ο Σολωμός και μέσα του ένιωσε ευγνωμοσύνη. Και αληθινά να μην έβγαιναν στο τέλος, ένιωθε ότι κάποιοι δεν είχαν γίνει ακόμα πέτρες, κάποιοι σκέφτονταν και τη φτώχεια των άλλων.
Κάποτε, τα πράγματα είναι αφ’ εαυτών γελοία, κάποτε μετατρέπονται σε γελοία από τα τερτίπια των ανθρώπων και κάποτε απλώς φαίνονται γελοία, χωρίς στην πραγματικότητα να είναι. Κι έτσι του φάνηκαν του Χριστάκη όταν ήρθε ο συμμαθητής του και τον ενημέρωσε ότι ο λόχος του γυμνασίου θα έμπαινε και πάλι σε ενεργό δράση. Γελοία. Έτσι φαίνονταν. Αλλά δεν ήταν. Ποια ενεργό δράση θα φόρτωναν και πάλι στους μαθητές; Τους είχαν εντάξει, τους είχαν εκμεταλλευτεί και τους ξέχασαν για πάνω από δυο μήνες. Ούτε ανασύνταξη, ούτε εκπαίδευση, καμιά εξήγηση ή οδηγία. Τώρα τους καλούσαν πίσω! Την ώρα που όλοι περίμεναν από τη βουλή να ψηφίσει νόμο για κανονική στράτευση. Τον Φεβράρη τους είχαν πει ότι θα τους αναγνώριζαν σαν νόμιμη και κανονική στρατιωτική δύναμη της Κύπρου. Τίποτα δεν έγινε. Και τώρα τους καλούσαν να συνεχίσουν από εκεί που έμειναν.
Θα μας κάνουν κανονικούς στρατιώτες; ρώτησε τον συμμαθητή του.
Δεν ξέρω, του απάντησε. Το μόνο που μπορώ να σου πω είναι ότι αρχηγός μας θα είναι ο Τραλαλάς.
Ο Τραλαλάς! Ο Δημητράκης Κωνσταντινίδης, ο αγωνιστής της ΕΟΚΑ, ο θρύλος στις μάχες στο Κτήμα τον περασμένο Μάρτη. Αυτό τον μάγεψε, ούτε κι ο ίδιος δεν μπορούσε να πει γιατί. Το πατριωτικό φιλότιμο φούντωσε, συγκινήθηκε από τη μεγάλη τιμή που του έκαναν. Με τέτοιο αρχηγό!... Και δέχτηκε χωρίς να ρωτήσει τίποτα άλλο. Κι ενώ είχε μπροστά του τόσο διάβασμα, έρχονταν οι εξετάσεις. Γιατί, ποιος ξέρει, μπορεί η πληροφορία του Σολωμού Χαραλαμπίδη να ήταν τελικά σωστή.
Και το βράδυ, ένα ήσυχο και ζεστό βράδυ, βρέθηκε, με άλλους εκατόν συμμαθητές του, της πέμπτης κι έκτης τάξης του Α΄ Γυμνασίου Πάφου, να κάνουν σύνταξη στο δρόμο που ξεκινούσε από τον δημοτικό κήπο κι έφτανε μέχρι τους γκρεμνούς. Κάτω από τους αδύναμους ηλεκτρικούς γλόμπους, με τις οδηγίες ενός αξιωματικού του κυπριακού στρατού, που ο Χριστάκης δεν τον είχε ξαναδεί. Πήγαν πάνω-κάτω στο δρόμο για πάνω από δυο ώρες, βήμα εν-δυο, χωρίς να τους δώσουν εξηγήσεις, σαν νευρόσπαστα, όπως είπε κάποιος. Και δεν ξαναπάτησε.
Η εκπαίδευση συνεχίστηκε όλο τον Μάη. Μπήκε ο Ιούνιος και συνεχιζόταν. Μόνο που μεταφέρθηκαν στου Κρήμπεη, το αγρόκτημα της μητρόπολης, λίγο πιο ψηλά από το Β΄ Γυμνάσιο. Μέρα παρά μέρα ή μάλλον νύκτα παρά νύκτα, μαζεύονταν εκεί, περισσότεροι από εκατόν έφηβοι, περπατούσαν σε παράταξη, πάνω-κάτω το δρόμο, για δυο ώρες, κάποτε περισσότερο,  κι αναρωτιόνταν τι έκαναν εκεί. Ούτε εκπαίδευση, ούτε όπλα, ούτε τίποτα. Ούτε και Τραλαλάς. Και ήταν φυσικό να παραπονιούνται ότι δεν έκαναν τίποτα, δεν μάθαιναν τίποτα.
Ο Χριστάκης ήταν φοβερά εκνευρισμένος. Κι ένα βράδυ το εκφράστηκε, ενώ είχαν κάνει σύνταξη και τους έβαλαν σε ανάπαυση, μέχρι να φανεί ο αξιωματικός και ν’ αρχίσει, χαμηλόφωνα για να μην ξέρουν πολλοί ότι κάτι γινόταν εκεί.
Γιατί δεν κάνουμε εκπαίδευση με όπλα; αναρωτήθηκε φωνακτά. Μας φέρνουν εδώ για να μάθουμε βήμα;
Μην παραξενευτείς να μην υπάρχουν όπλα!
Ήταν ο Γιαννάκης Ταλιώτης, από τη γραμμή μπροστά του. Πάντα στην πιο μπροστά γραμμή θα βρισκόταν ο Γιαννάκης. Και στην τάξη, στο μπροστινό, από το δικό του, θρανίο καθόταν. Ήταν ένας ήσυχος μαθητής, δεν έκαναν πολλή παρέα αν και θα το ήθελε. Κι άλλα πολλά θα ήθελε, αλλά φίλους στενούς, δεν ήταν δυνατό να έχει πολλούς.
Καλά, ρε Γιαννάκη, επέμενε, τα όπλα που μας στέλλει ο Νάσσερ, πού πηγαίνουν;
Οι φήμες ότι η Ελλάδα αρνήθηκε να δώσει όπλα στην Κύπρο, ήταν έντονες. Αντίθετα όλοι έλεγαν ότι ο πιστός φίλος της Κύπρου, μόλις του το ζήτησε ο Μακάριος, έστειλε πολλά καΐκια με οπλισμό. Κι όχι μόνον. Ο Νάσσερ, έλεγαν οι φήμες, είπε στον Μακάριο να μη φοβάται τίποτα, αυτός στεκόταν δίπλα του. Και δίπλα στην Κύπρο και τον αγώνα της, φυσικά.
Γέλασε ο Γιαννάκης στην παρατήρησή του, γύρισε προς τα πίσω και του έπιασε το χέρι. Ένιωσε το σφίξιμό του ενθαρρυντικό.
Όταν έρθει η ώρα, του ψιθύρισε, να δεις που μόνοι μας θα είμαστε. Γι’ αυτό κοίταξε να μάθουμε να πολεμούμε για να είμαστε έτοιμοι.
Βέβαια δεν μάθαιναν να πολεμούν. Μάθαιναν να κάνουν παρέλαση. Μπήκε ο Ιούνιος, άρχισαν οι εξετάσεις, δεν τους έβγαλαν έξω, μα η απειλή, ανά πάσα στιγμή, να τους πουν μέχρις εδώ ήταν, κρεμόταν σαν Δαμόκλειος σπάθη πάνω από το κεφάλι τους. Κι αυτό επηρέαζε ψυχολογικά, όπως ήταν φυσικό, και την προσπάθεια και την απόδοσή τους. Τη νύκτα εκπαίδευση στην… παρέλαση, το απόγευμα και το Σαββατοκύριακο πότισμα και περιποίηση της αγγουριάς, το πρωί εξετάσεις. Τα θέματα αποδείχτηκαν πολύ δύσκολα.
Παρ’ όλα αυτά ο Χριστάκης τα πήγαινε πολύ καλά. Μπορεί να υστερούσε όλο το χρόνο, να έπιανε βαθμούς με δυσκολία, στις εξετάσεις εξαμήνου, όμως, κατάφερνε πάντοτε να καλύπτει το χαμένο έδαφος. Όπως κι αυτή τη φορά. Παρ’ όλη τη ψυχολογική καταπίεση, που η Στασού την ένιωθε πολύ καλά και λυπόταν γιατί δεν μπορούσε καθόλου να τον βοηθήσει, παρ’ όλο που δεν μπορούσε να διαβάσει αρκετά, ούτε ικανοποιητικά, όταν έβγαινε από την τάξη των εξετάσεων και σύγκρινε τις δικές του απαντήσεις με εκείνες των άλλων συμμαθητών του, διαπίστωνε ότι δεν τα πήγαινε καθόλου άσχημα. Άλλωστε, από πάντοτε καταλάβαινε πότε έκανε το λάθος, ήξερε πότε οι απαντήσεις του ήταν σωστές, από την ώρα που διάβαζε την ερώτηση. Ήξερε ή δεν ήξερε. Και ποτέ δεν απαντούσε αν δεν ήταν απόλυτα σίγουρος.
Τα πήγαινε πολύ καλά, λοιπόν, ακόμα και στη φυσική και τη χημεία, δυο μαθήματα που πολύ τον είχαν ανησυχήσει. Ο νόμος των αερίων όγκων, του Λαβουαζιέ και οι αρχές της αδράνειας, τον ζόρισαν, η αλήθεια, μα ένα δεκαπέντε θα το έπαιρνε. Κι αυτό του ήταν αρκετό. Εκεί που δεν συγχωρούσε τον εαυτό του ήταν ένα λαθάκι στην άλγεβρα, σε μια δευτεροβάθμια εξίσωση. Θα έπαιρνε δεκαεννέα, όταν δεν πήρε σε κανένα γραπτό μέσα στην τάξη και στις εξετάσεις του πρώτου εξαμήνου, κάτω από είκοσι. Θα ντρεπόταν να κοιτάξει τον μαθηματικό του, τον Γλαύκο Αντωνιάδη. Τον εκτιμούσε πάρα πολύ. Μια μέρα, στο ξεκίνημα της χρονιάς, τον έβγαλε στον πίνακα και τον έβαλε να λύσει μιαν άσκηση. Δέκα λεπτά έγραφε με σιγουριά και με ταχύτητα. Τρεις φορές γέμισε και καθάρισε τον πίνακα για να φτάσει στο αποτέλεσμα και το Ο.Ε.Δ. Όπερ Έδει Δείξαι. Τέλειωσε και κατέβηκε από το βάθρο. Ήξερε ότι το αποτέλεσμα ήταν σωστό, είχε ήδη κάνει με το νου του και την επαλήθευση. Ο Γλαύκος τον κοίταζε με το στόμα ανοικτό. Είχα δίκιο μουρμούρισε. Είχε δίκιο σε τι; Στην τρίτη τάξη, την πρώτη χρονιά που ήρθε να τους διδάξει, του έβαλε δεκατέσσερα. Παράξενο γιατί ήξερε ότι είχε δώσει ένα αλάνθαστο γραπτό και στο πρώτο και στο δεύτερο εξάμηνο. Καθόταν τότε, στο προτελευταίο θρανίο, όπως και τον επόμενο χρόνο, στην τέταρτη τάξη. Δεν είχε τρόπο να τον προσέξει. Στην τέταρτη τάξη του έβαλε δεκάξι. Πάλι ο βαθμός δεν ανταποκρινόταν στην απόδοσή του. Στο ξεκίνημα της πέμπτης, μόλις άρχισαν τα μαθήματα, πήγε και στάθηκε κοντά του, πήρε στο χέρι το τετράδιο με τις σημειώσεις του, το εξέτασε προσεκτικά και το έβαλε ξανά πίσω στο θρανίο του. Κι ενώ στεκόταν από πάνω του, τον άκουσε να μουρμουρίζει: «είναι, καμιά φορά, κάτι αποκαλύψεις, κάτι μαθητές πραγματική έκπληξη, που όμως ο καθηγητής αργεί να τους ανακαλύψει». Πηγαίνοντας μετά στην έδρα, είπε μεγαλόφωνα, μιλώντας πολύ γενικά:
Το να είσαι καθηγητής, δεν είναι το πιο εύκολο πράγμα. Κρίνεις και βαθμολογείς τους μαθητές σου και νομίζεις ότι είσαι δίκαιος. Και ξαφνικά ανακαλύπτεις ότι υπάρχουν κάποιοι πολύ καλοί μαθητές, εκεί στα τελευταία θρανία, που τους αδίκησες. Που δεν τους έκρινες σωστά.
Ο Χριστάκης, πάντοτε σεβόταν, όλους τους καθηγητές του. Ο Γλαύκος Αντωνιάδης, όμως, είχε μια ιδιαίτερη θέση στην καρδιά του. Μετά από εκείνη την κουβέντα, αν και ποτέ δεν θα ήταν βέβαιος ότι εκείνον εννοούσε. Και τώρα, ο τελευταίος βαθμός της χρονιάς, που θα του έβαζε, δεν τον ήθελε πιο χαμηλό από τους προηγούμενους.
Εκείνες τις μέρες του ήρθε και το κακό νέο που του την έδωσε κατακούτελα. Τους άφησαν να τελειώσουν τις εξετάσεις μα τους είπαν ότι για να πάρουν απολυτήρια κι ενδεικτικά, θα έπρεπε πρώτα να ξοφλήσουν τα δίδακτρα της χρονιάς που πέρασε. Κι αυτό βρισκόταν στη σκέψη και του τριβέλιζε τον νου. Αυτό σκεφτόταν όπου πήγαινε κι όπου ερχόταν. Στεκόταν στο ψηλό σκαλοπάτι της παράγκας, ήταν όμορφο το πρωινό. Κουβέντιαζαν στην αυλή η γιαγιά η Δεσποινού και η μητέρα του.
Το έμαθες, έλεγε η γιαγιά, ο Χαμπής χάρτωσε την κόρη του. Πάγωσε.
Ο Χαμπής ήταν ο πατέρας της Αναστασίας. Της δικής του Αναστασίας.
Την είχαν πολιορκήσει, την είχαν πιέσει αφόρητα, ο υποψήφιος γαμπρός ήταν καλός, σοβαρός κι αποκαταστημένος. Τους ζήτησε, η Αναστασία, να περιμένουν να τελειώσει πρώτα το σχολείο. Και να που ούτε μια μέρα δεν πέρασε από τις εξετάσεις και, πριν ακόμα μάθει αν τις πέρασε, είπε το ναι.
Ένιωσε πληγωμένος, πονούσε αφόρητα. Τρεις μέρες περιπλανιόταν στα χωράφια και στη θάλασσα. Δεν έτρωγε, δεν έπινε, ξέχασε τα δικά του. Στα δεκαεφτά του νόμιζε ότι ο κόσμος όλος ήταν δικός του. Στα μάτια της όμορφης Αναστασίας κολυμπούσε. Μα να που η ευτυχία του γκρεμίστηκε. Έτσι. Με ένα ναι. Το δικό της ναι. Τι προδοσία!
Η Αναστασία ήταν η τρίτη του αγάπη. Πρώτα η Αγγέλα. Η παιδική του αγάπη. Την έχασε όταν εγκατέλειψε, χωρίς να το τελειώσει, το δημοτικό. Και μετά ήταν η Αντρούλα. Που παντρεύτηκε στα δεκαπέντε της, μα έμενε πάντοτε στη καρδιά του. Και τώρα η Αναστασία. Εκεί που ήταν έτοιμος να της μιλήσει, να της εξομολογηθεί τον έρωτά του. Θα μπορούσε, άραγε, να το πει προδοσία; Δεν ήταν σίγουρος. Και δεν ήταν και κανένας τόσο κοντά του, να πάει να του πει τον πόνο του.
Η Στασού, που πάντοτε τον ένιωθε και τον καταλάβαινε, δεν πήρε είδηση. Τον έβλεπε στεναχωρημένο, μα νόμιζε πως ήταν που χρωστούσε τα δίδακτρα και δεν μπορούσε να πάρει τον έλεγχό του. Και ήταν σημαντικό να τον πάρει, να δει τα αποτελέσματα, να σχεδιάσει το μέλλον του. Πολύ περισσότερο που ο Κωστάκης και η Στέλλα πήγαν και πήραν τους δικούς τους.
Στο μεταξύ η αγγουριά μεγάλωνε. Απόφυγαν να την θειαφίσουν γιατί άρχισαν οι ζέστες, θα της έκαναν ζημιά. Έφτιαξαν τις αυλακιές, πιο πολύ για να φύγουν τα ζιζάνια, που ποτέ δεν έλειπαν κι ας ήταν το χώμα αχρησιμοποίητο και καλά οργωμένο, από τον προηγούμενο χρόνο. Χρειαζόταν πότισμα κάθε δεύτερη μέρα. Πέντε φορές έφερνε το αυτοκίνητο φορτωμένο ο Χαμπής, τρεις ώρες κρατούσε το πότισμα. Το χωράφι βρισκόταν κοντά στο σπίτι του θείου του Χαμπή του Μαύρου και ο Χριστάκης που είχε αρκετό χρόνο στα ενδιάμεσα να πάει ο πατέρας του να ξαναφορτώσει, είχε την ευκαιρία να συναντά τα ξαδέρφια του, πιο πολύ τον Σάββα, και να συζητούν και μαζί να σχεδιάζουν το μέλλον. Δεν συζητούσαν πολιτικά, προτιμούσαν να εξετάζουν πράγματα ιστορικά και… αρχαιολογικά. Πολύ φυσικό, αφού στέκονταν πάνω στον πιο πλούσιο από αρχαιολογικής σκοπιάς χώρο.
Κυριακή μεσημέρι, ο Χριστάκης είχε ήδη ποτίσει τρεις στράτες νερό, περίμενε την τέταρτη. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια της αυλής του θείου του. Μύριζε το ψητό στο φούρνο, ένιωσε το στομάχι του άδειο. Βγήκε η θεία η Βαρβαρού, πάντοτε πολυάσχολη, τον καλωσόρισε μ’ ένα χαμόγελο, όπως πάντα. Κάτω από τη μεγάλη κληματαριά κάθονταν τα μεγάλα ξαδέρφια και συζητούσαν. Ο Γιώρκος, ο Αντωνής, ο Χριστόδουλος και ο Αναστάσης, ο άντρας της Πολυξένης.
Κάθισε κοντά τους και παρακολουθούσε την κουβέντα τους, χωρίς να παίρνει μέρος. Κοντά του ήρθαν και κάθισαν ο Σάββας και ο πιο μικρός του αδερφός, ο Νίκος. Πάντοτε παρακολουθούσε μ’ ενδιαφέρον τις συζητήσεις των μεγάλων του ξαδερφιών. Ήταν πολιτικές συζητήσεις, που ένιωθε ότι είχαν περιεχόμενο και ουσία. Πολλές φορές τον τρόμαζαν με τις ρεαλιστικές τους αναλύσεις, ιδιαίτερα από τον Αναστάση. Αλλά και η κριτική που ασκούσαν στην κυβέρνηση και τις αποφάσεις κι ενέργειές της. Δεν συμφωνούσε πάντοτε, μα πάντοτε τον προβλημάτιζαν, θετικές ή αρνητικές. Και τώρα άκουγε τον Αναστάση σ’ ένα χείμαρρο επικριτικό, εναντίον της Ελλάδας, της κυβέρνησής της και των Ελλήνων γενικά. Που τους ονόμαζε «καλαμαράδες». Ξαφνιάστηκε. Ο Αναστάσης δεν ήταν απλά επικριτικός. Κατηγορούσε.
Είναι καλαμαράδες, έλεγε. Να καθίσουν στο σπίτι τους και να μας αφήσουν ήσυχους. Και ο Γρίβας; Γιατί μας τον έστειλαν πίσω; Για να μας ανακατέψει και πάλι καταστάσεις; Μούσκεμα τα έκανε στην Ελλάδα, γιατί δεν κάθεται στα βραστά του, να πίνει το τσάι του, γέρος άνθρωπος;
Μα δεν βλέπεις, Αναστάση, μίλησε πολύ ήρεμα ο Γιώρκος, ότι δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας με την Τουρκία; Αν δεν μας βοηθήσει η Ελλάδα, ποιος θα μας βοηθήσει;
Κι αν η Ελλάδα φέρει εδώ στρατό, θα είναι για το καλό μας; αναρωτήθηκε ο Αναστάσης. Αυτοί δεν ξέρουν τι τους γίνεται και θα σώσουν εμάς; Αντίθετα θα είναι ακόμα μια αφορμή για την Τουρκία για να μας επιτεθεί. Και τότε να δεις τους καλαμαράδες σου να βάζουν την ουρά στα σκέλια και να τρέχουν να φύγουν. Άκου που σου λέω! Καλοί οι ηρωισμοί, καλοί και οι ενθουσιασμοί. Μα στο τέλος μόνο αυτά θα μας μείνουν. Και τ’ αποκαΐδια.
Αυτή, η πολύ δυνατή, κριτική του Αναστάση, έκανε τον Χριστάκη να σκεφτεί ότι κάτι άλλαζε. Άραγε σκέφτονταν πολλοί σαν τον Αναστάση; Και αν μετά κάτι πήγαινε στραβά θα έρχονταν να πουν σας τα λέγαμε εμείς; Ένιωσε τα αισθήματά του να τραυματίζονται. Ο ίδιος επιθυμούσε όσο τίποτα άλλο την άμεση, στρατιωτική παρεμβολή της Ελλάδας. Και οι φήμες έλεγαν ότι ερχόταν ήδη ελληνικός στρατός στην Κύπρο με οπλισμό, κανόνια ακόμα κι άρματα μάχης. Γι’ αυτό άλλωστε είχε επιστρέψει και ο στρατηγός Γρίβας. Μα να που, αντί να χαίρονται όλοι και να ετοιμάζονται ψυχικά για τη μεγάλη αναμέτρηση, άρχισαν οι ψίθυροι και οι μεμψιμοιρίες.
Πάντα οι ίδιοι θα είμαστε, μίλησε ο Αντωνής θυμωμένα, κουνώντας το κεφάλι αποδοκιμαστικά. Κάθε τι που θα μας προσφέρουν θα το κοσκινίζουμε με δέκα κόσκινα, θα το υποψιαζόμαστε και θα το κατακρίνουμε.
Ο Αναστάσης ένιωσε θιγμένος. Και το είπε, υψώνοντας τον τόνο της φωνής του:
Αυτοί μας φόρτωσαν τη Ζυρίχη. Αυτοί αρνήθηκαν να γράψουν το κυπριακό στα Ηνωμένα Έθνη. Τι θέλεις ακόμα για να καταλάβεις ότι δεν είναι δυνατόν να τους εμπιστευόμαστε;
Τη Ζυρίχη την υπόγραψε ο Μακάριος, ανταπάντησε ο Αντωνής.
Γιατί τον υποχρέωσε ο Αβέρωφ!
Ο Αναστάσης φώναζε πια. Σαν να μάλωναν. Βγήκε στην πόρτα η Βαρβαρού για να δει τι συνέβαινε, βγήκε κι ο θείος ο Χαμπής, που ήταν στο καθιστικό και διάβαζε την εφημερίδα του. Ο Χριστάκης ένιωσε μια παράξενη στενοχώρια να τον πνίγει. Θεωρούσε τον Αναστάση σοφό και τον εμπιστευόταν πάρα πολύ. Μα αυτά που έλεγε ήταν φοβερά.
Τα πράματα δεν είναι καλά, επέμβηκε ο Γιώρκος. Εμείς δεν ξέρουμε τι θέλουμε. Ο Μακάριος τραβά με τους αδέσμευτους, τον Νάσσερ και τον Τίτο, μα η Ελλάδα ανήκει στο ΝΑΤΟ. Άλλα ο ένας, άλλα ο άλλος. Η αλήθεια είναι, Αναστάση, ότι δεν έχεις άδικο να ανησυχείς. Είναι δυνατό οι Αμερικανοί να αφήσουν την Κύπρο να τους ξεφύγει; Κακά τα ψέματα, αυτοί κυβερνούν σήμερα. Αν διατάξουν την Ελλάδα να κάτσει ήσυχα, ποια ελληνική κυβέρνηση δεν θα υπακούσει; Εγώ, όμως, λέω ότι εκείνος που έχει την πιο μεγάλη ευθύνη είναι ο Μακάριος. Δεν μπορεί να περιμένει βοήθεια από τον κάθε τιτσιρόκωλο. Μας αρέσει ή όχι, είμαστε κι εμείς δεμένοι στο άρμα του ΝΑΤΟ.
Ένα άρμα, σκέφτηκε ο Χριστάκης. Που δεν χρειάζεται άλογα. Ένα άρμα θανατηφόρο που αν το αγνοήσουμε χαθήκαμε. Έχει δίκιο ο Γιώρκος. Τίποτα δεν εξαρτάται από εμάς. Ή μήπως όχι; Γιατί και τότε, με τον Ονήσιλο, που τα έβαλε με τα δρεπανηφόρα άρματα του Αρτύβιου, θα τα έβγαζε πέρα αν οι Αμαθούσιοι και οι Κουριείς, δεν αυτομολούσαν. Τρόμαξε να συγκρίνει. Μήπως το ίδιο θα γινόταν και τώρα; Αίτιοι μιας ήττας να μην ήταν οι Τούρκοι; Και η δύναμή τους; Μα τα μαλώματα και η διχόνοια των Ελλήνων στην Κύπρο και την Ελλάδα;
Είδε το αυτοκίνητο να επιστρέφει, φορτωμένο με νερό, στο μεγάλο ντεπόζιτο. Έφυγε, ενώ άκουε και τον θείο Χαμπή να ανακατεύεται στη συζήτηση. Ο Σάββας και ο Νίκος τον ακολούθησαν.
Είναι ένας μήνας που συζητούν έτσι, είπε ο Σάββας. Δεν μπορώ να καταλάβω τι τους πιάνει. Έτσι όμως άκουσα να συζητούν κι αλλού. Από τη μια ετοιμαζόμαστε, μήπως οι Τούρκοι αποτολμήσουν καμιά κουτουράδα κι από την άλλη αρχίσαμε να τσακωνόμαστε μεταξύ μας κι όλο να συζητάμε, χωρίς τελειωμό.
Πότιζε, ο Χριστάκης, δένοντας και ξεδένοντας δεισιές. Κι έκανε κουβέντα με τα ξαδέρφια του. Σκληρό και ζεστό καλοκαίρι, μάταια προσπάθησε να βρει μια δουλειά, να βγάλει τουλάχιστον τα δίδακτρά του. Στάθηκε αδύνατο να βρει κάτι. Πήγε στις οικοδομές, μα τον πρόλαβαν άλλοι. Πήγε στον ΣΟΔΑΠ, που μόλις είχε λειτουργήσει μα του είπαν να επιστρέψει τέλος Αυγούστου, που θα άρχιζε η παραλαβή σταφυλιών. Έδωσε και το όνομά του στη ΣΕΚ να τον έχουν υπόψη. Τι άλλο να έκανε; Τώρα πότιζε και σκάλιζε όλη μέρα. Και δεν είχε στην τσέπη μια δεκάρα να πάει να πιει ένα αναψυκτικό στον σύλλογο. Το μόνο καλό ότι είχε αρκετό καιρό να βρίσκεται με τα ξαδέρφια του, κυρίως τον Σάββα.
Τα έμαθες; ρώτησε κάποια στιγμή ο Σάββας. Στην Αγιά Μαρίνα βρήκαν αρχαίους τάφους κι ένα αγγείο ζωγραφισμένο. Το πήγε ο πατέρας μου στο μουσείο και του είπαν ότι είναι μυκηναϊκό, του 14ου αιώνα προ Χριστού.
Η Αγία Μαρίνα, ήταν μια περιοχή της Λέμπας, πάνω από τους Κλούνους. Ο θείος Χαμπής πήρε από εκεί μερικά αυτοκίνητα κοκκινόχωμα για να δυναμώσει τα χωράφια του. Ο εκσκαφέας σκόνταψε στο αρχαίο νεκροταφείο. Ο Χριστάκης ήξερε καλά την περιοχή, είχε δει τα στόμια των πέτρινων πιθαριών, των αρχαίων σιταποθηκών και στέρνων για νερό, που μόλις εξείχαν στην επιφάνεια του εδάφους. Ήξερε, από τη γιαγιά τη Δεσποινού το είχε ακούσει, ότι εκεί υπήρχε και αρχαία εκκλησία της Αγίας Μαρίνας. Σίγουρα θα υπήρχε και χωριό, που μετακινήθηκε ή εγκαταλείφθηκε. Τόσες επιδρομές γίνονταν από τους Άραβες και τους πειρατές, πού να μείνει κόσμος στα ψηλώματα, αγνάντα στη θάλασσα;
Γιατί δεν σκάβουμε κι εμείς, να βρούμε αρχαίους τάφους; έριξε την ιδέα ο Νίκος.
Ο Χριστάκης και ο Σάββας βρήκαν καλή την ιδέα. Κι έτσι, ο Ιούλιος αφιερώθηκε σε ανασκαφές. Ούτε που τους πέρασε από το μυαλό ότι παρανομούσαν. Άλλωστε αν κάποιος θα έγραφε τι χαρακτήριζε τον Ιούλιο του 1964, θα σημείωνε έντονα τη λέξη ΠΑΡΑΝΟΜΙΑ. Έτσι με κεφαλαία γράμματα. Ο καθένας έπιανε το κυνηγετικό κι έβγαινε κυνήγι, ακόμα και δεκάχρονα παιδιά, τ’ ακρογιάλια βούιζαν από εκρήξεις δυναμίτη για εύκολη αλίευση, κανένας δεν ανανέωσε την άδεια του φορτηγού του, ούτε την ασφάλεια, τα τούρκικα χωριά που εγκαταλείφθηκαν, λεηλατούνταν συστηματικά και ήταν τόσος ο ζήλος που βάφτιζαν κι ελληνικές αυλές σαν τούρκικες και τις λεηλατούσαν κι αυτές.
Πήγαινε χωρίς άλογα το άρμα και η κυβέρνηση ασχολούνταν με την κραταίωση του θρόνου του Μακαρίου. Και να μην νομίσει κανένας ότι μόνο οι Τούρκοι ήταν στο στόχαστρο του κάθε «νόμιμου» τρομοκράτη.
 Και ο θείος ο Χαμπής τις έφαγε από τον Νικολή τον Πενταρά. Δεν εννοούσε να παρατήσει την παλιά του τέχνη να ψαρεύει με δυναμίτη. Μια του κλέφτη, δυο, τον έπιασαν. Είχε και τριάντα οκάδες ψάρι, πέτυχε την καλή. Τον έπιασαν οι τελώνες, μεταξύ τους και ο Νικολής, συναγωνιστής του στην ΕΟΚΑ. Είχε συλληφθεί να ξεφορτώνει όπλα με το Άγιος Γεώργιος, πήγε τρία χρόνια στη φυλακή. Τιμητικά του έδωσαν δουλειά στο τελωνείο και καθήκον του ήταν να εφαρμόσει τον νόμο. Δεν ήθελε να συλλάβουν τον Χαμπή και να τον ρεζιλέψει με τα δικαστήρια. Τον είχαν πιάσει πολλές φορές, τον προειδοποίησαν, αυτός τίποτα. Εκείνο το πρωί οι συνάδελφοί του επέμεναν να τον συλλάβουν. Το ψάρι το κατέσχαν. Κι ο Νικολής του άστραψε ένα φούσκο και του είπε να φύγει κι ότι θα ήταν η τελευταία φορά που του χαρίζονταν. Την άλλη φορά θα πήγαινε φυλακή.
Το έλεγε και το ξανάλεγε, ο θείος Χαμπής, αυτό δεν θα το περίμενε ποτέ από τον Νικολή τον Μούκουρο, έτσι τον ήξεραν όλοι. Σαν παιδί του τον είχε, μα αυτός καθόλου δεν εκτίμησε την ηλικία του και το ότι ήταν μάστρος του στον Αγώνα. Ο Χριστάκης και τα άλλα παιδιά, ο Σάββας, ο Νίκος κι ο Αλέξαντρος, ετοιμάζονταν για την πρώτη τους ανασκαφική επιχείρηση και τον άκουαν να παραπονιέται και να αναστενάζει. Δεν του έβρισκαν δίκιο, στο κάτω-κάτω δεν ήταν και της ηλικίας του να ρίχνει δυναμίτες.
Την πρώτη τους ανασκαφή, που θα ήταν και η τελευταία, την έκαναν στον «βασιλικό» τάφο κάτω από το μισοχαλασμένο σπίτι του Νικόλα Σπύρου. Ο Νικόλας Σπύρου ήταν κτηματίας κι όλη η Λέμπα, πριν γίνει χωριό, ήταν δική του. Πριν εγκαταλείψει, πούλησε όλη του την περιουσία στους Τούρκους μισταρκούς του κι εκείνοι δημιούργησαν έτσι το μικρό τους χωριουδάκι. Ο ίδιος ο Νικόλας κράτησε τον μεγάλο χαρουπώνα, όπου ήταν κτισμένο και το διώροφο αρχοντικό του. Τις μέρες της ΕΟΚΑ εκείνη η περιοχή, που εφαπτόταν με το δρόμο που οδηγούσε στο στρατόπεδο των Άγγλων στον κόλπο των Κοραλίων, χρησιμοποιήθηκε πάρα πολύ για ενέδρες. Εκεί, οι Τούρκοι, σκότωσαν και τον Νεόφυτο Μεταξά τον περασμένο Γενάρη.
Ο «βασιλικός» τάφος ήταν σκαμμένος στη σκληρή πούρα, ήταν κάτω από τη γη και ο Νικόλας τον ανακάλυψε καθώς όργωνε. Ήταν μεγάλος, με σκαλοπάτια, όμορφα κομμένα, προθάλαμο, θαλαμίσκους στα πλευρά, διάδρομο κι ένα μεγάλο νεκρικό θάλαμο. Εκεί, ψιθυριζόταν, ο Νικόλας βρήκε στεφάνια μυρσίνης από χρυσάφι, που τα πούλησε κι έπιασε πολλά λεφτά.
Η είσοδος δεν είχε διανοίξει πλήρως, η μεγάλη ταφόπλακα είχε παραμεριστεί μέχρις ενός σημείου, μα το άνοιγμα ήταν αρκετό για να μπει κάποιος μέσα. Ο Σάββας είπε ότι είχε ξαναμπεί και κατέβηκε πρώτος. Τον ακολούθησαν και οι άλλοι. Η υγρασία τους κτύπησε στα ρουθούνια και χρειάστηκαν μερικά λεπτά να συνηθίσουν στο μισοσκόταδο.
Στη Χλώρακα, λίγο-πολύ, όλοι ήταν τυμβωρύχοι. Τα παιδιά είχαν ακούσει τόσες ιστορίες που γνώριζαν με το νι και με το σίγμα τι έπρεπε να κάνουν. Δεν είχαν κανένα φόβο, δεν τους έπιανε κλειστοφοβία. Άλλωστε από τα δέκα τους κατέβαιναν και καθάριζαν τα λαγούμια των πηγαδιών, προπαντός δεν περίμεναν καμιά παρεμβολή από πνεύματα και αρχαίους ενοίκους του τάφου.
Είχαν φέρει μαζί τους δυο σκεπάρνια κι ένα μικρό λιβέρι. Και τα χρειάστηκαν. Στην αρχή σχεδίασαν, αφού μελέτησαν πολύ προσεκτικά την αρχιτεκτονική του τάφου. Ο νεκροθάλαμος και μια πέτρινη βάση, όπου πιθανότατα θα βρισκόταν και η σαρκοφάγος, είχαν ήδη λεηλατηθεί. Τίποτα δεν υπήρχε. Ο χώρος ήταν καθαρός, μόνο στο πάτωμα υπήρχε ψιλή άμμος και ο Χριστάκης γνωμάτευσε ότι ήταν ο πωρόλιθος που αποσαθρωνόταν με το πέρασμα του χρόνου κι έπεφτε σαν λεπτή σκόνη. Πολύ τους παραξένεψαν τα λεία τοιχώματα. Σαν να τα έγλειψαν με σκαρπέλο, είπε ο Σάββας και δεν είχε άδικο. Σίγουρα ο τάφος είχε προκατασκευαστεί για να δεχτεί κάποιο επιφανή όταν θα πέθαινε. Η οροφή καμπύλωνε ελαφρά κι αυτό έδινε την αίσθηση του ελεύθερου ουρανού, αν και το εσωτερικό του τάφου ήταν μάλλον χαμηλό στην πραγματικότητα.
Στα αριστερά του προθαλάμου ήταν δυο ανοίγματα στον τοίχο, ογδόντα πόντοι ύψος, γεμάτα με σκληρό χώμα. Τα παιδιά αποφάσισαν να ξεκινήσουν από εκεί. Ο Αλέξαντρος είπε ότι ήταν παράξενο που δεν τα καθάρισε εκείνος που πρωτοάνοιξε τον τάφο. Ο Χριστάκης του απάντησε ότι εκεί έβαζαν μάλλον τρόφιμα για τον νεκρό κι αν υπήρχαν πολύτιμα αντικείμενα, μπουκάλια με ακριβά αρώματα, ας πούμε, αυτά τα σφράγιζαν σε μικρότερες θήκες, σαν κρύπτες. Ο Αλέξαντρος το πήρε πολύ στα σοβαρά αυτό κι άρχισε να ψαχουλεύει με τα δάκτυλα, σπιθαμή προς σπιθαμή, τον απέναντι τοίχο. Οι άλλοι ξεκίνησαν να αφαιρούν το χώμα από τις δυο θυρίδες. Πολύ προσεκτικά, πόντο με πόντο. Το χώμα το έβαζαν σε σωρό στην άκρη και συνέχιζαν σαν να προσεύχονταν.
Προσοχή, αν υπάρχει κάτι, να μη το σπάσουμε, παρακινούσε ο Σάββας.
Εναλλάσσονταν, μια με το σκεπάρνι, μια με το λιβεράκι και προχωρούσαν. Σε δυο ώρες μόλις που προχώρησαν ένα πόδι.
Στο μεταξύ ο Αλέξαντρος συνέχιζε το ψαύσιμο του τοιχώματος. Τα δάχτυλά του προχωρούσαν αργά, ούτε ο ίδιος δεν ήταν σίγουρος τι προσπαθούσε να ανιχνεύσει. Ο τοίχος ήταν τόσο λείος, που αν υπήρχε οποιαδήποτε άλλη επέμβαση θα γινόταν αντιληπτή μόνο με το μάτι.
Γιατί δεν ψάχνεις σ’ αυτή τη μεριά; του υπόδειξε ο Χριστάκης. Αν έβαλαν τα τρόφιμα από εδώ, το πιο πιθανόν, το ίδιο θα έκαναν και με άλλα νεκρικά σύνεργα.
Τον άκουσε προσεχτικά, ο Αλέξαντρος και κούνησε ελαφρά το κεφάλι. Του είχε γίνει πεποίθηση πια ότι κάτι έπρεπε ν’ ανακαλύψει. Κάτι πιο πολύτιμο από τρόφιμα και εργαλεία καθημερινής χρήσης. Ίσως τα όπλα του νεκρού ή την πανοπλία του. Κι αν ήταν γυναίκα; Ε, τόσο το καλύτερο. Τα προσωπικά αντικείμενα μιας γυναίκας είναι και πιο πολλά και πιο πολύτιμα. Μια χρυσή κτένα, ας πούμε, γιατί όχι μια τιάρα ή στέμμα, αν ο τάφος ήταν πραγματικά βασιλικός; Δεν έλεγε τις σκέψεις του γιατί φοβόταν ότι οι άλλοι θα γελούσαν. Μα γρήγορα έκανε ότι του είπε ο Χριστάκης κι άρχισε να ψαχουλεύει στο αριστερό τοίχωμα του προθαλάμου, μετά τις εσοχές.
Δεν βρήκε τίποτα κι επέστρεψε κοντά στους άλλους. Έσκαβαν το χώμα που είχε πολύ σκληρύνει και προχωρούσαν αργά αλλά σταθερά. Το χώμα το μετάφεραν έξω, με κάθε προφύλαξη, δεν ήθελαν κανείς να τους δει. Έσκαβαν και φαινόταν να μη φτάνουν στο τέλος. Μα δεν έβρισκαν τίποτα. Μόνο μια πέτρα τους έφερε κάποια συγκίνηση, μα κι αυτή έσβησε όταν η πέτρα αποκαλύφτηκε. Έτσι συνέχισαν μέχρι το απόγευμα, που έπρεπε πια να φύγουν, ένα σωρό δουλειές τους περίμεναν.
Να συνεχίσουμε αύριο; ρώτησε ο Σάββας, ενώ τίναζε τη σκόνη από τα ρούχα του.
Συμφώνησαν όλοι κι έφυγαν. Ο Χριστάκης με τον Αλέξαντρο διέσχισαν την αυλή του ερημωμένου σπιτιού του Μουσταφά και πέρασαν από την εκσκαφή στην Αγία Μαρίνα. Πραγματικά είχαν σκάψει βαθειά και πήραν το χώμα. Στο νοτιοδυτικό μέρος της εκσκαφής είδαν το αρχαίο νεκροταφείο. Όπως το χώμα είχε φύγει, αποκαλύφτηκαν δεκάδες τάφοι, σκαμμένοι στο μαλακό, ασβεστολιθικό πέτρωμα. Σίγουρα ήταν κι άλλοι πολλοί λίγο πιο πέρα, που έμεναν ακόμα σκεπασμένοι από το χώμα που το έφεραν τα νερά της βροχής και το εναπόθεσαν από πάνω τους. Οι ταφόπλακες, από πιο σκληρό σχιστόλιθο, είχαν μετακινηθεί από τον εκσκαφέα, παραμερίστηκαν, μερικές απομακρύνθηκαν, άλλες μισοσκέπαζαν ακόμα τους τάφους. Οι τάφοι ήταν σκαμμένοι με μαεστρία, όμοιοι μεταξύ τους, λες κι ακολούθησαν αρχιτεκτονικό σχεδιασμό. Και μέσα, καθαροί, αναλλοίωτοι, ανθρώπινοι σκελετοί. Η φυσική διαδικασία εξαφάνισε τη σάρκα, μα το περιβάλλον διατήρησε το οστέινο μέρος. Στη θέση που η αρχαία ιεροτελεστία τους είχε αποθέσει. Με χέρια και πόδια σταυρωτά, κεφάλια να κοιτάζουν το φως και τα άστρα του ουρανού. Μερικοί τάφοι είχαν δυο σκελετούς, ο ένας αγκάλιαζε τον άλλο κι ένας τάφος πρέπει να φιλοξένησε ολόκληρη οικογένεια, δυο ενήλικες και τρία, τουλάχιστον, μικρά παιδιά, που ο θάνατος χώρισε πάνω από τη γη κι ένωσε κάτω από το ιερό χώμα.
Έμειναν για λίγο εκεί, ο Χριστάκης κι ο Αλέξαντρος. Αμίλητοι, σκεφτικοί, αφουγκράστηκαν τα μηνύματα του αρχαίου θανάτου. Ήταν ζέστη, ένιωθαν τη μυρουδιά της θάλασσας, λίγο πιο πέρα, στους Κλούνους, θρόιζαν τα φυλλώματα των δρυών και των χαρουπιών, από την άλλη έστεκαν στη γαλήνη και την ερημιά τα λίγα, εγκαταλειμμένα σπίτια της Λέμπας, φωνές ανθρώπων δεν ακούονταν από πουθενά.
Σηκώθηκαν κι έφυγαν με βαριά καρδιά. Μόλις είχαν ζήσει κάτι που θα τους συνόδευε στο υπόλοιπο της ζωής τους.
Εκείνες τις μέρες, ο Παπά Κώστας είχε ξεκινήσει μια εκστρατεία εναντίον των Χιλιαστών. Είχε έρθει, βέβαια, μια σχετική εγκύκλιος από τη Μητρόπολη, μα και ο ίδιος ένιωθε ιδιαίτερη υποχρέωση να προστατέψει το πλήρωμα της εκκλησίας. Έκανε πύρινα κηρύγματα για πολλές Κυριακές και καλούσε τους πιστούς, όχι μόνο να μην τους ακούνε μα και να τους βγάζουν έξω αν τους επισκέπτονταν στα σπίτια τους. Είναι λύκοι, τους έλεγε, ντυμένοι αρνιά. Μην τους ακούτε γιατί είναι ικανοί σ’ αυτό που κάνουν και θα σας παρασύρουν. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, προσπαθούσε να τους πείσει ότι αν τους έστηναν αφτί αμάρταναν. Τον αιρετικό, τους υπενθύμιζε τον Απόστολο Παύλο, να μη τον συμβουλεύεις πάνω από δυο φορές.
Ο Χριστάκης δεν ήταν σίγουρος ότι καταλάβαινε τον θείο του. Τον λάτρευε, πίστευε σ’ αυτά που τον καθοδηγούσε, μα ακολουθούσε κι εκείνο του Μεγάλου Βασιλείου, δοκίμαζε την πίστη σου με ενδελεχή έρευνα. Αυτό τους το είχε πει στην πρώτη τάξη του γυμνασίου ο καθηγητής των θρησκευτικών. Ο Χαράλαμπος Χατζηχαραλάμπους. Θεολόγος, ακολουθούσε τις παλιές πρακτικές της παιδείας: λίγο ξύλο, στην ώρα του, δεν έβλαψε κανένα. Μόλις είχε καταχερίσει όλη την τάξη, πενήντα από τους πενήντα δύο μαθητές, γιατί δεν αποστήθισαν τον πεντηκοστό ψαλμό του Δαυίδ. Ο Χριστάκης κι ένας ακόμα συμμαθητής του κατάφεραν ν’ αποφύγουν την τιμωρία γιατί είχαν μάθει μερικούς μόνο στίχους. Κι αυτό τους έσωσε. Οι άλλοι πενήντα τιμωρήθηκαν ιεροτελεστικά. Ο καλός καθηγητής, θεολόγος κιόλας, τους έπιανε μια τούφα μαλλιά, δίπλα από το αφτί, τους τραβούσε προς τα πάνω κι, όπως αυτοί στέκονταν στις μύτες των ποδιών, σπρωγμένοι από τον ανυπόφορο πόνο τους άστραφτε ένα δυνατό χαστούκι στο άλλο μάγουλο, που τους έκανε να δουν αστέρια. Εκείνη τη μέρα, ο Χριστάκης, μόλις που πρόλαβε το θεάρεστο καθήκον του καθηγητή τους. Έφυγε προειδοποιώντας ότι θα τους εξέταζε στο επόμενο μάθημα κι αλίμονο σ’ εκείνο που δεν θα είχε μάθει τον ψαλμό. Στο επόμενο μάθημα, όμως, δεν επέμενε. Αντίθετα τους έκανε μια θαυμάσια παράδοση για τους τρεις ιεράρχες και τις ερμηνείες τους για την Παλαιά Διαθήκη. Κι ο Χριστάκης μαγεύτηκε και τον συγχώρεσε για το προηγούμενό του ολίσθημα. Και ιδιαίτερα σημείωσε το ερευνάτε τις γραφές του Μεγάλου Βασιλείου.
Τώρα, άκουε τον Παπά Κώστα στο ανούσιο κήρυγμα εναντίον των αιρετικών με κάποια απογοήτευση. Θα προτιμούσε να δυνάμωνε την πίστη του ποιμνίου του με διδασκαλία παρά με απαγορεύσεις. Ήταν σαν να μην εμπιστευόταν τους καλούς χριστιανούς, ότι δεν θα άντεχαν την πολιορκία, ότι θα παρασύρονταν. Κάποια στιγμή, που του δόθηκε η ευκαιρία, του το είπε, μα εκείνος τον αποπήρε αρκετά έντονα, του είπε μάλιστα ότι δεν το περίμενε από εκείνον να σκέφτεται έτσι. Και δεν άνοιξε ξανά κουβέντα.
Και οι Χιλιαστές συνέχιζαν το άκαρπο έργο τους. Σε μια κοινότητα με θρησκόληπτες γυναίκες και άντρες που πίστευαν απλά, αλλά βαθειά, καμιά αίρεση δεν πιάνει τόπο. Το είπε κι ο Γιώρκος ο Όψιμος εκείνη την Κυριακή.
Η ανασκαφή στο βασιλικό τάφο δεν έφερε αποτελέσματα. Άλλες δυο μέρες ξόδεψαν τα παιδιά στο σκάψιμο, χωρίς να βρουν τίποτα. Ο Αλέξαντρος επέμενε ότι δεν μπορεί, θα υπήρχε μια μυστική θυρίδα. Κι εκεί μέσα να δείτε τι πράγματα όμορφα και πολύτιμα θα βρούμε! τους έλεγε. Συμφώνησαν να συνεχίσουν και την Κυριακή, μετά την εκκλησία, μα το σχέδιο άλλαξε την τελευταία στιγμή. Το βράδυ του Σαββάτου, ήρθε η Αννού και ζήτησε από τον Χριστάκη, μετά την εκκλησία, την επομένη, να βοηθήσει τον άντρα της, θα ήταν κι άλλοι, να ρίξουν μπετόν, να φτιάξουν το πάτωμα. Είχαν κτίσει μια μικρή καμαρούλα δίπλα στην αντισεισμική τους παράγκα, υπνοδωμάτιο για τα παιδιά και κουζίνα.
Δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί ο Χριστάκης, αυτό είναι το σωστό. Βοηθά ο γείτονας τον γείτονα, έτσι πάει μπροστά το χωριό, έτσι κτίζεται η αλληλεγγύη και η εκτίμηση. Ειδοποίησε τα παιδιά ότι η ανασκαφή αναβάλλεται για τη Δευτέρα και την Κυριακή, μόλις τέλειωσε η λειτουργία, βρέθηκε στου Γιώρκου του Όψιμου. Ήταν κι άλλοι τρεις και ο Μιρτής, χρόνια είχε να τον δει ο Χριστάκης. Παντρεύτηκε στην πάνω γειτονιά και, μέσα στα κύματα του έρωτα, με σφοδρό έρωτα πήρε τη μικρούλα τότε Γιωργούλα, ξέχασε το πατρικό του σπίτι. Τον είχε δει δυο χρόνια, λίγο περισσότερο πριν, όταν εργάστηκαν για λίγο μαζί σε μια οικοδομή. Είχε τότε αποφασίσει η Ζήνα Κάνθερ, να προικίσει την εκκλησία της Χλώρακας και με ένα καφενείο. Και το έκτιζαν στην παραλία, εκεί στην Αλυκή, στην περιουσία που αγόρασε από την οικογένεια του Όψιμου, τριάντα σκάλες για τριακόσιες λίρες και τη δώρισε στην εκκλησία. Οι βουλές της γι’ αυτή της την πράξη ποτέ δεν διερευνήθηκαν, κανένας δεν είπε τίποτα, κανένας δεν την επέκρινε, όλοι είπαν ζήτω. Μόνο ο Γιώρκος ο Όψιμος και η αδερφή του η Ελένη την έκλαψαν και κάκισαν τα άλλα τους τ’ αδέρφια που έδωσαν με τόση ευκολία εκείνη την περιουσία, τριάντα σκάλες, όλο παραλία.
Ο Μιρτής, σαν καλός κτίστης, έκανε όλες τις ετοιμασίες, έδωσε τις οδηγίες, αλλά μάταια δοκίμασε να ξεκινήσει την κουγκριομηχανή. Ήταν νέο είδος ακόμα οι κουγκριομηχανές, τις φοβούνταν λίγο, αυτή όμως είχε και τα χάλια της. Η μηχανή της, βενζινοκίνητη, πολύ λίγο αξιόπιστη, μάταια έβγαλαν τα σπάρκς, τα έλεγξαν και τα έξυσαν, μάταια έβγαλαν και τον σωλήνα τροφοδοσίας και τον καθάρισαν. Γύριζαν τη μανιβέλα, την ξαναγύριζαν, τίποτα. Μόνο ο αέρας γέμισε με μυρουδιά βενζίνης. Και την άφησαν, γιατί φοβήθηκαν και καμιά έκρηξη. Κι αποφάσισαν να ζυμώσουν το μπετόν στο χέρι. Όλοι ήταν συνηθισμένοι σε τέτοια δουλειά, μέχρι το απόγευμα θα είχαν τελειώσει.
Κι έτσι έγινε. Μα το ζύμωμα του μπετόν στο χέρι ήταν σκληρή δουλειά και το κυριότερο δεν προχωρούσε αρκετά γρήγορα, ήταν και καλοκαίρι, το κουγκρί στέγνωνε και μόλις που προλάβαιναν να το στρώσουν. Έτσι πιέζονταν πάρα πολύ, τα χέρια του Χριστάκη πονούσαν, όπως και η μέση και το χειρότερο τα παπούτσια του γέμισαν με το ζουμί του τσιμέντου και ήξερε ότι θα του προκαλούσαν άσημα εγκαύματα. Ήταν άραγε μοιραίο, όποτε δούλευε μαζί με τον Μιρτή να καίγονται τα πόδια του με το τσιμέντο και να υποφέρει για πολλές μέρες μετά;
Και την προηγούμενη φορά, που δούλεψαν στο κέντρο της Ζήνας, έτσι το είπαν και ποτέ δεν τέλειωσε, άγνωστο για ποιο λόγο, ζύμωσαν και πάλι μπετόν στο χέρι και πάλιν γέμισαν τα παπούτσια του, όπως τώρα κι έπαθε τέτοια εγκαύματα που υπόφερε για ένα μήνα. Μάλιστα είχαν πάει και μια τριήμερη εκδρομή με τον Ακρίτα. Ήταν η πρώτη χρονιά που δημιούργησαν το σωματείο. Δεν μπορούσε να βγάλει τα παπούτσια, έλιωσε κυριολεκτικά το δέρμα, έγινε άσχημη πληγή, φούσκωσε, πονούσε φοβερά, φοβόταν μην πάθει γάγγραινα ή τέτανο. Πήγε λίγο να του συμπαρασταθεί και να τον βοηθήσει ο Δημήτρης, ήταν ο αρχηγός, μα δεν του πρόσφερε πολλά.
Το πιο άσχημο ήταν την τελευταία νύκτα. Η εκδρομή τέλειωνε στον Δημοτικό κήπο της Λεμεσού, που φιλοξενούσε την Διεθνή Έκθεση Κύπρου. Πολύ ήθελε να τη δει, είχε ακούσει τόσα πολλά, μα τα εγκαύματα κυριολεκτικά τον ακινητοποίησαν. Ένιωθε τέτοιον ανυπόφορο πόνο, που πήγε σε μια γωνιά κι έβγαλε τα παπούτσια. Ήταν νύκτα, οι ηλεκτρικές λάμπες μόλις που έφεγγαν εκεί που είχε καταφύγει, δεν έβλεπε τις πληγές στα πόδια του κι αυτό έκανε τα πράγματα πιο δύσκολα. Ήταν μια βρύση κοντά, σκέφτηκε να τα πλύνει, ένιωσε λίγη ανακούφιση στην αρχή, μα γρήγορα το κάψιμο επανήλθε. Ήταν σκέτη φωτιά. Να είχε τουλάχιστον λίγο αντισηπτικό για ν’ αποφύγει τη μόλυνση… Αν η μόλυνση δεν είχε κιόλας αρχίσει. Έξι ώρες έμειναν στο Δημοτικό κήπο, κανένας δεν τον αναζήτησε. Όλοι είχαν ξεχυθεί, μετά από μια σύντομη επίσκεψη στα περίπτερα της έκθεσης, στο μόλο και στις ταβέρνες της περιοχής. Ήταν ονομαστή η Λεμεσός για τα κέντρα διασκέδασης. Λίγοι τα ήξεραν κιόλας, έγιναν οδηγοί και για τους άλλους.
Αφού οι πληγές πονούσαν και πυορροούσαν, σκέφτηκε να τις στεγνώσει με χώμα. Κι αυτό έκαμε. Βρήκε σ’ ένα χαντάκι ψιλό χώμα, πήρε κι έβαλε πάνω στα εγκαύματα και λες κι έγινε θαύμα. Για κάποιο λόγο, που δεν μπορούσε να εξηγήσει, το κάψιμο υποχώρησε κι ο πόνος έγινε υποφερτός. Τέσσερις ώρες παράμεινε εκεί, καθιστός τις μετρούσε να περνούν τόσο αργά και τελικά άκουσε τον οδηγό που καλούσε τους επιβάτες για να φύγουν, περασμένα μεσάνυκτα. Ξυπόλυτος, με τα παπούτσια στο χέρι, πήγε στο λεωφορείο, ξυπόλυτος έφτασε και στο σπίτι, ξημερώματα πια. Βρήκε το σπίρτο καμινέτο, έπλυνε καλά τα εγκαύματα με νερό και τους έριξε μετά κάμποσο σπίρτο. Ο πόνος ήταν διαπεραστικός και δεν απόφυγε το βογγητό που του ξέφυγε. Κανένας δεν τον άκουσε, όλοι κοιμούνταν βαθειά. Το σπίρτο, όμως, απολύμανε καλά τις πληγές και σε δυο τρεις μέρες στέγνωσαν κι έδεσαν.
Και να που τώρα παρουσιαζόταν νέα, παρόμοια κατάσταση. Αν και πολύ φοβόταν, προσπαθούσε να το ξεχάσει και δούλευε με την ψυχή του, άψευτα όπως κάποτε του είχε πει ο μάστρε-Νικόλας ο Φουαρτάς, πεθερός του Μιρτή. Δούλεψαν όλοι εντατικά, γέμισε σιγά-σιγά το πάτωμα, καλύφτηκε από το μπετόν. Ο Μιρτής το έστρωνε πολύ επιδέξια κι έτρεχε και πάλι μαζί με τους άλλους, που είχαν ήδη αρχίσει τη νέα γουρνιά. Είχαν υπολογίσει είκοσι γουρνιές να είναι αρκετές. Μα χρειάστηκαν σαράντα. Ευτυχώς ο Όψιμος υπολόγισε σωστά τα υλικά, ένα φορτηγό αμμοχάλικα είχε φέρει και σαράντα σάκους τσιμέντο Πόρτλαντ. Εκεί που δυσκολεύτηκαν ήταν το νερό γιατί λίγο μετά το μεσημέρι διακόπηκε η παροχή και το μοναδικό βαρέλι που έμεινε γεμάτο, γρήγορα εξαντλήθηκε. Ευτυχώς έζεψε το αλακάτι η Δομνίκη, από δίπλα και τους έδωσε όσο νερό χρειάστηκαν. Μόνο που το κουβαλούσαν και τα λίγα μέτρα γίνονταν πολλά μέσα στην κάψα του μεσημεριού του Ιουλίου.
Τέλειωσαν και πλύθηκαν. Ήταν πια απόγευμα, άρχισε να φυσά το θαλασσινό αεράκι, στάθηκαν στη σκιά της παράγκας και το απολάμβαναν. Ο Χριστάκης πήγε να βγάλει τα παπούτσια, μουσκεμένα από το ζουμί του τσιμέντου και να πλύνει τα πόδια του. Ο Μιρτής τον συμβούλεψε να μην το κάνει.
Είναι καλύτερα όταν πλύνεις τα πόδια, του είπε, να μη φορέσεις τα ίδια παπούτσια. Διαφορετικά θα πάθεις εγκαύματα και θα τρέχεις.
Τώρα είχε και την εξήγηση για την προηγούμενη φορά και την ταλαιπωρία που πέρασε. Άκουσε τη συμβουλή κι αποδείχτηκε ότι ο Μιρτής είχε δίκιο. Τα παπούτσια στέγνωσαν πολύ γρήγορα κι, αν και τα ένιωθε άβολα, τα ανεχόταν και προπαντός δεν παρουσιάστηκε κανένα κάψιμο.
Ο Όψιμος είχε φέρει ένα σάκο κόκκινο τσιμέντο, ο Μιρτής το άπλωσε με τέχνη, πάνω στο απλωμένο μπετόν και το περίμενε να στεγνώσει για να το τρίψει. Όλοι ήξεραν ότι όλη η μαστοριά ήταν το τελικό τρίψιμο. Μετά θα χάραζαν, με τη μπάρα κι ένα καρφί, τετράγωνα σε όλη την επιφάνεια και θα δημιουργούσαν την ψευδαίσθηση ότι είχαν βάλει πλακάκια.
Κατά διαόλου, πάνε τα πράγματα, έλεγε ο Μιρτής ενώ περίμενε το κουγκρί να στεγνώσει και να σφίξει. Η ελληνική κυβέρνηση μας προδίδει, όπως πάντα.
Ξαφνιάστηκε ο Χριστάκης, ήξερε ότι ο Μιρτής ήταν πολύ ήσυχος και εγκρατής στην κριτική του. Δεν τον ξανάκουσε να μιλά για πολιτικά θέματα, τόσο που τον θεωρούσε αδιάφορο. Και τώρα έκρινε τόσο αυστηρά, κυριολεκτικά ακραία την ελληνική κυβέρνηση. Ήταν γνωστό, βέβαια, ότι εντείνονταν οι προσπάθειες για μια ειρηνική λύση κι ότι πρωτοστατούσαν οι Αμερικανοί. Τι είχε γίνει τώρα για να δημιουργείται ένα τέτοιο αρνητικό αίσθημα και μάλιστα για την Ελλάδα; Οι Κύπριοι το είχαν παράπονο ότι η κυβέρνηση Καραμανλή βιάστηκε να συμφωνήσει με τους Τούρκους το 1959 και πίεσε μάλιστα και τον Μακάριο, μέχρι που είπε το ναι στις «επάρατες» συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, που έδιναν τόσα υπέρ προνόμια στους Τούρκους. Μα τώρα, η κυβέρνηση Παπαντρέου στεκόταν δίπλα στην Κύπρο, έστειλε στρατό, επέστρεψε ο Γρίβας, ενίσχυε την άμυνα του νησιού.
Όλοι τους το ίδιο είναι, κουμπάρε, απάντησε ο Όψιμος. Τι Καραμανλής, τι Παπαντρέου; Μόνο οι Ρώσοι μένουν πραγματικοί φίλοι μας. Να δεις που, αν η Τουρκία τολμήσει να εισβάλει, ο Κρούτσιεφ θα τους κτυπήσει.
Ο Χριστάκης τρόμαζε με την τόση αφέλεια του Μιρτή και του Όψιμου. Τα παράπονα από την Ελλάδα και την κυβέρνησή της είχαν κάποια δικαιολογία. Ίσως και κάποιοι, σκόπιμα, να τα καλλιεργούσαν. Μα από πού κι ως πού θα έσπευδε η Ρωσία να σώσει τη Κύπρο; Τα ίδια δεν είχε πει κι ο Αναστάσης; Τα ίδια δεν λέγονταν και στους καφενέδες;
Ευτυχώς η κουβέντα δεν συνεχίστηκε. Ο Μιρτής άρχισε να τρίβει το μπετόν και η Αννού άνοιξε τον φούρνο της αυλής. Μοσχομύρισε το ψητό αρνί με τις πατάτες. Όλοι πεινούσαν, το πλούσιο γεύμα θα ήταν και η αμοιβή τους για τη βοήθεια που είχαν προσφέρει. Στρώθηκε το τραπέζι, η Αννού είχε ζυμώσει την προηγούμενη. Ήταν καλή νοικοκυρά, έτσι είχε μάθει στο φτωχικό της σπίτι, στην Πέγεια. Για τους ξένους, πρέπει να έχεις φρέσκο ψωμί, ζυμωμένο από εσένα την ίδια. Βέβαια, τώρα υπήρχε ο φούρνος του χωριού, μετά τον φόνο του Νεόφυτου, τον είχε αναλάβει ο αδερφός του. Ήταν κι αυτός πολύ καλός μάντζιηπας, αυτό έπαιρναν συνήθως, μα το σπιτίσιο ήταν πάντα καλύτερο και είχε και τον συμβολισμό του. Και το πεγειώτικο ψωμί ήταν ονομαστό.
Τέλειωσε το τρίψιμο ο Μιρτής, τις γραμμές θα τις τραβούσε αργότερα, όταν το κουγκρί θα είχε στεγνώσει καλά. Κάθισαν όλοι στο τραπέζι, έφερε τις πιατέλες η Αννού, γεμάτες με ψητό αρνί και πατάτες, μακαρόνια παστίτσιο με αναρή και χαλούμι, σαλάτα με αγγούρι και ντομάτα, ήταν η εποχή τους. Έφαγαν και ήπιαν. Κονιάκ Αγγλίας Χατζηπαύλου. Ο Όψιμος είπε ότι με τίποτα δεν θα το άλλαζε. Υποχρέωσαν και τον Χριστάκη να πιει λιγάκι.
Όσο μια πινιά, είπε ο Μιρτής και τον κτύπησε στον ώμο. Μόλις που το δοκίμασε. Είχε αντιπάθεια στο αλκοόλ, έπινε μόνο λίγο κρασί τους χειμωνιάτικους μήνες, άσπρο, γλυκό της ΚΕΟ. Χύμα, του βαρελιού που το έπαιρναν από τον Φκονή.
Βρίσκονταν πια στο τέλος όταν μπήκαν. Ήταν δυο, ο ένας κοντά στα σαράντα, ο άλλος πιο νέος, ήταν δεν ήταν είκοσι πέντε. Καλοντυμένοι, με φορεσιά και γραβάτα, παρά τη ζέστη. Κανένας δεν τους προσκάλεσε, όλοι τους κοίταζαν με περιέργεια. Απρόσκλητοι κάθισαν σε δυο καρέκλες, που μόνοι τους τις τράβηξαν από τη γωνιά.
Να μας επιτρέψετε να σας μιλήσουμε για τον Θεό και τη σωτηρία των ανθρώπων από την ηθική κατάπτωση, που τους σπρώχνει η σύγχρονη εποχή.
Μίλησε ο πιο μεγάλος. Κανένας δεν είπε τίποτα. Μόνο ο Όψιμος χαμογελούσε πλατειά. Αυτό ενθάρρυνε τον νεαρό να αρχίσει το κήρυγμα. Είπε για τη δικαιοσύνη και για την αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο, είπε κάμποσα. Ο Μιρτής, που καθόταν δίπλα στον Χριστάκη, τον έσπρωξε με τον ώμο.
Είναι Χιλιαστές, του ψιθύρισε.
Χάρηκε, ο Χριστάκης, γιατί είχε την ευκαιρία να ακούσει αυτούς τους ανθρώπους επιτέλους. Που όλοι τους κατηγορούσαν και πιο πολύ ο Παπά Κώστας.
Δεν είμαστε χιλιαστές! επέμβηκε ο πιο μεγάλος, που άκουσε τον ψίθυρο του Μιρτή.
Κι άρχισε να κηρύσσει. Τίποτα δεν τον σταματούσε, είχε καταπληκτική ευφράδεια λόγου, μα το κήρυγμα έπεφτε στις πέτρες. Το κατάλαβε μα συνέχισε απτόητος. Μέχρι που τον διέκοψε ο Όψιμος.
Στον Χριστό πιστεύετε; τον ρώτησε.
Απόφυγε να του απαντήσει. Έσκυψε στη τσάντα του κι έβγαλε δυο περιοδικά, βρήκε λίγο χώρο στο τραπέζι και τα έβαλε. ΣΚΟΠΙΑ, διάβασε ο Χριστάκης. Ήταν το περιοδικό των Ιεχωβιτών. Αυτό του έφτανε. Πήρε τον λόγο.
Τι είναι για σας το Άγιο Πνεύμα; ρώτησε.
Δεν πήρε απάντηση, αλλά επέμενε. Εκείνοι κατάλαβαν ότι θα το πήγαινε στην Τριαδικότητα του Θεού των Χριστιανών, ήταν συνηθισμένοι από τέτοια. Απόφυγαν να του απαντήσουν, μα δεν τους άφησε, απαίτησε απάντηση.
Απαντήστε ή παραδεχτείτε ότι είστε χιλιαστές, είπε με έμφαση. Ήθελε να συνεχίσει «και τότε θα συζητήσουμε».
Δεν πρόλαβε. Με ύφος μάρτυρα και γλυκερή φωνή, με τα μάτια στον ουρανό, ο απρόσκλητος διαφωτιστής είπε με μεγάλη δόση ειρωνείας:
Ο νεαρός φαίνεται ότι δεν σηκώνει το πιοτό!
Ο Χριστάκης θύμωσε, μα δεν το έδειξε. Ούτε και πρόλαβε να πει τίποτα άλλο. Ο Γιώρκος ο Όψιμος, όμως δεν κρατήθηκε. Σηκώθηκε και τους ζήτησε να φύγουν.
Μπαίνετε στο σπίτι μου χωρίς πρόσκληση, τους είπε με έντονο ύφος, προσβάλλετε και τον φίλο μου! Να φύγετε και να μη ξανάρθετε.
Σηκώθηκαν κι έφυγαν, χωρίς να πουν τίποτα άλλο. Ο Χριστάκης λυπήθηκε πάρα πολύ που έγινε η αιτία να τους διώξουν. Ήθελε πραγματικά να συζητήσει λίγο μαζί τους. Ζήτησε και πήρε τα δύο περιοδικά, που τα είχαν αφήσει. Τις επόμενες μέρες θα τα διάβαζε πολύ προσεκτικά. Ποτέ δεν κατάλαβε ποια διαφορά είχαν εκείνα που έλεγαν με όσα έγραφε και η Αγία Γραφή.




ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΤΕΚΑ

ΦΩΤΙΑ ΚΑΙ ΦΡΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ

Τέλειωνε ένας μήνας σκληρής πραγματικότητας κι αναπάντητων προβληματισμών για τον Χριστάκη. Δεν είχε κανένα τρόπο οικονομικής επιβίωσης. Αυτό λίγο θα τον ένοιαζε αν δεν ανησυχούσε για τα δίδακτρά του. Συναντούσε άλλους συμμαθητές του, που του έλεγαν για τις επιδόσεις και τους βαθμούς τους τη χρονιά που πέρασε. Ήταν φυσικό να περιμένουν να τους πει και τα δικά του. Δεν μπορούσε γιατί ούτε έλεγχο πήρε κι ασφαλώς ούτε τους βαθμούς του ήξερε. Τον κατάλογο με τους μετεξεταστέους δεν πήγε να τον ελέγξει. Ήταν βέβαιος ότι πέρασε σε όλα τα μαθήματα και μάλιστα με εξαιρετικά καλό σκορ. Τον στενοχωρούσε πιο πολύ απ’ όλα που κανένας δεν ενδιαφερόταν, ούτε έθιγε το θέμα. Η ανασκαφή στον βασιλικό τάφο συνεχίστηκε. Έφτασαν στο τέλος να σκάβουν με τους σουγιάδες τους κι αποκάλυψαν τρία γερά αγγεία από άσπρο πηλό κι άλλα δυο-τρία θρυμματισμένα. Τα έδωσαν στον θείο Γιώρκο, μαζί με μερικά λίθινα εργαλεία που ανακάλυψαν κτισμένα στη δόμη της μεγάλης ελιάς στην Αρκοελιά και τα πήγε στο μουσείο. Ούτε που πέρασε από το μυαλό τους ότι αυτό που έκαναν ήταν παράνομο.
Η Κύπρος, εκείνες τις μέρες ήταν στα χειρότερά της σαν κράτος. Οι Τουρκοκύπριοι το έπαιζαν μεγάλοι αποστάτες, περιχαρακώθηκαν στα γκέτο τους και περίμεναν την εισβολή της Τουρκίας για να πραγματοποιήσουν τον πόθο της διχοτόμησης. Οι Ελληνοκύπριοι ενισχύονταν όλο και πιο πολύ από την Ελλάδα. Οι φήμες ότι ερχόταν ελληνικός στρατός ήταν έντονες, από τη Μόσχα αγοράζονταν όπλα με τη μέθοδο κλήριγκ, οι αποθήκες σαπισμένης σταφίδας άδειαζαν, έλεγαν ότι στελλόταν στη Ρωσία για να κάνουν βότκα. Ψιθυριζόταν ακόμα ότι κι όλο το γλεύκος, που για χρόνια ξίνιζε κι αχρηστευόταν, ταξίδευε τώρα για τη μεγάλη, φίλη χώρα. Πολλοί ήταν εκείνοι που έλεγαν ήδη μεγάλη σύμμαχο την Σοβιετική Ένωση. Και μέσα σ’ όλη αυτή την προσδοκία για μια απρόσμετρη μεγαλοσύνη, όλοι εμάς κοιτούν, όλοι μας υπολογίζουν, οι κακοί Αμερικανοί μπήκαν στη γωνιά, δημιουργείτο μια ομφαλοκεντρική αυτοπεποίθηση που, ασφαλώς, δεν μπορούσε να ήταν κι ο καλύτερος οδηγός για τις επόμενες κινήσεις. Το χειρότερο, στο εσωτερικό τα πράγματα τραβούσαν κατά τον γκρεμό. Η αστυνομία είχε εκμηδενιστεί, η παρανομία άνθιζε.
Ένας φόνος συντάραξε τότε την Πάφο. Κάποιος έπιασε τη γυναίκα του να τον απατά, καθάρισε τον φίλο της, τον έπιασαν και τον καθάρισαν κι αυτόν στα αστυνομικά ανακριτήρια. Οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι του έσπασαν το κρανίο με τη μέγγενη βασανισμού. Στο υπουργείο εσωτερικών, βέβαια, δεν κουνήθηκε κανενός το δακτυλάκι. Μέσα σε όλα τα κακά, βέβαια, η συνοχή του κόσμου έμενε σχετικά αδιατάρακτη. Εκτιμούσε ο γείτονας τον γείτονα κι όλοι θεωρούσαν χρέος τους να προστατεύουν τα παιδιά από τις κακοτοπιές. Όχι μόνο τα δικά του παιδιά ο καθένας, μα ολονών τα παιδιά.
Αν, όμως, οι Έλληνες της Κύπρου ζούσαν στην αβεβαιότητα, οι απλοί Τούρκοι βίωναν την απόγνωση. Οι φανατικοί, βέβαια, κάθονταν στη γωνιά, κάπνιζαν βαριά κι ονειρεύονταν το κτύπημα της Τουρκίας. Οι πολλοί προσπαθούσαν να μπαλώσουν τη φτώχεια τους και να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι ψωμί για τα παιδιά τους. Γι’ αυτούς δεν υπήρχε ούτε όνειρο, ούτε ελπίδα. Καταπιέζονταν από τους Έλληνες, από την κυβέρνηση και από τους δικούς τους ακραίους. Ακόμα κι ο χότζιας φοβόταν να ανέβει στον μιναρέ και να καλέσει τους πιστούς την ώρα της προσευχής. Το γκρέμισμα του ενός τζαμιού, από τους Έλληνες, τους έδωσε να καταλάβουν ότι βρίσκονταν στο έλεός τους, ότι μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να τους εξοντώσουν. Στα μάτια τους, οι Έλληνες ήταν ασύδοτοι και δεν υπήρχε καμιά αρχή ικανή να τους συγκρατήσει. Άλλωστε είχαν απειλήσει κι επίσημα, ότι αν η Τουρκία ερχόταν, θα περνούσαν από λεπίδι όλους τους Τουρκοκυπρίους. Για να βρουν μόνο στάχτη κι αποκαΐδια, αν κατάφερναν να πατήσουν το νησί.
Άκουε ο Ρασιήτ από παντού να μιλούν για αίμα, για φονικά, για εκδίκηση και η παιδική καρδιά του αναταρασσόταν. Αυτός μόνο ειρήνη ποθούσε. Να παίζει με τους φίλους του, να διαβάζει τα μαθήματά του, να γίνει καλύτερος από τα αδέρφια του, που άκουε τους άλλους να τους επαινούν για τις επιδόσεις τους στο σχολείο και παντού. Ήθελε πιο πολύ να επιστρέψει στη Λέμπα. Να κατέβει στον ποταμό, να μαζέψει αγριάππιδα και ψιντρό σταφύλι. Θα είχαν ωριμάσει πια και θα ήταν γλυκά σαν μέλι. Να χαζέψει με τις ώρες από τον ψηλό γκρεμό τη θάλασσα του Κοτσιά, να πάει να κολυμπήσει, σκαστός από τη μάνα του.
Μαράζωνε ο Ρασιήτ, δεν ήθελε να μένει στο σπίτι. Με το ζόρι τον συγκρατούσαν οι αδερφές και η μάνα του, να μη χάνεται όλη μέρα, να μένει και λίγο στο σπίτι. Να μένει για να κάνει τι; Για τις γυναίκες είναι αρκετό τέσσερις τοίχοι και μια κλειστή αυλή, με τιούλι και μαντζουράνα. Μα όχι γι’ αυτόν. Μα να βγει και να πάει πού; Όπου κυκλοφορούσε φοβόταν μήπως μια σφαίρα ξεφύγει από κάποιου ανεύθυνου το ντουφέκι και τον βρει στην πλάτη. Και οι ανεύθυνοι ήταν πολλοί απέναντι. Περπατούσε τοίχο-τοίχο, έτσι τον είχαν συμβουλέψει, τον τρόμαζε ο κάθε δυνατός ήχος, έψαχνε φίλους και ουρανό. Ανοιχτό ουρανό, φωτεινό, γεμάτο ελπίδα για το αύριο, να είναι καλύτερο, πιο ειρηνικό.
Πιο πολύ τον φόβιζε που έλεγαν ότι η Τουρκία θα ερχόταν να τους ελευθερώσει και να τους σώσει. Άκουσε τη μητέρα του που ψιθύρισε ένα βράδυ: αν η Τουρκία κινηθεί, αυτοί θα μας σφάξουν μέχρι τον τελευταίο. Τι να την κάνουμε αν έρθει και μας βρει νεκρούς; Στο παιδικό μυαλό του κλωθογύριζαν τα λόγια της μάνας του κι ένα σωρό άλλα πράγματα. Κι ερωτηματικά που έμεναν αναπάντητα. Όπως ποιος κερδίζει από αυτή την κατάσταση; Εντάξει! Οι Έλληνες δεν τους φέρθηκαν όπως έπρεπε. Μα μήπως και οι Τούρκοι ήταν αρνιά; Κι αυτοί κάμποσα είχαν κάνει. Μήπως, μιας κι όλοι έφταιγαν, ήταν καιρός ο καθένας να καθίσει στα αυγά του, όλοι εκείνοι που φωνασκούσαν να σιωπήσουν και να βρεθούν δυο νούσιμοι άνθρωποι να κάτσουν να τα πουν; Και να τα βρουν;
Ένα παιδί, ένα αγόρι έτσι σκεφτόταν, ενώ περιφερόταν στον πιο σκληρό αποκλεισμό που του είχαν επιβάλει οι δικοί του μα και οι Έλληνες. Άραγε να υπήρχε κι ένα αγόρι στην άλλη πλευρά που σκεφτόταν και προβληματιζόταν με τον ίδιο τρόπο; Μα το άρμα έτρεχε χωρίς άλογα και χωρίς αρματηλάτη. Ή μήπως άλογα κι αρματηλάτης ήταν ο παραλογισμός; Δεν ήταν το άρμα του ουρανού. Δεν ήταν καν το άρμα του Φαέθοντα. Που το σταμάτησε κάποια στιγμή η παρέμβαση του Δία. Ήταν η ατελείωτη φρίκη, ο θάνατος, η φωτιά που σκορπούσε την ασύλληπτη κατάρα. Ήταν ένα άρμα που θα διέσχιζε τον πιο γαλάζιο ουρανό της οικουμένης για να ξεράσει το κακό και τον τρόμο της ψυχής και της ύπαρξης.
Άνοιξε μια πόρτα κι ένας άντρας με μπλε στολή, αστέρες στις επωμίδες και πηλίκιο, βγήκε και περπάτησε στον δρόμο. Πέρασε μπροστά από τον Ρασιήτ και κοντοστάθηκε. Του χαμογέλασε. Του χαμογέλασε κι αυτός αλλά δεν του μίλησε. Συνέχισε τον δρόμο του και τον παρακολουθούσε να φεύγει. Τον ήξερε, όλοι τον ήξεραν και τον σέβονταν. Ήταν ο Φουάτ Μεχμέτ, ανώτερος υπαστυνόμος, από τον καιρό τους Εγγλέζους ήταν στην αστυνομία. Οι Έλληνες τον έδιωξαν όταν άρχισαν οι φασαρίες. Αυτό είχε ακούσει τους μεγάλους να λένε και δεν μπορούσε να το καταλάβει. Γιατί να τον διώξουν οι Ρωμιοί; Όλοι έλεγαν ότι ήταν καλός κι άξιος αστυνομικός. Μα μήπως και οι άλλοι δεν ήταν καλοί; Όλους τους υποχρέωσαν να φύγουν. Ακόμα και τους νοσοκόμους από το νοσοκομείο. Καθημερινές κουβέντες των γυναικών. Κι αυτές τα άκουγαν από τους άντρες τους, που τα συζητούσαν οργισμένοι. Τα άκουε κι ο Ρασιήτ κι ένιωθε ότι οι Ρωμιοί τούς αδικούσαν, τα ήθελαν όλα δικά τους, μισούσαν τους Τούρκους.
Ακούστηκε ένα δυνατό νιαούρισμα και άγριο γαύγισμα. Ένας γάτος ξεπετάχτηκε από το στενό, ένας σκύλος τον κυνηγούσε, ένας συνηθισμένος σκυλογατοκαυγάς. Αναγνώρισε τον γάτο. Ήταν ο κανελής αλανιάρης αρσενικός που δεν τον άφηνε τις νύκτες να κοιμηθεί, καθώς τριγυρνούσε στις σκεπές κυνηγώντας τις γάτες. Μα κι ο σκύλος δεν του ήταν άγνωστος. Αχυρόχρωμος, χωρίς μάστρο, τριγυρνούσε και ζητιάνευε ένα κομμάτι ψωμί για να μη ψοφήσει από την πείνα. Πιο πολύ, βέβαια, είσπραττε κλωτσιές κι αγριοφωνάρες. Μα πάντα επέμενε, πάντα ξαναρχόταν. Συχνά τα παιδιά τον κυνηγούσαν με πέτρες και βέργες, μα αυτός έμενε πάντα φιλικός. Μετά το κυνηγητό ήταν και πάλι ανάμεσα στα παιδιά. Κουνούσε την καμπυλωτή ουρά του και χαμογελούσε, αποζητώντας μια καλοπροαίρετη ματιά. Μα όταν έβλεπε γάτο δεν άντεχε στον πειρασμό, έβγαζε ένα άγριο γαύγισμα και τον ορμούσε.
Ο γάτος πρόλαβε κι αναρριχήθηκε σε μια συκαμιά, που βλάσταινε, αναιμική κι αυτή, στην άκρη του πεζοδρομίου, σ’ εκείνο το δρόμο, που ξεκινούσε από την οδό Φελλάχογλου κι οδηγούσε λίγο πιο πάνω από το τζαμί. Κι ο σκύλος, αφού πήδηξε δυο-τρεις φορές, προσπαθώντας να τον αρπάξει, χωρίς να τα καταφέρει φυσικά, όπως γίνεται πάντα, απομακρύνθηκε, περπάτησε λίγο στον δρόμο και μετά πήγε και στάθηκε μπροστά στον Ρασιήτ. Τον κοίταζε στα μάτια και κουνούσε φιλικά την ουρά του. Χρειαζόταν ένα χάδι και το αγόρι δεν του το αρνήθηκε. Του χάιδεψε το κεφάλι και πήρε να του βγάζει τα τσιμπούρια από τα αφτιά.
Δεν σε φτάνει που ξεράθηκες από την πείνα, σου ρουφάνε κι αυτά το αίμα, του είπε χαϊδευτικά. Και δεν μου λες, τι σου έχει κάνει ο φτωχός ο γάτος και δεν τον αφήνεις σε χλωρό κλαρί;
Του έβγαλε πάνω από είκοσι τσιμπούρια από τα αφτιά και το λαιμό και το ζώο ούτε που κινήθηκε. Κουνούσε την ουρά σαν να τον ευχαριστούσε και κάποια στιγμή του έγλειψε το πρόσωπο. Το σιχαινόταν αυτό, ο Ρασιήτ, μα το δέχτηκε αδιαμαρτύρητα. Ακόμα και τα σκυλιά λένε ευχαριστώ όταν τους δώσεις σημασία, σκέφτηκε.
Ο γάτος, βλέποντας το σκυλί να ησυχάζει, θάρρεψε και κατέβηκε σιγά-σιγά από το δέντρο. Δεν έφυγε. Έμοιαζε ν’ αποζητούσε κι εκείνος ένα χάδι. Τον φώναξε κι εκείνος ανταποκρίθηκε αμέσως και πήγε κοντά του. Κι έκανε το θέαμα. Αφού τρίφτηκε για λίγο χαδιάρικα στα πόδια του αγοριού, έκανε ένα βήμα πιο πέρα, μπήκε κάτω από την κοιλιά του σκύλου, ανασήκωσε το κεφάλι κι άρχισε να τρίβεται στο στήθος του.
Ο Ρασιήτ γέλασε δυνατά. Τι τερτίπια ήταν αυτά; Όταν όμως άπλωσε το χέρι να χαδέψει και τον γάτο, το σκυλί άφησε ένα παραπονεμένο γρύλισμα, μια πολύ εύγλωττη έκφραση ζήλειας που τον άφηνε εκείνο κι έδινε σημασία και στο άλλο ζώο.
Κι εσείς καλοί είσαστε! του παρατήρησε αυστηρά ο Ρασιήτ. Όπως τους ανθρώπους κάνετε, ο καθένας τα θέλει όλα δικά του. Τίποτα δεν εννοεί να μοιράζεται. Άραγε γι’ αυτό γίνονται και οι πόλεμοι; Εμείς και μόνο εμείς;
Επέστρεψε στο σπίτι, δεν ήταν άλλωστε μακριά, με τα δυο ζώα να τον ακολουθούν. Τον είδε η μάνα του και χαμογέλασε.
Όπου τον ψειριάρη τον μαζεύεις και τον κουβαλάς και στο σπίτι, του είπε και συνέχισε ν’ απλώνει τη μπουγάδα. Μα οι αδερφές του έγιναν έξω φρενών και του έβαλαν τις φωνές. Και τα ζώα κατάλαβαν ότι για εκείνα ήταν οι φωνές και γύρισαν κι έφυγαν στον δρόμο. Ο Ρασιήτ ήταν σίγουρος ότι έφυγαν λυπημένα κι απογοητευμένα.
Αργά το απόγευμα, έγερνε πια ο ήλιος χαμηλά στη δύση. Εκατόν νέοι άνθρωποι στριμώχνονταν στο μακρινάρι, δίπλα στη μεγάλη δεξαμενή, στο αγρόκτημα της Μητρόπολης στου Γκρήμπεη. Οι πιο πολλοί ήταν μαθητές και είχαν φτάσει με τα ποδήλατα, που πήραν οδηγίες να τα βάλουν μέσα από το φράκτη για να μη φαίνονται από τον δρόμο. Ο Χριστάκης δεν μπορούσε να καταλάβει τι εξυπηρετούσε η τόση μυστικότητα.
Πέρασε πάνω από μισή ώρα απραξίας, η ζέστη ήταν αφόρητη, άρχισαν τα μουρμουρητά. Μερικοί, παρά τις οδηγίες βγήκαν έξω, ανάμεσα στα δέντρα ήταν πιο δροσερά. Γρήγορα, όμως, επέστρεψαν και μαζί τους τρεις νεοφερμένοι άντρες με πολιτικά. Οι δυο ήταν άγνωστοι, είπαν ότι ήταν αξιωματικοί της 5ης Ανωτέρας. Ήταν Έλληνες αξιωματικοί. Φάνηκε μόλις μίλησαν από τη διαφορά της προφοράς στη γλώσσα. Ώστε αλήθεια είναι, σκέφτηκε ο Χριστάκης, ήρθε ελληνικός στρατός. Ένιωσε περηφάνια. Άσε τι έλεγαν, ο Γέρος, ο Γεώργιος Παπαντρέου, ο πρωθυπουργός,  ήταν πραγματικός Έλληνας. Δεν θα άφηνε τους Έλληνες της Κύπρου σφαχτάρια στην επιθετική Τουρκία.
Ο άλλος ήταν ο Δημητράκης Κωνσταντινίδης, ο θρυλικός Τραλαλάς, ο αρχηγός τους.
Τους μίλησαν και οι τρεις με τη σειρά. Τελευταίος ο Τραλαλάς. Τους ενθουσίασε και τους συγκίνησε. Τους είπε ότι το κυπριακό κράτος ήταν πια ισχυρό, είχε φίλους και υποστηρικτές δυνατούς, όσο και να ’θελαν κάποιοι να το διαλύσουν δεν θα τα κατάφερναν.
Πολιτικολογούσε κι αυτό δεν άρεσε στον Χριστάκη. Γιατί όμως ο Τραλαλάς να ψάχνει για οπαδούς κάποιας πολιτικής αντί να τους διδάξει τη χρήση των όπλων; Μήπως ήταν κανένας, από όλους εκείνους που στριμώχνονταν σ’ εκείνη τη στενή αποθήκη, που δεν καταλάβαινε ότι αυτό που σχεδιαζόταν ήταν μια μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση; Σκούντησε τον διπλανό του.
Τι μας λέει; ρώτησε κι εκείνος χαμογέλασε.
- Δεν καταλαβαίνεις, του ψιθύρισε, ότι όλοι το παίζουν πολιτικάντηδες για τον Μακάριο;
Δεν κατάλαβε τι εννοούσε, ούτε και πρόλαβε να ζητήσει διευκρίνιση. Ο Τραλαλάς ζήτησε κι έφεραν μέσα ένα όπλο, που πρώτη φορά έβλεπε.
Έφεραν πρώτα ένα χαμηλό τρίποδα και ύστερα το όπλο και το τοποθέτησαν πάνω. Ήταν, ουσιαστικά, ένας σωλήνας, με κοιλιά στο πίσω άκρο, μ’ ένα καπάκι που άνοιγε μ’ ένα μεγάλο μοχλό. Έστριψε το μοχλό ο Τραλαλάς, άνοιξε το καπάκι προς το πλάι.
Κάλεσε μετά ένα από τους Έλληνες αξιωματικούς κι εκείνος ανέβηκε στο βάθρο κι άρχισε να τους εξηγεί.
Αυτό το όπλο, έλεγε, είναι ένα ΠΑΟ 90. Ενενήντα χιλιοστών. Πυροβόλο άνευ οπισθοδρομήσεως, ειδικό για καταστροφή αρμάτων, αλλά και, κυρίως, φυλακίων από μπετόν. Υπάρχει και το ΠΑΟ 105, που επίσης η Εθνική Φρουρά διαθέτει.
Τους έλεγε, τους έλεγε, μέχρι που κατάλαβε ότι τους έκανε να δυσανασχετούν.
Πότε θα κάνουμε πρακτική εξάσκηση; ακούστηκε μια φωνή.
Πότε θα ρίξουμε; φώναξε κάποιος άλλος.
Γιατί αυτό έχει σημασία, πρόσθεσε ένας τρίτος. Τι να τα δούμε; Το πιο σημαντικό είναι να ξέρουμε πώς να τα χρησιμοποιούμε.
Ο Τραλαλάς σηκώθηκε να τους καθησυχάσει. Τους είπε ότι το πιο πιθανόν, δυο Κυριακές πιο κάτω θα τους πήγαιναν να παρακολουθήσουν βολές, τόσο του ΠΑΟ, όσο και των άλλων όπλων που θα τους παρουσίαζαν στη συνέχεια. Δεν ήταν εύκολο να τους πείσει. Όλοι ένιωθαν ότι τους μάζεψαν εκεί για να τους εντυπωσιάσουν. Όπως τα παιδιά που τους υπόσχονται καινούρια, λαμπερά παιγνίδια.
Είχε πια νυχτώσει, άναψαν ένα ηλεκτρικό γλόμπο, που βρισκόταν ψηλά στον τοίχο, πάνω από τους παρουσιαστές. Το φως έπεφτε και δημιουργούσε παράξενες σκιές με τις φιγούρες των δύο Ελλήνων αξιωματικών, που φαίνονταν να τους τυλίγει ένα φωτεινό στεφάνι, ενώ το πρόσωπο δεν φωτιζόταν και ήταν σκοτεινό. Κανένας δεν καταλάβαινε γιατί ήρθαν με τα πολιτικά, ενώ έπρεπε να φορούν στολή αγγαρείας.
Τους έδειξαν και τους εξήγησαν τον προορισμό τους, ένα μικρό όλμο 60 χιλιοστών και μια μπαζούκα των τριάμισι ιντσών. Όλα αμερικανικής εμπνεύσεως και κατασκευής. Αυτό το τόνισαν ιδιαίτερα, ίσως γιατί ήθελαν να δείξουν την άμεση εμπλοκή του ελληνικού στρατού. Ήξεραν όλοι ότι ο ελληνικός στρατός χρησιμοποιούσε αποκλειστικά αμερικάνικα όπλα. Και όλοι ήξεραν, επίσης, ότι η πραγματική   δύναμη που στήριζε την Κύπρο ήταν η μεγάλη Σοβιετική Ένωση. Ενώ η Αμερική ήταν εναντίον. Και οι φήμες έλεγαν ότι παράσυραν και την ελληνική κυβέρνηση.
Ο Χριστάκης έφυγε από εκείνη την εκπαίδευση με τ’ αφτιά του να βουίζουν από τα μουρμουρητά των συναγωνιστών του. Δεν ήταν σίγουρος ότι η εικόνα που σιγά-σιγά σχηματιζόταν στο νου του ήταν ξεκάθαρη, ότι κι αυτά, που και ο ίδιος για τόσα χρόνια τώρα έκτιζε στην πίστη και τις πεποιθήσεις του, ήταν τα σωστά.
Πήρε το ποδήλατό του. Ανακάλυψε ότι είχε καεί η λάμπα του φαναριού κι έπρεπε να περάσει από το κέντρο της πόλης για να πάει στο χωριό. Σίγουρα θα συναντούσε την αστυνομία και θα τον έγραφαν. Έτσι πήρε τα χωράφια. Ήταν θεοσκότεινα, τελευταίες μέρες του Ιούλη, τέλος και του φεγγαριού. Ήξερε καλά τους χωματόδρομους, μα έπρεπε να πηγαίνει σιγά και να είναι πολύ προσεκτικός.
Του πήρε μισή ώρα να φτάσει στο χωριό, ο Φίλιππος δεν είχε κλείσει ακόμα, αν και ήταν ήδη αργά. Πήρε μια λάμπα για το φανάρι του ποδηλάτου, έδωσε το μισό σελίνι, το τελευταίο νόμισμα, που δυο βδομάδες απόφευγε να ξοδέψει και να που του βρέθηκε. Γιατί η εκπαίδευση θα συνεχιζόταν και το επόμενο και το παρά επόμενο απόγευμα και, όπως έδειχναν τα πράγματα, και πάλι θα νυκτώνονταν.
Ο Φίλιππος του έκανε μια πρόταση. Πιο πολύ παράκληση ήταν. Κάθε Κυριακή, μετά την εκκλησία, να πηγαίνει στο Κτήμα, στο πρακτορείο και να του φέρνει τις κυριακάτικες εφημερίδες. Μέχρι τότε πήγαινε ο ίδιος κι έκλεινε το περίπτερο-κουρείο του κι έχανε πελάτες. Κυρίως εκείνους που ξυρίζονταν μια φορά τη βδομάδα και προτιμούσαν το πρωινό της Κυριακής, μετά τη Θεία Λειτουργία. Όλοι ήξεραν κι επαινούσαν το ελαφρύ κι αλάνθαστο χέρι του Φίλιππου, που έκανε το ξύρισμα πολύ ευχάριστη εμπειρία. Το ήξερε κι ο Χριστάκης αυτό, του είχε άλλωστε εμπιστευτεί το πρώτο του ξύρισμα. Ένα χρόνο και κάτι μήνες πριν, στο τέλος της τετάρτης τάξης, μετά από αφόρητες πιέσεις από τους καθηγητές του, κυρίως του Χάμπου, που δεν του έκανε καν μάθημα. Ντρεπόταν, φοβόταν να κάνει το πρώτο του ξύρισμα. Ασυναίσθητα, ένιωθε ότι έφευγε από την παιδική αθωότητα, μα το πρόσωπό του αγρίευε όλο και πιο πολύ. Και μια μέρα τον πήρε κατά μέρος ένας αγαπημένος συμμαθητής, ο Χριστόδουλος Χριστοδουλίδης, και του είπε ότι δεν χωρούσε άλλο, έπρεπε να κόψει το γένι. Και πήγε στον Φίλιππο. Κι εκείνος, με πολύ τακτ, είχε καταλάβει τα αισθήματά του, τον έβαλε στη ψηλή, ξύλινη καρέκλα του μπαρμπέρη και τον ξύρισε. Του έβαλε φτηνή κολόνια, που μύριζε λεβάντα και κρέμα NIVEA.  Εκείνη τη μέρα ένιωσε ότι έχανε πια την αθωότητά του. Ένιωθε όμως και τον Φίλιππο δίπλα του να τον κρατά από το χέρι και να τον καθοδηγεί στο χώρο και τον χρόνο της σκληρής εφηβείας. Και την επομένη, ο Χριστόδουλος, αλλά κι ο άλλος κολλητός του συμμαθητής, ο Νεόφυτος, του έκαναν πανηγύρια. Και την ώρα της γυμναστικής, ήρθε ο Χάμπος, ο καθηγήτης και του είπε ένα μεγάλο μπράβο και του χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο. Συνέχιζε να ξυρίζεται, μέσα-μέσα, στον Φίλιππο, μα ένιωθε κάθε φορά άβολα και δεν του άρεσε να παρακολουθούν άλλοι.
Θα πηγαίνεις στο πρακτορείο κάθε Κυριακή, του είπε ο Φίλιππος. Οι εφημερίδες έρχονται με το ταξί στις 10:00 και θα τις φέρνεις. Θα σου δίνω ένα σελίνι κάθε φορά.
Δέχτηκε. Όχι τόσο για το σελίνι. Η ώρα ήταν ακατάλληλη, μετά την εκκλησία, η μητέρα χρειαζόταν πολλή βοήθεια, μα ας ήταν. Και ο Φίλιππος είχε πολύ χατίρι. Δέχτηκε. Θα είχε έτσι ευκαιρία να παίρνει και τη δική του εφημερίδα, εκείνες τις μέρες η τιμή τους είχε ανέβει στο μισό σελίνι.
Η βδομάδα κυλούσε μέσα σε αφόρητη ζέστη. Ο θείος Γιώρκος ανακοίνωσε στα παιδιά, τον Αλέξαντρο, τον Μιχαλάκη και τον Χριστάκη, ότι κι εκείνη τη χρονιά θα έπαιρνε κατσίκες για βάτεμα, είχε ήδη αγοράσει κι ένα πολύ καλό τράγο από το τμήμα γεωργίας. «Ένα τράγο δαμασκηνό, πολύ καλό σόι», είπε. Τον τράγο της προηγούμενης χρονιάς τον πούλησε τον χειμώνα στον Χριστοφή, που τον έσφαξε και έκανε το κρέας του οφτό κλέφτικο. Τα παιδιά θα έκαναν τους βοσκούς. Τις αίγες τις μάζευαν σε κοπάδι, όλοι, στο χωριό. Είχαν στο σπίτι τους τουλάχιστον μια, για όλο τον Αύγουστο και τις επέστρεφαν μέχρι το τέλος του μήνα. Αν ο τράγος ήταν καλός όλες ήταν έγκυες. Κι όσο τις είχαν, τις άρμεγαν. Ήταν τέλος της περιόδου, το γάλα τους λιγόστευε, μα ήταν πολύ πιο παχύ και ανάλογη και η τιμή του. Τα παιδιά-βοσκοί, σηκώνονταν από το ξημέρωμα, πριν ακόμα σκάσει το φως, και ξεκινούσαν το άρμεγμα, μαζί με τον θείο βέβαια. Κάποτε ερχόταν κι ο Νίκος του Παπάκωστα και τους βοηθούσε. Την προηγούμενη χρονιά είχαν πάρει 208 κατσίκες, τώρα υπολόγιζαν να πάρουν πιο πολλές.
Την τελευταία Παρασκευή του Ιούλη, ο πατέρας άρχισε να κουβαλά χώμα από την Αγία Μαρίνα, στη Λέμπα, για να εμπλουτίσει το μικρό τους χωράφι, μπροστά από το σπίτι και την αυλή. Το έπαιρναν από την ίδια περιοχή, που είχε πάρει κι ο θείος ο Χαμπής ο Μαύρος, κανένα μήνα πιο μπροστά. Ο Χριστάκης εκνευριζόταν που πήγαιναν κι έπαιρναν το χώμα από το έρημο τουρκικό χωριουδάκι. Το θεωρούσε κλοπή και λαφυραγωγία.
Αν οι Τούρκοι ήταν στο χωριό τους θα το κάναμε; έκανε την παρατήρηση στη Στασού, τη μάνα του.
Κι εκείνη τον κοίταξε με αυστηρότητα και τον αποπήρε.
Τι παραξενιές είναι αυτές; τον παρατήρησε. Ή μήπως είναι που βαριέσαι να το απλώσεις;
Όχι δεν ήταν αυτός ο λόγος που γκρίνιαζε. Συνέχιζε να είναι ιδεολόγος, σαν παιδί κι ας είχε αρχίσει να ξυρίζεται κι ας ήταν στο χα να παραδώσει και την παρθενία του! Τι; Τρόμαξε. Ναι γινόταν άντρας πια, η φύση τον καταπίεζε αφόρητα, όλοι οι συνομήλικοί του περηφανεύονταν ήδη κι εξιστορούσαν τις εμπειρίες τους.
Όχι δεν βαριόταν να δουλέψει. Θα πήγαινε στη στρατιωτική εκπαίδευση, θα μάθαινε τα όπλα. Περίμενε την επόμενη πια Κυριακή να πάνε για βολές με τα νέα, ισχυρά όπλα που τους έδειξαν. Θα έκανε και τον βοσκό. Θα έφερνε και τις εφημερίδες του Φίλιππου κάθε Κυριακή. Θα άπλωνε και το χώμα. Τριάντα αυτοκίνητα θα έφερνε, είχε πει ο πατέρας. Και τον Σεπτέμβρη θα έπρεπε να διαλέξει και το επάγγελμά του, αφού δεν έβλεπε πώς θα εξασφαλίζονταν τα δίδακτρά του. Ποια τέχνη να διαλέξει άραγε; Μηχανικός αυτοκινήτων; Δεν ήταν κι άσχημο επάγγελμα. Θα του άρεσε. Ο Φυλακτής είχε πει ότι θα πήγαινε αστυνομικός. Γιατί να μη δοκιμάσει κι αυτός; Α, μπα. Χρειαζόταν πολύ μεγάλο μέσο και μισούσε και μόνο να το σκέφτεται ότι θα φιλούσε τον κώλο του καθενός για μια δουλειά που ούτε καν του άρεσε. Τον πλημμύριζε πικρία, θυμός, ανησυχία.
Πικρό καλοκαίρι, πικρός Ιούλης. Αργά το απόγευμα τον φώναξε ο Ττοουλής ο Άνοστος, ο γείτονάς τους, ο πετροκόπος. Του ζήτησε να τον βοηθήσει να φορτώσουν πέντε αυτοκίνητα κομμένη πέτρα από του Τζιυπρή. Δυο το Σάββατο το απόγευμα και τρία την Κυριακή. Του είπε ότι το πρωί της Κυριακής δεν θα μπορούσε.
Το ξέρω, του είπε εκείνος ενώ διόρθωνε το ψάθινο καπέλο στο κεφάλι του, ότι δεν χάνεις Κυριακή από την  εκκλησία. Τα κανόνισα με τον Νεόφυτο τον Καρεκλά να αρχίσουμε το μεσημέρι. Μόνο να μη φας γιατί είναι βαριά δουλειά, το στομάχι πρέπει να είναι αδειανό. Θα σε πληρώσω καλά, του είπε φεύγοντας, ούτε που του έδωσε καιρό να αρνηθεί.
Έτσι το Σάββατο και η Κυριακή ξοδεύτηκαν στου Τζιυπρή, που έβγαζε την καλύτερη πέτρα του χωριού κι έδενε και μια δυνατή φιλία με τον Ττοουλή τον Άνοστο, ένα καλόγνωμο άνθρωπο, που έμπαινε ήδη στα γηρατειά, μα κάτω δεν το έβαζε, τον τελευταίο ίσως πετροκόπο της Χλώρακας. Και του έδωσε πέντε σελίνια. Πέντε σελίνια για να φορτώσουν πέντε φορτηγά με πέτρα, καλοκομμένη και πελεκημένη για να κτίσει κάποιος το κονάκι του, το τελευταίο ίσως κονάκι με πέτρα από σχιστόλιθο. Ο Νεόφυτος ο Καρεκλάς πήρε δεκάμιση σελίνια. Ούτε η βενζίνη του δεν έβγαινε, μα τι να κάνει κι αυτός, δουλειές δεν υπήρχαν, που στύλο-στύλο άνεση, είπε και φάνηκε το χρυσό του δόντι όταν χαμογέλασε.
Την τελευταία βδομάδα του Ιούλη την γέμισαν με έντονη εκπαίδευση. Δυο με τρεις ώρες, κάθε απόγευμα, έλυναν και ξανά συναρμολογούσαν όπλα, ατομικά, τυφέκιο, στεν, μαρσίπ, Μ3 κι ελαφρά πολυβόλα, μπρεν και τουρτούρα. Την Παρασκευή έφυγαν πολύ πιο αργά, αφού τους έδωσαν και μια μακρά διάλεξη για μέτρα κάλυψης και ανάπτυξης σε ώρα μάχης. Δεν τους καθόρισαν μέρα για βολή, όπως όλοι περίμεναν, δεν τους όρισαν ούτε την επόμενη εκπαίδευση. Τους είπαν, όμως, να είναι έτοιμοι ανά πάσα στιγμή και να έχουν το νου τους στο κοινοτικό τηλέφωνο, γιατί υπήρχε πιθανότητα να τους καλέσουν ξαφνικά και να πρέπει να παρουσιαστούν χωρίς καμιά καθυστέρηση.
Η νέα βδομάδα μπήκε στον Μούτταλλο με πολλή πίεση, ένταση κι ανησυχία. Ήταν φανερό ότι οι Έλληνες κάτι ετοίμαζαν. Όλοι φοβούνταν ότι θα έμπαιναν αστυνομικοί στην τουρκική συνοικία για να κάνουν έρευνες. Είχαν πληροφορίες, ισχυρίζονταν, ότι οι Τούρκοι κατάφεραν να περάσουν οπλισμό και να έχουν ξαναρχίσει να εκπαιδεύονται. Οι πληροφορίες ήταν σωστές βέβαια, το ερώτημα ήταν ποιος είχε προδώσει.
Κι αυτή ήταν η συζήτηση στην ομάδα των αγοριών που βρέθηκε εκείνο το πρωί του Σαββάτου ο Ρασιήτ. Τα άλλα παιδιά ήταν πιο μεγάλα και πιο καλά πληροφορημένα. Μερικά είχαν ήδη αρχίσει να εκπαιδεύονται σαν μαχητές.
Ας έρθουν, έλεγε ένας από αυτούς, ο πιο μεγάλος ίσως. Να μη νομίζουν, όμως, ότι θα παραδοθούμε, όπως την άλλη φορά. Η Τουρκία, τώρα, θα μας προστατέψει. Όλα είναι έτοιμα, θα έρθουν με πλοία κι αεροπλάνα. Θα το δείτε! Και τότε η γη δεν θα μπορεί να κρύψει τους Ρωμιούς.
Μιλούσε με στόμφο και πατριωτική έξαρση. Ο Ρασιήτ ανατρίχιασε. Σκέφτηκε τη μάνα του, τον πατέρα του, τις αδερφές του. Κι αν ένας από αυτούς πάθαινε κάτι, τότε τι να την κάνει την επέμβαση της Τουρκίας; Φοβόταν πολύ, αν και πολύ μικρός στην ηλικία είχε ήδη ψηθεί στον φόβο και στον θάνατο. Είχε δει παιδιά που τα σκότωσαν. Και μεγάλους, συγχωριανούς του, που τους είχαν εκτελέσει. Εκείνοι τι θα κέρδιζαν αν ερχόταν η Τουρκία; Μόνο θάνατος ήταν ερχόμενος και κυρίαρχος. Και τώρα, άκουε τη ρητορική έξαρση ενός άλλου παιδιού, που μιλούσε τόσο φανατικά και μέσα του ξεχειλούσαν αισθήματα αρνητικά. Όχι, δεν ήθελε τον πόλεμο. Γιατί ο πόλεμος ήταν φόβος, ήταν καταστροφή, ήταν θάνατος.
Είναι σίγουρο, έλεγε ένα άλλο αγόρι, ότι παίρνουν πληροφορίες. Κάποιοι δικοί μας τους τις δίνουν. Κάποιοι προδότες! Κάποιοι προδίδουν τους μάρτυρες. Τον Μουσταφά και τους άλλους. Αυτούς πρέπει να τους βρούμε χωρίς καθυστέρηση. Άκουσα τον πατέρα μου που έλεγε ότι υποψιάζονται κάποιον και, να είστε σίγουροι, δεν θα καλοπεράσει αν βρεθούν μαρτυρίες.
Φάνηκε το λαντρόβερ της αστυνομίας να έρχεται από την είσοδο, δίπλα στην αγορά. Πέρασε από δίπλα τους, κάποια παιδιά παραμέρισαν για να περάσει. Εκτός από τον οδηγό κι ένα αξιωματικό της αστυνομίας, που κάθονταν μπροστά, στα πίσω καθίσματα κάθονταν άλλοι δυο αστυνομικοί και δυο Εγγλέζοι ειρηνευτές.
Στη συμφωνία που κάναμε, είπε ένα από τα αγόρια, έλεγε ότι ο ένας αστυνομικός θα ήταν δικός μας. Μα τα παλικάρια, οι Ρωμιοί, δεν την τήρησαν. Τώρα, μόνοι τους, κάνουν ό,τι θέλουν και οι Εγγλέζοι δεν τους χαλούν χατίρι.
Έφτυσε αποδοκιμαστικά. Ο Ρασιήτ παρακολουθούσε αμίλητος. Όλοι είχαν φανατιστεί, τίποτε δεν τους συγκρατούσε. Όλοι ήθελαν να προσφέρουν ακόμα και τη ζωή τους για ένα σκοπό που ποτέ δεν είχε προσδιοριστεί καθαρά.
Δυο παιδιά χειρονόμησαν απειλητικά προς το λαντρόβερ που απομακρυνόταν προς το κέντρο κι όλα έδειχναν τον θυμό τους και την αποδοκιμασία τους για τις περιπολίες που έκαναν οι Έλληνες αστυνομικοί. Ένιωθαν ότι τους παρακολουθούσαν στενά, αδιάκριτα, ότι επενέβαιναν μέσα στα ίδια τους τα σπίτια. Κι αυτό δεν ήταν δυνατό να το ανεχτούν. Ούτε να το συγχωρέσουν.
Ακούστηκαν φρένα να στριγγλίζουν και φωνές. Είδαν το λαντρόβερ να σταματά και τους αστυνομικούς να κατεβαίνουν με τα όπλα τους προτεταμένα. Τα έχασαν για μερικές στιγμές τα παιδιά. Ένα από αυτά έτρεξε, ξαφνικά, προς το σταματημένο λαντρόβερ της αστυνομίας, παρασύροντας και τα άλλα να το ακολουθήσουν.
Μπροστά από το λαντρόβερ είχε σταματήσει ένα ταξί, που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Ήταν φανερό ότι του είχε κόψει τον δρόμο και το εμπόδιζε να προχωρήσει. Ο οδηγός είχε κατεβεί και φώναζε θυμωμένα εναντίον των αστυνομικών, που βρίσκονταν μάλλον σε αμηχανία, διαβλέποντας και κάποιο κίνδυνο από τον κόσμο που άρχισε να συγκεντρώνεται.
Ένα πανδαιμόνιο εξελισσόταν σιγά-σιγά, η συγκέντρωση μεγάλωνε, γινόταν όχλος. Εκείνη τη στιγμή, ο Έλληνας αξιωματικός της αστυνομίας έκανε το λάθος να ζητήσει από τον Τούρκο ταξιτζή να ανοίξει το πορτ παγκάζ του αυτοκινήτου του για έρευνα. Οι φωνές έγιναν απειλητικές κραυγές, χέρια σηκώθηκαν σε σφιγμένη γροθιά, φάνηκαν και κάποιοι με ξύλα να κουνιούνται στον αέρα.
Οι αστυνομικοί συμπτύχθηκαν στη μια πλευρά του οχήματός τους, έχοντάς το για να τους καλύπτει τα νώτα. Ο δρόμος ήταν στενός. Αν άρχιζαν πυροβολισμοί θα υπήρχαν πολλά θύματα. Ο αξιωματικός το καταλάβαινε πολύ καλά αυτό. Δεν είχε καν ασύρματο για να καλέσει ενισχύσεις, μα ήταν βέβαιος ότι από τα κοντινά φυλάκια τους είχε ήδη σταλεί το μήνυμα. Δεν ήθελε να υποχωρήσει, αλλά ούτε να κάνει τα πράγματα χειρότερα. Ήξερε ότι αν άνοιγαν πυρ, δεν θα γλύτωναν τελικά ούτε οι ίδιοι. Οι Τούρκοι είχαν φανατιστεί, κάποιοι έσπρωχναν τα πράγματα στο μη παρέκει. Οι Άγγλοι που τους συνόδευαν είχαν παγώσει. Κάθονταν στις θέσεις τους, δεν είχαν κατέβει από το λαντρόβερ και δεν έκρυβαν την ανησυχία τους. Ούτε κι εκείνοι είχαν τρόπο να ειδοποιήσουν τους δικούς τους κι ας ήταν το φυλάκιό τους λιγότερο από πενήντα μέτρα μακριά, μα κρυβόταν, δυστυχώς, πίσω από τον μιναρέ του τζαμιού.
Ο Ρασιήτ δεν πλησίασε. Παρακολουθούσε από μακριά. Η ηλικία έσπρωχνε την περιέργειά του να παρακολουθήσει μέχρι το τέλος τι θα γινόταν. Τα αισθήματά του δεν ήταν καθαρά. Φοβόταν ότι κάτι άσχημο θα συνέβαινε. Και γι’ αυτό, σίγουρα, θα ευθύνονταν οι Έλληνες αστυνομικοί. Τι γύρευαν στη δική τους περιοχή; Ήθελαν να επιβάλουν το δικό τους νόμο, τη δική τους τάξη. Με ποιο δικαίωμα το έκαναν αυτό; Δεν ήταν βέβαιος ότι δεν τους μισούσε. Στην τρυφερή καρδιά του, πάντως, γινόταν αγώνας να ξεκαθαρίσει τα αισθήματά του. Και στο μυαλό του δεν χωρούσε λογική εξήγηση για ότι συνέβαινε.
Από το στενό στα αριστερά του, άκουσε γυναικείες φωνές και σε ελάχιστες στιγμές μια ομάδα γυναικών ξεχύθηκε με κραυγές και κατάρες και προστέθηκε στους άντρες που είχαν περικυκλώσει τους Έλληνες αστυνομικούς. Ήταν πιο εκδηλωτικές κι έκαναν και τους άντρες πιο αποφασιστικούς με την παρουσία και τις προτροπές τους. Τα πράγματα προμηνύονταν πολύ άσχημα. Η καρδιά του χοροπηδούσε σαν τρελή, τον έσπρωχνε να ενώσει κι εκείνος τη δική του διαμαρτυρία μαζί με τους άλλους. Έκανε δυο βήματα να πάει, να τους συναντήσει.
Το δεύτερο βήμα έμεινε μετέωρο. Μια δυνατή εικόνα γέμισε ξαφνικά τη σκέψη του. Οι δυο νέοι, που τους θεωρούσε διαφορετικούς από τους άλλους, σαν να στέκονταν μπροστά του, σοβαροί, αμίλητοι, στοχαστικοί, κουνούσαν το κεφάλι αποδοκιμαστικά με ό,τι γινόταν εκεί μπροστά του. Ο Ιμπραήμ κι ο Ραματάν. Πόσους μήνες πριν τους είχε συναντήσει; Επιστρέφοντας από το εργοτάξιο όπου έκοβαν πλινθάρια; Του είχε πει ο Ιμπραήμ ότι οι Ρωμιοί αιθεροπατούσαν, μα και οι Τούρκοι έκαναν πράγματα ανήκουστα. Κανένας τους δεν είχε δίκιο, μόνο οδηγούσαν στον θάνατο και την καταστροφή την όμορφη, μικρή τους πατρίδα. Και ο Ραματάν του είχε πει ότι ο Ιμπραήμ δεν ήταν παρά ένας ονειροπόλος ιδεολόγος νέος, που έβλεπε τα πράγματα με τη δική του οπτική γωνιά. Θα ήθελε, ίσως, να του πει ότι τα όνειρά του, που ήταν και δικά του, τόνισε, δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθούν. Όλους τους είχε συνεπάρει ο αχαλίνωτος, στείρος κι επικίνδυνος πατριωτισμός.
Δεν τους είχε ξανασυναντήσει από τότε, μπορεί και να είχε ξεχάσει την κουβέντα που είχαν κάνει. Μα να που τους θυμήθηκε τώρα. Πάνω στην εξέλιξη ενός συγκεκριμένου γεγονότος, που για μια στιγμή ένιωσε την παρόρμηση να πάρει κι αυτός άμεσα μέρος. Τώρα ήξερε τι ήθελε. Ο Ιμπραήμ του είχε δώσει ξεκάθαρο το μήνυμα. Οι λύσεις βρίσκονται μέσα μας. Στο μυαλό μας, στη σκέψη μας. Η καρδιά είναι πιο χαμηλά, πιο κοντά στη χολή. Τη μαύρη χολή, που διέπει τις σκοτεινές σκέψεις. Να δούμε το φως, πρέπει. Να το αφήσουμε να μας καθοδηγήσει. Να σύρουμε πυκνή κουρτίνα, ν’ απομονώσουμε τον κακό εαυτό μας και να μάθουμε να δρούμε με την καθαρή λογική μας. Τη δική μας λογική. Να μην της επιτρέψουμε να παρασυρθεί από φωνές ξένες, που δεν εξυπηρετούν τα δικά μας συμφέροντα. Να επιτρέψουμε στη δική μας φωνή ν’ ακουστεί πάνω από τα πάθη μας!
Ακούστε με όλοι σας!
Η φωνή ήταν δυνατή, σκέπασε όλες τις άλλες, επιτακτική, έκανε όλους να σιωπήσουν. Ο Ρασιήτ ένιωσε να ξυπνά από το κακό όνειρο. Μετακινήθηκε λίγο για να βλέπει τι γινόταν. Και είδε τον Φουάτ Μεχμέτ να στέκεται σε μια καρέκλα και να κουνά το αστυνομικό ραβδί του. Μέσα στη στολή της κυπριακής αστυνομίας, με τις τρεις αστέρες να λάμπουν στις δυνατές ηλιακτίδες που ξέφευγαν από το διάκενο των δυο φοινίκων μιας αυλής, με το χέρι υψωμένο και το ραβδί να επεκτείνεται σαν προέκταση εξουσίας, του φάνηκε σαν άγγελος που ήρθε από τον έβδομο ουρανό. Τον ουρανό της ειρήνης.
Διαλυθείτε όλοι, έλεγε επιτακτικά ο Φουάτ Μεχμέτ. Πηγαίνετε στα σπίτια και τις δουλειές σας. Τώρα!
Ακούστηκε μια φωνή διαμαρτυρίας, κάποιος αμφισβήτησε τον ανώτερο υπαστυνόμο. Μερικοί πήγαν να τον ακολουθήσουν.
Έλα μπροστά, είπε ο Φουάτ. Έλα μπροστά εσύ, που κρατάς το ρόπαλο, έλα και πες ό,τι έχεις να πεις. Έλα να φτύσεις τη μπέσα μας! Έλα!
Μα δεν ήρθε. Ο Ρασιήτ ήταν πολύ μικρός για να καταλάβει τη σημασία και τη δύναμη του τυφλού όχλου. Μα ήταν αρκετά μεγάλος για να συνειδητοποιήσει ότι εκείνο που πέτυχε ο Φουάτ, ήταν η διατήρηση της ειρήνης. Αν ο όχλος κτυπούσε εκείνη την ώρα, οι συνέπειες θα ήταν φοβερές. Πρώτα θα ήταν η αφορμή για το τελειωτικό κτύπημα από τους Ρωμιούς. Εκ του ασφαλούς, χωρίς να φοβούνται ότι θα ήταν κανένας να τους επικρίνει. Και ύστερα θα κτυπούσαν μαζί και στρατιώτες των ηνωμένων Εθνών. Κι αυτό θα ήταν ακόμα χειρότερο. Ο Φουάτ Μεχμέτ έγινε ο ήρωας του κι έτσι θα έμενε στη συνείδηση και την καρδιά του σε όλη του τη ζωή.
Οι δυο αξιωματικοί της αστυνομίας κοιτάχτηκαν για λίγο. Ο όχλος διαλυόταν, ο Τούρκος το ένιωθε ότι η καταπίεση έφερνε τέτοιες καταστάσεις και μια μέρα κανένας δεν θα ήταν σε θέση να τις κουμαντάρει. Ο Έλληνας καταλάβαινε πολύ καλά ότι είχαν φτάσει πολύ κοντά στον θάνατο από λυντσάρισμα και ότι εκείνο που τους έσωσε ήταν η παρέμβαση του Τούρκου.
Μα δεν πλησίασαν ο ένας τον άλλο. Δεν άνθισε έστω κι ένα μικρό χαμόγελο ικανοποίησης στα σκληρά χείλη. Ο Τούρκος γύρισε την πλάτη κι έφυγε. Κάποιος σήκωσε και την καρέκλα, το ταπεινό βάθρο της προσωρινής ειρήνης. Και η περιπολία συνεχίστηκε.
Τα νέα ταξιδεύουν γρήγορα. Η προσπάθεια των Τούρκων να σταματήσουν τις περιπολίες της αστυνομίας στην τουρκική συνοικία στο Κτήμα, αν κι ανοργάνωτη και ξέσπασμα της οργής της στιγμής, ερμηνεύτηκε από τον καθένα με τον δικό του τρόπο. Ο Χριστάκης το έμαθε λίγο πριν σκοτεινιάσει, ενώ άπλωνε ακόμα χώματα στο περιβόλι. Το έμαθε από τον ξάδερφό του, τον Νίκο, που ήρθε και τον βρήκε. Ήταν ώρα, άλλωστε, να σχολάσει. Κι ενώ έπεφτε το σκοτάδι, τα είπαν κάτω από τη μεγάλη χαρουπιά, που ήταν φορτωμένη χαρούπια, παρά την ανομβρία του χρόνου που πέρασε. Είχαν αρχίσει να ωριμάζουν, όπου νάταν θα έβγαινε η προκήρυξη του έπαρχου που θα σήμαινε την έναρξη της συλλογής τους.
Οι Τούρκοι δεν έχουν καμιά δύναμη ν’ αντιδράσουν πια, έλεγε ο Νίκος. Ό,τι και να κάνουν η Ένωση θα γίνει.
Ένιωσε πολύ μεγάλη χαρά ο Χριστάκης ν’ ακούσει τέτοια πράγματα και τέτοια συμπεράσματα από τον ξάδερφό του που την άποψή του πολύ την υπολόγιζε.
Λες αυτή τη φορά να τα καταφέρουμε; αναρωτήθηκε.
Ο Νίκος ήταν κατηγορηματικός. Κι εκείνος ήταν πολύ ιδεαλιστής, πίστευε στην Ελλάδα και στην Ένωση με πάθος και ήταν έτοιμος να προσφέρει οτιδήποτε του ζητούσαν, κόπο, προσπάθεια, την ίδια του τη ζωή για να πραγματοποιηθεί ο μεγάλος πόθος όλων των Ελλήνων.
Ήρθε ελληνικός στρατός κι αξιωματικοί, ήρθαν μεγάλα τηλεβόλα κι αντιαεροπορικά, αμερικάνικα τετράδυμα μπράουνιγκ, έχουμε ακόμα και τορπιλακάτους.
Τα μάτια του έλαμπαν, ενώ τα έλεγε αυτά, ο ενθουσιασμός του ήταν ασυγκράτητος.
Μα η Τουρκία είναι πολύ δυνατή, παρατήρησε ο Χριστάκης. Δεν μπορούμε να τη νικήσουμε. Και οι Αμερικανοί τους υποστηρίζουν. Πώς θα γίνει η Ένωση;
Η Τουρκία δεν θα τολμήσει να κάνει εισβολή, αν δεν είναι σίγουρη ότι θα πετύχει, επέμενε ο Νίκος. Το πολύ να μας κτυπήσει με την αεροπορία της και τότε θα μας δοθεί η ευκαιρία να κηρύξουμε την Ένωση. Η Ελλάδα απόδειξε ότι θα μας βοηθήσει. Αν είμαστε κι εμείς ενωμένοι κι αποφασιστικοί, τότε θα πετύχουμε.
Ο Χριστάκης ένιωθε μέσα του τον ενθουσιασμό να καταλαγιάζει από τις αμφιβολίες του. Αυτό το να είμαστε ενωμένοι κι αποφασιστικοί έπινε πολύ νερό. Εδώ κάναμε αγώνα θυσίας κι αίματος εναντίον των Άγγλων, σκεφτόταν, και φαγωθήκαμε μεταξύ μας. Και το αποτέλεσμα είναι γνωστόν. Οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου. Τίποτα δεν θα ήταν χειρότερο. Πώς θα τα καταφέρουμε τώρα να ξεφύγουμε από τη μεγάλη μας κατάρα; Κάθε Έλληνας, δυο κόμματα; Εξέφρασε στον Νίκο τις αμφιβολίες του.
Μα τώρα είμαστε ενωμένοι! παρατήρησε ο Νίκος. Ακόμα και το ΑΚΕΛ υποστηρίζει την Ένωση. Έκαμαν ανακοινώσεις, το δήλωσαν και στη βουλή.
Αυτό δηλώνουν όλοι τώρα, μουρμούρισε ο Χριστάκης κουνώντας το κεφάλι με αμφιβολία. Μα ο αγώνας μας θα πάρει καιρό. Και πολύ γρήγορα το τείχος μας θα γεμίσει ρωγμές. Η ενότητά μας θα τιναχτεί στον αέρα και να δεις που στο τέλος θα γίνει το δικό των Τούρκων. Όπως έγινε και το δικό των Εγγλέζων το ’59. Τους πολεμήσαμε κι αντί να τους διώξαμε τους δώσαμε και βάσεις για αμοιβή που κρέμασαν τον Παναγίδη και τον Παλληκαρίδη.
Ο Νίκος ένιωσε να εκνευρίζεται με τις αμφιβολίες και τη δυσπιστία του ξαδέρφου του. Αυτός είχε πεισθεί ότι όλα πήγαιναν καλά. Δεν ήταν άπιστος Θωμάς. Η Ελλάδα ήρθε για να μείνει. Το είπε και η πεποίθησή του ήταν ακλόνητη.
Φοβούμαι, Νίκο, του απάντησε ο Χριστάκης, ότι θα μείνει όσο έμεινε στη Βόρειο Ήπειρο και στη Σμύρνη.
Μακάρι να ένιωθα διαφορετικά σκεφτόταν. Κι αν ακόμα το ΑΚΕΛ δηλώνει επίσημα ότι θέλει την Ένωση, οι ακελιστές είναι εναντίον. Εκ πεποιθήσεως, αυτοί θα ενώνονταν με χαρά με τη Μόσχα, μα όχι με την Ελλάδα. Και είναι κι άλλοι, που ήδη το λένε καλύτερα να έμεναν οι Εγγλέζοι. Στέλλουν τα παιδιά τους να σπουδάσουν στην Αγγλία, η Ελλάδα τους πέφτει λίγη, είναι η Ψωροκώσταινα.
Είχαν καθίσει στο στενό, σιδερένιο κρεβάτι, που η γιαγιά η Δεσποινού, μετάφερε κάτω από τη μεγάλη χαρουπιά, για να ξεκουράζεται λίγο, στη σκιά της, τις ζεστές ώρες του μεσημεριού. Είχε ήδη πέσει το σκοτάδι, όχι πολύ πυκνό, γέμιζε το φεγγάρι, γέμισε ο ουρανός αστέρια. Η Χλώρακα έχει ουράνιο πανόραμα τον Αύγουστο. Δρόσισε ο αέρας πιο πολύ, όλα ήταν όμορφα, φωτισμένοι φεγγίτες και φως που ξεγλιστρούσε από τις ανοικτές πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών κι ανθρώπινες συνομιλίες. Όλα έφτιαχναν στιγμές ενός ήρεμου και ειδυλλιακού σαββατιάτικου απόβραδου. Έκραξαν μερικά κοκόρια, ακούγονταν γαυγίσματα σκυλιών. Η γιαγιά η Δεσποινού έλεγε ότι τα λίγα κοκόρια, όταν κράζουν, είναι ξεστρατισμένα από το ρολόι τους. Όταν κράζουν πολλά να φοβάσαι γιατί κάτι κακό προαισθάνονται. Και τα σκυλιά γαυγίζουν τη νύκτα γιατί δεν βλέπουν καλά στο σκοτάδι και στο κάθε τι που ακούνε, γιατί έχουν πολύ δυνατή ακοή, γαυγίζουν προληπτικά, σαν καλοί φύλακες που είναι. Στη Χλώρακα υπήρχαν τότε πολλά σκυλιά που κυκλοφορούσαν ελεύθερα. Ακολουθούσαν τον αφέντη τους όπου και να πήγαινε, μα δύσκολα εγκατέλειπαν την αυλή τους για άλλο λόγο. Εκτός από ερωτικό κάλεσμα, φυσικά.
Σιωπούσαν για λίγο, μα ο Νίκος ήταν πικαρισμένος με την απιστία του Χριστάκη. Πιο πολύ γιατί ακριβώς τις ίδιες κουβέντες άκουε και στα καφενεία. Πολύ λίγοι πίστευαν ότι η Κύπρος είχε ελπίδες να ενωθεί με την Ελλάδα, οι πιο πολλοί έλεγαν ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν θα άντεχε μέχρι το τέλος.
Τότε γιατί μας εκπαιδεύουν συνέχεια; μιλούσε λίγο έντονα, διακρινόταν λίγο πείσμα στη φωνή του. Κάθε μέρα μας κάνουν εκπαίδευση στα όπλα. Κι εσείς κάνετε, σε βλέπω που επιστρέφεις αργά με τα στρατιωτικά.
Ήδη είχε παραβεί την εντολή να μη μιλά γι’ αυτά τα πράγματα. Το καταλάβαινε, μα κι ο Χριστάκης ήταν ένας στρατιώτης, δεν τα έλεγε στον κάθε τυχαίο.
Εδώ και είκοσι μέρες μας κάνουν καθημερινά εκπαίδευση στα νέα όπλα, συνέχισε. Η διμοιρία της Χλώρακας δυνάμωσε, εξοπλίστηκε καλύτερα, κάνουμε ασκήσεις, μαθαίνουμε νέα πράγματα.
Ο Χριστάκης δεν κλονίστηκε. Μακάρι να ήταν το ίδιο αισιόδοξος με τον ξάδερφό του. Το έφερε βαριά που δεν είχαν καλέσει και τον ίδιο να ενταχθεί στη διμοιρία της Χλώρακας, τώρα που και η εκπαίδευση ήταν καλύτερη, που ο λόχος της Χλώρακας, όπου και ο ίδιος μετείχε, είχε ξεκαθαρίσει, έμειναν μόνο οι νέοι κι εκείνοι που θα ήταν πιο καλοί στη μάχη.
Τα όπλα τα βλέπουμε! αναστέναξε ο Χριστάκης. Τα χαϊδεύουμε, τα ξηλώνουμε, τα ξαναφτιάχνουμε, μα μόνο αυτό. Δεν ρίξαμε, δεν κάναμε ασκήσεις μάχης. Σίγουρα ούτε κι εσείς. Δεν είναι έτσι που φτιάχνονται οι στρατοί. Λες και σκόπιμα το κάνουν. Να μας έχουν μαζεμένους για να μας χρησιμοποιήσουν μόλις μας χρειαστούν. Για να γεμίζουμε τη σκόπευση κάποιων Τούρκων. Να ελπίζουμε κι εκείνοι να είναι το ίδιο ανεκπαίδευτοι με μας. Αν όμως βρεθούμε μπροστά σε γιουρούκκηδες, Τούρκους στρατιώτες από την Τουρκία που, όπως λένε, βρίσκονται ήδη στην Κύπρο, αυτοί δεν θ’ αστοχήσουν. Και θα μας κλαίει η μάνα μας. Χωρίς να έχουμε πετύχει τίποτα.
Ο Χριστάκης ήταν απαισιόδοξος, όπως και όλος ο κόσμος. Πολύ λίγοι πίστευαν ότι μπορούσε η Κύπρος να τα βγάλει πέρα με την Τουρκία. Γι’ αυτό, ίσως και η κυβέρνηση έκτιζε την ψευδαίσθηση της υποστήριξης από τον Νάσσερ και τη μεγάλη Σοβιετική Ένωση. Μπροστά στη δική της αδυναμία να κουμαντάρει τα πράγματα και να τα προσεγγίσει ειρηνικά, άφηνε τον κόσμο να πιστεύει ότι η Κύπρος γινόταν το κέντρο της γης, ότι όλοι θα έσπευδαν να τη βοηθήσουν στο δίκαιο αγώνα της. Αυτός ο κόσμος, μαζί κι ο Χριστάκης, θα ζούσαν τη διάψευση αυτών των προσδοκιών πολύ σύντομα. Σε λίγες μέρες.
Έμειναν και οι δυο σιωπηλοί. Αναλογίζονταν τις εξελίξεις. Λίγο πιο μεγάλος, ο Νίκος, κι όμως ήταν πιο ενθουσιώδης και μέσα από τον ενθουσιασμό του έβλεπε και τα πράγματα. Μα ο Χριστάκης είχε δίκιο σε κάτι. Η εκπαίδευση που τους έκαναν σε καμιά περίπτωση δεν θα ήταν αρκετή για να σταθούν σε ανοικτή μάχη. Κι αν γινόταν κάτι, τα θύματα θα ήταν δυσανάλογα πολλά. Κι αυτό θα στοίχιζε στο ηθικό όλου του λαού, που ήδη ήταν αρκετά πεσμένο.
Ακούστηκε η Στασού να φωνάζει τον Χριστάκη. Μαζί ξεκίνησαν, αμίλητοι, δεν είπαν τίποτα άλλο.
Η επομένη Κυριακή ήταν βαριά. 4 Αυγούστου 1964. Όλα τροχιοδρομούνταν κι αναπτύσσονταν στο πλέγμα που η Κυπριακή κυβέρνηση είχε πια σχεδιάσει. Η Εθνική Φρουρά είχε αρχίσει να δημιουργείται, είχαν ήδη κληθεί στα όπλα δυο κλάσεις, περίμεναν να κληθεί και τρίτη, έγιναν στρατόπεδα, χωρίστηκαν ειδικότητες, άρχισε σκληρή, πραγματικά στρατιωτική, εκπαίδευση. Διορίστηκε αρχηγός, ο στρατηγός Γεώργιος Καραγιάννης, υπαρχηγός ο Ηλίας Πρόκκος, ήταν και ο στρατηγός Γεώργιος Γρίβας Διγενής στο προσκήνιο. Ο Καραγιάννης και ο Διγενής ήταν στην Αθήνα σε υπηρεσιακή αποστολή. Η ελληνική κυβέρνηση διαπραγματευόταν την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα με τους Αμερικανούς. Ο Αμερικανός μεσολαβητής υπόβαλλε το ένα σχέδιο μετά το άλλο. Όλοι πίστευαν και περίμεναν την Ένωση να πραγματοποιηθεί από στιγμή σε στιγμή. Όπως ακριβώς κι ο Νίκος. Ο Καραγιάννης και ο Διγενής, συναντήθηκαν σε μακρά σύσκεψη με τον Σταύρο Κωστόπουλο και τον Πέτρο Γαρουφαλιά, τους Έλληνες υπουργούς εξωτερικών και άμυνας, ενημερώθηκαν για το τελευταίο σχέδιο που μόλις είχε υποβάλει ο Ντην Άτσεσον, ο Αμερικανός μεσολαβητής. Και οι δυο υποσχέθηκαν να μην κάνουν τίποτα που να έβλαφτε την ειρηνευτική προσπάθεια. Γιατί ήταν βέβαιο ότι οι Αμερικανοί φοβούνταν ότι οι Έλληνες της Κύπρου, θα περνούσαν τους Τουρκοκυπρίους από λεπίδι, μόλις η Τουρκία θα υποχωρούσε. Το πίστευαν και δεν είχαν άδικο. Κι ασφαλώς δεν ήταν δυνατό να το επιτρέψουν.
Μα ο Μακάριος και το υπουργικό του συμβούλιο, αναγνωρισμένο επίσημα, με το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, ήθελαν να κάνουν αισθητή τη δύναμη και την αποφασιστικότητά τους απέναντι στη τουρκοκυπριακή ανταρσία. Αυτό είχε κάνει κι ο Χρίστος Βενιαμίν στη Λεμεσό κι εκεί τα πράγματα μπήκαν στη θέση τους. Ενώ στο Κτήμα δεν είχαν φτάσει μέχρι το τέλος, γιατί φοβήθηκαν τις απειλές της Τουρκίας και οι Τούρκοι σήκωναν και πάλι κεφάλι. Έτσι, ενώ ο Μακάριος, μόλις δυο βδομάδες πριν, όπως τώρα και ο Καραγιάννης κι ο Διγενής, είχε δεσμευτεί να μη διαταραχτεί η ειρήνη στο νησί, όσο κι αν προκαλούσαν οι Τούρκοι, έπαιρνε απόφαση να διατάξει την Εθνική Φρουρά να επιβάλει την τάξη.
Επίκεντρο ήταν ο Λωρόβουνος. Οι Τούρκοι προσπαθούσαν να κρατήσουν μια ανοικτή δίοδο για μια πιθανή αποβατική ενέργεια του τουρκικού στρατού. Έξι τουρκοκυπριακά χωριά δημιούργησαν ισχυρό, στρατιωτικό θύλακα. Με την παρουσία και αξιωματικών από την Τουρκία, έστησαν φυλάκια και δημιουργούσαν καθημερινά επεισόδια. Παρά τις συνεχείς προσπάθειες της ειρηνευτικής δύναμης των Ηνωμένων Εθνών, τίποτα δεν γινόταν.
Η περιοχή Τηλλυρίας, με επίκεντρο το απότομο βουνό, τον Λωρόβουνο και τα χωριά Κόκκινα και Μανσούρα θα γίνονταν εστία φωτιάς, σκληρής μάχης, θανάτου και καταστροφής, πολύ σύντομα. Και τα γεγονότα εκείνα θα γίνονταν αιτία για τη ρήξη κυπριακής κι ελληνικής κυβέρνησης και η αρχή του ενταφιασμού της Ένωσης.
Δευτέρα, 5 Αυγούστου 1964. Η απόφαση είχε πια παρθεί. Να απωθηθούν οι Τούρκοι από τον Λωρόβουνο. Μονάδες της νεότευκτης Εθνικής Φρουράς προωθούνταν στην περιοχή, ενισχυμένες από οργανωμένες ομάδες εθελοντών, κυρίως από την Πάφο.
Ο Χριστάκης, μετά και από τη συζήτηση που είχαν με τον Νίκο, ήταν ανήσυχος, περίμενε τα χειρότερα, μα δεν μπορούσε ν’ αμελήσει και τις υποχρεώσεις του. Από τις τέσσερις το πρωί στο πόδι, βοήθησε στο άρμεγμα, έβγαλαν μετά το κοπάδι για βοσκή, το οδήγησαν μέχρι τον Κοτσιά, δεν βρισκόταν και τίποτα να φάνε τα ζώα, έτσι τα έφεραν πίσω, κάτω από μια συστάδα μεγάλες τρεμιθιές, τους έκοψαν φύλλα, που τα καταβρόχθισαν, τα πότισαν τραβώντας νερό με τον τενεκέ από ένα πηγάδι και τα άφησαν να ξαπλώσουν κάτω από τα δέντρα. Κόντευε πια μεσημέρι, άφησε τους άλλους κι έφυγε.
Μάζεψαν τα αγγούρια, για τελευταία φορά είχε πει ο Χαμπής, όχι μόνο δεν είχαν τιμή, δεν τα ήθελαν κιόλας καθόλου οι φθαρτέμποροι, δεν άξιζε πια τόσο κόπο κι έξοδα. Τα μάζεψαν, κάπου τριακόσιες οκάδες τα υπολόγιζαν. Κανένας δεν ήρθε να τα πάρει. Τα φόρτωσαν και τα έριξαν στους χοίρους.
Ένιωθε εξουθενωμένος. Κι ας μην το παραδεχόταν. Ποτέ δεν είπε «να τώρα κουράστηκα». Αυτή τη φορά, όμως, η κούραση ήταν πιο πολύ ψυχολογική. Τίποτα δεν πήγαινε καλά. Και μια καταραμένη ζέστη, γινόταν όλο και πιο ανυπόφορη όσο η μέρα μεγάλωνε. Η Στασού του έβαλε να φάει. Κουκιά με κολοκυθάκι, με ξύδι και ’λιόλαδο και φρέσκο ψωμί, που ψώνισε η Στέλλα. Του άρεσε αυτό το φαγητό, ήταν και δεκαπενταύγουστος και νήστευε, όπως πάντα, τιμώντας την Κοίμηση της Παναγίας. Όμως πίεσε τον εαυτό του πάρα πολύ για να φάει. Του έλειπε η όρεξη, είπε ότι έφταιγε η ζέστη, μα δεν ήταν αλήθεια. Ένας κόμπος του είχε δέσει το στομάχι, του πονούσε και το κεφάλι. Μήπως θα αρρωστούσε; Πίεσε τον εαυτό του, έφαγε όλο το φαγητό, είχε μια αρχή να μην αφήνει τίποτα στο πιάτο. Σκεφτόταν ότι τόσα άλλα παιδιά πεινούσαν, είναι μεγάλη ασέβεια να μην τιμάς αυτό που εσύ έχεις.
Λίγο αργότερα κι ενώ ο ήλιος έκαιγε πέτρες, πήγε στο περιβόλι κι άρχισε να απλώνει το χώμα. Κι αυτή η δουλειά δεν έλεγε να τελειώσει. Και πώς να τελειώσει με την τσάπα και το φτυάρι; Τη μισούσε. Ήταν βαρετή, δύσκολη, κοπιώδης κι άχαρη. Είδε τον μεγάλο όφη, τον περιβολάρη, να είναι απλωμένος κάτω από μια μισοξεραμένη ροδιά και τον ζήλεψε. Σταμάτησε το άπλωμα και του μίλησε.
Δεν υποφέρεις ούτε εσύ τη ζέστη, φτωχέ μου, του είπε κι εκείνος ανασήκωσε το κεφάλι και του σφύριξε μαλακά. Έτσι συνεννοούνταν.
Όταν τον ανακάλυψε για πρώτη φορά στο χωράφι, μάζευε σύκα από τις συκιές στην άκρη του περιβολιού. Δυο χρόνια πριν. Ξεπρόβαλε από τη μεγάλη κολοκυθιά και πήγαινε να χωθεί στη ξερολιθιά. Του μίλησε χαϊδευτικά κι εκείνος κοντοστάθηκε, ανασήκωσε το κεφάλι, άλλαξε τη ρότα του και κατευθύνθηκε κατά πάνω του. Τον είδε που κρατούσε τα σύκα, ποιος ξέρει, ίσως και να νόμισε ότι του πρόσφερε τροφή. Τον αποθάρρυνε κι εκείνος σταμάτησε στο ένα μέτρο μπροστά του, τον κοίταξε παραπονεμένα κι έφυγε για να χωθεί στον τοίχο από ξερολιθιά. Από τότε τον συναντούσε συχνά. Ξυπνούσε από τον Απρίλη και χανόταν αργά τον Οκτώβρη.
Πήγε λίγο πιο πέρα για να μην τον ενοχλήσει άλλο, πέταξε το πουκάμισο, που είχε γίνει μουσκίδι από τον ιδρώτα και, μισόγυμνος, συνέχισε τη δουλειά του. Δούλευε και σκεφτόταν χίλια δυο πράγματα. Τις σκέψεις του διάκοψε ο Αντωνής τ’ Αλέξαντρου, αδερφός της θείας της παπαδιάς, που ήρθε να ποτίσει τις λεμονιές του στο διπλανό χωράφι. Τον χαιρέτισε, πάντα τον χαιρετούσε, όπου τον συναντούσε, μα ποτέ δεν αντάλλαξαν μια κουβέντα μαζί. Αυτή τη φορά, όμως, ο Αντωνής στάθηκε και του μίλησε.
Του έκανε μερικές υποδείξεις, πώς να σκορπίζει το χώμα και πώς να χειρίζεται την τσάπα για να μη σακατέψει τη μέση του. Ο Αντωνής ήταν καλός γεωργός, ελεύθερος ακόμα, αν και κάποιας ηλικίας. Τον θεωρούσε σοφό και χαιρόταν που τώρα μιλούσαν. Ντρεπόταν λίγο που ήταν μισόγυμνος, μα η ζέστη ήταν πραγματικά αφόρητη. Σαν να κατάλαβε εκείνος τη σκέψη του, του είπε ότι είναι καλύτερα, τέτοιες βαριές δουλειές να γίνονται αργά το απόγευμα.
Αν κάναμε όλα στην ώρα τους, όποτε μας βόλευε, θα ήταν πραγματικά πολύ καλά, του απάντησε, μα το απόγευμα είναι άλλες δουλειές να γίνουν.
Χαμογέλασε ο Αντωνής. Είναι ισχυρογνώμων, σκέφτηκε, αυτό δεν το θεωρούσε κακό. Κακό είναι όταν τα όρια ξεπερνιούνται και τότε όλα γίνονται στείρο γινάτι.
Ήρθα να ποτίσω τις λεμονιές, είπε αλλάζοντας την κουβέντα. Έπρεπε να πάω να διολίσω στα Πυρομάσια, μα φοβήθηκα. Μου είπαν ότι οι Τούρκοι στον Μούτταλλο οπλίστηκαν ξανά, έγιναν επικίνδυνοι. Είναι πολύ κοντά εκεί, η αστυνομία δεν παρουσιάζεται, είπα να μην πάω. Οι δουλειές μπορούν να περιμένουν, αν και θέλω το χωράφι ετοιμασμένο για να φυτέψω κουνουπίδια τον άλλο μήνα.
Είναι σοφός, σκέφτηκε ο Χριστάκης. Όλα τα προγραμματίζει. Πότε να οργώσει, πότε να φυτέψει, πότε να ποτίσει. Ο Αντωνής κατάλαβε τη σκέψη του.
Είναι σκληρή δουλειά η γεωργία, ομολόγησε. Εμάς μας άφησαν αγράμματους οι γονιοί μας, τι να κάνουμε; Μόνο τη γη μάθαμε. Αυτήν σκάβουμε, αυτήν αγκαλιάζουμε, αυτήν παρακαλάμε μέρα και νύκτα. Να καρπίσει, να βγάλουμε το ψωμί μας. Τη γη και τον ουρανό, παρακαλάμε. Να βρέξει! Κοιτάμε κάτω, κοιτάμε πάνω, βλέπουμε πολύ Θεό μα χαΐρι λίγο. Κοιτάξετε εσείς να σπουδάσετε, να γίνετε καλύτεροι.
Καλή προτροπή. Τα ίδια του είχε πει και ο Ττοουλής ο Άνοστος, σαν φόρτωναν τις πέτρες. Όλοι αυτά του έλεγαν. Μα οι σπουδές θέλουν χρήματα. Και πούν’ τα; Γέλασε θλιμμένα και δεν είπε τίποτα. Πήγε ο Αντωνής στο πηγάδι, από μισό το δικαιούνταν με την αδερφή του την Ελένη, την παπαδιά, άκουσε τη ντιζελομηχανή, που γύριζε την αντλία, να ξεκινά, τον είδε σε λίγο ανάμεσα στις λεμονιές να καθοδηγεί το νερό με μια πλατειά τσάπα.
Πιο σκληρό ήταν το απόγευμα, άπνοια και κάλμα, ο ήλιος έκαιγε τις πέτρες, ο ιδρώτας δεν ανακούφιζε, ένιωθε το κεφάλι του να πυρπολείται, μα δεν σταμάτησε τη δουλειά. Είχε δίκιο ο Αντωνής, μην ασκείσαι με την τσάπα. Όπως και το πριόνι, άσε την να κυλά, σαν το νερό που γλιστρά στο αυλάκι. Βάζε δύναμη για να ελκύεις, αλλά όχι για να την τοποθετείς. Έτσι βάζεις πιο μικρή προσπάθεια και λιγότερο κόπο και γίνεσαι πιο παραγωγικός. Πάνω, κάτω με τον αέρα σου, δύναμη στην έλξη. Πολύ του άρεσε. Και συνέχιζε, αγνοώντας τον ιδρώτα που έτρεχε ρυάκι από όλο του το σώμα. Έβγαλε τα παπούτσια για να νιώθει τη δροσιά της γης στα γυμνά του πόδια. Ένιωσε λεύτερος από την καταπίεση του θερμού κύματος του αέρα, άφησε την ψευδαίσθηση να επικρατήσει και συνέχιζε αργά, μεθοδικά, αποτελεσματικά. Άδειασε και το μυαλό του από σκέψεις, συγκεντρώθηκε στη σκληρή δουλειά.
Άκουσε να τον φωνάζουν. Σήκωσε το κεφάλι, ενώ ακόμα τραβούσε την τσάπα. Ήταν ο Αλέκος, ο γαμπρός της Αγάθης. Είχε ακουμπήσει το ποδήλατο στην άκρη του χωραφιού και βρισκόταν πολύ κοντά του, χωρίς να τον έχει αντιληφθεί.
Μα δεν σε ειδοποίησε κανείς; του φώναζε. Από το μεσημέρι, τρεις φορές έχουν τηλεφωνήσει και σε ζητούν. Να παρουσιαστείς αμέσως στου Κρήμπεη, λένε. Με στρατιωτική στολή.
Κατάλαβε. Αυτό ήταν επιστράτευση. Από το πρωί δεν είχε δει ούτε τον Νίκο, σίγουρα είχαν καλέσει κι εκείνον. Ούτε που μίλησε στον Αλέκο. Έτρεξε στο σπίτι, κανένας δεν ήταν εκεί. Ευτυχώς. Δεν ήθελε ενστάσεις και φωνές. Μόνο ο Κυριάκος μπήκε σε μια στιγμή, τον είδε να βάζει τα στρατιωτικά του και τον ρώτησε πού πηγαίνει. Του είπε, ξέροντας ότι θα το μεταφέρει και στη μητέρα. Αυτό ήταν το σωστό, η μάνα πρέπει να παίρνει το τελευταίο μήνυμα, να ξέρει πού βρίσκονται τα παιδιά της. Όχι για να μην ανησυχεί. Έτσι, απλώς για να ξέρει.
Ντύθηκε, άρπαξε το ποδήλατο και κίνησε με άγριο πετάλισμα. Δεν είδε κανένα, δεν χαιρέτισε κανένα. Τα ψέματα είχαν τελειώσει, τώρα καλούσε η πατρίδα, είχε έρθει και η δική του σειρά, να κάνει το καθήκον του.
Μα, όχι δεν ήρθε. Η καθυστέρηση να του μεταφέρουν το τηλεφωνικό μήνυμα, στοίχισε. Έφτασε στου Κρήμπεη σε δέκα λεπτά. Και είδε το φορτηγό που έφευγε στο βάθος, στο χωματένιο, ανηφορικό δρόμο, προς το Αναβαργός. Δοκίμασε να το φτάσει, μα δεν άντεξε. Ο δρόμος ήταν ανηφορικός, σε ένα λεπτό του κόπηκε η αναπνοή. Κατέβηκε από το ποδήλατο, φώναξε, χειρονόμησε με τα χέρια μα το φορτηγό δεν σταμάτησε. Η απόσταση ήταν μεγάλη, κανένας δεν τον άκουσε.
Απογοητευμένος, κάθισε σε μια πέτρα, στην άκρη του δρόμου, ακούμπησε τους αγκώνες στα γόνατα κι έπιασε το κεφάλι στις δυο του παλάμες. Γύρω ήταν ερημιά, ακουγόταν μόνο το μακρινό, ρυθμικό κτύπημα των πιστονιών μιας μηχανής, που έβγαζε νερό και το έστελλε στη μεγάλη λίμνη του αγροκτήματος. Ακόμα και τα αυτοκίνητα, πρέπει να ήταν πέντε-έξι, που κουβαλούσαν τους συναγωνιστές του στο πεδίο της μάχης, πίστευε, δεν φαίνονταν, ούτε ακούγονταν.
Ήταν πολύ στενοχωρημένος. Έμεινε πολλή ώρα εκεί, να κρατά το κεφάλι μέσα στα δυο του χέρια και να σκέφτεται, να ελπίζει ότι δεν μπορεί να είχαν μαζευτεί και να έφυγαν όλοι. Ήταν σίγουρος ότι έμεναν κι άλλοι ακόμα να προσέλθουν, ασφαλώς ένα καμιόνι θα ερχόταν να τους μαζέψει. Κι αυτόν μαζί.
Δεν έγινε έτσι. Κανένας δεν φάνηκε, κανένα φορτηγό δεν ήρθε. Έφυγαν κι αυτός έμεινε πίσω. Μουδιασμένος σηκώθηκε και πήρε το δρόμο να επιστρέψει. Έπεφτε πια το βραδάκι. Μια παράξενη ηρεμία κυκλοφορούσε στον αέρα. Και οι δρόμοι ήταν σχεδόν έρημοι, τα καφενεία αδειανά. Πού πήγαν όλοι; Τι περίμεναν;
Στο σπίτι τον υποδέχτηκαν με αγωνία. Κατάλαβαν, χωρίς να τους πει, τι συνέβηκε. Η Στασού αναστέναξε με ανακούφιση μόλις τον είδε, μα δεν τον ρώτησε.
Αν πεινάς, σου έχω πατάτες τηγανιτές στο τραπέζι, του είπε μόνο.
Δεν πεινούσε. Κάθισε στο μεγάλο τραπέζι, κάτω από τον ηλεκτρικό γλόμπο και πήρε στα χέρια το βιβλίο της δευτέρας τάξης. Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις. Λάτρευε αυτό το έργο και το είχε διαβάσει τουλάχιστον τρεις φορές. Η πορεία προς τη θάλασσα των μυρίων. Η πορεία προς τη σωτηρία και την ελευθερία. Τώρα, όμως, δεν διάβαζε. Κρατούσε το βιβλίο μηχανικά και ο νους του ταξίδευε σε κάποιες πλαγιές και διάσελα, όπου οι σύντροφοί του, ξαπλωμένοι και καλυπτόμενοι από τους πυκνούς θάμνους, χάδευαν τη σκανδάλη και περίμεναν τη διαταγή με το πρώτο φως για να ορμήσουν στη φωτιά της μάχης.
Ξύπνησε πολύ νωρίς μα δεν βγήκε έξω. Κάθισε στο ραδιόφωνο και το περίμενε να ανοίξει. Εκνευρίστηκε όταν άρχισε με τον εθνικό ύμνο και την προσευχή κι ένα κείμενο ηθικοπλαστικό. Την ώρα που ο τόπος καιγόταν κι ο κόσμος διψούσε για ειδήσεις, στο ΡΙΚ, όπως πάντα, κτενίζονταν. Επιτέλους, στις εφτά, άρχισε το δελτίο ειδήσεων. Κι άρχισε με τις προκλήσεις των Τούρκων στην περιοχή Κόκκινα-Μανσούρα. Ήταν πια βέβαιος, ο Χριστάκης, ότι εκεί θα γινόταν η σύγκρουση, εκεί θα δίνονταν οι μάχες. Πίστευε ότι θα ήταν δύσκολες και τα θύματα πολλά. Μα ήταν βέβαιος ότι οι Έλληνες υπερτερούσαν και θα νικούσαν τους Τούρκους.
Οι δυο στρατηγοί της Εθνικής Φρουράς, για λόγους ανεξήγητους, βρίσκονταν στην Αθήνα. Οι φήμες έλεγαν ότι η ελληνική κυβέρνηση τους είχε ανακαλέσει αν και κάποιοι υποστήριζαν ότι αυτό ήταν υποβολιμαίο κι ότι Παπαντρέου και Μακάριος, είχαν ήδη αποφασίσει να δώσουν την τελευταία μάχη κι αμέσως μετά να ανακηρύξουν την ένωση και ο ελληνικός στρατός ν’ αναλάβει την άμυνα του νησιού.
Τρίτη, 6 Αυγούστου 1964. Ο κύβος είχε πια ριφθεί. Οι θρασύτατες προκλήσεις των Τούρκων στην Τυλληρία, την προηγούμενη, ήταν η αφορμή και η πρόφαση που η κυπριακή κυβέρνηση χρειαζόταν για να στείλει την Εθνική Φρουρά να ξεκαθαρίσει τα πράγματα και να εξουδετερώσει το κέντρο ανεφοδιασμού προμηθειών κι οπλισμού των Τουρκοκυπρίων, τα Κόκκινα. Το υπουργικό συμβούλιο αποφάσισε, παρά τις προτροπές της ελληνικής κυβέρνησης, για ψυχραιμία. Στα φανερά τουλάχιστον. Δόθηκαν οι εντολές, ο Ηλίας Πρόκος, ο υπαρχηγός της Εθνικής Φρουράς, έδωσε τη διαταγή. Η επίθεση ήταν μελετημένη και καλά οργανωμένη. Όμως και η άμυνα των Τούρκων ήταν αξιοθαύμαστη. Πολλοί είπαν, από εκείνους που πήραν μέρος, ότι ακόμα και οι όλμοι έπεφταν με ακρίβεια, λες και είχαν μετρήσει σπιθαμή προς σπιθαμή το έδαφος, τις πλαγιές, τα ξέφωτα, τις νεροσυρμές, τα διάσελα. Υπήρχαν θύματα, νεκροί και τραυματίες και από τις δυο πλευρές. Το βράδυ, επέστρεψε ο Διγενής κι ανάλαβε προσωπικά τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων. Κάποιες φήμες έλεγαν ότι παράκουε στις οδηγίες του ελληνικού υπουργείου εθνικής άμυνας.
Ο Χαμπής κάθισε για λίγο στον σύλλογο του Ακρίτα, να πιει ένα καφέ, να καπνίσει ένα τσιγάρο. Είχε ξοδέψει τη μέρα του σε μια περιοδεία στα αμπελοχώρια, τον Κάθηκα, την Καλλέπια και το Πολέμι. Είχε σκεφτεί ότι σε λίγο θ’ άρχιζε ο τρυγητός, τα σταφύλια θα μεταφέρονταν, με φορτηγά, στη Λεμεσό, στα εργοστάσια οινοποιίας. Πήγε να βρει πελάτες, να τους μεταφέρει τα σταφύλια. Βρήκε γνωστούς και φίλους, τα πράγματα του φάνηκαν καλά, χρειαζόταν μόνο κάποιες τροποποιήσεις στην κάσα του αυτοκινήτου του. Ήταν δεκάτονο, βέβαια, και με την κάπως χαμηλή παραγωγή, θα συναντούσε κάποιες δυσκολίες. Ήταν όμως αποφασισμένος να προχωρήσει. Οι δουλειές έλειπαν. Όσα πήρε από την πώληση της περιουσίας, της δικής του και της Στασούς, εξανεμίστηκαν, δεν είχε στην τσέπη του ούτε για ν’ αγοράσει τα τσιγάρα του. Δεν είχε ξανακάνει αυτή τη δουλειά. Θα δημιουργούσε δυσαρέσκειες σε κάποιους συναδέλφους του, που την έκαναν από χρόνια, μα δεν είχε κι άλλη επιλογή.
Εκεί που πήγε άκουσε πολλά. Τα χωριά ήταν πιο κοντά στη Τυλληρία, τα νέα έρχονταν εκεί πρώτα. Όλοι μιλούσαν για νεκρούς και τραυματίες, ότι οι Έλληνες συναντούσαν σοβαρές δυσκολίες να προωθηθούν και να καταλάβουν τα τουρκοκυπριακά χωριά που αποτελούσαν τον θύλακα. Η μάχη δινόταν μα η προώθηση ήταν αργή και πολυαίμακτη. Ήδη είχαν σταλεί ενισχύσεις από εθελοντές. Είδε τον λόχο του Πολεμιού να φεύγει μέσα σε φορτηγά αυτοκίνητα, που είχαν επιταχθεί. Αν οι μάχες δεν σταματούσαν σε μια-δυο μέρες, θα επιτασσόταν και το δικό του αυτοκίνητο. Για καλό και για κακό θα καθυστερούσε λίγο να το πάει για τις μετατροπές.
Καθόταν και κάπνιζε, ξέχασε τον καφέ, που άρχισε να κρυώνει. Το ραδιόφωνο του συλλόγου έλεγε τα νέα των εφτάμιση. Δεν ήταν καλά. Η Εθνική Φρουρά, έλεγε, υπεράσπιζε αποτελεσματικά τις θέσεις της. Αυτό σημαίνει, σκέφτηκε, ότι τους καθήλωσαν. Θα έπρεπε να το περιμένουν. Τους έβλεπαν να οργανώνονται και να εξοπλίζονται. Τι περίμεναν να τους κτυπήσουν πιο νωρίς; Γρήγορα, όμως, βρήκε και τη δικαιολογία. Δεν είχαν δύναμη, δεν είχαν στρατό για να κάνουν κάτι τέτοιο πιο νωρίς. Τώρα είχαν. Και τους βοηθούσαν και οι εθελοντές. Οι εθελοντές! Αυτοί οι εθελοντές που δεν εννοούν να μπουν σε σωστή, στρατιωτική πειθαρχία, που κάνουν ό,τι θέλουν, που δεν είναι πάντα εκεί που τους χρειάζεσαι.
Ο καφές σου κρυώνει, ρε Χαμπή!
Ήταν ο Χαρίλαος ο Καλαϊτζής. Παλιός πολεμιστής του ’40 κι αυτός, πολύ εκτιμούσε την άποψή του και πολύ θα ήθελε να την ακούσει.
Δεν βαριέσαι, του απάντησε. Δεν ακούς τα νέα; Μας πήρε ο διάβολος. Ότι κάνουμε, είμαστε καθυστερημένοι. Οι Τούρκοι θα κάνουν το δικό τους κι εμείς θα ψάχνουμε το λάθος.
Δίκιο έχεις, παρατήρησε ο Χαρίλαος. Άναψε τσιγάρο, πρόσφερε και στον Χαμπή. Όμως αυτή τη μάχη δεν μπορούσαμε να την αποφύγουμε. Το μόνο, που δεν είμαστε όσο χρειάζεται αποφασιστικοί και μας παίρνουν τον αέρα.
Άκουσαν τη συζήτηση κι άλλοι και μαζεύτηκαν γύρω τους. Κανένας δεν μιλούσε, όλοι άκουγαν με προσοχή κι ενδιαφέρον. Μαζί με τους άλλους ήταν κι ο Αντρίκος, ο φίλος του Χριστάκη και θα του μετέφερε τη συζήτηση λίγες μέρες μετά.
Η αλήθεια, έλεγε ο Χαρίλαος, είναι ότι ούτε εμείς ούτε οι Τούρκοι κερδίζουμε από αυτή την κατάσταση. Να δεις που αυτή τη φορά τα πράγματα θα εξελιχθούν πολύ άσχημα.
Είμαστε υποχρεωμένοι να επιτεθούμε, σημείωσε ο Χαμπής και τράβηξε μια βαθειά ρουφηξιά από το τσιγάρο που κάπνιζε. Ότι και να στοιχίζει. Κι αυτή τη φορά η Τουρκία θα επέμβει. Αυτό δεν μας το είπαν, μα όλο το απόγευμα, τα τουρκικά αεροπλάνα έκαναν αναγνώριση πάνω από την Τυλληρία, μέχρι την Πόλη έφτασαν.
Δεν νομίζω να τολμήσουν, είπε με βεβαιότητα ο Χαρίλαος. Απειλούν μα δεν θα το κάνουν. Δεν θα τους αφήσουν οι Ρώσοι!
Τους μόνους που φοβούνται, ο Χαμπής μιλούσε με έμφαση, είναι αυτούς που τους ταΐζουν. Κάνουμε κουτουράδες, ζητούμε βοήθεια από λάθος ανθρώπους. Να δεις που αύριο θα μας βομβαρδίζουν κι εμείς θα κοιτάζουμε στον ουρανό, μα τίποτα άλλο από τη φωτιά της κόλασης δεν θα δούμε. Οι Τούρκοι θα μας κάψουν και ο Κρούτσιεφ θα μας λέει ψέματα, ότι αυτός τους εμπόδισε! Κι εμείς, σαν ηλίθιοι που είμαστε, θα τον πιστεύουμε. Την ώρα που θα κλαίμε και θα γεμίζουμε τάφους.
Ο Χαρίλαος δεν απάντησε. Ένιωσε θιγμένος από αυτά που του έλεγε ο Χαμπής. Λες κι εκείνος θα ευθυνόταν που η μεγάλη Σοβιετική Ένωση, έλεγε κάμποσα, μα ποτέ δεν θα έκανε και πόλεμο για την Κύπρο. Άλλωστε, μόνο ένας βλάκας μπορούσε να περιμένει κάτι τέτοιο.
Κι ο Χαμπής στεναχωρήθηκε πάρα πολύ που ύψωσε τον τόνο της φωνής του. Ήξερε ότι αυτό που έλεγε, ήταν η απλή λογική και τίποτα άλλο. Μα δεν χρειαζόταν να διαλύει τις οποιεσδήποτε προσδοκίες, όσο κι αν ήταν φρούδες κι εξωπραγματικές. Είδε τους άλλους να τον κοιτάζουν φοβισμένοι και προβληματισμένοι. Θα ήθελε να τους πει ότι αυτά που είπε δεν τα εννοούσε, να τους πει έστω, μακάρι να έκανε λάθος. Μα ένιωθε ότι διάβαζε τα πράγματα σωστά, με την απλή λογική. Η Τουρκία ήταν υποχρεωμένη να επέμβει. Αν μη τι άλλο για λόγους γοήτρου. Μα και για να προλάβει την προσπάθεια των Ελλήνων να φτάσουν σε τέτοια σημεία αμυντικής ικανότητας που να κάνουν το νησί απόρθητο.
Σηκώθηκε κι έφυγε, ανήσυχος, δεν ήξερε και τι ο ίδιος έπρεπε να κάνει. Τα πράγματα δεν ήταν καλά, η κατάσταση είχε αρκετά γκαστρωθεί, κοντά ήταν καταστροφή κι όλεθρος.
Στο σπίτι όλοι είχαν ξαπλώσει, μόνο ο Χριστάκης καθόταν και διάβαζε. Σκέφτηκε ότι δεν έπρεπε να διακόψει το σχολείο. Το ενδεχόμενο αυτό τον γέμισε απελπισία. Δεν είχε για τα δίδακτρά του. Το άφησε γι αργότερα. Τώρα ήταν σε παντελή αδυναμία να του δώσει ακόμα και μια λίρα. Κι αυτός δεν κατάφερε  να βρει μια δουλειά, να εξασφαλίσει λίγα χρήματα, να έχει να ξοδέψει, να πάει λίγο στο καφενείο, να βρει τους συμμαθητές του, τους φίλους του, να πάει μια βραδιά στο σινεμά. Νέος ήταν, χρειαζόταν να βγει λίγο έξω.
Από την άλλη, ένιωσε και κάποια ανακούφιση, που βρισκόταν στο σπίτι. Άλλοι, ακόμα και κάποιοι συμμαθητές του, βρίσκονταν στο Λωρόβουνο και πολεμούσαν τους Τούρκους. Είχε κιόλας μάθει για τους πρώτους νεκρούς της Εθνικής Φρουράς. Δεκαεφτάχρονοι νέοι. Ήρωες θα τους έλεγαν. Να λείπει. Ποια μάνα θέλει τα παιδιά της κάτω από τη γη; Κι ας τους λένε ήρωες ή με όποιο άλλο όνομα τους χαρακτήριζαν. Ο δικός του ο γιος βρισκόταν στην ασφάλεια του σπιτιού του. Μια επίπλαστη ασφάλεια, φυσικά, προπαντός αν η Τουρκία αποτολμούσε να εισβάλει. Πίστευε ότι αν οι Τούρκοι έρχονταν, το πιο πιθανό σημείο για απόβαση, θα ήταν τα Πότιμα. Και ήταν πολύ κοντά τους. Είχε μάθει ότι η διμοιρία της Χλώρακας έφυγε το απόγευμα. Τους έστειλαν στο Πεύκο της Πέρα Βάσας, μαζί με άλλους, για να προστατεύουν, λέει, το δάσος του Σταυρού της Ψώκας από πιθανές ενέργειες των Τούρκων να το πυρπολήσουν. Για να τους προστατεύσουν, τους έστειλαν εκεί, σκέφτηκε. Σίγουρα επέμβηκε ο Γιώρκος Αζίνας και δεν άφησε να πάνε μέσα στην πραγματική μάχη. Μα έπρεπε να βρίσκονται εδώ, πάνω από τα Πότιμα. Όχι για να σταματήσουν τους Τούρκους. Μα τουλάχιστον να τους καθυστερήσουν μέχρι να φύγουν τα γυναικόπαιδα.
Η Εθνική Φρουρά επιτέθηκε στον Λωρόβουνο το απόγευμα της Τετάρτης, 6 Αυγούστου 1964. Οι νεότευκτοι και άπειροι πολεμιστές προχώρησαν με υποδειγματική πειθαρχία κι εκπόρθησαν ένα προς ένα τα τουρκικά φυλάκια κι οχυρώματα. Αν η επίθεση ξεκινούσε από το πρωί, από την αυγή, όπως ήταν τα επιτελικά σχέδια, μέχρι το απόγευμα θα είχε κερδηθεί η πιο πολύτιμη νίκη. Χύθηκε αίμα χωρίς λύπηση. Κι από τις δυο μεριές. Οι μάχες και οι πόλεμοι είναι η έκφραση της απόλυτης, ανθρώπινης βλακείας. Οι αρχηγοί αποφασίζουν μα είναι οι λαοί που μπλέκονται. Οι ίδιοι λαοί που μια ξέρουν ότι η μάχη χρειάζεται και δικαιώνει ή καταστρέφει τα όνειρα και την άλλη αναρωτιούνται προς τι, αφού το μόνο που καταφέρνουν είναι ν’ αλλοιωθεί η ουσία της ειρήνης, που τόσο έχουν ανάγκη, για να φάνε ένα κομμάτι γλυκό ψωμί.
Οι Τούρκοι υποχωρούσαν αργά, βέβαιοι για την επέμβαση της Τουρκίας. Έκαναν ζημιά με τη σθεναρή τους αντίσταση, αλλά ήταν αδύνατο να σταθούν για πολύ μπροστά στην ορμητικότητα και την υπεροχή των Ελλήνων. Υποχωρώντας παγίδευαν τα φυλάκια που εγκατέλειπαν κι αυτό στοίχιζε πιο πολύ αίμα στους Έλληνες. Αίμα που θα το χρωστούσαν σε μελλοντικές αναμετρήσεις, αλλά και αίμα που δημιουργούσε νέους ήρωες, που τους χρειάζονταν.
Η μάχη συνεχίστηκε με το πρώτο φως της επομένης. Οι Τούρκοι υποχωρούσαν αργά και οι Έλληνες προχωρούσαν κάτω από τα απειλητικά φτερά των τουρκικών αεροπλάνων που έκαναν αναγνώριση. Το πυροβολικό, από ξηρά και θάλασσα, έκανε θραύση στα τουρκικά χωριά, άνθρωποι και ζώα διαμελίζονταν, τρόμος και πανικός πλημμύριζαν τους αμάχους. Έρχονται σαν τον ίδιο τον χάρο. Γιατί αργεί τόσο η Τουρκία; Ή μήπως δεν αξίζει το κόπο μια τόσο μεγάλη θυσία;
Και η Τουρκία ήρθε. Πλημμύρισε λάμψεις και θυμό ο ουρανός κι έριξε φωτιά και γέννησε θάνατο. Πρώτα η τορπιλάκατος Φαέθων. Σκοτώθηκαν οι ναύτες της. Έξι σκοτώθηκαν. Το σκάφος καταστράφηκε και προσάραξε. Η είδηση έφερε λύπη και πόνο. Η άλλη τορπιλάκατος, η Αρίων, κατάφερε να ξεφύγει. Στην επιχείρηση καταρρίφθηκε κι ένα τουρκικό αεροπλάνο, ο πιλότος συνελήφθηκε και λυντσαρίστηκε από μαινόμενους Έλληνες πολίτες.
Κτυπήθηκε το μέτωπο της επίθεσης. Τα πολυβόλα αναχαίτισαν τους επιτιθέμενους. Αίμα και θάνατος. Στις απότομες πλαγιές εφόρμησαν τα αεροπλάνα σαν αετοί που τίποτα δεν μπορεί να τους σταματήσει όταν βάλουν στο στόχο το θήραμά τους. Έρχονταν σε κύματα από τη θάλασσα και βυθίζονταν με ασυγκράτητη μανία. Ήταν σαν κυνηγοί που δεν χαρίζονται, μα επιχαίρουν για την επιτυχημένη ριξιά τους. Κι έφευγαν και ξανάρχονταν. Χωρίς έλεος.
Τρεις μέρες βομβάρδιζαν, πολυβολούσαν κι έκαιγαν. Όπλα σύγχρονα και λιγότερο σύγχρονα, χρησιμοποιήθηκαν. Οι Τούρκοι πιλότοι ήταν σαν να έπαιρναν μέρος σε άσκηση. Χωρίς κανένα υπολογισμό κτυπούσαν στόχους στρατιωτικούς και πολιτικούς. Μπορεί να ήταν κι αδεξιότητα. Μπορεί να σημάδευαν ένα στρατιωτικό, θωρακισμένο όχημα και να κατάστρεφαν ένα νοσοκομείο. Η αλήθεια ήταν ότι χρειάζονταν πιο πολλά αντιαεροπορικά πολυβόλα οι Έλληνες. Τότε οι Τούρκοι θα ήταν και οι ίδιοι μέρος της σκληρής άσκησης. Το ερώτημα που θα έμενε για πάντα θα ήταν γιατί χρησιμοποίησαν τόσο πολύ τις εμπρηστικές βόμβες. Οι ναπάλμ θα γίνονταν σύμβολο της πιο άγριας κι αχαλίνωτης, ανθρώπινης επιθετικότητας. Έκαψαν παιδιά και γυναίκες και γέρους. Γέμισαν τον τόπο άγριο θάνατο. Και μετά έκαναν και μεγάλο άγαλμα και τιμούσαν τον πιλότο που κτυπούσε εκ του ασφαλούς μα τον κατάρριψαν τα ελληνικά πυρά και οι Έλληνες τον σκότωσαν με τον πιο βάναυσο τρόπο.
Ο Ρασιήτ καθόταν στη μικρή αυλή κι άφηνε τον φόβο να κυλά στην ψυχή του. Όλοι περίμεναν την επίθεση των Ελλήνων για να εκδικηθούν εκείνα που η τουρκική αεροπορία τους έκανε στην Τυλληρία. Οι γυναίκες ήταν αμίλητες, οι άντρες θυμωμένοι. Θυμωμένοι και περήφανοι την ίδια ώρα. Η Τουρκία ήρθε επιτέλους, οι Έλληνες ένιωθαν το καμουτσίκι στο πετσί τους. Μα ήρθε και δεν ήρθε. Τα αεροπλάνα δεν ήταν αρκετά. Τι νόμιζε η Άγκυρα; Ότι οι Έλληνες θα συνετίζονταν με μερικούς βομβαρδισμούς και πενήντα-εξήντα νεκρούς; Αυτοί δεν νιώθουν από τέτοια. Σύντομα θα ξανάρχιζαν να σφάζουν και να διώνουν.
Ζητωκραυγές και περηφάνια, σμίγονταν με μεμψίμοιρες φωνές. Ο τουρκικός στρατός έπρεπε να κάνει απόβαση. Μια κι έξω. Να καταλάβει όλη την Κύπρο. Να ελευθερώσει τους Τουρκοκυπρίους. Να τους ενώσει με το τουρκικό έθνος. Να τους κάνει κομμάτι του. Το δικαιούνταν, ήταν επιταγή στις τόσες θυσίες και το αίμα των μαρτύρων. Μα ο Ρασιήτ δεν συμμεριζόταν τίποτα από όλα αυτά. Στην παιδική ψυχή του παράμενε η αμφιβολία. Μόνο ένα πράγμα ποθούσε. Να επιστρέψει στο μικρό χωριό του. Να ξαναπάει στη Ζυριχώ, να ζέψει ο πατέρας το γαϊδούρι στο αλακάτι, να δει το νερό να χύνεται και να τρέχει στο πετραύλακο, να γεμίζει τη λιθόκτιστη δεξαμενή. Ν’ ανοίγει το στομόλιμνο, να ποτίζει τα ρεντικά, τα κουνουπίδια, τα κραμβιά τις καλοκαιρινές πατάτες, τα σέλινα και τα μαρούλια.
Ήταν η δεύτερη μέρα των βομβαρδισμών, τα νέα έρχονταν γρήγορα, όπως γρήγορα μεγάλωνε κι ο φόβος. Η μικρή αυλή είχε πολλή δροσιά, μα λίγο την πρόσεξε ο Ρασιήτ. Άκουσε τον βόμβο να έρχεται από τον ουρανό και σήκωσε το κεφάλι να δει. Λαμπύριζαν στον δυνατό ήλιο. Ήταν δυο. Δεν τα είδε καλά-καλά, η ψηλή φοινικιά του έκοβε τη θέα. Μα άκουσε τις ζητωκραυγές. Είναι δικά μας, είναι δικά μας. Για σασίν μεχμετζίκ!
Έφυγαν και ξανάρθαν μετά από μερικές ώρες. Ήταν σίγουρο ότι άδειαζαν τις βόμβες τους ανάμεσα στους Έλληνες, σκόρπιζαν τον θάνατο κι έρχονταν για τα επινίκεια. Του Ρασιήτ το κεφάλι βούιζε, πονούσε. Μπορεί να ήταν κι από τον σκληρό ήλιο.
Τον πυροβολισμό δεν τον άκουσε. Δεν άκουσε καμιά ριπή αυτόματου όπλου. Άκουσε την κραυγή. Την αιώνια κραυγή της απόγνωσης. Την κραυγή που δεν πάει πίσω. Τον σκότωσαν! Οι Ρωμιοί σκότωσαν τον Φουάτ!
Έτρεξε και τον είδε, πριν μαζευτεί πολύς κόσμος. Ήταν εκεί, στον δρόμο, μπροστά στο τζαμί. Ξαπλωμένος, ακίνητος. Είδε το πρόσωπό του. Ήταν ήρεμο, σαν να κοιμόταν. Κι ένας ανελέητος ήλιος το φώτιζε και το έκανε πραγματικά πρόσωπο μάρτυρα, που εξαϋλωνόταν μέχρι τον έβδομο ουρανό. Φορούσε τη στολή του. Τη στολή του ανώτερου υπαστυνόμου. Φαίνονταν οι τρεις αστέρες στον αριστερό ώμο. Οι πρώτοι που έτρεξαν, δοκίμασαν να τον ανασηκώσουν. Έγειρε άτονα το κεφάλι.
Άθελα ξέφυγε η δυνατή κραυγή από το στόμα του μικρού παιδιού:
Μην πεθάνεις! Μην πεθάνεις Φουάτ Μεχμέτ!


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑ

ΛΑΟΙ ΚΑΙ ΗΓΕΤΕΣ

Η Τυλληρία καιγόταν. Η τουρκική αεροπορία κτυπούσε χωρίς έλεος, στρατιωτικούς στόχους και αμάχους, χωρίς καμιά διάκριση. Χρησιμοποιούσε κατά κόρον βόμβες ναπάλμ. Στο νοσοκομείο της Πάφου βρέθηκαν μπροστά σε συνθήκες πρωτόγνωρες. Νεκροί, ακρωτηριασμένοι, διαμελισμένοι καλύτερα, άνθρωποι με φοβερά εγκαύματα, αδύνατον ν’ αντιμετωπιστούν και να ζήσουν. Γέμισαν οι διάδρομοι και οι βεράντες με θύματα που ήταν αδύνατο ακόμα και ν’ αναγνωριστούν. Αυτή η δεύτερη μέρα των βομβαρδισμών ήταν χειρότερη από την προηγούμενη. Κι ανάμεσα στα θύματα και η προκεχωρημένη, ιατρική μονάδα του γιατρού Μαυρογένη, που βομβαρδίστηκε στον Πωμό και δεν γλύτωσε κανένας. Έτσι, τα θύματα έπρεπε να μεταφέρονται στο νοσοκομείο, όλο τον δρόμο μέχρι το Κτήμα για ν’ αντιμετωπιστούν, χωρίς τις απαραίτητες πρώτες βοήθειες και φροντίδες στο πεδίο της μάχης.
Αυτή τη μέρα, καθόταν ο Χριστάκης σ’ ένα βραχάκι κι αγωνιούσε, αμίλητος και καταστεναχωρημένος. Άκουε τα νέα από το ραδιόφωνο, η ψυχή του γέμιζε αγωνία. Στο ΡΙΚ δεν ωραιοποιούσαν τα πράγματα. Κάθε βόμβος αεροπλάνου τον αναστάτωνε, περίμενε από στιγμή σε στιγμή οι βομβαρδισμοί να επεκταθούν, να έρθει κα η δική τους σειρά.
Το απόγευμα τον κάλεσαν. Ήρθε ο Χριστόδουλος Ττοουλιάς με το φορτηγό του και τον πήρε. Μαζί του ήταν και ο Κυριάκος το Σαβούι. Τους ειδοποίησαν να παρουσιαστούν στη 5η Ανωτέρα Στρατιωτική Διοίκηση, στο Κτήμα. Δεν τους είπαν τι τους ήθελαν, θα τους εξηγούσαν όταν θα έφταναν εκεί.
Άφησαν το φορτηγό σ’ ένα ανοικτό χωράφι και παρουσιάστηκαν. Ήταν και οι τρεις με τα πολιτικά, δεν ήξεραν τι να περιμένουν. Εκεί βρήκαν και τον Χαμπή  Καραμανλή. Ούτε εκείνος ήξερε γιατί τους κάλεσαν.
Αναζήτησαν κάποιο να τους εξηγήσει. Ερημιά, κανένας δεν ήταν εκεί. Μισή ώρα περίμεναν, κανένας δεν παρουσιάστηκε. Ο Ττοουλιάς και ο Καραμανλής δεν έκρυβαν τον θυμό και την αποδοκιμασία τους.
Κοροϊδεύουν εμάς ή τον εαυτό τους; γκρίνιαζαν.
Κάποια στιγμή είπαν να φύγουν, τους συγκράτησε για λίγο ο Κυριάκος.
Τόσοι σκοτώνονται, τόσοι καίγονται ζωντανοί, όσο και να δυσανασχετούμε, ας κάνουμε λίγη υπομονή, κάποιος θα φανεί,είπε.
Πραγματικά, μετά από άλλα δέκα λεπτά, έφτασε με ένα τζιπ ένας αξιωματικός με στολή αγγαρείας. Τους κάλεσε και μπήκαν μέσα μαζί. Ήταν ένα στενάχωρο γραφείο, δεν υπήρχαν καρέκλες για όλους, κάθισαν οι πιο μεγάλοι, ο Ττοουλιάς και ο Καραμανλής. Όλοι περίμεναν από τον αξιωματικό να τους εξηγήσει. Μα εκείνος δεν βιαζόταν. Σήκωσε το τηλέφωνο, ένα αρχαίο τηλέφωνο που λειτουργούσε με μια μανιβελίτσα στο πλευρό. Δυο φορές σήκωσε το ακουστικό, δυο φορές γύρισε τη μανιβελίτσα, έλεγε μπρος, μπρος, φαίνεται ότι κανένας δεν του απαντούσε.
Πήγε να το κάνει και τρίτη φορά, πετάχτηκε απάνω ο Καραμανλής κι έβαλε τις φωνές.
Μια ώρα μας έχετε εδώ να περιμένουμε, δεν κρυβόταν ο θυμός του, σηκώθηκε πάνω και ο Ττοουλιάς. Πέστε μας λοιπόν τι μας θέλετε να τελειώνουμε.
Αυτό προσπαθώ να κάνω, είπε απολογητικά ο αξιωματικός. Πρέπει να μου δώσουν κι εμένα οδηγίες. Σας παρακαλώ να κάνετε λίγη υπομονή, να μιλήσω με τον υποδιοικητή. Πήγε στο νοσοκομείο, μας έφεραν τραυματίες στρατιώτες, έπρεπε να τους επισκεφτεί.
Κτύπησε το τηλέφωνο, το άρπαξε. Μίλησε για λίγο, το έκλεισε και σηκώθηκε. Τους είπε να τον ακολουθήσουν. Περπάτησαν για λίγο, πήγαν απέναντι, μπήκαν σε μια τεράστια αποθήκη, που η μεγάλη της πόρτα έχασκε ολάνοικτη. Ψυχή Θεού δεν φαινόταν πουθενά. Η αποθήκη ήταν άδεια, μόνο κάπου στη μέση, πάνω στο τσιμεντένιο πάτωμα, στημένο στον τρίποδο, ήταν ένα ΠΑΟ ενενηντάρι.
Αυτό είναι το ΠΑΟ των ενενήντα χιλιοστών, είπε ο Κυριάκος, κάνοντας τον έξυπνο.
Ο Χριστάκης το ήξερε κι αυτός πολύ καλά. Πυροβόλο άνευ οπισθοδρομήσεως, βλήμα μεγάλης διατρητικής ικανότητας, ισχυρό εναντίον αρμάτων και φυλακίων από μπετόν. Τους το είχαν δείξει στην εκπαίδευση, μα ποτέ δεν το δοκίμασαν.
Σωστά, είπε ο αξιωματικός. Μας έστειλαν δύο, το ένα προωθήθηκε ήδη στον Λωρόβουνο, αυτό θα σας δείξουμε πώς να το χειρίζεστε και θα στείλουμε κι εσάς στον Λωρόβουνο.
Μας είπαν ότι ο Λωρόβουνος κατελήφθηκε, παρατήρησε ο Κυριάκος. Γιατί να μας στείλετε εκεί; Ή μήπως μας λέτε ψέματα;
Όλοι σιωπούσαν. Ο αξιωματικός κοίταξε επιτιμητικά τον Κυριάκο αλλά δεν του απάντησε. Πήγε κοντά στο όπλο, έστριψε ελαφρά τον μοχλό κι άνοιξε τον θάλαμο όπλισης. Άρχισε να τους εξηγεί. Ο Κυριάκος και ο Χριστάκης παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον, έκαναν και κάποιες ερωτήσεις. Μα ο Ττοουλιάς και ο Καραμανλής δεν έκρυβαν την αγανάκτησή τους. Δηλαδή θα τους έδειχνε πώς αυτό το όπλο οπλίζει και θα τους φόρτωνε σ’ ένα καμιόνι να τους στείλει στη μάχη; Αυτά ήταν πράγματα γελοία. Κανένα όπλο δεν το μαθαίνεις αν δεν το χρησιμοποιήσεις. Έκαναν την παρατήρησή τους μ’ ένα χαμόγελο γεμάτο ειρωνεία. Τους κοίταξε ο αξιωματικός και η αμηχανία του δεν κρυβόταν. Είχαν δίκιο. Τι να τους έλεγε κι αυτός; Αυτές ήταν οι διαταγές που του έδωσαν. Είχε φέρει ένσταση βέβαια κι εκείνος, μα ο υποδιοικητής του σφύριξε ότι θα το δοκίμαζαν και θα το μάθαιναν εκεί που θα πήγαιναν. Μόνο που αυτό δεν μπορούσε να τους το ομολογήσει.
Τους έβαλε να κλείσουν, να ανοίξουν, να χρησιμοποιήσουν το κομβίον όπλισης. Ο Ττοουλιάς και ο Καραμανλής αρνήθηκαν να το κάνουν. Στο πρόσωπο του αξιωματικού φάνηκαν σταγόνες ιδρώτα. Δεν ήταν από τη ζέστη. Αφού είδε κι απόειδε, τους είπε να μείνουν εκεί να περιμένουν κι έφυγε. Πήγε πίσω στο γραφείο να τηλεφωνήσει με την αρχαία συσκευή.
Πάμε να φύγουμε, είπε επιτακτικά ο Ττοουλιάς. Αυτοί τα έκαναν θάλασσα, ζητούν κι άλλα θύματα. Καλά φώναξαν τον Κυριάκο, η ηλικία του είναι καλή. Δεν είναι άσχημος κι ο Χριστάκης, πόσο είσαι ρε Χριστάκη; Δεκάξι; Εμάς γιατί μας κάλεσαν. Μπορούμε στην ηλικία μας να μάθουμε τέτοια πράγματα;
Δεν έφυγαν αμέσως. Πέρασε ένα τέταρτο, ο αξιωματικός δεν έλεγε να επιστρέψει.
Τίποτα δεν γίνεται, μούγκρισε θυμωμένα ο Καραμανλής στο τέλος. Πάμε να φύγουμε, αυτοί είναι καραγκιόζηδες.
Ο Χριστάκης δεν τους ακολούθησε. Τους είδε να μπαίνουν στο φορτηγό του Ττοουλιά, τον ξανακάλεσαν μα κούνησε το κεφάλι αρνητικά. Έφυγαν και τον άφησαν μόνο.
Περιεργάστηκε προσεκτικά το όπλο, το χάδεψε, χόρτασε την αψιά μυρουδιά του λαδιού καθαρισμού και συντήρησης. Η άδεια αποθήκη αντιβούιζε τα βήματά του, ένιωθε περήφανος που τον κάλεσαν, θα έκανε έτσι το καθήκον του, που δεν το πρόλαβε όταν έφτασε αργά στου Κρήμπεη για να φύγει για το μέτωπο με τον λόχο του. Κι αυτού του όπλου η χρήση ήταν τόσο απλή, ακόμα κι ένα παιδάκι μπορούσε να το τροφοδοτήσει, να σημαδέψει και να ρίξει.
Μα ο αξιωματικός ποτέ δεν επέστρεψε. Κανένας δεν φάνηκε. Σουρούπωνε, ερχόταν το σκοτάδι, έλαμπε το ΠΑΟ στις τελευταίες αναλαμπές της μέρας κι αυτός ήταν ακόμα μόνος και απογοητευμένος. Πήγε στα γραφεία μα δεν βρήκε κανένα ούτε εκεί. Όλα ήταν σκοτεινά κι έρημα. Μια πόρτα ήταν ανοικτή, μα κανένας δεν απάντησε στο κάλεσμά του.
Πήρε τον δρόμο για το χωριό, μη έχοντας πια τι άλλο να κάνει. Περπατούσε και προσπαθούσε ν’ αδειάσει το μυαλό του, να μη σκέφτεται. Μα εκεί στην άκρη ήταν η φοβερή αμφιβολία και τον βασάνιζε. Τι κάνουμε; Γιατί είμαστε τόσο αποδιοργανωμένοι κι αναποφάσιστοι; Μια αιωνιότητα έτσι είμαστε, μια αιωνιότητα έρχονται τα πράγματα και μας βρίσκουν. Κι εμείς, σαν να τα περιμένουμε πρώτα να έρθουν για ν’ αποφασίσουμε τι να κάνουμε.
Ήταν αδύνατο να διώξει τις άσχημες σκέψεις, βυθίστηκε σ’ αυτές. Τη νύκτα δεν κοιμήθηκε καθόλου. Στριφογύριζε στο κρεβάτι και νόμιζε ότι έβλεπε εφιάλτες στο ξύπνιο του. Αεροπλάνα να κάνουν βυθίσεις με τα μυδράλια να ξερνούν φωτιά, να ρίχνουν βόμβες και να σκοτώνουν γυναίκες, να καίνε χωριά. Και κανένας να μην έρχεται να βοηθήσει και αυτοί, οι ίδιοι, να μην καταλαβαίνουν πόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση και να πνίγονται στην ανικανότητα και την αδυναμία να οργανώσουν και να σχεδιάσουν.
Σηκώθηκε πολύ νωρίς, στάθηκε και κοίταζε τον ορίζοντα εκεί που θα παρουσιαζόταν σε λίγο ο ήλιος. Τα χρώματα της ανατολής, που άλλοτε τον γέμιζαν ρομαντική διάθεση, αυτή τη μέρα του φάνταζαν ζοφερά προμηνύματα μιας άγριας, πολύ άσχημης μέρας. Ανόρεκτα, κατέβηκε στην πίσω αυλή του Αρχάγγελου Μιχαήλ, όπου είχαν στήσει τη μάντρα. Είχαν έρθει και οι άλλοι. Είπε μια ξερή καλημέρα, στα ζώα δεν μιλούσε χαϊδευτικά, όπως έκανε πάντα, άρμεξαν, τέλειωσαν κι έφυγε. Δεν είχε κέφι να πάει μαζί τους στη βοσκή, κανένας δεν κατάλαβε γιατί έφυγε χωρίς να δώσει καμιά εξήγηση.
Πήγε στο καφενείο. Κάθισε λίγο στου Μαυρόγιαννου, του έφερε καφέ η θεία η Δεσποινού, πήγε να πληρώσει, του επέστρεψε τα χρήματα.
Είναι από εμένα, του είπε και του χαμογέλασε και του χάδεψε τα σγουρά μαλλιά, που είχαν μεγαλώσει.
Η θεία η Δεσποινού ήταν αδερφή της γιαγιάς της Τζιυρκακούς και τον αγαπούσε πάρα πολύ, σαν να ήταν και δικός της εγγονός.
Ήταν κόσμος στο καφενείο. Όλοι σκυθρωποί και θυμωμένοι. Ανήσυχοι, αμίλητοι, ο καθένας καταλάβαινε ότι στη σκέψη ολονών ήταν οι μάχες της Τυλληριάς, οι βομβαρδισμοί από την τουρκική αεροπορία, τα θύματα, που δεν ήταν λίγα, οι φοβερές καταστροφές.
Το ράδιο έλεγε για μεγάλη πυρκαγιά στο δάσος του Σταυρού της Ψώκας, που προκάλεσαν οι βόμβες ναπάλμ των Τούρκων, για τις υπεράνθρωπες προσπάθειες να κατασβηστεί και καλούσε εθελοντές να τρέξουν να βοηθήσουν.
Το ράδιο έλεγε ότι και οι βομβαρδισμοί επαναλήφθηκαν, ότι κτυπούσαν αδιάκριτα, ότι τα θύματα ήταν κυρίως άμαχοι κι επαναλάμβανε ό,τι και την προηγούμενη μέρα, τις ανακοινώσεις της Πολιτικής Άμυνας για προστασία από πιθανούς βομβαρδισμούς. Κι ο κόσμος άκουε με προσοχή, πολλοί κουνούσαν το κεφάλι σε μια χαρακτηριστική κίνηση αποδοκιμασίας κι απαρέσκειας. Δεν ήταν σίγουρος ότι αυτή η απαρέσκεια ήταν πιο πολύ για τους Τούρκους και τη βαρβαρότητα που έδειχναν ή γιατί οι υπεύθυνοι έδιναν μακάβριες οδηγίες μέσα σε χρόνο τετελεσμένο ήδη και ξεπερασμένο.
Ήρθαν και τον βρήκαν οι φίλοι του, ο Γιαννάκης και ο Αντρίκος. Ο Γιαννάκης μόλις είχε επιστρέψει από το Κτήμα, επισκέφτηκε το νοσοκομείο και μιλούσε για φοβερές σκηνές, για σωρούς νεκρών, αραδιασμένων στις βεράντες, οι πιο πολλοί καμένοι από τις βόμβες ναπάλμ.
Ο Αντρίκος είπε ότι πολύ θα ήθελε να πάει κι αυτός να δει. Ο Γιαννάκης δοκίμασε να τον αποθαρρύνει μα δεν τα κατάφερε. Τελικά πήγαν μαζί. Ο Χριστάκης και ο Αντρίκος. Πήραν τα ποδήλατα και σε ένα τέταρτο ήταν στο νοσοκομείο. Δεν μπήκαν μέσα. Δεν μπήκαν καν στην αυλή. Κοιτούσαν από τον δρόμο, πίσω από τον φράκτη. Είδαν ένα σωρό από ματωμένα σεντόνια κι άλλα σκεπάσματα. Εκείνα που σκέπαζαν πριν από λίγο δεκάδες νεκρούς, που τους απομάκρυναν για να αναγνωριστούν και να δοθούν για ταφή. Πολύς κόσμος ήταν στο δρόμο και στην αυλή του νοσοκομείου. Κι όμως κυριαρχούσε μια παράξενη σιωπή. Μια σιωπή γεμάτη απόγνωση και οργή.
Γύρισαν πίσω με την ψυχή κατάμαυρη από τις πικρές σκέψεις και την καρδιά βαριά, να πονά. Κάθισαν και πάλι στου Μαυρόγιαννου, παράγγειλαν από μια γκαζόζα, μα έμειναν να την κρατούν για ώρα, δεν είχαν όρεξη ούτε να τη δοκιμάσουν.
Έφτασε το ταξί του Βάννα και κατέβηκαν δυο γυναίκες κι ένας άντρας, με τα σήματα του Ερυθρού Σταυρού καρφιτσωμένα στο στήθος. Τους κέρασαν καφέ και συγκεντρώθηκαν γύρω τους, περιμένοντας κάποια νέα, που το ράδιο δεν έλεγε για λόγους σκοπιμότητας. Μα δεν είχαν φέρει νέα. Τους εξήγησαν ότι υπήρχαν πολλοί τραυματίες από τις μάχες, που χρειάζονταν αίμα. Ήθελαν εθελοντές αιμοδότες. Πετάχτηκε πρώτος ο Αντρίκος.
Εγώ, είπε κι έδωσε τα στοιχεία του.
Μόλις που έκλεισε τα δεκαοκτώ, τον δέχτηκαν. Ο άντρας τον έβαλε να καθίσει σε μια καρέκλα, του πήρε μερικές σταγόνες αίμα από το δάχτυλο και του έκανε την ομάδα αίματος. Το σημείωσε και του έδωσε και ταυτότητα. Πήγαν κι άλλοι, γέμισε ένα φύλλο χαρτιού με ονόματα, πάνω από τριάντα, έφτιαξαν τη λίστα κι όλοι σχολίαζαν μεταξύ τους σε ποια ομάδα αίματος ανήκαν. Τον Χριστάκη δεν τον δέχτηκαν γιατί δεν είχε ακόμα κλείσει τα δεκαοκτώ.
Γιατί; τους ρώτησε, ο Αντρίκος είναι πιο αδύνατος από εμένα, τι σημασία έχει η ηλικία;
Μα επέμεναν. Ο κανονισμός, έλεγαν. Κι ο Χριστάκης σκεφτόταν ότι για μια ακόμα φορά περνούσε δίπλα από τα διαδραματιζόμενα και για μια ακόμα φορά τα παρακολουθούσε χωρίς να παίρνει ο ίδιος μέρος.
Αυτό που έγινε στην Τυλληρία, έκανε τους Έλληνες να δουν πιο καθαρά πολλά πράγματα. Πρώτα επικρίθηκε έντονα η ελληνική κυβέρνηση που δεν επέμβηκε. Τα αισθήματα των Ελλήνων της Κύπρου άρχισαν να αλλάζουν και για την ιδέα της ένωσης. Αν δεν είναι άξιοι να μας έχουν, γιατί εμείς να πολεμούμε να πάμε κοντά τους; Το ερώτημα πλανιόταν κι εκφραζόταν με πόνο και πικρία. Και ύστερα κακίστηκαν όσοι σχεδίασαν και διεκπεραίωσαν την επιχείρηση. Ιδιαίτερα οι στρατιωτικοί αρχηγοί. Ο Μακρυγιάννης και ο Γρίβας-Διγενής. Περισσότερο που ακούστηκε ότι τσακώθηκαν και μεταξύ τους, ότι μάλωσαν ακόμα και στο πεδίον της μάχης. Στο κόσμο αυτά ήταν παιδιαρίσματα που δεν ήταν δυνατό να αρέσουν.
Το θετικό ήταν που η νεότευκτη Εθνική Φρουρά απόδειξε ότι μπορούσε να γίνει υπολογίσιμη δύναμη, να αναλαμβάνει και να διεκπεραιώνει με επιτυχία στρατιωτικές αποστολές. Είχε, βέβαια, απώλειες. Μα αυτό δεν στοίχισε στο φρόνημα των νεαρών εθνοφρουρών. Οι νεκροί στρατιώτες ετάφησαν με τιμές κι έγιναν ήρωες για να τους τιμούν και να παραδειγματίζονται οι νεώτεροι.
Για τους Τούρκους η γεύση ήταν ακόμα πιο πικρή. Η Τουρκία δεν τόλμησε μέχρι τέλους. Καταρράκωσε το ηθικό των Ελλήνων, μα οι Τούρκοι της Κύπρου δεν κέρδισαν τίποτα, έμειναν και πάλι στο έλεος των Ελλήνων, σε μια ελεεινή διαβίωση. Και το χειρότερο, τα Ηνωμένα Έθνη και το Συμβούλιο Ασφαλείας δικαίωναν και πάλι τους Έλληνες και καταδίκαζαν την Τουρκία.
Την Κυριακή, μετά το μεσημέρι, ο Χριστάκης βρέθηκε στη Λέμπα, στο σπίτι του θείου του Χαμπή. Ο Αντωνής, ο ξάδερφος, είχε αγοράσει ένα καινούριο πικ-απ, που δεχόταν δίσκους σαρανταπέντε στροφών. Το έβαλαν να παίζει κι απολάμβαναν τον Καζαντζίδη και τον Ζαγοραίο. Για τη Βαρβαρού αυτό ήταν κακοφωνία. Μετά από τόσο κακό, με τόσο θάνατο, τόσο κόσμο στα μαύρα, οι γιοι της να κάθονται να ακούνε λαϊκά τραγούδια. Απαράδεκτο έλεγε, γρήγορα να το κλείσουν. Μα δεν την άκουσαν, απλώς χαμήλωσαν την ένταση για να μην γίνονται και προκλητικοί.
Εκεί τους βρήκε ο Χριστόδουλος ο Ττοουλιάς. Ήρθε μαζί με τον θείο τον Χαμπή, ήταν και γυναίκες στην κάσα του φορτηγού και ψηλές σκάλες. Τους φώναξαν να ανέβουν και σε λίγο έφτασαν στο χαρουπώνα, που βρισκόταν δίπλα στο σπίτι του Τζιαφέρη. Άρχισαν να στήνουν τις σκάλες.
Ο Χριστάκης θύμωσε πάρα πολύ με τον εαυτό του, που δεν κατάλαβε από την αρχή πού το πήγαιναν ο Ττοουλιάς και ο θείος ο Χαμπής. Κούρσεμα των χαρουπιών, που οι Τούρκοι είχαν εγκαταλείψει. Κι ας μην είχαν ακόμα πλήρως ωριμάσει. Να μην τους προλάβουν άλλοι. Κι αυτός ήρθε να τους βοηθήσει σε μια πράξη που του ήταν πολύ απεχθής κι απαράδεκτη. Δοκίμασε να τους το πει, γέλασε ο Ττοουλιάς και του απάντησε ότι ήταν πολύ ιδεολόγος, ότι η ζωή ήταν διαφορετική από ότι μπορούσε να φανταστεί. Και, χωρίς να δώσει συνέχεια, άρχισε να επικρίνει έντονα τον Γεώργιο Παπαντρέου, τον πρωθυπουργό της Ελλάδας, που έχασε την ευκαιρία να πραγματοποιήσει την ένωση μια κι έξω, που ακόμα λίγο να έλεγε κι ευχαριστώ στους Τούρκους.
Η Ελλάδα ποτέ δεν μας βοήθησε, παρατήρησε με πικρία κι ο θείος ο Χαμπής.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε το μακρινό βουητό. Όλοι φοβήθηκαν και σταμάτησαν ό,τι έκαναν. Στάθηκαν και κοιτούσαν τον ουρανό. Ήρθαν από το νότο. Άστραφταν στον ήλιο, ήταν δυο, μούγκριζαν σαν δράκοι της αποκάλυψης. Δυο πολεμικά αεροπλάνα, πέρασαν από πάνω τους με τον εκκωφαντικό τους θόρυβο και γρήγορα χάθηκαν κατά τον βοριά. Ούτε ένα λεπτό δεν πήρε να φανούν, να έρθουν και να φύγουν. Το βουητό τους ήταν ακόμα στον αέρα και στην ψυχή τους.
Είναι τούρκικα, είπε ο Ττουλιάς. Θα βομβαρδίσουν και σήμερα.
Φοβισμένοι, φόρτωσαν τα πράγματά τους κι έφυγαν.
Τα κλάματα και οι κατάρες δεν είχαν τελειωμό όλο τον Αύγουστο και τους μήνες που ακολούθησαν. Ο Χριστάκης είχε και πολλά άλλα να σκεφτεί. Έδεσε μια δυνατή φιλία με τον Ττοουλή τον Άνοστο, τον πετροκόπο, του έδωσε εκείνος και διάβασε όλα τα βιβλία που είχαν οι γιοι του, όλα του Ντοστογιέφσκι, του Τολστόϊ και της επανάστασης. Τον συναντούσε στο πετροκοπιό και κουβέντιαζαν. Κυρίως για τη μεγάλη μπολσεβίκικη επανάσταση και την ισχύ της Σοβιετικής Ένωσης. Απολάμβανε την προσπάθειά του να τον προσηλυτίσει, αν και ήξερε ότι ήταν μάταιη.
Τέλειωνε ό Αύγουστος, όταν ήρθε ο Ελπιδοφόρος, ο συμμαθητής του στο δημοτικό και του είπε ότι στον ΒΟΠ ζητούσαν εργάτες κι αν ήθελε να πάνε την επομένη μαζί. Πήγαν και τους προσέλαβαν, μαζί με άλλους. Ο ΒΟΠ, Βιομηχανία Οίνων Πάφου, δεν ήταν πραγματική βιομηχανική μονάδα. Εκεί έφερναν τα σταφύλια, που αγόραζε η ΚΕΟ, τα άλεθαν, έβγαζαν το γλεύκος και το έστελλαν στη Λεμεσό για τη συνέχεια. Η δουλειά των εργατών, που η εργοδότηση τους ήταν προσωρινή, όσο υπήρχαν σταφύλια, ήταν να σπρώχνουν στον αλεστήρα τα σταφύλια, που έφταναν με φορτηγά κι αδειάζονταν σε μια μεγάλη, τσιμεντένια υποδοχή.
Όλοι ήρθαν προετοιμασμένοι, με ψηλές, λαστιχένιες ποδίνες, όχι όμως κι ο Χριστάκης. Δεν είχε. Ο επιστάτης, ένας πολύ νέος άντρας, που έκανε και τον χημικό, γέλασε όταν του το είπε, μα κατάλαβε ότι χρειαζόταν πολύ το μεροκάματο και δεν τον άφησε να φύγει.
Αν δεν σε ενοχλούν τα τσιμπήματα των σφηκών, του είπε, βγάλε τα παπούτσια, τύλιξε τα παντζάκια και μπες μέσα ξυπόλητος.
Κι αυτό έκανε. Ήταν από εκείνες τις μικρόσωμες σφήκες που τις τραβούσε η ζάχαρη του σταφυλοχυμού και δεν του έκαναν χάρη. Το τσίμπημά τους ήταν αρκετά οδυνηρό, μα έπρεπε να το ανεχτεί. Για να πάρει, αν μη τι άλλο, το ενδεικτικό και τους βαθμούς της πέμπτης τάξης. Για να εγγραφεί στην έκτη δεν μπορούσε να βρει λύση. Τα δίδακτρα ήταν πολλά, αδύνατο να τα εξασφαλίσει. Προσπαθούσε να μην το σκέφτεται.
Ανάμεσα στα άλλα φορτηγά που έφτασαν την πρώτη μέρα, μεταφέροντας σταφύλια ήταν και το Μπέντφορτ του πατέρα του. Άδειασε το φορτίο ο Χαμπής, στη μεγάλη λεκάνη κι έφυγε χωρίς να πάρει είδηση τον γιο του, που έσπρωχνε τα σταφύλια στο άνοιγμα του μεγάλου, ατσάλινου αλεστήρα. Κι αυτό κακοφάνηκε του Χριστάκη, ακόμα πιο πολύ όταν ο Ελπιδοφόρος έκανε την παρατήρησή του σχετικά.
Η πρώτη μέρα ήταν δύσκολη, μα τη δεύτερη είχε πια συνηθίσει τις κινήσεις, τις έκανε πια μηχανικά, αλλά σωστά, δεν του κοβόταν η μέση. Μόνο που και πάλι δεν έφερε λαστιχένιες ποδίνες. Ο νεαρός επιστάτης, πήγε να του κάνει και πάλι την υπόδειξή του, μα άλλαξε ιδέα όταν κατάλαβε ότι δεν ήταν ξεροκέφαλος, απλά δεν μπορούσε να τις αγοράσει. Μιας και τον πλησίασε, όμως, δοκίμασε να του κάνει μάθημα για τη μέτρηση του πουμέ, του εξήγησε τι ήταν και του ανάθεσε να κάνει τη μέτρηση όταν εκείνος απουσίαζε. Ο Χριστάκης ένιωθε ότι έκανε ένα καλό φίλο. Στο διάλειμμα τον πλησίαζε και μάθαινε ένα σωρό πράγματα για την παραγωγή του κρασιού, για τα κρασοχώρια, την παράδοση, την εμπορία, τα εργοστάσια. Τον ενθουσίαζαν όλες εκείνες οι πληροφορίες που του έδινε. Μόνο που ποτέ δεν έμαθε το όνομά του. Όλοι τον φώναζαν μάστρε, κανείς δεν είπε το όνομά του και ντρεπόταν να ρωτήσει τον ίδιο.
Δούλεψε δεκάξι μέρες. Εξάντλησε όλο το χρόνο που είχε, μέχρι τη μέρα που θα άρχιζαν τα μαθήματα. Πήρε δεκάξι λίρες, πρωί-πρωί και πήγε κατευθείαν στο σχολείο, πιστεύοντας σ’ ένα θαύμα να συνεχίσει τη φοίτησή του μέχρι τέλους. Και το θαύμα έγινε.
Μπήκε στο γραφείο. Καθόταν ο Βάσος απέναντι, στο πλάι ο Παρασκευάς. Κάπνιζαν και το δωμάτιο, αν και τα παράθυρα ήταν ανοικτά, ήταν γεμάτο καπνούς και μύριζε άσχημα.
Τελευταίος έρχεσαι, ρε Ταπακούδη, του είπε ο Παρασκευάς.
Έβγαλε τα λεφτά. Δεκάξι λίρες πήρε, ακριβώς δεκάξι χρωστούσε. Άνοιξε το μεγάλο δεφτέρι ο Παρασκευάς και σημείωσε. Σηκώθηκε μετά, πήγε στο μεγάλο ερμάρι στη γωνιά, βρήκε το ενδεικτικό, το κοίταξε προσεκτικά για λίγο και του το έδωσε. Το πήρε και περίλυπος ξεκίνησε να φύγει.
Πού πηγαίνεις; φώναξε πίσω του ο Παρασκευάς. Δεν θα εγγραφείς για την έκτη;
Κοντοστάθηκε μα δεν γύρισε. Και μετά συνέχισε για να βγει και να φύγει. Ο Παρασκευάς κοίταζε έκπληκτος, δεν είχε ακόμα καταλάβει τι συνέβαινε. Κοίταξε ερωτηματικά τον Βάσο και ξαφνικά του ήρθε η σκέψη. Πέταξε το τσιγάρο στο σταχτοδοχείο κι έτρεξε πίσω από τον Χριστάκη, που βρισκόταν ήδη στον προθάλαμο. Τον άρπαξε από το χέρι και τον τράβηξε πίσω.
Γιατί δεν έκανες αίτηση για υποτροφία; ρώτησε.
Δεν του απάντησε. Ο Παρασκευάς ήταν ο σύζυγος της υποδιευθύντριας του γυμνασίου, ήταν ο βασικός διοικητικός, είχε όλη την ευθύνη να εισπράττονται ή να βρίσκονται με άλλο τρόπο οι πόροι που κρατούσαν σε λειτουργία το σχολείο. Η κυβέρνηση είχε άλλες έγνοιες, πολύ μικρή υποστήριξη, οικονομική ή άλλη πρόσφερε για την παιδεία.
Ή μήπως έκανες; αναρωτήθηκε, βλέποντάς τον διστακτικό να του απαντήσει. Πήγε ξανά στο ερμάρι στη γωνιά, πήρε ένα φάκελο και τον άνοιξε, έψαξε για λίγο. Μα να, υπάρχει εδώ αίτηση για σένα και την αδερφή σου, παρατήρησε. Γιατί δεν την είδαμε;
Είδες τους βαθμούς του; ρώτησε γυρνώντας στον Βάσο που έσβηνε βαριεστημένα το τσιγάρο του στο γεμάτο με αποτσίγαρα σταχτοδοχείο. Είναι άριστος! Και θα χάσουμε τέτοιο μαθητή;
Μα δεν είναι φτωχός, είπε μάλλον θυμωμένα ο Βάσος. Ο πατέρας του έχει λεφτά.
Ο Βάσος ξενυχτούσε κι αυτός παίζοντας χαρτιά, πολλές φορές και με τον Χαμπή. Τον έβλεπε να παίζει με μανία, ήταν σίγουρος πως δεν ήταν και φτωχός. Το είχε πει και πριν δυο χρόνια, όταν τον Χριστάκη τον έβγαλαν έξω γιατί και πάλι δεν είχε πληρώσει τα δίδακτρα. Ο Παρασκευάς τον κοίταξε σκληρά, με μισό, ειρωνικό χαμόγελο. Κατάλαβε.
Μισώ τη γραφειοκρατία, είπε ενώ καθόταν στην καρέκλα του κι έσκυβε πάνω από το μεγάλο δεφτέρι, που έμενε ανοικτό πάνω στο γραφείο του. Να τι θα κάνω. Θα διορθώσω με μια δήλωση ότι η είσπραξη έγινε κατά λάθος, θα συμπληρώσω μια φόρμα ότι πήρες μισή υποτροφία για την πέμπτη τάξη και με τα λεφτά που έφερες θα κάνουμε την εγγραφή για την έκτη.
Δεν του μίλησε, δεν του απάντησε, άκουγε αμίλητος, τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα, φοβόταν μήπως αρχίσουν να τρέχουν στα μάγουλά του και προσβαλτεί. Μα η καρδιά του ήταν γεμάτη ευγνωμοσύνη. Δεν ζήτησε καν να δει τους βαθμούς της πέμπτης τάξης. Και ποτέ δεν θα τους μάθαινε. Έφυγε και με δυο λίρες στην τσέπη γιατί η εγγραφή στην έκτη ήταν μόνο δεκατέσσερις λίρες. Ο Παρασκευάς τον συμβούλεψε, ενώ έβγαινε, να μην αμελήσει να κάνει και νέα αίτηση για υποτροφία και στη νέα χρονιά.
Μπήκε στην τάξη όταν ο καθηγητής ήταν ήδη εκεί. Ο Χρύσανθος Κακογιάννης. Ο φιλόλογος που όλοι ήθελαν να τους κάνει μάθημα. Αυτή η χρονιά θα ήταν η καλύτερη, σκέφτηκε ενώ έψαχνε για μια άδεια θέση, βρήκε μια, εκεί, μπροστά-μπροστά, δεύτερο θρανίο, πίσω από τον Μούσκο και τον Αριστείδη δυο συμμαθητές που ιδιαίτερα εκτιμούσε, στη δεξιά πτέρυγα, όπως κοίταζε την έδρα.
Κάποιοι συμμαθητές έλειπαν. Ένας έμεινε στην ίδια τάξη κι άλλαξε σχολείο. Άλλοι σταμάτησαν τη φοίτηση, άλλος ένας πήγε σε άλλη επαρχία, είχαν κάποιους νέους συμμαθητές, τους γνώρισε στο διάλειμμα.
Μα έλειπε κι ένας συμμαθητής που δεν θα τον ξανάβλεπαν. Ο Γιαννάκης Ταλιώτης! Ο ήσυχος, ο πράος Γιαννάκης δεν θα επέστρεφε στην τάξη του, μάταια θα τον περίμεναν. Έπεσε, πολεμώντας στον Λωρόβουνο. Το μυδράλιο του τούρκικου μαχητικού αεροπλάνου τον πέτυχε κατάστηθα, έσβησε σε μια απότομη πλαγιά, η ζωή του δόθηκε θυσία για την πατρίδα. Τον τίμησαν οι συμμαθητές του, εκεί στη μεγάλη αυλή του σχολείου του, σιώπησαν κι αναπόλησαν τις στιγμές που ήταν μαζί τους. Και πρόσφεραν τη συμπαράστασή τους στον αδερφό του, τον Νίκο, που κι αυτός ήταν μαζί τους, στην ίδια τάξη.
Ο Γιαννάκης Ταλιώτης ήταν εθελοντής, στο λόχο του Δημητράκη Κωνσταντινίδη. Στον ίδιο λόχο που ήταν κι ο Χριστάκης. Εκείνος ήταν τώρα ένας ήρωας. Ο Χριστάκης δεν πρόλαβε τη μετακίνηση για ένα λεπτό. Μπορούσε κι αυτός να είχε δώσει τη ζωή του, θυσία για την πατρίδα και την Ένωση. Μόνος, στο χαρουπώνα, εκείνο το απόγευμα, άφησε ένα δάκρυ τιμής να κυλήσει για τον ήρωα συμμαθητή.
Το βράδυ πέρασε από τη γιαγιά ο θείος Παπάκωστας και τους είπε και τα νέα του Νίκου. Είχε καταταγεί στα Πολεμίδια. Έκαναν σκληρή εκπαίδευση, ίσως και να πήγαινε για δόκιμος αξιωματικός. Δεν θα έπαιρνε άδεια πριν από την ορκωμοσία. Την είδηση για τη στράτευση της κλάσης του, ο Νίκος την άκουσε από το ραδιόφωνο, ενώ βρίσκονταν στον Πεύκο της Πέρα Βάσας και το δάσος καιγόταν από τους βομβαρδισμούς της τουρκικής αεροπορίας. Επέστρεψε αμέσως στο χωριό, ετοιμάστηκε και κίνησε για τη Λεμεσό για να καταταγεί. Πριν φύγει δεν αμέλησε να περάσει από το σπίτι του παππού και της γιαγιάς για να τους αποχαιρετίσει. Και ήταν όλοι εκεί, τα πιο μικρά ξαδέρφια, ακόμα και οι γείτονες. Όλοι του έσφιξαν το χέρι με συγκίνηση και του ευχήθηκαν καλός στρατιώτης. Ήρθε με το ταξί, που σταμάτησε στην είσοδο της αυλής και σαν τέλειωσε ο συγκινητικός αποχωρισμός, μπήκε και πάλι και το όχημα χάθηκε στο βάθος του δρόμου, αφήνοντας πίσω του λίγο κορνιαχτό, που κι αυτός δεν άργησε να κατακαθίσει.
Η στράτευση του Νίκου ήταν στη σκέψη του Χριστάκη, που ζούσε με την προσδοκία της στράτευσης και της δικής του κλάσης, πολύ σύντομα μάλιστα, για να σταματήσει και η μεγάλη έγνοια πώς να εξασφαλίσει τα δίδακτρα για το γυμνάσιο. Του άρεσε ο στρατός. Ίσως σε κάθε άντρα να υπάρχει μια έμφυτη επιθυμία να μάθει τη χρήση των όπλων και την τέχνη της μάχης και του πολέμου. Το ήθελε πολύ και το είχε συζητήσει και με κάποιους συμμαθητές του, μα ο Μιχαλάκης Σαββίδης, ο στενός του φίλος, φρόντισε να του κόψει τη φόρα και να τον προσγειώσει.
Θα καλέσουν άλλες τρεις ηλικίες πριν τη δική μας, του είπε. Άλλωστε εμείς δεν είμαστε ακόμα δεκαοκτώ.
Στο μεταξύ ο κόσμος της Πάφου ζούσε ακόμα τον τρόμο των βομβαρδισμών και λέγονταν ιστορίες που κανένας δεν ήταν βέβαιος πόσο έμπαιναν μέσα στην υπερβολή. Η αεροπορία ήταν το ανίκητο όπλο κι όποιος το είχε ήταν αήττητος. Η παρέμβασή της άφησε χαλάσματα, νεκρούς, τραυματίες. Και συγγενείς που έκλαιγαν στους τάφους και χήρες κι ορφανά.
Ο Παύλος Παυλίδης, ο γυμνασιάρχης, έκανε τη σκέψη ότι μια εκδρομή στην περιοχή θα ήταν χρήσιμη, τόσο για το ηθικό των κατοίκων, όσο και για τους μαθητές να δουν τι οι Τούρκοι είχαν κάνει, αναίτια κι άδικα, όπως ανάπτυξε στον καθηγητικό σύλλογο, καταθέτοντας το θέμα. Η απόφαση λήφθηκε ομόφωνα.
Μια μόλις βδομάδα από την έναρξη των μαθημάτων, μια σειρά από λεωφορεία πήρε τον δρόμο για την Τηλλυρία. Τα παιδιά είχαν πολύ παραξενευτεί για μια εκδρομή τόσο σύντομα μετά που άνοιξαν τα σχολεία. Ο Χριστάκης δυσκολεύτηκε να βρει και τα πέντε σελίνια για το αγώγιο και το τελευταίο πράγμα που επιθυμούσε ήταν να δει τις καταστροφές που προκάλεσαν οι Τούρκοι και να νιώσει άμεσα τον πόνο εκείνων που έχασαν τους δικούς τους.
Ήταν στην περιοχή της Πόλης που κάποια παιδιά άρχισαν να τραγουδούν. Ήταν μια προσπάθεια να δημιουργήσουν μια πιο χαρούμενη ατμόσφαιρα, να ξεφύγουν από τα ζοφερά και βαριά αισθήματα, που κυρίευσαν όλους με το που διάβηκαν τα χαμηλά βουνά προς τον βορρά.
Στο λεωφορείο της τάξης του Χριστάκη ήταν και ο γυμνασιάρχης, που σηκώθηκε και συμβούλευσε να είναι πιο σεμνοί, στην περιοχή, που ήδη είχαν μπει. Βάραινε ο θάνατος και η καταστροφή από τα γεγονότα του περασμένου μήνα. Σιώπησαν για λίγο. Μα γρήγορα το τραγούδι ξανάρχισε, πιο σιγανό, αλλά πάντοτε χαρούμενο, μέσα κι από τις παρορμήσεις της νιότης. Τραγούδι αισθηματικό, ερωτικό. Ο γυμνασιάρχης δεν ξαναμίλησε αλλά ο θυμός του δεν κρυβόταν.
Άφησαν πίσω τους την Πόλη, στα δεξιά τους ξεκινούσε το μεγάλο δάσος του Σταυρού της Ψώκας. Οι λόφοι με τα πυκνά πεύκα έκαναν την περιοχή να μοιάζει με χώρα του ονείρου. Η φυσική ομορφιά ήταν πραγματικά άπιαστη. Για μερικά χιλιόμετρα. Και ξαφνικά, μετά από μια απότομη στροφή, το σκηνικό άλλαξε, έγινε άσχημο κι αποκρουστικό. Όλα ήταν καμένα. Τα δέντρα στέκονταν όπως ακριβώς τα βρήκε ο θάνατος. Ολόρθα, κατάμαυρα, χωρίς φύλλα, κλαδιά γυμνά και καψαλισμένα. Και το κενό μεταξύ τους, εκεί που πριν ήταν πυκνοί, ψηλοί θάμνοι, έχασκε σαν πύλη νεκρικού θαλάμου.
Μαύρισε η ψυχή των παιδιών. Όλοι ένιωσαν το σφίξιμο στο στομάχι, η καρδιά πονούσε. Όλα ήταν μαύρα, καμένα. Το τραγούδι σταμάτησε, έπεσε απόλυτη σιωπή, ακούστηκε πιο δυνατό το μουγκρητό του λεωφορείου, που έπιανε τον ανήφορο.
Ο Σωτήρης Παχίτης, που καθόταν στις μπροστινές θέσεις, σηκώθηκε και γύρισε προς τους συμμαθητές του. Το πρόσωπό του ήταν σκοτεινό, τα μάτια του έλαμπαν.
Εγώ ήμουν εδώ, είπε. Ήρθα με το δασονομείο, τρεις μέρες πολεμούσαμε να σβήσουμε τη φωτιά. Σας λέω, εγώ είμαι βέβαιος, ότι σκόπιμα πυρπόλησαν το δάσος. Έριχναν βόμβες ναπάλμ, χωρίς να υπάρχουν στρατιώτες ή στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Μας έκαψαν όλο το δάσος. Όλος ο κόσμος έτρεξε να βοηθήσει. Χιλιάδες εθελοντές από όλα τα χωριά. Μα ήταν ο άνεμος και η ζέστη του καλοκαιριού, ήταν αδύνατο να βάλουμε έλεγχο. Κι εκεί που πηγαίναμε κάτι να κάνουμε, να και πάλι η τούρκικη αεροπορία με νέες ναπάλμ.
Στον Χριστάκη έκανε δυνατή εντύπωση το πάθος με το οποίο μιλούσε ο συμμαθητής του. Ο Σωτήρης ήταν πάντοτε σοβαρός και ντροπαλός, ποτέ δεν έλεγε μια λέξη παραπάνω. Αγαπά πολύ το δάσος, σκέφτηκε. Άλλωστε το είπε πολλές φορές ότι θέλει να γίνει δασονόμος.
Σε μια στροφή του δρόμου, σχεδόν να πέσουν πάνω στο προπορευόμενο λεωφορείο, που είχε σταματήσει. Κατέβηκε ο οδηγός, έτοιμος να βάλει τις φωνές στον συνάδελφό του, που του έκοβε τον δρόμο. Μα τον βρήκε σκυμμένο στη μηχανή, κάτω από το ανοιχτό καπώ. Επέστρεψε και είπε ότι το μπροστινό λεωφορείο είχε χαλάσει κι έπρεπε να επιστρέψουν λίγο πιο πίσω, όπου υπήρχε παρακαμπτήριος χωματόδρομος, μέσα από το δάσος.
Κατέβηκε κι ο γυμνασιάρχης και συζήτησε το πρόβλημα με τους δυο οδηγούς, αλλά και τον συνοδό καθηγητή που ήταν στο άλλο λεωφορείο. Το χαλασμένο όχημα μετάφερε μαθήτριες. Αποφάσισαν να κατέβουν οι μαθητές, να ανέβουν το βουνό με τα πόδια, και να κατέβουν μετά από την άλλη μεριά στον Πωμό, το χωριό που είχε τα πιο πολλά θύματα από τους βομβαρδισμούς. Το δικό τους, γερό λεωφορείο, θα μετάφερε τις μαθήτριες. Και στο μεταξύ θα ειδοποιούσαν να έρθει από το Κτήμα άλλο λεωφορείο για ν’ αντικαταστήσει το χαλασμένο.
Έτσι, σαράντα έφηβοι, πήραν την πλαγιά κι άρχισαν ν’ ανεβαίνουν, μ’ επικεφαλής τον Σωτήρη Παχίτη, που ήταν πολύ ευτυχισμένος να δείχνει την πείρα και την αντοχή του στην ανάβαση του απότομου βουνού.
Πολλοί, κι ο Χριστάκης μαζί, δεν ήταν τόσο συνηθισμένοι στην επίπονη ανάβαση. Γρήγορα έμειναν πίσω, κάποιος είπε να την πάρουν λίγο αργά γιατί αν λαχάνιαζαν υπερβολικά, πολύ γρήγορα θα τους ήταν αδύνατο να συνεχίσουν. Κι έτσι έγινε. Πάνω από μισή ώρα τους πήρε ν’ ανέβουν στην κορυφή. Εκεί τους περίμεναν οι άλλοι, που πήγαν μπροστά. Τους πείραξαν λίγο για την καθυστέρησή τους, μα κανένας δεν το πήρε και κατάκαρδα.
Όλη η πλαγιά, που ανέβηκαν, αλλά και οι κορφές και τα διάσελα, έμοιαζαν με καμένους γίγαντες, αφημένους να κλαίνε τη συμφορά τους. Η καρδιά όλων ήταν βαριά, τη διάθεσή τους έκανε ακόμα πιο άσχημη η αψιά μυρουδιά του καμένου που γέμιζε τον αέρα.
Εκεί στην κορυφή και πριν αρχίσουν την κατάβαση προς την άλλη μεριά, ήρθε και τους συνάντησε ένας παράξενος οδοιπόρος. Φορούσε φαρδιά ρούχα, παντελόνι από χακί και πουκάμισο από λινό, σε χρώμα μωβ, με μακριά μανίκια, ανοικτό στο στήθος μέχρι κάτω. Φορούσε άρβυλα, σκονισμένα, με πρόκες που βροντούσαν όπου συναντούσαν πέτρα στο έδαφος. Κρατούσε και μια χοντρή μαγκούρα. Χωρίς να συστηθεί, χωρίς να πει ποιος είναι και ποιος τον στέλλει, άρχισε να τους κάνει τον ξεναγό και να τους μιλά για τη μεγάλη μάχη που δόθηκε στον Λωρόβουνο.
Μας κτύπησαν αλύπητα, έλεγε. Μας κτύπησαν μελετημένα, σίγουρα είχαν αξιωματικούς από την Τουρκία. Οι όλμοι έπεφταν προοδευτικά, δέκα μέτρα πιο μπροστά κάθε φορά, μέχρι που έβρισκαν τους δικούς μας. Μετά άρπαξε φωτιά το δάσος, μας κτυπούσαν πιο δυνατά, δεν μας άφηναν να τη σβήσουμε.
Άρχισε να περπατά πάνω στην κορυφογραμμή, παροτρύνοντας τους μαθητές να τον ακολουθούν. Στάθηκε σ’ ένα στενό πλάτωμα. Πέρα, στην απέναντι κορυφή, διακρινόταν ανάμεσα σε καμένους κορμούς πεύκων ένα φυλάκιο από μπετόν.
Να, εδώ έπεσε ο λοχαγός Παπαγεωργίου, ενώ έδειχνε χάμω και μια έκφραση απέραντης οδύνης γραφόταν στο πρόσωπό του. Ήταν ικανότατος, πίστευε σ’ αυτό που έκανε κι ενέπνεε τους στρατιώτες που τον ακολουθούσαν. Ήταν πραγματικός Έλληνας! Ήρθε και θυσιάστηκε για την Κύπρο.
Έμεινε για λίγο σιωπηλός και ύστερα κινήθηκε, έμοιαζε λίγο με μάγο όπως προχωρούσε και κατέβαινε την απότομη πλαγιά και τα ρούχα του έμοιαζαν ν’ ανεμίζουν στο ελαφρό αεράκι. Οι νέοι τον ακολουθούσαν. Κατέβηκε μέχρι χαμηλά και πήρε ν’ ανεβαίνει και πάλι μια άλλη πλαγιά και να προχωρά, μέσα από τα καμένα δέντρα, προς το φυλάκιο που βρισκόταν στην κορυφή. Περπατούσε βιαστικά, μόνο ο Σωτήρης τον ακολουθούσε από κοντά, οι άλλοι έμειναν πίσω και προσπαθούσαν να τον προφτάσουν με κομμένη την ανάσα.
Έφτασε στο φυλάκιο και τους περίμενε. Το φυλάκιο είχε στο πλάι μια σιδερένια πόρτα, ξεχαρβαλωμένη από μια πρόσφατη έκρηξη. Κρεμόταν προς τα μέσα από τον έναν από τους δυνατούς μεντεσέδες της.
Εδώ, άρχισε και πάλι ο παράξενος ξεναγός μόλις όλοι πλησίασαν, οι Τούρκοι παγίδεψαν την πόρτα με χειροβομβίδα. Κι έφυγαν. Ο πρώτος δικός μας που πήγε να την ανοίξει, τραυματίστηκε σοβαρά, έχασε και το χέρι του από την έκρηξη.
Είπε και το όνομά του. Όλα τα ήξερε. Ποιος να είναι άραγε; σκέφτηκε ο Χριστάκης. Ήταν σίγουρος πως ήταν αυτόκλητος. Ήταν επίσης σίγουρος ότι η ξενάγησή του δεν έκανε καθόλου καλό στο ηθικό αυτών που τον άκουγαν. Και του το είπε. Μα εκείνος σαν να μην κατάλαβε, συνέχισε απτόητος.
Οι Τούρκοι είναι δειλοί, έλεγε. Κι αλλού παγίδεψαν ακόμα και δέντρα κι όταν περνούσαν οι στρατιώτες μας σκοτώνονταν μπαμπέσικα.
Δεν ήταν μόνο ο Χριστάκης που εκνευρίστηκε. Ο παράξενος ξεναγός, λες και ήταν βαλτός, άρχισε να κάνει και προβλέψεις τι θ’ ακολουθούσε. Ο Σωτήρης άρχισε να φωνάζει στους άλλους να τον ακολουθήσουν και πήρε τον κατήφορο. Έτρεξαν όλοι πίσω του και άφησαν τον άλλο να μιλά μόνος του. Κι όταν το πήρε είδηση ότι έφυγαν, άρχισε να χειρονομεί και να τους φωνάζει ότι κι εκείνοι δεν ήταν καλύτεροι από τους Τούρκους κι ότι δεν είχαν τα κότσια να σταθούν και να τον ακούσουν.
Δυο ώρες τους πήρε να ανέβουν και να κατέβουν το απότομο βουνό. Βρήκαν τους άλλους συγκεντρωμένους στο κέντρο του Παχύαμμου. Είδαν αρκετά. Για χρόνια μετά, ο Χριστάκης  θ’ αναρωτιόταν ποια ήταν η σκοπιμότητα εκείνης της εκδρομής, εκείνης της γρήγορης περιήγησης της καμένης γης, του πυρπολημένου δάσους, του ανασκαμμένου εδάφους. Κόσμο δεν είδαν. Πολύ λίγες γυναίκες κι αυτές να ασχολούνται στα χωράφια. Οι αυλές ήταν άδειες, καμιά φωνή δεν ακουγόταν. Ήταν η ίδια εγκατάλειψη της περιοχής, όπως πάντα, τα γεγονότα, που πέρασαν, ήταν σαν να μην συνέβησαν, σαν κανένας να μην τα θυμόταν. Είχαν πια γίνει ιστορία κι απλή, άσχημη μάλλον, προπαγάνδα. Σίγουρα πολλοί θα έρχονταν στα μνημόσυνα, ίσως πιο πολύ για να επιδειχθούν παρά για να τιμήσουν. Έτσι γίνεται πάντα.
Στην επιστροφή, όλα τα παιδιά ήταν βαλαντωμένα, κανένας δεν ένιωθε τίποτα. Μέσα στα λεωφορεία όλοι σιωπούσαν, όχι γιατί σκέφτονταν μα γιατί βαριούνταν. Το ίδιο βαριά ένιωθε κι ο Χριστάκης κι όλοι οι συμμαθητές του που βρίσκονταν στο ίδιο λεωφορείο.
Ξαφνικά, κάποιος πήρε να τραγουδά. Μόνος στην αρχή μα γρήγορα τον ακολούθησαν κι άλλοι από τα πίσω καθίσματα.
      Μια χήρα είχε ορκιστεί στο πρώτο της στεφάνι,
      μα δεν έμεινε πιστή στον όρκο που ’χε κάνει.
      Στις εννιά του μακαρίτη άλλον έβαλε στο σπίτι.
Το τελευταίο, λαϊκό σουξέ του Στέλιου Καζαντζίδη.
Φρύαξε ο Παυλίδης ν’ ακούσει το ιερόσυλο τραγούδι. Στάθηκε όρθιος στο πρώτο κάθισμα του λεωφορείου, όπου καθόταν κι άρχισε να φωνάζει, υβριστικά και με άσχημους χαρακτηρισμούς. Τους είπε γαϊδούρια, τους είπε ασεβείς προς την ιερότητα του χώρου και τις δεκάδες χήρες των ηρώων, που έδωσαν τη ζωή τους θυσία για την πατρίδα.
Θυσία για τη βλακεία, ακούστηκε κάποιος να λέει.
Τον άκουσε ο Παυλίδης, δεν συγκρατιόταν άλλο. Είπε στον οδηγό να σταματήσει. Κι εκεί, στη μέση του δρόμου, που ο άσφαλτος ήταν τόσο στενός που μόλις και μετά βίας χωρούσε και τους τέσσερις τροχούς ενός οχήματος, έκανε το κήρυγμά του.
Μα κανένας δεν τον άκουε. Όταν ξεκίνησαν και πάλι, το ίδιο τραγούδι ξανάρχισε, από πιο πολλούς αυτή τη φορά. Κι όχι μόνο τελείωσε, μα και ξανάρχισε κι ακούστηκε και δυο τρεις και φορές ακόμα μέχρι να επιστρέψουν.
Ο Χριστάκης το θεωρούσε απρέπεια και δεν πήρε μέρος. Και κάκισε τον γυμνασιάρχη του που φέρθηκε τόσο επιπόλαια. Το είχε ξανακάνει όταν χαστούκισε, την προηγούμενη χρονιά, τον Μιχαλάκη Ευσταθίου ενώ ετοιμάζονταν να κατέβουν σε διαδήλωση εναντίον των Τούρκων για τον φόνο του Πούλιου, του Καποτά και του Παντελίδη στην Αμμόχωστο. Παρασύρθηκε και τώρα από τον θυμό του. Ήταν καλός γυμνασιάρχης, μα δεν κουμάνταρε τον θυμό του και κάποτε τα έκανε θάλασσα.
Δυο μέρες μετά, όμως, ένιωσε πραγματικά μεγάλη χαρά όταν αυτός ο ίδιος εκπαιδευτικός, ο Παύλος Παυλίδης, ο γυμνασιάρχης τους, μπήκε στην τάξη και τους ανακοίνωσε ότι θα τους έκανε δυο μαθήματα, λογική και κλασική, ελληνική γραμματολογία. Εκείνη τη μέρα μάλιστα, απόλαυσαν την πρώτη του διάλεξη στη λογική. Αναφέρθηκε στον Αριστοτέλη με τρόπο μοναδικό. Τέλειωσε η ώρα και οι μαθητές, σε βαθειά σιωπή τον περίμεναν να συνεχίσει, κανένας δεν σηκώθηκε για το διάλειμμα. Ήταν εξαιρετικός εκπαιδευτικός. Τα παιδιά ένιωθαν πολύ περήφανα που θα παρακολουθούσαν τις διαλέξεις του.
Με ικανοποίηση δέχτηκαν και τον Γιώργο Ηλιάδη, που θα τους έκανε ιστορία της Κύπρου. Μπήκε στην τάξη και τους είπε για τα ψηφιδωτά που βρέθηκαν πρόσφατα στην οικία του Διόνυσου, στην Κάτω Πάφο. Μιλούσε με τέτοιο ενθουσιασμό που όλοι τον άκουγαν και γέμιζαν υπερηφάνεια για τα σπουδαία ευρήματα που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη, στον δικό τους τόπο.
Ήρθε, στο τέλος της ημέρας, και η κυρία Μόνικα, η καθηγήτρια των γαλλικών. Μια όμορφη γυναίκα, που όμως οι μαθητές έβλεπαν με καχυποψία, για λόγους που σίγουρα ούτε οι ίδιοι δεν μπορούσαν να εξηγήσουν. Ίσως επειδή ήταν ξένη, ξυπνούσε κάποιους φόβους, κάποιο φθόνο για ότι αντιπροσώπευε, ίσως και το αίσθημα ξενοφοβίας, που η μικρή κοινωνία της Πάφου θα χρειαζόταν ακόμα πολλά χρόνια να ξεπεράσει. Και τότε έγινε κάτι, που έκανε έξω φρενών όλη την τάξη.
Πλησίαζε δυο η ώρα, όλοι ήταν κουρασμένοι, κανένας δεν είχε κέφι για μάθημα. Μπήκε η καθηγήτρια με ένα μαύρο φόρεμα, που τόνιζε το άσπρο της δέρμα, που σε τίποτα δεν το είχε αλλάξει ο δυνατός ήλιος του καλοκαιριού, που δεν έλεγε να φύγει. Η ζώνη της, δεμένη σφικτά αναδείκνυε τη δαχτυλιδένια της μέση, αλλά και τους τορνευτούς γοφούς και το πλούσιο στήθος. Κατάξανθη, με τα μαλλιά κτενισμένα με πολλή επιμέλεια, ριχτά πίσω, άφηναν να προβάλει το μέτωπο, μεγάλο και φεγγοβόλο. Το πρόσωπό της πανέμορφο, συμπληρωνόταν με τα μεγάλα γαλάζια μάτια της. Ήταν όμορφη σαν ελληνίδα θεά.
Ποτέ δεν την είχαν ξαναδεί τόσο όμορφη. Άρχισε το μάθημα, είδε τα παιδιά ότι παρακολουθούσαν πιο πολύ την ομορφιά της, παρά το μάθημα. Ικανοποιήθηκε η γυναίκεια φιλαρέσκεια. Δεν ήταν ανάγκη να ξοδέψει το πρώτο της μάθημα σε ώτα μη ακουόντων. Σηκώθηκε, έκλεισε με νόημα το βιβλίο που κρατούσε και πήγε και στάθηκε στην άλλη άκρη του βάθρου. Κάτι τους είπε στα γαλλικά, κανένας δεν κατάλαβε. Εξήγησε στα σπασμένα της ελληνικά:
Στο γυμνάσιό μας υπάρχει παράδοση να διδάσκεται μια αρχαία τραγωδία και να παρουσιάζεται στο τέλος του χρόνου. Αποφάσισα, αυτή τη χρονιά, να παρουσιάσουμε μια τραγωδία στα γαλλικά. Διάλεξα τον Αίαντα του Σοφοκλή. Στο επόμενο μάθημα θα διανέμω τους ρόλους και θ’ αρχίσουμε τις πρόβες, που θα τις κάνουμε στο σπίτι μου.
Εκεί, όμως, που όλοι προσπαθούσαν να εμπεδώσουν εκείνο που τους είπε, ένας από τους μαθητές έβγαλε ένα πιστόλι και το τοποθέτησε πάνω στο θρανίο του. Ήταν ο Άθως Χαραλαμπίδης, που στις εκλογές είχε ήδη εκλεγεί πρόεδρος της τάξης, παίρνοντας μάλιστα το σύνολο των ψήφων, εκτός από δύο. Αν υπήρχε κάποιο νόημα ή υπονοούμενο στην πράξη εκείνη ή αν ήταν μια απλή επιπολαιότητα του Άθου, ίσως και ο ίδιος να μην μπορούσε να πει. Ο Χριστάκης έγινε έξω φρενών και στο διάλειμμα φρόντισε να του το πει. Δεν ήταν καθόλου σωστό αυτό που είχε κάνει. Τον άκουσε με προσοχή εκείνος, υποσχέθηκε να μην το ξανακάνει, αλλά, συμπλήρωσε, νοουμένου ότι και η γαλλίδα θα μαζέψει τον νου της.
Η Μόνικα είδε αυτό που έκανε ο Άθως, φοβήθηκε και θύμωσε ταυτόχρονα. Πολύ άσχημα θα την είχε με αυτούς τους μαντράχαλους. Ήταν όμως και πεισματάρα, κρατούσε και κακία. Στο επόμενο μάθημα ήρθε, μια σκέτη πρόκληση ήταν. Φορούσε ένα ανοιχτόχρωμο φόρεμα, που έφτανε μέχρι τη μέση μιας τορνευτής γάμπας, με βαθύ ντεκολτέ, σαν χιτώνας αρχαίας αθηναίας έμοιαζε. Δεν φορούσε μεσοφόρι κι όπως στεκόταν δίπλα στο μεγάλο, φωτερό παράθυρο, το φως διαπερνούσε το ρούχο και τόνιζε τη γραμμή του ομορφοκαμωμένου της σώματος, σαν να στεκόταν μπροστά στους μαθητές της ολόγυμνη.
Ο Χριστάκης κατάλαβε την αιτία της φοβερής προκλητικότητας της καθηγήτριάς τους. Στόχος θα ήταν ο Άθως. Ίσως να μην τον κατάγγειλε για το πιστόλι, θα το έκανε τώρα. Δεν ήταν σίγουρος ποια αφορμή θα δημιουργούσε. Την είδε να στέκεται συνέχεια δίπλα στο παράθυρο, ενώ αγωνιζόταν να φαίνεται αδιάφορη. Ήταν βέβαιος ότι όλη η τάξη ήταν θυμωμένη με την τόση πρόκληση, ότι οι εντυπώσεις όλων ήταν αρνητικές. Όσο κι αν δεν μπορούσαν να μην ανταποκριθούν σωματικά στην προκλητική της ομορφιά.
Τους ξαναμίλησε για την ετοιμασία του δράματος που θα παρουσίαζαν, τους εξήγησε τη διανομή των ρόλων και πώς θα επιλέγονταν αυτοί που θα έπαιρναν μέρος. Τους παράδωσε και το μάθημα. Και πήγε και κάθισε στην έδρα, στρίβοντας την καρέκλα στο πλάι. Έβαλε το ένα πόδι πάνω στο άλλο, αφήνοντας το φόρεμα να τραβηχτεί μέχρι το γόνατο και να φανεί η καλλίγραμμη γάμπα. Μια σκέτη πρόκληση. Και κάλεσε τον Άθω να βγει για να τον εξετάσει στο μάθημα.
Βρέθηκε σε φοβερή αμηχανία ο Άθως. Αρνήθηκε. Και τότε, η Μόνικα σηκώθηκε με πολύ θυμό, άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Κοίταξε τον Άθω ο Χριστάκης και του ήρθε να βάλει τα γέλια. Του φάνηκε πολύ δυστυχισμένος. Καλά να πάθει. Τι ήθελε να βγάλει το πιστόλι; Και τώρα, βέβαια, πώς μπορούσε να ελέγχει το άλλο πιστόλι, μπροστά σε τέτοια πρόκληση; Νέος, έφηβος ήταν, το σώμα και οι ορμές του δεν είναι δυνατό να μπουν σε έλεγχο.
Η Μόνικα επέστρεψε με τον γυμνασιάρχη. Κατάγγειλε τον Άθω ότι ήταν αδιάβαστος κι ότι αρνήθηκε να βγει να πει το μάθημα. Εκνευρίστηκε πάρα πολύ ο Χριστάκης, ήταν πολύ κακιά αυτή η καθηγήτρια, έπρεπε να μπει στη θέση της.
Η κατηγορία κατατέθηκε. Άρνηση να βγει στο μάθημα. Ο Παύλος Παυλίδης φαινόταν έξω φρενών. Μα κατάφερε να μην εκδηλωθεί. Όλοι θα προτιμούσαν να βάλει τις φωνές, να κάνει τις παρατηρήσεις του και να φύγει. Μα δεν το έκανε αυτό. Πήγε και στάθηκε μπροστά στον Άθω που στεκόταν όρθιος, με το βλέμμα καρφωμένο στο πάτωμα. Τον ρώτησε τι είχε να πει, μα εκείνος έμενε σιωπηλός. Και τότε σήκωσε τη φωνή του και τον διέταξε να πάει στο γραφείο του. Όλοι καταλάβαιναν τι σήμαινε αυτό. Αποβολή και μείωση διαγωγής. Για ανάρμοστη συμπεριφορά σε καθηγητή.
Ξεκίνησε να πάει στο γραφείο του διευθυντή, ο Άθως, την ίδια ώρα κτύπησε και το τελευταίο κουδούνι της μέρας . Ο γυμνασιάρχης βγήκε, μαζί με την καθηγήτρια και ακολούθησαν τον κατηγορούμενο μαθητή.
Η τάξη είχε παγώσει. Έξω, ο διάδρομος γέμιζε από τις φωνές των παιδιών που έβγαιναν για να σχολάσουν. Μα στην τάξη του Άθου κανένας δεν κινήθηκε. Ο Χριστάκης ένιωσε κάποιο να του σφίγγει τον αγκώνα. Γύρισε, ήταν ο Κυριάκος Κυριακού, ένας από τους καλούς μαθητές της τάξης κι ας ήταν ο πιο φτωχός.
Πρέπει να κάνουμε κάτι, του ψιθύρισε στ’ αφτί. Ο Άθως ήταν σε έξαρση, όπως και πολλοί άλλοι. Δεν μπορούσε να βγει στο μάθημα. Η κυρία Μόνικα το ήξερε πολύ καλά αυτό. Αυτή έφταιγε. Κι όμως τον κατάγγειλε.
Σαν να του ήρθε ξαφνική έμπνευση, του Χριστάκη, άρπαξε τον Κυριάκο από το χέρι κι έτρεξαν πίσω από τον γυμνασιάρχη τους. Τον πρόλαβαν την ώρα που ετοιμαζόταν να μπει στο γραφείο του. Οι άλλοι δυο είχαν ήδη μπει.
Μπορούμε να σας δούμε μια στιγμή, κύριε γυμνασιάρχα; ψιθύρισε, πολύ σεμνά και συνεσταλμένα ο Κυριάκος.
Κοντοστάθηκε εκείνος. Τους κοίταξε από πάνω ως κάτω, κατάλαβε. Έκλεισε την πόρτα και τους τράβηξε σε μια γωνιά του μεγάλου προθάλαμου. Πέρασαν μερικές στιγμές μεγάλης αμηχανίας για τους δυο μαθητές. Ο Χριστάκης κατάλαβε ότι ο Κυριάκος ντρεπόταν να μιλήσει. Η φύση του θέματος ήταν παράξενη, μα όχι πρωτότυπη. Κι ο ίδιος ντρεπόταν, μα είχε ένα καθήκον απέναντι σ’ ένα συμμαθητή που αγαπούσε, αλλά κι απέναντι σε όλους τους συμμαθητές του.
Κύριε, μίλησε επιτέλους. Να, η κυρία Μόνικα πρέπει να ντύνεται πιο σεμνά. Οι μαθητές είναι κι αυτοί άντρες, δεν ελέγχουν πάντα τον εαυτό τους.
Ένιωσε να κολυμπά σε παγωμένα νερά. Δεν μπορούσε να συνεχίσει. Ο Κυριάκος κοίταζε τα μάρμαρα. Ο γυμνασιάρχης κοίταζε και τους δυο, μια τον ένα μια τον άλλο. Στο βλέμμα του ήταν ένας αδιόρατος σπινθηρισμός, τόσο αδιόρατος, τόσο ανεπαίσθητος, μα δεν διέφυγε του Χριστάκη. Κατάλαβε ότι τον κέρδισαν. Δεν χρειαζόταν να πουν τίποτα άλλο. Τράβηξε τον Κυριάκο από το μανίκι κι έφυγαν.
Μα έχασαν τη Μόνικα. Στο επόμενο μάθημα η καθηγήτρια των γαλλικών ήρθε με ένα μαύρο φόρεμα, μακρύ μέχρι τον αστράγαλο και κλειστό στο λαιμό. Η θέα της ωραίας γυναίκας χάθηκε, ο Άθως, γλύτωσε την τιμωρία μα δεν ήταν καθόλου ευτυχισμένος και είπε στον Χριστάκη και τον Κυριάκο, ότι προτιμούσε να μην είχαν παρέμβει.
Και η Μόνικα, σαν να μην έφτανε που τους έκανε να νιώθουν τόσο άσχημα, έδωσε και στους δυο ρόλους στον Αίαντα, που θα παρουσίαζαν. Στον Κυριάκο, μάλιστα, έδωσε τον ρόλο του πρωταγωνιστή.
Την Παρασκευή, το γυμναστήριο γέμισε συνεργεία που πήγαιναν κι έρχονταν κι έκαναν εργασίες. Έσυραν γραμμές με ασβέστη, κουβάλησαν πλατφόρμες, έστησαν εξέδρες, καθάρισαν από γωνιάς, έριξαν νερό για τη σκόνη. Ρώτησαν τα παιδιά, τους είπαν ότι την Κυριακή θα γινόταν το μνημόσυνο των πεσόντων στην Τυλληρία και θα γινόταν και μεγάλη εκδήλωση στο γήπεδο για να τους τιμήσουν.
Το Σάββατο κι ενώ τα συνεργεία συνέχιζαν να εργάζονται πυρετωδώς, έφτασαν και δυο στρατιωτικά αυτοκίνητα, με ξύλινη κάσα και στραπατσαρισμένα καπό, κάποιος είπε ότι ήταν από εκείνα που αγοράστηκαν από τη Σοβιετική Ένωση για ενίσχυση της Εθνικής Φρουράς.
Τα καμιόνια μετάφεραν δυο διμοιρίες στρατιώτες. Οι μαθητές έμειναν να τους κοιτάζουν σαν μαγεμένοι. Η στρατιωτική στολή, με το καφέ μπερέ, τα άρβυλα και οι γκέτες, το στρατιωτικό τυφέκιο και δυο αξιωματικοί με τα πηλίκια και τις αστέρες, έκαναν τους εφήβους να ονειρεύονται ηρωικές στιγμές.
Μπήκαν οι στρατιώτες στο γήπεδο, στοιχήθηκαν κι άρχισαν να κάνουν ασκήσεις ακριβείας. Κτυπούσαν οι υποκόπανοι στο πατημένο, σκληρό χώμα, άφηναν τον χαρακτηριστικό ήχο της σφαιροθήκης και του κλείστρου, τη μεταλλική απειλή του όπλου, μαζεύτηκαν οι μαθητές έξω από το κιγκλίδωμα και παρακολουθούσαν, περήφανοι και συγκινημένοι, δεν ήθελαν να μπουν στις τάξεις.
Αργότερα έφεραν και δυο κανόνια. Τα έστησαν στους κιλλίβαντες τους και τα δοκίμασαν με μια αβολίδοτη βολή το καθένα. Ακούστηκαν ζητωκραυγές από τους μαθητές που παρακολουθούσαν.
Μακρινές, οι βολές των κανονιών έφτασαν και μέχρι τον Μούτταλλο. Οι μαθητές του δημοτικού, ανάμεσά τους και ο Ρασιήτ, έκαναν διάλειμμα. Τις άκουσαν και προς στιγμή αναρωτήθηκαν τι σχεδίαζαν οι Ρωμιοί. Αργότερα έμαθαν ότι ετοίμαζαν γιορτές για να τιμήσουν εκείνους που σκοτώθηκαν στη Τυλληρία. Πολλοί, από τα πιο μεγάλα παιδιά, γέλασαν ειρωνικά. Αυτοί γιορτάζουν ακόμα και την ήττα τους;
Ο Ρασιήτ, όμως, παρά την ηλικία του, προβληματιζόταν πάρα πολύ. Φοβόταν  τους Έλληνες. Αλλά και τους αγαπούσε. Στη Ζυριχό, πολλές φορές η Σοφία έφερνε και τα μικρά παιδιά της. Είχε δημιουργηθεί μια σχέση μεταξύ τους. Σχέση φιλίας ή και κάτι, ακόμα πιο πολύ από τη φιλία. Πολύ θα ήθελε να ξαναβρεθούν. Ήταν βέβαιος ότι από αυτούς δεν είχε τίποτα να φοβηθεί. Γιατί οι άλλοι να ήταν διαφορετικοί; Μα τότε γιατί σκότωσαν τον Φουάτ; Στη μικρή του ηλικία δεν ήταν δυνατό να χωρούν πολύπλοκοι προβληματισμοί και συλλογισμοί. Μα οι Έλληνες είναι φονιάδες, που σκοτώνουν χωρίς λόγο. Κι όμως, αυτοί που ο ίδιος είχε γνωρίσει, ήταν διαφορετικοί.
Ο Ρασιήτ ήταν μόνο οκτώ χρονών. Μα γνώριζε ήδη την κακία των ανθρώπων. Μια κακία απροσμέτρητη, φρικτή, φονική. Άκουε τους μεγάλους να περιγράφουν σφαγές, μπαμπεσιές, ενέδρες, ανήκουστους φόνους. Γιατί τα έκαναν αυτά οι Έλληνες; Ήταν από τη φύση τους κακοί; Αλήθεια, πόση κακία χρειαζόταν για να σκοτώσουν τον Οζτεμίρ; Και τους άλλους στου Μαυραλή; Δεκαπεντάχρονα παιδιά, που χνούδι δεν βλάστησε ακόμα στο πρόσωπό τους, σεβάσμιους γέροντες που δεν έβλαψαν κανένα; Που απλώς βρέθηκαν μπροστά στη μπούκα του σιεπέττου τους;
Τα σκεφτόταν και ήταν πολύ δυστυχισμένος. Η μάνα προσπαθούσε να τους προστατεύσει να ακούνε τέτοια πράγματα. Συχνά επενέβαινε κι επέβαλλε σιωπή στους πιο μεγάλους. Δεν ήταν σίγουρος ότι καταλάβαινε γιατί. Την ρώτησε μια μέρα κι εκείνη του απάντησε αόριστα, μην πιστεύεις ότι ακούς, όλοι το ίδιο είμαστε και καλοί και κακοί ανάλογα με το τι μας λαχαίνει. Τι σήμαινε πάλι αυτό; Κάποιοι περηφανεύονταν για την παλληκαριά τους. Κι αυτό υπερβολή ήταν;
Κι ο Φουάτ; Στην τύχη χάθηκε; Δεν τον έψαχναν; Να τον δουν στο στόχαστρο, να του ρίξουν, να τον βάλουν κάτω; Οι δικοί τους δεν έκαναν τέτοια. Δεν παραδίνονταν ασφαλώς. Αμύνονταν κι όταν οι Ρωμιοί επιτίθεντο δεν μπορούσαν ν’ αποφύγουν να τους σκοτώσουν. Αυτό είναι παλληκαριά. Οι Έλληνες, όμως, σκότωναν πισώπλατα, τους είχε δει κι ο ίδιος. Το έλεγαν και οι μεγάλοι στις ιστορίες τους.
Του ερχόταν να βάλει τα κλάματα. Όταν ήρθαν τα τουρκικά αεροπλάνα και έριξαν τις βόμβες τους για να σταματήσουν οι Έλληνες να σκοτώνουν τους Τούρκους στα Κόκκινα, όλοι φώναζαν ζήτω. Μα δεν συνέχισαν. Οι Έλληνες έκαναν το δικό τους. Μόνο για λίγο  σταμάτησαν. Μα θα συνέχιζαν με την πρώτη ευκαιρία. Και η Τουρκία δεν έκανε το πιο σημαντικό βήμα. Να στείλει τον στρατό της να βγει στο νησί, να μην αφήσει τους Έλληνες να κάνουν ξανά τα ίδια. Κάποιοι ήταν πολύ εξαγριωμένοι με τη μητέρα πατρίδα. Και τώρα, έλεγαν, οι Ρωμιοί θα κάνουν την ένωση κι εμείς θα γεμίσουμε βαπόρια, να πάμε να ζήσουμε στην Ανατολία. Όπως έγινε και με την Κρήτη πριν από πολλά χρόνια. Ο Ρασιήτ δεν ήξερε τι ήταν η Κρήτη, μα του φάνταζε κάτι το τρομακτικό, μια κόλαση φρίκης, η χειρότερη ήττα του τουρκικού έθνους.
Και οι Έλληνες, λέει, θα έκαναν γιορτές γιατί τους κτύπησε η τουρκική αεροπορία. Κι έφερναν στρατό από την Ελλάδα, δυνάμωναν, τους υποστήριζε και η Αμερική. Οι Τούρκοι έμεναν μόνοι, κανένας δεν τους πονούσε, όλοι τους ήθελαν ηττημένους. Ακόμα και η Τουρκία, που όφειλε να τους προστατεύει, έκανε πίσω.
Έγινε αναπαράσταση της μάχης στον Λωρόβουνο. Στρατιώτες με στολές μάχης ορμούσαν και καταλάμβαναν τη μια θέση των Τούρκων μετά την άλλη. Βροντούσαν τα ντουφέκια και τα κανόνια με τα άσφαιρα, σηκώθηκε κουρνιαχτός και καπνός, μύρισε μπαρούτι, ζητωκραύγασε με ενθουσιασμό ο κόσμος που μαζεύτηκε για να ζήσει το πρωτόγνωρο γεγονός. Υπήρχε συγκίνηση κι εθνική έξαρση. Ο Χριστάκης είδε μάτια δακρυσμένα κι άκουσε ουρανομήκεις κραυγές, «Ζήτω η Ελλάδα, ζήτω η Εθνική Φρουρά». Ένιωθε κι εκείνος δυνατή συγκίνηση, μα μια φωνή μέσα του, ένα ακατανόητο ένστικτο, δεν τον άφηνε να εκδηλωθεί. Ακουμπούσε στον κορμό ενός ευκαλύπτου, πίσω από το όρυγμα που είχαν σκάψει πριν καιρό για την περίπτωση τουρκικών βομβαρδισμών να δώσει κάλυψη στους μαθητές. Ήταν ένας σωρός από χώμα εκεί, μπορούσε με άνεση να παρακολουθεί αυτά που γίνονταν στο γήπεδο μπροστά του.
Εμείς οι Έλληνες, σκεφτόταν, τα κάνουμε όλα θέατρο. Σκεφτόταν τον Γιαννάκη Ταλιώτη, τον συμμαθητή του, πεσμένο μέσα στους θάμνους. Να κοίταζε άραγε τον ουρανό, τον καθαρό ουρανό της Πάφου; Τον πιο καθαρό, τον πιο γαλάζιο ουρανό της Γης; Και τι να καθρεφτιζόταν, άραγε, στα μάτια του όμορφου έφηβου, που ήταν πάντα ήρεμος και φιλικός με όλους; Νοσταλγία ή απογοήτευση; Γιατί η Ελλάδα δεν απάντησε στην τουρκική επίθεση; Γιατί άφησε τους Τούρκους να σκοτώνουν εκ του ασφαλούς; Και τώρα; Προς τι οι πανηγυρισμοί; Τα Κόκκινα ήταν ακόμα εκεί. Άθικτα γιατί κιοτέψαμε στο τελευταίο βήμα. Οι αρχηγοί μας μάλωσαν την ώρα της μάχης. Κάποιοι το έβαλαν στα πόδια και δεν τιμωρήθηκαν. Για τι πράγμα γιόρταζαν σήμερα τόσες χιλιάδες; Μακριά από το πεδίον της πραγματικής μάχης;
Αφού τέλειωσε η αναπαράσταση της μάχης και οι συμμετέχοντες ηθοποιοί, σκονισμένοι, πιο πολύ από το περίσσευμα μπαρούτης, παρά γιατί κυλίστηκαν στο χώμα, ηθοποιοί του γραφείου, φάνηκαν στον Χριστάκη, αποχώρησαν σε άψογο σχηματισμό με τα όπλα επ’ ώμου και τα άρβυλα με τις χοντρές πρόκες να κτυπούν επιδειχτικά στο σκληρό χώμα του γηπέδου. Άρχισαν οι επιδείξεις ακριβείας από μια διμοιρία, που είχε καλά εξασκηθεί για τον σκοπό αυτό.
Όλα έδειχναν άκρατο κι άγαρμπο μιμητισμό. Κι όμως ο κόσμος χειροκροτούσε και ζητωκραύγαζε. Θέλουν να μας εντυπωσιάσουν και τα καταφέρνουν, σκεφτόταν ο Χριστάκης. Πήγαινε κι ερχόταν η διμοιρία επιδείξεων, κτυπούσαν στα όπλα που άφηναν τον ρυθμικό ήχο της λαμαρίνας που την χρησιμοποιούν τα μεγάλα παιδιά για ταμπούρλο. Οι στρατιώτες κινούνταν γρήγορα, τα κατάφερναν αρκετά καλά, φώναζαν και συνθήματα. Στα μάτια όλων εκείνων, που δεν είχαν ξαναδεί τέτοιο θέαμα, ήταν τέλειοι και εντυπωσιακοί.
Η επίδειξη κράτησε αρκετά και όλοι ήθελαν να συνεχίσει. Μα όλα τελειώνουν, αποχώρησε η διμοιρία κι από τα μεγάφωνα ανάγγειλαν την ομιλία του στρατηγού Γεωργίου Γρίβα Διγενή. Ουρανομήκεις ζητωκραυγές ακολούθησαν την αναγγελία και ο Διγενής ανέβηκε στην εξέδρα και είπε πολλά, διακοπτόμενος συνεχώς από τις ζητωκραυγές και τις επευφημίες του κόσμου.
Ο Χριστάκης παρακολούθησε με προσοχή την ομιλία του αρχηγού. Δεν εντυπωσιάστηκε. Δεν ήταν και σπουδαίος ρήτορας. Μιλούσε όπως όλοι οι αξιωματικοί. Ήταν μια μακρά ομιλία, που θα μπορούσε να είχε τελειώσει στο ένα τρίτο του χρόνου. Γιατί, άραγε, όποιος ανεβεί στο βήμα δεν θέλει να τελειώσει ποτέ; Αναρωτήθηκε. Μα ποτέ δεν θα έβρισκε απάντηση στο ερώτημα αυτό. Σημείωσε ότι δεν αναφέρθηκε στην Ένωση. Γιατί άραγε; Ο πρωταγωνιστής της Ένωσης είχε αλλάξει μυαλά; Υπήρχε σκοπιμότητα να μην πει λέξη γι’ αυτό που τόσο αγωνίστηκε; Ή μήπως άρχιζε μια διαφορετική πορεία, μια πορεία ας μη χανόμαστε στο μεγάλο, ας απολαύσουμε την τόση επιδαψίλευση τιμών κι ας είναι σε μικρό χώρο, όπου και μόνον είναι σίγουρες;
Με τέτοιους προβληματισμούς έφυγε κι επέστρεψε στο χωριό. Δεν θα περνούσαν, όμως, δυο εικοσιτετράωρα και θα έπαιρνε την απάντηση που έψαχνε, θα βεβαιωνόταν ότι το ένστικτό του σωστά τον προειδοποιούσε για την επίφοβη αλλαγή.
Στο καφενείο, κανένας δεν συζήτησε για τη μεγάλη εκδήλωση. Ήταν φανερό ότι τη μεταχειρίζονταν σαν ένα πανηγύρι που φούντωσε. Ήταν καλό όσο διαρκούσε και μετά έσβησε και πέρασε. Ακόμα κι ο Χαμπής, που επέστρεψε αργά το απόγευμα από τη Λεμεσό, όπου παράδωσε ένα φορτίο σταφύλια, απόφυγε να σχολιάσει. Η καθημερινή βιοπάλη ήταν πιο σημαντική από τις πολιτικές εξελίξεις. Και γι’ αυτόν όλοι γίνονταν πολιτικάντηδες και τίποτα άλλο. Στο σπίτι, το βράδυ, σχολίασε το πολύ χαμηλό αγώγι που εξασφάλιζε. Και η Στασού, που ποτέ δεν επέμβαινε στις δουλειές του, αυτή τη φορά σχολίασε ότι απ’ το τίποτα ήταν, σίγουρα, καλύτερο.
Ο Χριστάκης διάβαζε ως αργά. Είχε δρόμο να καλύψει. Ο καθηγητής των μαθηματικών, ο Γλαύκος Αντωνιάδης, τους ανακοίνωσε ότι θα έκανε μια ομάδα, να διδάξει για τις εξετάσεις GCE, για το αγγλικό πιστοποιητικό που επέτρεπε σπουδές στα αγγλικά πανεπιστήμια. Θα χρέωνε δεκάμιση λίρες, σε τρεις δόσεις, για όλο το χρόνο. Βέβαια υπήρχαν και δικαιώματα εξετάσεων, άλλες τρεισήμισι λίρες. Πολύ θα ήθελε να συμμετάσχει, αν έβρισκε τα χρήματα.
 Ήταν και ο συμμαθητής του, ο Κυριακίδης, που έκανε ένα χρόνο του γυμνασίου, στην Αμερική, σ’ ένα πλαίσιο ανταλλαγής μαθητών. Ήθελε να οργανώσουν μια εκδήλωση για την αγγλική γλώσσα. Είχε μάλιστα καλέσει και τον Αμερικανό πρεσβευτή να δώσει μια διάλεξη για τις προοπτικές σπουδών σε πανεπιστήμια των Ηνωμένων Πολιτειών. Του απάντησε θετικά, ο Αμερικανός πρέσβυς και του όρισε και ημερομηνία, για να έρθει, προς το τέλος του Οκτώβρη. Χρειαζόταν και τη δική του βοήθεια, του είπε. Δεν του αρνήθηκε. Άλλωστε έτρεφε πάντοτε θαυμασμό για τη μεγάλη δημοκρατία πέραν του Ατλαντικού.
Κι ενώ η νύκτα μεγάλωνε, ο πατέρας είχε πια αποκοιμηθεί, όπως κι όλοι οι άλλοι, ο Χριστάκης συνειδητοποιούσε ότι καθόλου δεν είχε μελετήσει, άλλα πράγματα γέμιζαν το μυαλό του κι ότι άρχισε να νυστάζει. Βγήκε λίγο έξω στην αυλή, ήταν δροσιά, έσπαζε το καλοκαίρι, μα δεν κατάφερε να του διώξει την υπνηλία που ένιωθε. Εγκατέλειψε την προσπάθεια να διαβάσει και ξάπλωσε. Μα του ήταν αδύνατο να κοιμηθεί. Είχε ένταση, που δεν μπορούσε να την εξηγήσει. Σκεφτόταν και τα μαθήματα και την απόφασή του να συνεχίσει τις καλές επιδόσεις. Ήξερε ότι ο Γλαύκος θα τους έκανε γραπτό κάθε Σάββατο κι ας το έλεγε απροειδοποίητο. Γι’ αυτό ήταν πάντοτε έτοιμος. Ήδη είχαν κάνει και την πρώτη έκθεση στα νέα ελληνικά κι ο καθηγητής τους, ο Χρύσανθος Κακογιάννης, του έμπλεξε μεγάλο εγκώμιο για τη δική του έκθεση, μια από τις πιο ωραίες που έγραψε μαθητής του, του είπε ενθουσιασμένος. Και με την ευκαιρία του ζήτησε να μεταφράσει το κείμενο από το μάθημα της ημέρας στα αρχαία ελληνικά. Προφανώς ήθελε να τον αξιολογήσει. Το κείμενο ήταν από τον Κρίτωνα του Πλάτωνα, ήταν και διαβασμένος, το διάβασε και το μετάφρασε άψογα.
Χαλάρωσε και κοιμήθηκε τις πρωινές ώρες. Όμως ξύπνησε στην ώρα του, εκπλήρωσε όλες του τις υποχρεώσεις, ήπιε το τσάι του, πυκνό τσάι Hornimans με ένα κουταλάκι συμπυκνωμένο, ζαχαρούχο γάλα Βλάχας. Με αυτό μεγάλωσε. Η συνήθεια του έμενε, όπως σε όλη την οικογένεια. Πήρε το ποδήλατο και πήγε στο σχολείο. Πάντοτε, ακριβώς δέκα λεπτά πριν κτυπήσει το κουδούνι για να μπουν στην τάξη. Άλλωστε δεν επιτρεπόταν να εισέρχονται στην αυλή του σχολείου πιο νωρίς. Τον λόγο τον ήξεραν μόνο μερικοί καθηγητές, με επικεφαλής τον Φικάρδο, που επέβαλαν τον κανονισμό, με σοβαρή μάλιστα τιμωρία για όποιον τον παράβαινε. Οι μαθητές ποτέ δεν τον κατάλαβαν. Μόνο ο Σολωμός είπε μια φορά, χαριτολογώντας, ότι σκοπός αυτού του κανονισμού ήταν για να μην παρατηρούνται επικίνδυνα φλερτ αγοριών και κοριτσιών.
Η μέρα προχωρούσε κανονικά. Η αλήθεια, κανένας δεν συζήτησε την προηγούμενη μέρα, στις τάξεις τα μαθήματα γίνονταν χωρίς εμπόδια. Μα να που αυτό δεν άντεξε μέχρι το τέλος. Μια παρεξήγηση, κανένας δεν κατάλαβε πώς ξεκίνησε, έφερε τους συμμαθητές του Χριστάκη να φωνάζουν χωρίς συγκρατημό, ακούστηκαν ακόμα και βρισιές. Κι έτσι τους βρήκε ο Κακογιάννης. Να μαλώνουν και να βρίζονται. Θυμωμένος με τα τέτοια καμώματα, αντρών πια, όπως είπε, κάλεσε κάποιους να του εξηγήσουν τι είχε συμβεί. Κανένας δεν ήξερε πραγματικά να του πει. Φώναξε τον πρόεδρο της τάξης, τον Άθω Χαραλαμπίδη, μα κι εκείνος δεν κατάφερε να εξηγήσει ικανοποιητικά.
Ο Κακογιάννης βρήκε την ευκαιρία που ζητούσε. Οι καταγγελίες της Μόνικας και τα παράπονά της δεν μπορεί να μη συζητήθηκαν μεταξύ των καθηγητών. Και ίσως αυτά, πιο πολύ καθοδήγησαν την παράξενη, κατά τα άλλα, απόφαση του Κακογιάννη να παύσει τον Άθω από πρόεδρο της τάξης.
Μπροστά στους εμβρόντητους μαθητές, που τον άκουαν και δεν πίστευαν στ’ αφτιά τους είπε, απλά, παύεσαι κύριε, σαν υπεύθυνος καθηγητής της τάξης, αναιρώ τη ψήφο που σου έδωσαν οι συμμαθητές σου. Πήγε μετά και κάθισε στην έδρα. Βαριά σιωπή απλώθηκε στην τάξη. Όλοι τον κοίταζαν, υπήρχε ένταση, πολύ κοντά στην αποδοκιμασία. Δεν τους έδωσε καιρό να εκδηλωθούν.
Κύριοι, είπε με απόλυτη ηρεμία και ήταν σίγουρο ότι δεν επιδεχόταν καμιά αμφισβήτηση η απόφασή του, δικαιούμαι επίσης να ορίσω και τον πρόεδρο της τάξης σας. Υπάρχει ένας σοφός μαθητής μεταξύ σας, που δεν του αρέσουν τα κτενίσματα και τα λούσα. Αυτόν διορίζω πρόεδρο της τάξης.
Έσκυψε πάνω στο απουσιολόγιο και τους άφησε να αναρωτηθούν. Για δυο ολόκληρα λεπτά, δυο αιώνες, τσιμουδιά στην τάξη, μόνο κάποια αλληλοκοιτάγματα. Σηκώθηκε μετά και στάθηκε στη μέση του βάθρου.
Πρόεδρος της τάξης, κύριοι, είπε, είναι από σήμερα ο κύριος Ταπακούδης.
Το μάθημα συνέχισε. Κανένας δεν σχολίασε στο υπόλοιπο της μέρας. Ούτε την επομένη. Ο Χριστάκης ένιωθε τα μάτια ολονών στραμμένα πάνω του. Σίγουρα αποδοκιμαστικά. Και πιο πολύ του Άθου. Δεν θα πήγαινε ν’ απολογηθεί, τίποτα δεν είχε ο ίδιος επιδιώξει, δεν τον ένοιαζε καν να βρίσκεται στη Επιτροπή της τάξης. Ούτε και ήθελε να γίνει πρόεδρος πουθενά. Και μάλιστα διορισμένος!
Όμως, παρ’ όλες τις ιδιαιτερότητες και τις αλλοπρόσαλλες πολιτικές συνθήκες, η σχολική χρονιά άρχιζε με αποφασιστικότητα και καθαρούς στόχους. Η Διεύθυνση του Α΄ Γυμνασίου ήταν αποφασισμένη να κρατήσει στοιχειώδη πειθαρχία και οι μαθητές έλπιζαν σε σωστή κι αποδοτική διεκπεραίωσή της μέχρι τέλους. Ειδικά οι τελειόφοιτοι ένιωθαν την πίστη για ένα καλό, τελικό αποτέλεσμα να δικαιώνεται κάθε μέρα που περνούσε. Όλοι στρώθηκαν στη δουλειά για να καλυφτούν και τα κενά που άφησε η προηγούμενη χρονιά.
Κάτι που δημιουργούσε κάποιες αμφιβολίες και ανησυχίες, ήταν οι καθημερινές εξαγγελίες από την ελληνική κυβέρνηση για εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Ήταν εξαγγελίες αόριστες ακόμα που έκαναν τους καθηγητές και τους μαθητές να νιώθουν άβολα την ύλη που ήδη εξυπηρετούσαν. Κάποιοι έλεγαν, φυσικά, ότι τίποτα στη διδασκόμενη ύλη δεν μπορούσε να αλλάξει, ότι μόνο οι μέθοδοι διδασκαλίας και η κατηγοριοποίηση των μαθημάτων θα ήταν διαφορετικά, «κάτω από μια νέα θεώρηση», έλεγαν οι φανατικοί υποστηρικτές της μεταρρύθμισης. Στη σκέψη του Χριστάκη ήταν ότι επρόκειτο για μια μεγάλη φούσκα, ένα λαϊκισμό, χωρίς περιεχόμενο. Στο κάτω-κάτω, μελετώντας λογική κι ακούοντας τον γυμνασιάρχη τους να εκθειάζει τη φιλοσοφία των επιστημών του Αριστοτέλη, όλο και πιο πολύ βεβαιωνόταν ότι όλα ήταν γνωστά ακόμα και εφαρμοσμένες μέθοδοι. Τι το νέο θα έφερνε ο Λουκής Ακρίτας και όλοι εκείνοι που φωνασκούσαν και ουσιαστικά, απλά κορυβαντούσαν, εξαγγελίες που δεν είχαν τίποτα το νέο και κανένα εκμοντερνισμό; Όμως πολύ προβληματιζόταν κι ανησυχούσε γιατί όλα έδειχναν ότι θα άλλαζαν οι τελικές εξετάσεις που οδηγούσαν στο δικαίωμα εγγραφής στα ελληνικά πανεπιστήμια. Ειδικά για τους Κυπρίους που, σαν αλύτρωτοι Έλληνες, εγγράφονταν μόνο με τη βαθμολογία του απολυτηρίου. Το να χρειάζονται από αυτή τη χρονιά ειδικές εξετάσεις, έκανε τα πράγματα πολύ δύσκολα. Δεν θα είχαν χρόνο να προετοιμαστούν κι αυτό τους δημιουργούσε αισθήματα ψυχολογικής καταπίεσης.
Ο Χριστάκης ήταν ένας από τους καλύτερους μαθητές. Δεν έπρεπε να φοβάται ότι θα αποτύχει. Μα θα ήταν αφύσικο να μην ανησυχεί κι αυτός, μαζί με τους άλλους συμμαθητές του. Και οι καθηγητές δεν ήταν και πολύ υποβοηθητικοί. Τι να έκαναν κι αυτοί; Δεν είχαν καμιά πληροφόρηση, παρά μόνο αυτά που διάβαζαν στις εφημερίδες. Έλεγαν και τόνιζαν ότι η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση ήταν αναγκαία, το παλιό σύστημα είχε πια ξοφλήσει και μάλιστα είχαν διαχωριστεί σε υποστηριχτές κι εναντίους. Αυτό συμβαίνει πάντοτε, είναι αναμενόμενο, αν και κανένας δεν θα ζητούσε τη γνώμη τους, απλώς αποφευγόταν η αποτελμάτωση κι ο μαρασμός με τις ζωηρές συζητήσεις που, κάποτε, έφθαναν και πολύ κοντά στον καυγά.
Ο Χριστάκης χρειαζόταν αέρα. Να αναπνεύσει, να σκεφτεί, να ξεκαθαρίσει το μυαλό του. Οι σπουδές γι’ αυτόν ήταν όνειρο άπιαστο, το ένιωθε. Ο πατέρας, που λίγους μήνες πριν του υποσχέθηκε να του κρατήσει πεντακόσιες λίρες από την πώληση της περιουσίας, τώρα δεν μιλούσε, δεν έκανε καμιά νύξη. Τον παρηγορούσε που θα πήγαινε να κάνει τη στρατιωτική του θητεία και, ποιος ξέρει, ίσως τα πράγματα να άλλαζαν προς το καλύτερο, μέχρι να την τελειώσει. Αυτό που τώρα, άμεσα χρειαζόταν ήταν μια καλή προετοιμασία, διάβασμα και πάλι διάβασμα. Όφειλε να εγκαταλείψει τις επιπολαιότητες της προηγούμενης χρονιάς, να βάλει σύστημα, να είναι πανέτοιμος για οτιδήποτε ήθελε προκύψει. Είχε και την Σχολή Ικάρων. Αγαπημένο όνειρο, αλλά με δύσκολες και σκληρές εξετάσεις και προπαντός με αναγκαίο ισχυρό μέσον. Σκεφτόταν τον Αντρέα Αζίνα, καλαδερφός του ήταν, δεν θα αρνιόταν να τον συστήσει. Σίγουρα είχε πέραση ο λόγος του. Από τους πρωτεργάτες του Αγώνα κι άνθρωπος του Μακαρίου, από τους πιο έμπιστους έλεγαν πολλοί, τίποτα δεν θα του αρνιόνταν ούτε στην Κύπρο ούτε στην Ελλάδα. Αρκεί, βέβαια, να περνούσε τις εξετάσεις.
Όνειρα για ένα έφηβο. Μόνο που στο κεφάλι του επικρεμόταν σαν δαμόκλειος σπάθη, η Παιδαγωγική Ακαδημία. Το είχε πει μια φορά ο πατέρας του, αρνήθηκε έντονα, δεν το ξανάπε. Το ένιωθε, όμως, ήταν σίγουρος, ότι δεν το είχε ξεχάσει, δεν το είχε παραμερίσει σαν προτεραιότητα. Άσε τον να νομίζει και να φαντάζεται ότι θέλει, σκεφτόταν κι έδινε πιο μεγάλη σημασία στο ότι δεν ήταν ερωτευμένος. Η «απιστία» της Αναστασίας τον είχε πληγώσει πάρα πολύ, δεν ήθελε να δει γυναίκα. Στις συμμαθήτριές του δεν ξεχώριζε καμιά κι όταν ο Αχιλλέας Καμιναράς, ο συμμαθητής του, του εξομολογιόταν τον έρωτά του και του εκθείαζε τον «θειο» του, έτσι έλεγε συνθηματικά την αγαπητικιά του, χαμογελούσε θλιμμένα κι άφηνε την ευτυχία του φίλου του να γλυκαίνει λιγάκι και την δική του έρημη καρδιά.
Γενικά, τα πράγματα ήταν ήσυχα, η ένταση μεταξύ Τούρκων κι Ελλήνων του νησιού είχε μειωθεί, άρχισαν να φαίνονται δουλειές, ο κόσμος έβλεπε το μέλλον με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, πρόσβλεπε καλύτερες μέρες να έρθουν. Και οι εφημερίδες έκαναν το δικό τους, καλλιεργούσαν τη διχόνοια και την αποδοκιμασία, συνειδητά ή ασύνειδα. Και το ΡΙΚ. Όλα τα δελτία ειδήσεων άρχιζαν με το πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπο Μακάριο.
Επιστρέφοντας από το σχολείο, απόγευμα Τρίτης, ο Χριστάκης σταμάτησε για λίγο στου Φίλιππου. Χρειαζόταν ένα καλό κούρεμα, πριν του κάνουν παρατήρηση στο σχολείο ότι μεγάλωσαν τα μαλλιά του. Ο Φίλιππος έκανε τη δουλειά του, πάντα αμίλητος όταν εργαζόταν, εξαίρεση του κανόνα που θέλει τον κουρέα να παραζαλίζει με χίλιες άσχετες κουβέντες αυτόν που έχε κάτω από τη μηχανή του.
Τελείωσε και ρώτησε αν έμεινε καμιά εφημερίδα. Συνήθως έπαιρνε την «Ελευθερία». Μόνο δυο φύλλα έφερνε ο Φίλιππος, την μια τη φύλαγε για τον Χαμπή τον Ράφτη, η άλλη είχε πουληθεί. Του έμεινε μόνο ένα φύλλο της «Μάχης». Είκοσι πέντε φύλλα του είχαν δώσει, πουλήθηκαν όλα, εκτός από αυτό το ένα.
Γράφει για τον Γρίβα, παρατήρησε ο Φίλιππος. Όλοι την ήθελαν.
Έτσι πήρε τη «Μάχη». Όχι από περιέργεια αλλά γιατί αυτή είχε μείνει. Πήγε σπίτι, αφού πήρε κι από την πόστα, που την έφερνε ο Φουκιδής, δυο γράμματα, μάλλον ειδοποιήσεις για εξόφληση γραμματίων του πατέρα του. Έφαγε, κουκιά με λάχανα πρωτοφανούσιμα, που έφερε η γιαγιά η Δεσποινού από τη Μοροζό, μαζί με ένα μικρό κομμάτι ρέγγα και φρέσκο ψωμί. Όλα τα αδέρφια του και η μητέρα ήταν μαζεμένοι στο σπίτι, άλλοι είχαν αρχίσει το διάβασμα, άλλοι άκουαν μουσική από εκείνο το τεράστιο ραδιόφωνο, λάφυρο πολέμου, που έφεραν στον πατέρα μετά τη μεγάλη μάχη στο Κτήμα.
Μίλησαν λίγο με τη μητέρα του, πιο πολύ του έδωσε οδηγίες για κάποιες δουλειές που έπρεπε να κάνει στο περβόλι το απόγευμα και μετά κάθισε στον καναπέ και πήρε την εφημερίδα. Από πάνω του κρεμόταν η φωτογραφία του Μακαρίου, εκείνη με την εντυπωσιακή στολή, τη βασιλική χλαμύδα και το αυτοκρατορικό σκήπτρο.
«ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΓΡΙΒΑ», ήταν ο πρωτοσέλιδος τίτλος της εφημερίδας.
Παραξενεύτηκε. Εκδότης της Μάχης ήταν ο Νίκος Σαμψών, επιφανής αγωνιστής της ΕΟΚΑ. Πολλοί έλεγαν ότι ήταν και τουρκοφάγος. Αυτός κράτησε, με τις ομάδες του, τα βόρεια προάστια της Λευκωσίας, δίνοντας σκληρές μάχες με τους επιτιθέμενους και βαριά οπλισμένους Τούρκους, τους οποίους απώθησαν με τον ανεπανάληπτο ηρωισμό τους. Έτσι έλεγαν. Υπήρχαν και ψίθυροι ότι αυτός κι άλλοι αγωνιστές, απαίτησαν την κάθοδο του Διγενή στην Κύπρο και την επανέναρξη του ενωτικού αγώνα.
Διάβασε το άρθρο ξανά και ξανά. Σίγουρα προερχόταν από τον ίδιο τον Νίκο Σαμψών. Ούτε λίγο, ούτε πολύ κατηγορούσε τον Γεώργιο Γρίβα Διγενή ότι στην ομιλία που έκανε στο Κτήμα, στη εκδήλωση για να τιμηθούν οι ήρωες της Τυλληρίας, δεν είπε και το μεγάλο και οφειλόμενο ευχαριστώ προς τη Μεγάλη Σοβιετική Ένωση για την τεράστια κι ανιδιοτελή βοήθεια που πρόσφερε και προσφέρει, και σίγουρα θα συνεχίσει, στον αγωνιζόμενο κυπριακό λαό.
Ο Χριστάκης ερμήνευσε εκείνη την επίθεση, το άρθρο κάλυπτε όλη την πρώτη σελίδα και οι επικεφαλίδες ήταν με μεγάλα κόκκινα γράμματα, σαν προσπάθεια ηγετίσκου να υπονομεύσει το βάθρο του αρχηγού του. Άλλα ήταν, δηλαδή, τα πραγματικά κίνητρα πίσω από το άρθρο.
Τρόμαξε, δυνατή λύπη κυρίευσε τη ψυχή του. Ο αγώνας για την Ένωση είχε τελειώσει. Τώρα άρχιζε ο πόλεμος των επιγόνων.



ΕΝΑΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ.

Πενήντα ένα χρόνια μετά. Έχει ένα παράθυρο ανοικτό στη φύση. Είναι όμορφα, στον ουρανό κρεμόταν ζωογόνα βροχή όταν άρχισε να γράφει. Πάντα ένιωθε ότι όφειλε να γράψει, να βάλει στο χαρτί και στο διηνεκές του χρόνου, τα γεγονότα εκείνων των δέκα μηνών, που τα έζησε άμεσα κι ας ήταν και πάλι ένας απλός θεατής. Ζει τα ήρεμα γερατειά του, είναι ευτυχισμένος, αφήνει τον πλούσιο ήλιο να του ψήνει το πετσί, μακριά από τον κόσμο, δίπλα στο πευκόδασος, μέσα στον απέραντο ελαιώνα, αγκαλιάζει το χώμα, χαίρεται την ευωδιά της βρεγμένης γης, αναπνέει έξω από τις έγνοιες του κόσμου.
Κι όμως δεν απομακρύνεται από τη ζωή. Διαβάζει όσα δεν μπόρεσε να διαβάσει στη ζωή του ολόκληρη, γράφει, δέχεται ξένους, τα παιδιά του, τα εγγόνια του κι άλλους συγγενείς και φίλους. Είναι ερημίτης μέσα σε ένα κόσμο ομορφιάς. Συζητά πολιτικά και διαλογίζεται φιλοσοφικά. Θρησκεύει, προσεύχεται για τον κόσμο. Παρακολουθεί όσα συμβαίνουν κοντά και μακριά. Λυπάται και κλαίει για τη δυστυχία του κόσμου, μα πιο πολύ πονά για την ανθρώπινη βλακεία, που οδηγεί στην καταστροφή και στο θάνατο.
Το βιβλίο τελείωσε σε δέκα μήνες. Τυχαίο ή σκόπιμο, τόσο του πήρε για να καταγράψει τις προσωπικές του εμπειρίες εκείνου του φοβερού δεκάμηνου από τον Νιόβρη του 1963 μέχρι τον Σεπτέμβρη του 1964. Μίλησε με πολλούς από τους πρωταγωνιστές. Οι πιο πολλοί ήταν απολογητικοί. Κάποιοι, όμως, έμειναν κολλημένοι στο μίσος και τη μισαλλοδοξία.
Μίλησε και με κόσμο απλό και προσπάθησε να διαβάσει στην ψυχή του καθενός τι ακόμα κρατούσε σημειωμένο στο μαύρο δεφτέρι του θανάτου. Στο τέλος δεν ήταν σίγουρος αν διάβαζε σε γλώσσα καθαρή. Καταλάβαινε μια απαίσια δυσπιστία, μια αφόρητη απογοήτευση. Κανένας δεν ήθελε να πάει πίσω, κανένας δεν πίστευε στη νέα αρχή. Από όσα τον συντάραξαν, αυτό ήταν το πιο δυνατό.
Πού πηγαίνει η μικρή πατρίδα; Αν τίποτα δεν ικανοποιεί τον κόσμο της, αν δεν προσβλέπει στο μέλλον, αν δεν θέλει το νέο ξεκίνημα, τότε σε τι διαφέρει από τον ίδιο εκείνο λαό που άρχισε ο καθένας να κάνει ό,τι πιο άσχημο και μοχθηρό του ερχόταν στο νου και στην περίσταση; Που γέμισαν τον τόπο χήρες κι ορφανά κι αίμα και θάνατο;
Και οι ηγέτες; Αλλοπρόσαλλοι κι άτολμοι, όπως και τότε που, αφού έσπρωξαν τα πράγματα στο μη παρέκει, στάθηκαν ενεοί και βλοσυροί θεατές, που το μόνο που σκέφτονταν ήταν να βρουν τρόπους να ρίξουν ο ένας στον άλλο τα φταιξίματα.
Το ’63-64 είναι χαραγμένο στη σκέψη και τη συνείδησή του με γράμματα που δεν είναι δυνατόν να σβηστούν. Όλα όσα ακολούθησαν είναι απότοκα εκείνης της εποχής. Που οι άνθρωποι δεν ήξεραν τι ήθελαν. Ήθελαν την Ένωση με την Ελλάδα οι Έλληνες, την Ένωση με την Τουρκία οι Τούρκοι της Κύπρου. Η ΕΟΚΑ και η ΤΜΤ εξέφραζαν τα αισθήματα του λαού. Ξεπήδησαν από τον λαό. Θα έφταναν στα άκρα γιατί αυτό απαιτούσε ο σκοπός που εξυπηρετούσαν. Μα ο λαός ήταν άβουλος; Δεχόταν αυτό που οι δυο οργανώσεις του, που ο ίδιος γέννησε κι έθρεψε, του έβαζαν στο πικρό πιάτο του γεύματος του Θυέστη;
Στη σκέψη, του ποτέ δεν ξεχώρισε η ΕΟΚΑ από τους Έλληνες και η ΤΜΤ από τους Τούρκους. Αν έπρεπε να βρει σφάλματα και φταίξιμο δεν μπορούσε να βγάλει έξω τον εαυτό του. Δηλαδή τον τελευταίο Ελληνοκύπριο, τον τελευταίο Τουρκοκύπριο. Κι αυτό τι σήμαινε στη συνείδηση του και  στην δική του αντίληψη των πραγμάτων και της πραγματικότητας;
Σήμαινε εκ βαθέων παραδοχή κι εξομολόγηση της ενοχής. Και υπόσχεση. Ποτέ ξανά. Ας μη γίνει ξανά οδηγός το μίσος, το αίμα, ο θάνατος, ο φόνος, η εκδίκηση και η αντεκδίκηση. Κάθαρση από τις ερινύες δεν μπορεί να υπάρξει. Αυτό που μπορεί να επιτευχθεί είναι να μη στοιχειώσει και το μέλλον.
Διάβασε όσα έγραψαν πολλοί. Και τι μ’ αυτό; Ο καθένας τα δικά του λέει. Μόνος του τα ονομάζει αυθεντικά. Δεν μπόρεσε ποτέ ν’ αποκωδικοποιήσει την ψυχή των ανθρώπων. Πώς είναι, άλλωστε, δυνατό κάτι τέτοιο μέσα στη ιδιαιτερότητα του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά;
Ένας από τους φονιάδες του Οζτεμίρ, ρώτησε τον Αντρέα, τον μικρό γιο του Νεόφυτου, που πλήρωσε για το φόνο εκείνο με τη δική του ζωή, θυσία στη εκδικητική μανία: γιατί με κοιτάζεις έτσι; Γιατί δεν μου μιλάς; Μήπως γιατί έγινα η αιτία να σκοτώσουν τον πατέρα σου;
Άκου ερώτηση! Και τι να του απαντήσει ο μικρός Αντρέας; Τι να του πει, πώς να παραπονεθεί; Μήπως ήταν ένοχος ο μικρός Αντρέας; Ασφαλώς όχι ή τουλάχιστον όχι περισσότερο από εκείνους που ποτέ δεν δίκασαν, ποτέ δεν καταδίκασαν εκείνους που έκαναν τον φοβερό, πρώτο φόνο. Και η μάνα του Οζτεμίρ; Πώς μπορούσε να κλάψει τον αθώο γιο της αφού ένας άλλος αθώος πλήρωσε με το αίμα του την εκδίκηση, που πολύ εύκολα φόρτωσαν στην ΤΜΤ;
Θα έκλαιαν όμως μέσα τους και πάνω από τα μνήματα και η μάνα του Οζτεμίρ και ο μικρός Αντρέας. Δεν πίστευε ότι θα καταριόνταν. Ποιον να καταραστούν; Τον ίδιο τους τον εαυτό; Στην πολιορκημένη πόλη, όταν πέσει, ποιοι και πού θα βρουν σωτηρία; Θα τους τραβήξουν όλους, ένοχους κι αθώους, ακόμα κι από τους βωμούς των ναών και θα τους σφάξουν.
Πικρός και βίαιος θάνατος, που δεν δικαιώνει κανένα. Είτε είναι ο βοσκός που τον βρήκαν μόνο στον κάμπο να βόσκει ειρηνικά το κοπάδι του, είτε είναι το μοναχοπαίδι της χήρας που έσκυψε στη βρύση να πιει το δροσερό νερό της κυπριακής πέτρας.
Είναι σοφό αυτό που λένε οι Κύπριοι, Τούρκοι κι Έλληνες. Έφυγε εκείνος, όποιος κι αν ήταν ο θάνατός του. Αλί σ’ αυτούς που μένουν, να τον κλαίνε, να τον πεθυμούν, να τον θέλουν πίσω, μα μάταια να τον καρτερούν ν’ αναφανεί στο στενό.
Σοφία ορθή λέει ο ιερέας των Ελλήνων και είναι η σοφία και η σωφροσύνη μέγιστες των αρετών. Μα πού πήγαν όταν οι Έλληνες εξέφραζαν τους πόθους τους με την οργή της θανάτωσης;
Η συγχώρεση είναι πιο γλυκιά από την εκδίκηση, λέει το Κοράνι, μα μήπως οι Τούρκοι ακολουθούσαν άλλου ιερού βιβλίου τις προτροπές όταν ντύνονταν με την κόκκινη φουφούλα της άκρατης εκδικητικής μανίας;
Άλλες εποχές ήταν, μα ποτέ δεν θα περνούσαν. Πράγματα  ανεξήγητα, πράγματα απαράδεκτα.
Στη ρίζα των βουνών ήρθε να ζήσει όσα χρόνια του έμειναν. Τον φτάνει η ανάσα του κάμπου. Γεμίζει τη φαντασία του η απεραντοσύνη μιας μακρινής θάλασσας. Οι πόθοι του δεν έχουν καταλαγιάσει, δεν είναι μέσα στις δυνατότητές του να το πετύχει αυτό. Δεν μπορεί να καταστείλει την αγάπη του για την Ελλάδα. Μα είναι και μια άλλη αγάπη, ακόμα πιο δυνατή. Η αγάπη για μια μικρή πατρίδα, μέσα στην οποία υπέφερε κι εκείνος, όπως και ο κάθε Κύπριος, Έλληνας και Τούρκος.
Και είναι και το σοφία ορθή. Η σοφία των χριστιανών και των Ελλήνων. Και η αγαθή διάθεση που το κοράνι διδάσκει. Δυο βιβλία ιερά που αξίζει να τα λάβει κανένας σοβαρά υπόψη του. Άλλο οι εθνικοί πόθοι, φυσικά. Κι άλλο η θρησκεία. Η θρησκεία δεν ανακατεύτηκε ποτέ στην εχθρότητα Ελλήνων και Τούρκων της Κύπρου.
Πού πήγε λοιπόν η σοφία; Και η ανδρεία; Αυτό δεν μέτρησε ποτές; Μια διαφορετική ανδρεία που θέλει τον άνθρωπο όρθιο να στέκεται πάνω από τα πάθη του, να αναγνωρίζει τα λάθη του και να προσπαθεί να τα διορθώσει; Πού είναι αυτή η ανδρεία που δικαιώνει τις προσδοκίες των ανθρώπων, που οδηγεί στην πραγμάτωση όλων των ελπίδων και των οραματισμών;
Δεν πρέπει ο άνθρωπος να ζει τον θάνατο και το αίμα για να είναι πραγματικά ανδρείος. Ανδρείος για το μέσα του είναι. Ανδρείος στις προσδοκίες των γενιών που θα έρθουν. Αυτό πρέπει να είναι. Θεόρατος στο μεγαλείο του, απέραντος στη μεγαλοσύνη της ψυχής του.
Αυτό τον άνθρωπο αναζητούσε και μέσα του. Δεν του δόθηκε ευκαιρία να κάνει κανένα κακό. Δεν έριξε ούτε μια σφαίρα εναντίον τουρκικού φυλακίου ή σπιτιού, δεν είπε κακό λόγο σε Τούρκο. Μα δεν ήταν σίγουρος αν δεν μίσησε κιόλας. Γι’ αυτό κάκιζε τον εαυτό του. Γιατί αυτό που θα έπρεπε να μισά ήταν τις πράξεις. Όχι εκείνους που τις έκαναν. Για εκείνους υπήρχε η δικαιοσύνη και αν δεν έκανε κι αυτή τη δουλειά της, οι ίδιοι ας κοίταζαν μέσα στην ψυχή τους, στη συνείδησή τους να βρουν την επιβαλλόμενη τιμωρία. Κι αν οι περιστάσεις του ήρθαν αγαθές και δεν έκανε κι εκείνος όσα τόσοι άλλοι, δεν σήμαινε ότι ήταν πιο αθώος και λιγότερο ένοχος. Γιατί όσα διαδραματίστηκαν στην Κύπρο ήταν σαν προπατορικό αμάρτημα. Που σταύρωσε τη μικρή πατρίδα. Μα ο σταυρικός θάνατος και το αίμα της πρέπει να γίνουν ελπίδα για μέρες καλύτερες να ’ρθουν.
Κάποτε, φοιτητής στο Αμερικάνικο Πανεπιστήμιο της Βηρυτού, τον προσκάλεσε ένας άραβας συμφοιτητής του κι ανέβηκε στο διαμέρισμά του. Ήταν ένα διαμέρισμα πολυτελείας. Ο συμφοιτητής του ήταν γιος άρχοντα Δρούζου από τα βουνά του Λιβάνου. Σε μια πολυκατοικία, όπου λίγοι μπορούσαν να νοικιάσουν, στο δρόμο του πανεπιστημίου. Είχε τεράστια παράθυρα προς τη δύση, από όπου έβλεπες την απέραντη, γκριζογάλανη θάλασσα, σκέτη μαγεία. Οι βασιλικές, πραγματικά, κουρτίνες, ήταν τραβηγμένες κι όπως ήταν ώρα απογευματινή, ένας χείμαρρος από φως ξεχυνόταν μέσα στο διαμέρισμα κι έδινε ξεχωριστή λαμπρότητα μέχρι και την πιο μικρή γωνιά.
Στον τοίχο, που ήταν ακριβώς απέναντι απ’ το άπλετο φως ήταν γραμμένη, με κάρβουνο, αλλά με γράμματα κεφαλαία, καλλιγραφικά, μια λέξη: ΟΙCΟΥΜΕΝΗ. Τον εντυπωσίασε και τη διάβασε φωνακτά. Ενθουσιάστηκε ο συμφοιτητής του.
Πολύ ήθελα να την ακούσω να προφέρεται στη γλώσσα που είναι γραμμένη, είπε κι έφερε άρακ.
Ήπιαν μισό μπουκάλι και συζήτησαν φιλοσοφικά. Η λέξη ήταν πάντοτε εκεί, σίγουρα από πολλά χρόνια πριν ενοικιάσει το διαμέρισμα. Το έβαψαν μα η λέξη δεν σβήστηκε. Έστελλε μήνυμα δυνατό. Εκείνες τις μέρες οι φοιτητές είχαν κάνει απεργίες και διαδηλώσεις εναντίον της καταπίεσης των Παλαιστινίων προσφύγων από τις Αρχές του Λιβάνου. Στην οικουμένη, όπως εκφραζόταν σ’ εκείνη, την μοναδική λέξη στον τοίχο ενός διαμερίσματος πολυτελείας, που ποιος ξέρει πότε κι από ποιους γράφτηκε, χωρούσε όλου του κόσμου το μοναδικό μήνυμα. Κέντρο είναι ο άνθρωπος, όλα έρχονται μετά, όλα ακολουθούν, όλα υπηρετούν αυτό το νόημα. Χριστιανικό νόημα μέσα από την αρχαία σοφία των Ελλήνων.
Παλαιστίνιοι και Λιβανέζοι, Άραβες και Έλληνες και Τούρκοι από την οθωμανική αυτοκρατορία και Τούρκοι σημερινοί κι όλοι οι λαοί ήταν αποτέλεσμα κι όχι πρωτεύουσα γενεσιουργός αιτία. Η κατασκευαστική πλίνθος ήταν ο άνθρωπος. Πάντοτε. Και νυν και αεί. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ μιας αδιάσπαστης ΟΙΚΟΥΝΕΝΗΣ.
Γιατί να μη το βλέπουν έτσι οι άνθρωποι, αυτό το τόσο βασικό αξίωμα; Γιατί χωρίζονται σε έθνη και σε κράτη και διαφορετικές θρησκείες και δόγματα κι άλλες αιτίες γενεσιουργές της κάθε δυστυχίας για τον άνθρωπο σαν ξεχωριστή και μοναδική οντότητα και ύπαρξη;
Δεν προσπαθούσε να καταλάβει τη δομή της κοινωνίας. Ήταν φοβερά πολύπλοκη για τη δική του φτωχή διανοητική εμβέλεια. Αυτό που ήθελε να κατανοήσει ήταν η αντιδράσεις του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά, μπροστά στις καταστάσεις που δημιουργούνταν τυχαία ή με σκοπιμότητες. Δεν είχε ο άνθρωπος την ικανότητα ή τη δυνατότητα να είναι η τελευταία λέξη μπροστά στις κρίσιμες αποφάσεις; Πόσο, τελικά, χωρούσε ο άνθρωπος στην ΟΙΚΟΥΜΈΝΗ και πόσο η ΟΙΚΟΥΜΈΝΗ στον άνθρωπο;
Φοβόταν που δεν βρήκε απάντηση μέχρι τα γεράματά του. Ότι ποτέ δεν θα έβρισκε.
Μελετούσε τους απελευθερωτικούς αγώνες των λαών, τις επαναστάσεις εναντίον της καταπίεσης και της τυραννίας, όλα αυτά που έφερναν την ανθρωπότητα ένα βήμα πιο μπροστά στην κοινωνική τελείωση. Επικροτούσε και υπερθεμάτιζε και ήταν βέβαιος ότι θα μετείχε κι ο ίδιος αν είχε την ευκαιρία.
Μα δεν κατανοούσε τον στείρο σωβινισμό που έκανε τους ανθρώπους εχθρούς. Κι όσο εξέταζε αυτό το φαινόμενο τόσο κατέληγε στο πουθενά.
Τι ήταν εκείνο που έκανε τους Έλληνες και τους Τούρκους να αλληλοσκοτώνονται; Ναι, ήταν φανερό ότι οι μεν ποθούσαν να ενωθούν με την Ελλάδα. Πόθος αναμενόμενος και κατανοητός. Και οι δε ποθούσαν να ενωθούν με την Τουρκία. Πόθος κι αυτός αναμενόμενος και κατανοητός. Όμως πραγματοποίηση και στους δυο του πόθου τους ήταν αδύνατη. Αν πραγματοποιούνταν ο πόθος των Ελλήνων, οι Τούρκοι θα ήταν δυστυχισμένοι. Και αντίθετα, φυσικά.
Κάποιοι ξένοι δοκίμασαν να συγκεράσουν πράγματα. Και θεωρήθηκαν εχθροί και από τους Έλληνες κι από τους Τούρκους. Οι ξένοι δεν χωρούσαν. Οι ίδιοι, όχι μόνο δεν τα έβρισκαν, έσφαζαν κι ο ένας τον άλλο.
Καταλήγοντας στο σκληρό συμπέρασμα, έφτανε στα όρια της απελπισίας. Να χωρίσουν λοιπόν; Και η μικρή πατρίδα;
Ναι ήταν μια πραγματικότητα που τη ζούσαν οι άνθρωποι. Μικροί λαοί να χωρίζονται, κράτη να κατακερματίζονται. Γιατί όχι και η Κύπρος; Είχε χώρο για όλους. Να ζήσουν μαζί ή χωριστά. Γιατί να τον τρομάζει ένα τέτοιο ενδεχόμενο; Δεν θα ήταν οι πρώτοι.
Μα δεν το ήθελε. Ήταν μήπως έντονος συναισθηματισμός; Ρομαντισμός χωρίς τέλος; Δεν μπορούσε ν’ απαντήσει. Όποτε έφτανε εκεί έβλεπε μιαν Αφροδίτη να κλαίει πάνω από το σκόρπιο νοικοκυριό της. Κι έκλαιε κι αυτός απελπισμένος.
Η Ελλάδα και η Τουρκία; Οι δυο μητέρες πατρίδες, ο πόθος των Ελλήνων και των Τούρκων της Κύπρου; Μήπως εκεί υπήρχαν πιο σοφοί άνθρωποι; Μπα! Κι εκείνοι τρώγονταν και δεν είχε τέλος η αντιπαράθεσή τους. Μεγαλοϊδεατισμοί και φιλοδοξίες χωρίς τέλος έκαναν τις δυο χώρες αντίπαλους μονομάχους που η μια προσέβλεπε στην πτώση της άλλης.
Πράγματα ανεξήγητα στην ταπεινή του σκέψη. Άξονες στρατηγικοί των Βαλκανίων, των στεπών, της Μεσογείου, των θαλασσίων οδών, των εξόδων στις θερμές θάλασσες, ευρασιατικές προοπτικές, υπερατλαντική πραγματικότητα, κρίσεις, αντιπαραθέσεις, πόλεμοι.
Η σκέψη του δεν έφτανε πουθενά. Ελλάδα και Τουρκία ήταν υποχρεωμένες να συνεργαστούν. Για το καλό του ανθρώπου. Έλληνα ή Τούρκου. Η εποχή του Ξέρξη, η εποχή του Μεγαλέξαντρου δεν θα ξανάρχονταν. Η ιστορία έχει πορεία προς τα εμπρός, δεν κάνει κύκλους.
Ναι, Ελλάδα και Τουρκία είχαν πιο πολλά να τις ενώνουν από όσα τις χώριζαν. Και είχαν πρώτιστα τον άνθρωπο! Καταλύτης, σε μια ανεπανάληπτη ευκαιρία η Ευρώπη. Η Ευρωπαϊκή τελείωση. Την Ευρωπαϊκή ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ.
Και η Κύπρος ένας καταλύτης. Όχι το πείραμα. Η πραγματικότητα μιας νέας εποχής. Για τους Έλληνες και τους Τούρκους. Για τον άνθρωπο Έλληνα και τον άνθρωπο Τούρκο!
Έγραψε τις τελευταίες λέξεις μ’ ένα αχνό χαμόγελο και με πολύ λίγη πίστη.